Ο Ντόναλντ Τραμπ αρέσκεται να υποστηρίζει ότι υπερασπίζεται τους «ξεχασμένους Αμερικανούς» που ζουν μακριά από τις μεγάλες μητροπόλεις, ιδίως στις φτωχές και αγροτικές Πολιτείες, εκλογικά «κάστρα» των Ρεπουμπλικανών. Κι όμως, σε αυτές ακριβώς τις περιοχές, ένα κοινωνικό κίνημα αμφισβητεί τη ρεπουμπλικανική πολιτική της εγκατάλειψης των δημόσιων υπηρεσιών. Σε αυτή τη σύγκρουση, οι εκπαιδευτικοί διαδραματίζουν κομβικό ρόλο.
Σικάγο, Απρίλιος 2018. Μέσα στο αταίριαστο ντεκόρ ενός πολυτελούς ξενοδοχείου στα περίχωρα του αεροδρομίου O’Hare, διακόσια περίπου άτομα, με υψωμένη γροθιά, φωνάζουν ρυθμικά συνθήματα υποστήριξης στους εκπαιδευτικούς της Αριζόνα, του Κεντάκι και της Οκλαχόμα: «Βαστάτε γερά!», «Μην υποχωρείτε!». Αυτές οι στιγμές αλληλεγγύης σηματοδοτούν το κλείσιμο της εξαμηνιαίας συνδικαλιστικής συνδιάσκεψης που οργανώνει η στρατευμένη επιθεώρηση «Labor Notes». Στο βήμα, έξι καθηγητές –ένας άντρας και πέντε γυναίκες– φορούν κόκκινα ρούχα, δεδομένου ότι το κόκκινο είναι το εμβληματικό χρώμα του κινήματος Red for Ed («Κόκκινοι για την Εκπαίδευση»): μια ονομασία που παίζει με την αμφισημία του κόκκινου χρώματος, καθώς είναι συνδεδεμένο τόσο με τη σοσιαλιστική παράδοση όσο και με το Ρεπουμπλικανικό κόμμα που κυβερνάει στις Πολιτείες όπου έχει εξαπλωθεί το απεργιακό κύμα από τα τέλη Φεβρουαρίου.
Η πρώτη εστία αμφισβήτησης εκδηλώθηκε στα μέσα του χειμώνα στην Δυτική Βιρτζίνια. Αυτή η Πολιτεία, ελεγχόμενη από τους Δημοκρατικούς από τη δεκαετία του 1930, όπου κατά τη δεκαετία του 1970 πραγματοποιήθηκαν μακρές και βίαιες απεργίες των ανθρακωρύχων, πραγματοποίησε μια εντυπωσιακή στροφή προς τα δεξιά στις αρχές της δεκαετίας του 2000, με τους ψηφοφόρους να τάσσονται συστηματικά υπέρ των Ρεπουμπλικανών υποψηφίων στις προεδρικές εκλογές (1). Μαζί με το Γουαϊόμινγκ, είναι οι δύο Πολιτείες όπου ο Τραμπ απέσπασε το υψηλότερο ποσοστό (περίπου 68%) στις εκλογές του 2016.
Τον Νοέμβριο του 2017, μια ομάδα καθηγητών –ορισμένοι από τους οποίους ανήκουν στους Δημοκρατικούς Σοσιαλιστές της Αμερικής (DSA)– άρχισαν να συζητούν και να οργανώνουν τη συλλογική απάντηση ενάντια στην υποβάθμιση της οικονομικής και της κοινωνικής κατάστασής τους, κινούμενοι στο περιθώριο του τοπικού συνδικάτου των εκπαιδευτικών. Σε μια Πολιτεία όπου οι πραγματικοί μισθοί των εκπαιδευτικών έχουν μειωθεί κατά 8,9% από το 2000 (2) και όπου οι ασφαλιστικές εισφορές του κλάδου ασθενείας δεν παύουν να αυξάνονται, η τοπική κυβέρνηση προέβλεπε μονάχα αυξήσεις κατά 2% και νέο πάγωμα στη χρηματοδότηση των παροχών ασθενείας του οργανισμού περίθαλψης των εργαζόμενων στο Δημόσιο.
Αφού δημιούργησαν αποκεντρωμένα δίκτυα συνδικαλιστών, κυρίως χάρη στο Διαδίκτυο, οι εκπαιδευτικοί πέτυχαν την ψήφιση της πρότασης για απεργία σε όλα τα σχολεία. Αποτέλεσμα; Οι 55 κομητείες της Δυτικής Βιρτζίνια αποφάσισαν να απεργήσουν στις 22 Φεβρουαρίου. Επρόκειτο για την πρώτη απεργία εκπαιδευτικών και λοιπών εργαζόμενων στα σχολεία από το 1990 –και γίνονταν από ισχυρή θέση, καθώς εκατοντάδες θέσεις εκπαιδευτικών είχαν παραμείνει κενές. Στις 7 Μαρτίου, μετά από εννιά ημέρες απεργίας (από τις οποίες οι πέντε αποφασίστηκαν από τη βάση ενάντια στη γνώμη της συνδικαλιστικής ηγεσίας), πέτυχαν αυξήσεις 5% για όλους τους εργαζομένους στα σχολεία (εκπαιδευτικούς και μη), καθώς και πάγωμα των ασφαλιστικών εισφορών για τον κλάδο ασθενείας. Ταυτόχρονα, πέτυχαν την ακύρωση της επέκτασης των ιδιωτικών σχολείων με σύμβαση με το Δημόσιο (charter schools) (3).
Μετά από αυτήν την επιτυχία, η απεργία επεκτάθηκε σταδιακά και σε άλλες Πολιτείες, από την Αριζόνα ώς την Βόρεια Καρολίνα και από το Κολοράντο ώς την Οκλαχόμα και το Κεντάκι. Τα κυριότερα αιτήματα επικεντρώνονται στους χαμηλούς μισθούς, στην υποβάθμιση των συνθηκών εργασίας, στην έλλειψη μέσων, στην ανεπάρκεια των μηχανισμών κοινωνικής προστασίας (ασφάλιση ασθενείας, σύνταξη) και στην ιδιωτικοποίηση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος. Η απεργία των εκπαιδευτικών εξαπλώθηκε και στο Πουέρτο Ρίκο, ελεύθερη Πολιτεία συνδεδεμένη με τις ΗΠΑ: διαμαρτύρονταν ενάντια στο πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης που προωθεί η Τζούλια Κέλεχερ, τοπική υπουργός Παιδείας. Από τη στιγμή που ανέλαβε τα καθήκοντά της, τον Ιανουάριο του 2017, διέταξε το κλείσιμο 170 σχολείων (περίπου το 15% των σχολικών μονάδων), ενώ ο νόμος που ψηφίστηκε τον Μάρτιο του 2018 προβλέπει το κλείσιμο άλλων 283 σχολείων (4).
Ορισμένες απεργίες ήταν μονοήμερες (όπως στη Βόρεια Καρολίνα), ενώ άλλες διαρκούν περισσότερο (6 ημέρες στην Αριζόνα, 9 στην Οκλαχόμα, περισσότερες από 15 στο Κολοράντο…). Πολλά κινήματα πέτυχαν μισθολογικές αυξήσεις (από 2% στο Κολοράντο έως 20% για την επόμενη τριετία στην Αριζόνα) και υποσχέσεις ότι θα διατεθούν περισσότερα εκπαιδευτικά μέσα στις τάξεις. Στο Κολοράντο, οι αιρετοί εκπρόσωποι στα δύο νομοθετικά σώματα της Πολιτείας ψήφισαν αύξηση των δαπανών για την εκπαίδευση, η οποία τις επαναφέρει στο επίπεδο που βρίσκονταν πριν από την κρίση του 2008.
Πέρα από τις τοπικές ιδιαιτερότητες, αναδείχθηκαν τα κοινά στοιχεία. Οι απεργίες εκδηλώθηκαν καταρχάς σε περιοχές όπου το επάγγελμα του εκπαιδευτικού είναι ιδιαίτερα δύσκολο. Σε εθνικό επίπεδο, οι μεικτές ετήσιες αποδοχές (πριν από την αφαίρεση των ασφαλιστικών εισφορών) ενός εκπαιδευτικού ανέρχονταν το 2017 στα 59.000 δολάρια (51.000 ευρώ) (5), δηλαδή λίγο χαμηλότερες από τον μέσο μισθό στις ΗΠΑ. Ωστόσο, πίσω από αυτόν τον μέσο όρο κρύβονται σημαντικές ανισότητες. Λόγω της ομοσπονδιακής οργάνωσης της χώρας, παρατηρούνται σημαντικές διαφορές στην εκπαιδευτική πολιτική (προϋπολογισμός, σχολικό πρόγραμμα, μισθολόγιο, συλλογικές συμβάσεις, συνδικαλιστικά δικαιώματα…) από τη μία Πολιτεία στην άλλη –και οι αποκλίσεις ολοένα διευρύνονται.
Έτσι, ενώ οι καθηγητές της Πολιτείας της Νέας Υόρκης κερδίζουν μεικτά έως και 79.600 δολάρια ετησίως (69.930 ευρώ, επιτυγχάνοντας αύξηση 8,9% σε σχέση με το 2000, σε σταθερές τιμές), οι συνάδελφοί τους του Μισσισσιππή έχουν μέγιστη αμοιβή 42.925 δολαρίων (37.700 ευρώ, δηλαδή απώλεια 6% κατά τα τελευταία δεκαεπτά χρόνια). Σε αυτήν την Πολιτεία, τη φτωχότερη της χώρας, ορισμένοι εκπαιδευτικοί είναι αναγκασμένοι να συνδυάζουν δύο ή και τρεις δουλειές για να τα βγάλουν πέρα. Συχνά, οι συνθήκες εργασίες είναι εξωφρενικές. Στο βήμα της συνδικαλιστικής συνδιάσκεψης που οργάνωσε η «Labor Notes», ο Ντύλαν Βεγκέλα, εκπαιδευτικός από την Αριζόνα, περιέγραψε σε ένα εμβρόντητο ακροατήριο τις παγίδες για αρουραίους που βάζουν στις ψευδοροφές, τα φώτα που αφήνουν αναμμένα όλη τη νύχτα για να διώχνουν τις κατσαρίδες κ.λπ.
Στη συνέχεια, το κίνημα αναπτύχθηκε στο περιθώριο των γραφειοκρατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, τις οποίες και αιφνιδίασε. Όπως υπογραμμίζει ο Κρις Μπρουκς, ένας από τους εργαζόμενους στη «Labor Notes», «πολλά συνδικάτα μέλη της National Education Association (Εθνική Ένωση Εκπαίδευσης) λειτουργούν κυρίως με νομικίστικο τρόπο. Επικεντρώνονται στην παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών στα μέλη τους και στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό σε επαγγελματίες της πολιτικής επικοινωνίας προκειμένου να ασκήσουν πιέσεις στους βουλευτές και τους γερουσιαστές» (6). Για να καθοδηγηθεί η απεργία στην Αριζόνα, συγκροτήθηκε η οργάνωση Arizona Educator United, παράλληλα με την κύρια συνδικαλιστική οργάνωση των εκπαιδευτικών, την Arizona Education Association, χρησιμοποιώντας τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ώστε να αντιμετωπίσει την απουσία δομών κινητοποίησης.
Επιπλέον, οι περισσότερες από τις απεργίες πραγματοποιήθηκαν σε Πολιτείες όπου το δικαίωμα στον συνδικαλισμό σχεδόν δεν αναγνωρίζεται νομικά. Οι συλλογικές συμβάσεις δεν προκύπτουν μέσα από διαπραγμάτευση ανάμεσα στα συνδικάτα και στις δημόσιες αρχές, σε επίπεδο εκπαιδευτικών συμβουλίων (boards of education), αλλά μέσα από την ψήφιση νόμων από τα τοπικά κοινοβούλια. Επιπλέον, η Οκλαχόμα, η Αριζόνα και το Κεντάκι συγκαταλέγονται στις 28 Πολιτείες όπου εφαρμόζονται –βάσει του νόμου Taft-Hartley του 1947– νόμοι αποκαλούμενοι «περί του δικαιώματος στην εργασία» (right to work), οι οποίοι επιτρέπουν μεταξύ άλλων σε κάθε μισθωτό, είτε είναι συνδικαλισμένος είτε όχι, να επωφελείται από τη συλλογική σύμβαση που διαπραγματεύτηκε το συνδικάτο, χωρίς ωστόσο να είναι υποχρεωμένος να καταβάλει τη σχετική συνδρομή: έτσι, οι οργανώσεις των εργαζομένων χάνουν σημαντικές πηγές εσόδων.
Η πρόσφατη ετυμηγορία του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση «Janus v. American Federation of State, County and Municipal Employees Council 31» (Τζάνους εναντίον της Αμερικανικής Ομοσπονδίας Υπαλλήλων Δήμων, Κομητειών και Πολιτειών [AFSCME]) ενδέχεται να επεκτείνει αυτή τη διάταξη στο σύνολο της χώρας. Ενθαρρυμένος από τον Μπρους Ράουνερ, τον δισεκατομμυριούχο Ρεπουμπλικανό κυβερνήτη του Ιλινόις, ο κοινωνικός λειτουργός Μαρκ Τζάνους ήγειρε το 2015 αγωγή κατά της AFSCME, θεωρώντας ότι οι υποχρεωτικές εισφορές που ζητούσε το συνδικάτο παραβίαζαν το συνταγματικό δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης, κατοχυρωμένο από την Πρώτη Τροπολογία. Η υπόθεση έφθασε μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο τον δικαίωσε στις 27 Ιουνίου 2018 (7). Τα συνδικάτα του τομέα της εκπαίδευσης, όπου αυτή τη στιγμή είναι ενταγμένο το 70% των 3,8 εκατομμυρίων εκπαιδευτικών του δημόσιου τομέα, αποτελούν έναν από τους κύριους στόχους αυτής της απόφασης. Κινδυνεύουν να χάσουν έως και το ένα τρίτο των μελών τους και τις αντίστοιχες εισφορές (8).
Ωστόσο, εάν επικεντρωθούμε υπερβολικά στη σημερινή πολιτική συγκυρία, κινδυνεύουμε να υποτιμήσουμε το γεγονός ότι η κινητοποίηση των εκπαιδευτικών εντάσσεται σε ένα πλαίσιο αναζωπύρωσης των κοινωνικών αγώνων: μακρά απεργία των εργαζόμενων στον δημόσιο τομέα του Ουισκόνσιν (9) και κίνημα Occupy Wall Street το 2011, αγώνες των εργαζόμενων στην εστίαση από το 2013 για να επιτύχουν την αύξηση του κατώτατου μισθού. Τον Σεπτέμβριο του 2012, οι 30.000 περίπου εκπαιδευτικοί του Σικάγο είχαν απεργήσει μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων για την υπογραφή της νέας τους συλλογικής σύμβασης. Αντιτίθονταν κυρίως στην επιθυμία των αρχών να δώσουν προτεραιότητα στις εξατομικευμένες επιδόσεις των μαθητών και στην ίδρυση ιδιωτικών σχολείων με χρηματοδότηση από το Δημόσιο. Η Ρεμπέκα Γκαρέλι, συμμετέχουσα στη συνδιάσκεψη της «Labor Notes», δίδασκε στο Σικάγο προτού μετακομίσει το 2017 στην Αριζόνα. Είχε συμμετάσχει ενεργά στο κίνημα του 2012: «Η εμπειρία μου από το Σικάγο με δίδαξε ότι πρέπει οπωσδήποτε να εξασφαλίσουμε την υποστήριξη των γονέων και της τοπικής κοινωνίας», εξηγεί, με τον Τζέσε Σάρκλεϋ, συμπρόεδρο της Chicago Teachers Union (CTU) και συντονιστή της συζήτησης, να νεύει επιδοκιμαστικά. Η απεργία εκείνη κατέληξε σε νίκη, πράγμα σπάνιο: μισθολογικές αυξήσεις, αύξηση των ωρών διδασκαλίας στο ημερήσιο πρόγραμμα, εγκατάλειψη των εξατομικευμένων αυξήσεων ανάλογα με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού.
Από το 2010, όταν στην ηγεσία της εκλέχθηκε η Επιτροπή Βάσης Εκπαιδευτικών (CORE), η CTU επιδόθηκε σε έναν αγωνιστικό συνδικαλισμό που ήρθε σε ρήξη με το αμερικανικό μοντέλο συντεχνιακής οργάνωσης. Μία από τις πρώτες αποφάσεις της νέας ηγεσίας υπήρξε η προώθηση ενεργών συνδικαλιστικών δομών. «Θέλαμε να είμαστε ένα μαχητικό συνδικάτο, θέλαμε να καλλιεργήσουμε δεσμούς με τους γονείς των μαθητών, με την τοπική κοινωνία», θυμάται η Σάρα Τσέιμπερς, καθηγήτρια ειδικής αγωγής από το 2009 και συμπρόεδρος της CORE την περίοδο 2013-2017. «Στο σχολείο μου, λόγου χάρη, αρχίσαμε με τη συγκρότηση μιας επιτροπής επιφορτισμένης με τη συζήτηση για τη συλλογική σύμβαση. Ο καθένας ανέλαβε έναν ρόλο: να ασχοληθεί με την επικοινωνία, να δημιουργήσει δεσμούς με τους γονείς, με την υπόλοιπη συνοικία, με τους μαθητές. Κατά τη διάρκεια του κινήματος, η κινητήρια δύναμη ήταν τα μέλη της επιτροπής. Οι γονείς κρατούσαν τα πλακάτ της απεργίας, μας έφερναν φαγητό πρωί και μεσημέρι, ενώ τα παιδιά έπαιζαν μουσική».
Αυτή η στρατηγική αποτέλεσε πρότυπο για μίμηση. Στο Κεντάκι για παράδειγμα, για την προετοιμασία της απεργίας του 2018, οι εκπαιδευτικοί εξασφάλισαν την υποστήριξη και την εμπιστοσύνη των γονέων των μαθητών, στήνοντας τραπεζάκια ενημέρωσης έξω από τα σχολεία, οργανώνοντας καταλήψεις κτιρίων και μοιράζοντας τρόφιμα, έτσι ώστε οι μαθητές αυτής της Πολιτείας, όπου το 24,5% των παιδιών ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, να μην στερηθούν το σχολικό γεύμα τους. Έτσι, όταν ο κυβερνήτης της Πολιτείας κατήγγειλε την «αλήτικη νοοτροπία» και την «εγωιστική και μυωπική στάση» των εκπαιδευτικών, οι επιθέσεις του δεν βρήκαν ιδιαίτερη απήχηση (10)…
Και στις πόλεις των Δημοκρατικών
Εξάλλου, η απεργία του Σικάγο έφερε στο φως τις ιδεολογικές συγγένειες Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών στα ζητήματα της εκπαίδευσης. Η κινητοποίηση οργανώθηκε σε ένα προπύργιο των Δημοκρατικών, του οποίου ο δήμαρχος, ο Ραμ Εμάνουελ, πρώην διευθυντής του γραφείου του Μπάρακ Ομπάμα, ακολουθεί μια επιθετική πολιτική ιδιωτικοποίησης των δημόσιων υπηρεσιών (μεταφορές, νοσοκομεία, εκπαίδευση). Από την εκλογή του το 2011, προχώρησε στο κλείσιμο των μισών ψυχιατρικών νοσοκομείων της πόλης, καθώς και δεκάδων σχολικών μονάδων στις φτωχότερες συνοικίες της πόλης, όπου η πλειονότητα των κατοίκων είναι μαύροι ή ισπανόφωνοι, ευνοώντας ταυτόχρονα τη δημιουργία charter schools. Ενώ οι απεργίες των εκπαιδευτικών εγκωμιάστηκαν από τη συντριπτική πλειονότητα των «προοδευτικών» σχολιαστών, οι εκπαιδευτικοί του Σικάγο, των οποίων τα αιτήματα δεν διέφεραν διόλου από εκείνα των συναδέλφων τους του Κεντάκι ή της Οκλαχόμα, λοιδορήθηκαν από τους «New York Times» και την «Washington Post». «Δεδομένου ότι βλάπτουν τους μαθητές και τις οικογένειές τους, οι απεργίες των εκπαιδευτικών δεν αποτελούν ποτέ καλή ιδέα», έγραφε εμφατικά η πρώτη (11 Σεπτεμβρίου 2012), ενώ η δεύτερη θεωρούσε ότι «παρεμποδίζουν την επιτυχία των μαθητών» (10 Σεπτεμβρίου 2012).
Ο Κέβιν Πρόζεν, συνδικαλιστής που διδάσκει αγγλικά σε ένα γυμνάσιο του Κουήνς της Νέας Υόρκης, εκτιμά ότι «το απεργιακό κίνημα φέρνει σε δύσκολη θέση τους Δημοκρατικούς. Από τη μια το υποστηρίζουν γιατί διεξάγεται σε Πολιτείες που ελέγχονται από τους Ρεπουμπλικανούς και ελπίζουν ότι θα εξασφαλίσουν οφέλη στις εκλογές του Νοεμβρίου. Ωστόσο, είναι προφανές ότι εάν ποτέ επεκταθεί στις πόλεις που αυτοί ελέγχουν, τότε θα το πολεμήσουν με σφοδρότητα».
Το ζήτημα ενδέχεται να τεθεί πολύ σύντομα, καθώς το κίνημα έχει αρχίσει να επεκτείνεται και εκτός των σχολικών αιθουσών. Τον Ιούλιο του 2018, σχεδόν δύο χιλιάδες νοσοκόμες και νοσηλεύτριες στο Μπέρλινγκτον του Βερμόντ απέργησαν επί δύο ημέρες, διεκδικώντας μισθολογικές αυξήσεις και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη για τους ασθενείς τους. Αμέσως, δημιουργήθηκε κίνημα αλληλεγγύης, το οποίο συσπειρώθηκε γύρω από το σύνθημα «Red for Med» («Κόκκινοι για την Ιατρική»). Ανάμεσα σε εκείνους που υπέγραψαν την έκκληση για συμπαράσταση, συγκαταλέγονταν πολλά μέλη του κινήματος των εκπαιδευτικών.