«Μπορούμε να ξεφύγουμε από τη μάστιγα του μαζικού τουρισμού;» Το βράδυ εκείνο, στα τέλη του Ιούνη 2018, περίπου είκοσι κάτοικοι της πόλης Μπολ συγκεντρώθηκαν για να θέσουν το θέμα επί τάπητος. Πόλη γειτονική με τη μεγάλη παραλία του Ζλάτνι Ρατ, που ξεπροβάλλει σαν έμβολο στη θάλασσα, η κοινότητα της νήσου Μπρατς (νότια Δαλματία) αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα παραθαλάσσια θέρετρα της Κροατίας. Λιγότερα από χίλια άτομα ζουν στο νησί κατά τη διάρκεια της χρονιάς, διαθέτει όμως επτά χιλιάδες κλίνες και δέχεται δεκάδες χιλιάδες τουρίστες, από τα μέσα Ιουνίου έως τα μέσα Σεπτεμβρίου.
Μετά το τέλος του πολέμου, λίγο περισσότερα από είκοσι χρόνια πριν, πυκνές συστάδες σπιτιών κατέκλυσαν τους λόφους, απωθώντας πευκοδάση και αμπελώνες. Όλα τους με δωμάτια και διαμερίσματα προς ενοικίαση, όπου συνωστίζονται ορδές παραθεριστών από τη Γερμανία, τις Κάτω Χώρες ή τη Γαλλία. «Είκοσι άτομα σε μια τέτοια συγκέντρωση είναι επιτυχία, όταν η σεζόν έχει ήδη ξεκινήσει και όλος ο κόσμος εργάζεται», εκφράζει την ικανοποίησή της η Μάγια Γιούρισιτς, εκπρόσωπος του Κινήματος των Νήσων (Pokret Otoka), που είχε την πρωτοβουλία της συνάντησης. Το ζήτημα είναι καυτό: η κοινότητα ετοιμάζεται να συναινέσει στην επέκταση του παλιού ξενοδοχείου Borak, έτσι ώστε η μονάδα, που το κράτος επαναγόρασε από ένα επενδυτικό ταμείο με άγνωστους ιδιοκτήτες, να περάσει από τις 350 στις 900 κλίνες.
Κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης, ο σοσιαλδημοκράτης δήμαρχος Τίχομιρ Μαρίνκοβιτς επιπλήττεται έντονα. «Είστε κλέφτης», φωνάζει οργισμένος ένας ηλικιωμένος. «Εδώ και είκοσι χρόνια καταστρέφετε την περιοχή. Το ξενοδοχείο αυτό φιλοξενεί μόνο τουρίστες πλήρους διατροφής, που δεν δαπανούν ούτε δεκάρα για το χωριό. Αντιθέτως, καταναλώνει ακόμα μεγαλύτερες ποσότητες νερού, παράγει ακόμα περισσότερα σκουπίδια!» Μια γυναίκα βροντά πίσω της την πόρτα, επικρίσεις εξαπολύονται προς πάσα κατεύθυνση και η συγκέντρωση μετατρέπεται σε λαϊκό δικαστήριο. «Αυτή είναι η δημοκρατία», λέει ο αρμόδιος για θέματα πολεοδομίας δημοτικός σύμβουλος. «Και μην ξεγελιέστε, οι ίδιοι είναι πάντα που έρχονται σε τέτοιου είδους συναντήσεις, οι πικρόχολοι.»
Από την άνοιξη του 2017, η παραλία του Ζλάτνι Ρατ έγινε το σύμβολο της θέλησης των κατοίκων του νησιού να ξαναπάρουν τον έλεγχο των ακτών τους. «Στο Μπολ, ο δήμαρχος παραδοσιακά χορηγούσε τις άδειες εγκατάστασης προσωρινών περιπτέρων στις τοπικές επιχειρήσεις», εξηγεί η Γιούρισιτς. «Μια νέα νομοθεσία, όμως, επρόκειτο να επεκτείνει το δικαίωμα αυτό σε εταιρείες, οι οποίες θα μπορούσαν να αναλάβουν την πλήρη διαχείριση της ακτής, να επιβάλλουν αντίτιμο για την πρόσβαση σε αυτήν ή ακόμα και να την κρατούν μόνο για πελάτες ορισμένων ξενοδοχείων, εμποδίζοντας έτσι τον τοπικό πληθυσμό να έχει πρόσβαση στην ίδια του την παραλία.»
Οι αδιαφανείς όροι, βάσει των οποίων ανατέθηκε μια τέτοια άδεια παραχώρησης χρήσης στην κροατική εταιρεία Sport B, πυροδότησαν την εξέγερση. Εκατοντάδες νησιώτες κατέλαβαν συμβολικά την παραλία Ζλάτνι Ρατ με εύγλωττα συνθήματα: «Αφήστε τις παραλίες των νησιών μας στα εγγόνια μας», «Το νησί, η θάλασσα, η παραλία –χωρίς φράκτες και φρουρούς». Η κινητοποίηση δεν άργησε να επεκταθεί σε όλη την κροατική κοινωνία, μαρτυρώντας την αγανάκτηση των κατοίκων μπροστά στις κερδοσκοπικές παρεκτροπές της χώρας και στη συστηματική ιδιωτικοποίηση των φυσικών πόρων της. Η κυβέρνηση τελικώς υποχώρησε: το κείμενο που ψηφίστηκε την 1η Ιουλίου 2017, έπειτα από πολλές ταραχώδεις συνεδριάσεις του Κοινοβουλίου, δεν περιέχει τις επίμαχες διατάξεις. «Δεν είναι παρά μια ημιτελής νίκη. Θέλουμε ο νόμος να δίνει ρητά προτεραιότητα στις μικρές τοπικές επιχειρήσεις έναντι των μεγάλων επενδυτών που θέλουν να λάβουν άδειες παραχώρησης», σχολιάζει η Γιούρισιτς. Σε κάθε περίπτωση, η μάχη ενάντια στις άδειες αυτές έθεσε το Κίνημα των Νήσων σε πρώτο πλάνο στην πολιτική σκηνή της Κροατίας.
Το κόμμα του Μαρίνκοβιτς μποϋκόταρε την κοινοβουλευτική συνεδρίαση της 1ης Ιουνίου 2017, όμως ο δήμαρχος του Μπολ δεν φαίνεται να μπορεί να φανταστεί κάποιο άλλο σχέδιο ανάπτυξης πέραν της σταθερής αύξησης του αριθμού των επισκεπτών και των διανυκτερεύσεων. Έτσι, προσβλέπει σε σχέδια επέκτασης του αεροδρομίου του νησιού, παρόλο που το Μπρατς αριθμεί μόνο δεκατέσσερις χιλιάδες μόνιμους κατοίκους. «Θα πρέπει να δημιουργήσουμε ακόμα τέσσερις με πέντε χιλιάδες κλίνες, ώστε οι αεροδιάδρομοι να είναι οικονομικά αποδοτικοί», παραδέχεται. Οι τελευταίοι θα μπορούσαν να εξυπηρετούν πτήσεις από αεροπορικές εταιρείες χαμηλού κόστους, με αφετηρία τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές πόλεις, γεγονός που προμηνύει την άφιξη μιας πελατείας πολύ μακριά από τις απαιτήσεις του «ποιοτικού τουρισμού» που ο δήμαρχος σκοπεύει να προωθήσει. «Το Μπρατς είναι το τρίτο μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Κροατίας, και είναι πολύ αραιοκατοικημένο. Έχουμε πολύ διαθέσιμο χώρο», διαβεβαιώνει.
Μέλος και εκείνη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, η δήμαρχος του λιμανιού του Σουπετάρ, κύριου σημείο άφιξης των φέριμποτ που συνδέουν το Μπρατς με την ηπειρωτική χώρα, δείχνει πιο μαχητική. Η Ιβάνα Μάρκοβιτς φιλονικεί με το ξενοδοχειακό συγκρότημα Waterman Svpetrvs προκειμένου να επιτύχει τη διάνοιξη ενός μικρού δρόμου που θα οδηγεί στο δημοτικό νεκροταφείο, το οποίο σήμερα είναι τελείως αποκλεισμένο. «Οι τοπικές κοινότητες είναι αρμόδιες σε θέματα πολεοδομίας, όταν όμως τίθενται ζητήματα ακτών και θαλάσσιων αγαθών, τα πάντα εξαρτώνται από την επαρχία, όπου το λόμπι του μαζικού τουρισμού είναι πανίσχυρο», εξηγεί.
Διακόσια χιλιόμετρα βορειοδυτικά, το νησί Σίλμπα, στο αρχιπέλαγος του Ζαντάρ, είδε την εξέγερση ενάντια στην εντατική εκμετάλλευση των ακτών να γιγαντώνεται. Ένα νησάκι έκτασης μόλις δεκαπέντε τετραγωνικών χιλιομέτρων, με απαγόρευση κυκλοφορίας για τα αυτοκίνητα, μετρά πια μόλις μια εκατοντάδα κατοίκους –αντί για 1.700 κατά τον 18ο αιώνα, όταν αποτελούσε το λίκνο των πιο διάσημων ναυτικών και καπετάνιων της Ενετικής Δημοκρατίας. Αντιθέτως, κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών, o πληθυσμός ανέρχεται σχεδόν σε πέντε χιλιάδες. «Διαθέτουμε μόνο έναν οδοκαθαριστή. Οι δύο αυτοσχέδιες χωματερές βρίσκονται κοντά σε κατοικίες, η μία μάλιστα σε έδαφος που αποτελεί αντικείμενο διαμάχης μεταξύ της Κροατίας και της Σερβίας, μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Κι αυτό μπορεί να λειτουργεί τον χειμώνα, όμως παίρνει μια καταστροφική τροπή την περίοδο αιχμής, όταν το νησί φιλοξενεί χιλιάδες ανθρώπους και η ζέστη κάνει πιο έντονη τη δυσοσμία», σχολιάζει με λύπη της η Παούλα Μπόλφαν, 24 ετών, κάτοικος στρατευμένη στο Κίνημα των Νήσων. «Για να διευθετήσουμε το ζήτημα, θα πρέπει να φτιάξουμε μια χωματερή έξω από το χωριό, στη βόρεια ακτή, κάτι τέτοιο όμως προϋποθέτει επίσης να χτίσουμε μια αποβάθρα που θα επιτρέπει στα απορριμματοφόρα πλοία να προσορμίσουν. Το κόστος του έργου ανέρχεται σε εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ και ούτε η κοινότητα του Ζαντάρ ούτε η επαρχία ούτε το κράτος ανταποκρίνονται στα αιτήματά μας.»
Πριν από δύο χρόνια, η Μπόλφαν εκλέχθηκε στο mjesna zajednica, το «συνοικιακό συμβούλιο», μοναδικό αντιπροσωπευτικό όργανο του νησιού, που υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα του Ζαντάρ. «Γίναμε πρωτοσέλιδο στις εθνικές εφημερίδες», αναπολεί. «Σκεφτείτε πως καταλάβαμε τις τέσσερις από τις πέντε θέσεις που προβλέπονταν: τέσσερις νεαρές γυναίκες, ανεξάρτητες από πολιτικά κόμματα και υποστηρίκτριες του Κινήματος των Νήσων, να ανατρέπουμε ξαφνικά τους γηραλέους τοπικούς παράγοντες της Κροατικής Δημοκρατικής Ένωσης!» (1). Παρ’ όλα αυτά, οι εκλεγμένες απογοητεύτηκαν γρήγορα. Το mjesna zajednica δεν έχει κανένα προϋπολογισμό, κανένα μέσο δράσης. Η Μπόλφαν δεν σκοπεύει να το εκπροσωπήσει στο μέλλον: «Είναι αδύνατο να εισακουσθούν οι φωνές τόσο απομονωμένων κατοίκων όσο εκείνων του Σίλμπα στο Δήμο του Ζαντάρ».
Κατά τη διάρκεια της χρονιάς, και ακόμα περισσότερο τον χειμώνα, οι τελευταίοι υποφέρουν από την απομόνωσή τους: απαιτούνται έως και τέσσερις ώρες με το φέριμποτ για να συναντήσεις το Ζαντάρ, το οποίο βρίσκεται σε απόσταση πενήντα χιλιομέτρων νοτιοανατολικά, και μία ώρα και ένα τέταρτο με το πιο γρήγορο καταμαράν, που όμως δεν μεταφέρει οχήματα. Εδώ, η εδαφική συνέχεια, η οποία θα έπρεπε να εγγυάται στους νησιωτικούς πληθυσμούς μια πρόσβαση στις δημόσιες υπηρεσίες ανάλογη με εκείνη που απολαμβάνει ο πληθυσμός της ηπειρωτικής χώρας, είναι μια αυταπάτη. Το νησί διαθέτει μεν ένα δημοτικό σχολείο, όμως για να συνεχίσει κάποιος τις σπουδές του, θα πρέπει να διασχίσει τη θάλασσα, ενώ το μικρό κέντρο υγείας παρέχει μόνο τις πρώτες βοήθειες.
Μάχη για την τοπική οικονομία
Ο Μιοντράγκ Νίνκοβιτς είναι ο τελευταίος βοσκός του Σίλμπα. Πρώην ασυρματιστής του εμπορικού ναυτικού, αποφάσισε εδώ και δύο δεκαετίες να εγκατασταθεί στο νησί καταγωγής της μητέρας του. Βόσκει τις κατσίκες και τα πρόβατά του μέσα στο πυκνό δάσος που περιβάλλει το νησί, όμως πρέπει να μεταφέρει ο ίδιος τα τυριά του με το φέριμποτ για να τα πουλήσει στις αγορές του Ζαντάρ ή του Ζάγκρεμπ. «Καλά πάει, έχω τη σταθερή πελατεία μου, ανθρώπους που ξέρουν να αναγνωρίζουν την ποιότητα»,μας λέει. «Όμως τίποτα δεν γίνεται για την ενίσχυση των αγροτικών δραστηριοτήτων στα νησιά. Δεν λαμβάνουμε καμία δημόσια βοήθεια ώστε να αντισταθμίσουμε το κόστος της απόστασής μας, πέρα από κάποιες μειώσεις στην τιμή της βενζίνης και του νερού. Το ίδιο ισχύει και για τους τρεις επαγγελματίες ψαράδες που έχουν απομείνει.»
Ο Νίνκοβιτς, που πολέμησε τη δεκαετία του 1990 και φυλακίστηκε για μήνες από Σέρβους αυτονομιστές, πρεσβεύει έναν άκαμπτο εθνικισμό, δεν κρύβει όμως, ούτε αυτός, τη νοσταλγία του. Επί Γιουγκοσλαβίας, το Σίλμπα διέθετε τον δικό του αγροτικό και αλιευτικό συνεταιρισμό, μια μικρή κονσερβοποιία, ακόμα και έναν κινηματογράφο. «Είμαστε καταδικασμένοι να γίνουμε ένα οικιστικό προάστιο του Ζάγκρεμπ ή του Μονάχου», αναστενάζει. «Σχεδόν όλοι οι μόνιμοι κάτοικοι του νησιού είναι ηλικιωμένοι: αφανίζονται ο ένας μετά τον άλλο.»
Ακριβώς για την αποφυγή ενός τέτοιου πεπρωμένου δημιουργήθηκε το Κίνημα των Νήσων. «Εργάστηκα για καιρό στην αγορά ακινήτων στο Σπλιτ και σε κυβερνητικές υπηρεσίες στο Ζάγκρεμπ. Στη συνέχεια, πριν από κάποια χρόνια, αποφάσισα να εγκατασταθώ στο νησί Σόλτα, από όπου και κατάγεται η οικογένειά μου», αφηγείται η Γιούρισιτς. Το 2015, η νέα γυναίκα ιδρύει μια οργάνωση για να βοηθήσει τους νησιώτες να αποκτήσουν πρόσβαση στα ευρωπαϊκά κονδύλια. Δημιουργήθηκε έτσι μια πλατφόρμα που συγκέντρωσε εκπροσώπους περίπου είκοσι νησιών της Κροατίας, προτού μετατραπεί σε κίνημα. «Στόχος μας είναι να δικτυώσουμε μεταξύ τους τούς πληθυσμούς που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα, όπως ο μαζικός τουρισμός, η δυσκολία πρόσβασης σε νερό και μεταφορές. Θέλουμε να συμβάλλουμε στην ανάπτυξη μιας τοπικής οικονομίας που θα δώσει κίνητρο στους νέους να μείνουν και θα κάνει τα αιτήματά μας να ακουστούν από την κυβέρνηση.»
Ανάμεσα στον μαζικό τουρισμό στον οποίο το Μπρατς μοιάζει καταδικασμένο και στο αναπότρεπτο μαράζωμα του Σίλμπα, το Σόλτα θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει μια μέση οδό. Δεκαπέντε χιλιόμετρα ανοικτά του Σπλιτ και δίπλα στο Μπρατς, το νησί, με επτακόσιους μόνιμους κατοίκους, υποδέχεται τα καλοκαίρια πέντε χιλιάδες τουρίστες, πολλοί εκ των οποίων είναι τακτικοί επισκέπτες που ανταμώνουν στις ίδιες πανσιόν και στα ίδια διαμερίσματα. Τα τελευταία χρόνια, έχουν αναπτυχθεί ορισμένες γεωργικές δραστηριότητες –υπάρχει ένας μελισσοκόμος και παραγωγοί ελαιόλαδου ή αιθέριων ελαίων– όμως και εδώ ζουν με την ανάμνηση των εποχών που το νησί διέθετε αλιευτικούς συνεταιρισμούς και μικρά εργοστάσια.
Η Κροατία –ή «το άλλο πρόσωπο της Μεσογείου», σύμφωνα με το σλόγκαν της δυναμικής καμπάνιας προώθησής της– μετατρέπεται και πάλι σε ένα μοδάτο προορισμό. Στα τέλη της δεκαετίας του 2000, η τουριστική κίνηση επανήλθε στα προπολεμικά επίπεδα (10,1 εκατομμύρια παραθεριστές το 1985, σχεδόν 10 εκατομμύρια το 2005 και 10,6 εκατομμύρια το 2010), προτού τα ξεπεράσει κατά πολύ: 17,4 εκατομμύρια τουρίστες το 2017 (εκ των οποίων 1,8 εκατομμύρια Κροάτες και 15,6 εκατομμύρια αλλοδαποί). Ο αριθμός των διανυκτερεύσεων, που άγγιζε τα 67 εκατομμύρια το 1985, έπεσε στα 12,8 εκατομμύρια με τον πόλεμο, το 1995. Τα τελευταία χρόνια σπάει τα ρεκόρ: 71,6 εκατομμύρια το 2015 και 86,2 εκατομμύρια το 2017 (2) , δηλαδή η υψηλότερη «τουριστική ένταση» (3) στην Ευρώπη μετά τη Μάλτα και την Ισλανδία! Οι Γερμανοί επισκέπτες αντιπροσωπεύουν από μόνοι τους το ένα τέταρτο των διανυκτερεύσεων, ξεπερνώντας τους Σλοβένους, τους Αυστριακούς, τους Πολωνούς, τους Τσέχους και τους Ιταλούς.
Η περιοχή επωφελείται από τη σχετική τουριστική δυσφορία που πλήττει άλλους μεσογειακούς προορισμούς, όπως την Τουρκία, την Αίγυπτο ή την Τυνησία. Αυτό το μάννα εξ ουρανού, που εκτιμάται από την Εθνική Τράπεζα της Κροατίας ότι απέφερε στη χώρα έσοδα 9,5 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2017, ήτοι το 19,6 % του ΑΕΠ –συγκριτικά με το αντίστοιχο 1,7% του ΑΕΠ στη Γαλλία (4) –, αποκρύπτει την αποσάθρωση της εθνικής οικονομίας. Διότι, ακόμα και αν το ποσοστό ανεργίας στην Κροατία μειώθηκε μετά την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2013, παραμένει ένα από τα υψηλότερα στην ΕΕ, μετά την Ελλάδα, την Ισπανία και την Ιταλία. Και η πλειονότητα των θέσεων εργασίας που δημιουργούνται από τον τουρισμό είναι εποχιακές, κακοπληρωμένες και συχνά αδήλωτες. Για να διατηρηθεί η ανάπτυξη του μαζικού τουρισμού, η χώρα, που χάνει τις ζωτικές δυνάμεις της εξαιτίας της μετανάστευσης προς το εξωτερικό, καταφεύγει όλο και περισσότερο σε αλλοδαπούς εποχιακούς εργαζόμενους. Οι Βόσνιοι και Σέρβοι εργαζόμενοι των παράκτιων ξενοδοχείων δεν επαρκούν πια, και ορισμένοι μεγάλοι όμιλοι σχεδιάζουν πλέον να εισάγουν εργατικό δυναμικό από την Αίγυπτο ή τις Φιλιππίνες, ενώ τα νησιά φαίνονται καταδικασμένα σε μια «διπλή τιμωρία»: δέχονται μια αφόρητη τουριστική πίεση το καλοκαίρι, ενώ βουλιάζουν στη λήθη την υπόλοιπη χρονιά.