Παρ’ όλο που πλέον έχουν καταλαγιάσει, οι βίαιες συγκρούσεις στους δρόμους της Νικαράγουα και η καταστολή που ακολούθησε χαρακτήρισαν το 2018. Από τη μία πλευρά, οι διαδηλωτές, διαφόρων κοινωνικών προελεύσεων και με φιλοδοξίες συχνά ασυμβίβαστες. Από την άλλη, ο πρόεδρος Ντανιέλ Ορτέγα, που η καταστολή δεν φαίνεται να τον τρομάζει. Τη δεκαετία του 1980, ο ηγέτης των Σαντινίστας μπορούσε να υπολογίζει στη στήριξη της διεθνιστικής Αριστεράς. Ποια είναι όμως η κατάσταση σήμερα; Υπάρχουν δύο αναγνώσεις των πολιτικών βιαιοτήτων που σπαράσσουν τη Νικαράγουα από τον περασμένο Απρίλιο. Από τη μία πλευρά, ο πρόεδρος Ντανιέλ Ορτέγα, ο πρώην επαναστάτης ηγέτης του κινήματος των Σαντινίστας που επανήλθε στην ηγεσία της χώρας από τις εκλογές του 2006, παρουσιάζεται ως θύμα μιας απόπειρας «πραξικοπήματος» ή μιας «συνομωσίας» καθοδηγούμενης από «τρομοκράτες», «παρανόμους» και «εμπόρους ναρκωτικών». Από την άλλη πλευρά, οι διαδηλωτές –φοιτητές, αγρότες, συνταξιούχοι, αυτόχθονες κ.λπ.– σε κινητοποιήσεις συγχρόνως μαζικές και ετερογενείς, χαρακτηρισμένες από τους ίδιους ως «αυτο-συγκαλούμενες», διακηρύσσουν ότι θέλουν να ανατρέψουν με ειρηνικό τρόπο την «ορτεγιστική δικτατορία», «του νεποτισμού και της διαφθοράς».
Στην Ευρώπη, όπως και στη Βόρεια και τη Νότια Αμερική, η διεθνιστική Αριστερά, άλλοτε αλληλέγγυα στην επανάσταση του Σαντινιστικού Μετώπου Εθνικής Απελευθέρωσης (FSLN), του οποίου επικεφαλής υπήρξε ο ίδιος ο Ορτέγα τη δεκαετία του 1980, διχάζεται με παρόμοιο τρόπο. Οι μεν, κοντά στην πλειοψηφία των κομαντάντε, των πολιτικών ηγετών και των διανοούμενων που εγκατέλειψαν το FSLN, απογοητευμένοι ή καθαιρεμένοι από τον ορτεγισμό, καταγγέλλουν τον νεοφιλελεύθερο, συντηρητικό και αυταρχικό χαρακτήρα μιας εξουσίας που ξεγελά τη διεθνή κοινή γνώμη όταν αυτοπροσδιορίζεται ως σοσιαλιστική: ανάμεσά τους, ο Εθνικοαπελευθερωτικός Στρατός των Ζαπατίστας στο Μεξικό, το Κίνημα των Ακτημόνων στη Βραζιλία ή ακόμα και ο Χοσέ «Πέπε» Μουχίκα, πρώην πρόεδρος της Ουρουγουάης. Οι δε, όπως το Φόρουμ του Σάο Πάολο, που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος των προοδευτικών κομμάτων της Λατινικής Αμερικής, βλέπουν στα περιστατικά βίας το χέρι της Ουάσινγκτον και τις σκευωρίες της τοπικής Δεξιάς, κύρια επιθυμία της οποίας είναι να απαλλαγεί από μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Η απόδειξη, όπως υποστηρίζουν: o Ορτέγα δέχεται τις επιθέσεις της μεγάλης εργοδοσίας και της καθολικής ιεραρχίας –παραλείποντας, βέβαια, να διευκρινίσουν ότι ο ιδιωτικός τομέας και η Εκκλησία βρίσκονταν μέχρι πρότινος στις πρώτες τάξεις των υποστηρικτών του.
Μετά την εκλογική ήττα των Σαντινίστας το 1990, οι επιλογές του ισόβιου γενικού γραμματέα του FSLN αφήνουν ελάχιστα περιθώρια αμφιβολίας. Η ανάκτηση της εξουσίας, η οικοδόμηση και η εδραιοποίηση της ηγεμονίας του, ο διπλασιασμός του ΑΕΠ μέσα σε μία δεκαετία (2007-2017) και η προσέλκυση των συγχαρητηρίων των διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών είχαν κόστος: την αποκήρυξη των παλαιών ιδεών του περί καταμερισμού της εξουσίας, κοινωνικής δικαιοσύνης και εθνικής κυριαρχίας.
Η προεδρική κλίκα οικοδόμησε σχολαστικά την επιρροή της στο σύνολο των εξουσιών. Προχώρησε στη σύναψη «συνθηκών» με τους εχθρούς του χθες: πάτρωνες της αντεπανάστασης, ιδεολόγους του φιλελευθερισμού, πολιτικούς ηγέτες της Δεξιάς περισσότερο ή λιγότερο διεφθαρμένους, καρδινάλιους «κατασκευαστές προέδρων», ηγέτες των Ευαγγελιστών. Προχώρησε σε μεταρρύθμιση ή και καταστρατήγηση του Συντάγματος, πολλαπλασίασε τις συμπράξεις και τις συμπαιγνίες, διοργάνωσε αμφιλεγόμενες εκλογές… Κάθε ελιγμός δικαιολογούνταν από το επιτευχθέν αποτέλεσμα: τη με κάθε κόστος παγίωση της εξουσίας της, ώστε να μην επιτρέψει να της την ξανακλέψουν όπως το 1990. Ο σύμβουλος του προέδρου Ορλάντο Νούνιεζ μάς το επιβεβαίωνε πρόθυμα, κατά τη διάρκεια συνέντευξής του τον Φεβρουάριο του 2017: «Πώς θα μπορούσαμε να ανακτήσουμε και στη συνέχεια να παγιώσουμε την εξουσία μας χωρίς αυτές τις συμφωνίες και την εξαγορά ψήφων; Δεν είναι δυνατή η ηγεμονία χωρίς συμμαχίες. Πώς θα μπορούσαν να κερδίσουν τα κόμματα της Δεξιάς, όταν η πλειοψηφία των ηγετών τους βρίσκονται πλέον καθισμένοι στο Κοινοβούλιο σαν βουλευτές των Σαντινίστας ή των συμμαχικών τους κομμάτων; Δεν θέλουμε να ξαναχάσουμε την εξουσία στις κάλπες». Εν ολίγοις, η εμπειρία του 1990 νομιμοποίησε έναν ξεδιάντροπο οπορτουνισμό, αναμεμειγμένο με μια δόση κυνισμού.
Όσον αφορά την οικονομία, η κυβέρνηση Ορτέγα, επωφελούμενη από ένα ευνοϊκό διεθνές πλαίσιο έως το 2014 (υψηλές τιμές στην εξαγωγή πρώτων υλών, έναρξη ισχύος της συνθήκης ελεύθερου εμπορίου μεταξύ των ΗΠΑ και της Κεντρικής Αμερικής, γενναιοδωρία της Βενεζουέλας), εγκαθίδρυσε ένα «μοντέλο συμμαχίας και συναίνεσης» με τις μεγάλες επιχειρήσεις (1). Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε ο Χοσέ Αδάν Αγκερί, πρόεδρος της κυριότερης εργοδοτικής ομοσπονδίας, ανέλαβε πρόθυμα τον ρόλο του κυβερνητικού εκπροσώπου.
Έστρωσαν το κόκκινο χαλί στους ξένους επενδυτές, μέσω εξαιρέσεων και φοροαπαλλαγών που αντιπροσωπεύουν, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, ποσά μεταξύ 800 εκατομμυρίων και 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων. Η περιβαλλοντική νομοθεσία διαλύθηκε: λόγου χάρη, ένα νομοθετικό διάταγμα του 2017 απαλλάσσει τα επιχειρηματικά σχέδια εκμετάλλευσης φυσικών πόρων από προαπαιτούμενες μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων. To καθεστώς των ελεύθερων οικονομικών ζωνών έχει επεκταθεί, κυρίως στην καλλιέργεια καπνού και φρούτων του πάθους. Αυτή τη στιγμή, ο ιδιωτικός τομέας ελέγχει το 90% της ετήσιας παραγωγής πλούτου (2), ενώ o επίσημος οργανισμός προώθησης της χώρας σε επενδυτές (Pro-Nicaragua) δηλώνει μέσω της ιστοσελίδας του την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι ο κατώτατος μισθός είναι «ο πιο ανταγωνιστικός σε περιφερειακό επίπεδο, καθιστώντας τη Νικαράγουα την ιδανική χώρα για την εγκατάσταση οικονομικών δραστηριοτήτων έντασης εργασίας». O Ορτέγα κατόρθωσε να κάνει τη Νικαράγουα «ένα μοντέλο που στέφθηκε από επιτυχία», υποστήριζε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο τον Μάιο του 2017 (3), λίγο προτού συμβουλεύσει τον πρόεδρο των Σαντινίστας…. να φορολογήσει περισσότερο τα εταιρικά κέρδη, σε μια προσπάθεια προώθησης αναδιανεμητικών πολιτικών (4)!
O ορτεγισμός θριαμβολογεί: η οικονομική ανάπτυξη είναι μεταξύ των υψηλοτέρων της ηπείρου (4 με 5% ανά έτος), οι ξένες επενδύσεις εκτοξεύονται (+16% κατά μέσο όρο ανά έτος, από το 2006), ομοίως και οι εξαγωγές (+8%), και οι συναλλαγές με τις ΗΠΑ –μακράν τον πρώτο εμπορικό εταίρο– αυξάνονται. H κυβέρνηση επενδύει, χτίζει, εκσυγχρονίζει και εγγυάται σταθερότητα και κοινωνική ειρήνη. Χάρη στην πετρελαϊκή βοήθεια της τσαβικής Βενεζουέλας –που ισοδυναμεί με το ένα τέταρτο του ετήσιου προϋπολογισμού της Νικαράγουας– χρηματοδοτεί πολλά στοχευμένα κοινωνικά προγράμματα. Όσον όμως αφορά τις παλαιότερες μεγάλες φιλοδοξίες μεταρρυθμίσεων, τελικώς υποκατέστησε τα προγράμματα «για την καταπολέμηση της φτώχειας» με παρόμοια με εκείνα που είχαν συνοδεύσει τις διαρθρωτικές προσαρμογές, δέκα χρόνια νωρίτερα.
Όχι όμως χωρίς να σημειώσει και κάποιες επιτυχίες, συχνά παραφουσκωμένες στις επίσημες ανακοινώσεις. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, το ποσοστό του πληθυσμού που ζει κάτω από το όριο της φτώχειας μειώθηκε από 42,5% το 2009 σε 29,6% το 2013. Εάν εφαρμόσουμε τη μεθοδολογία που χρησιμοποιεί η Παγκόσμια Τράπεζα, η μείωση αποδεικνύεται βέβαια λιγότερο εντυπωσιακή: από 44,7% το 2009 σε 40,5% το 2013, ενώ ταυτόχρονα η ακραία φτώχεια παραμένει στάσιμη (από 9,7% σε 9,5%). Οι ανισότητες ωστόσο έχουν αυξηθεί, σύμφωνα με τις επίσημες εκτιμήσεις (5). «Ο αριθμός των πολυεκατομμυριούχων (με περιουσία τουλάχιστον 30 εκατομμύριων δολαρίων ο καθένας) αυξήθηκε σταθερά για τέσσερα χρόνια, για να φτάσει τους 210 σήμερα», έγραφε ο οικονομολόγος Ενρίκε Σάενς το 2016 (6). Δύο χρόνια νωρίτερα, οι πλουσιότεροι άνθρωποι της χώρας συγκέντρωναν ήδη τόσο πλούτο όσο και οι ομόλογοί τους στη Γουατεμάλα, τη σημαντικότερη οικονομία της Κεντρικής Αμερικής και μεταξύ των πιο άνισων κοινωνιών στον κόσμο.
Από την άλλη μεριά, περισσότεροι από τους μισούς Νικαραγουανούς αδυνατούν να καλύψουν την canasta básica (τα βασικά είδη της καθημερινότητας), με τον μέσο πραγματικό μισθό να καλύπτει μόνο το 70% του κόστους. Σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα της Νικαράγουας, το 80% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού ζούσε από την παραοικονομία το 2017, συγκριτικά με το 60% το 2009. Και παρά τον διπλασιασμό του παραγόμενου εντός των συνόρων της πλούτου μέσα σε δέκα χρόνια, η Νικαράγουα παραμένει η φτωχότερη χώρα της ηπείρου μετά την Αϊτή.
Από το 2015-2016, η βοήθεια της Βενεζουέλας ελαττώθηκε, όπως επίσης και οι τιμές των πρώτων υλών, και το κλίμα των επιχειρηματικών σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες επιδεινώθηκε. Η αντιστροφή της συγκυρίας περιέπλεξε το πολιτικό σκηνικό για την κυβέρνηση. Της στέρησε τους πόρους που της επέτρεπαν έως τότε να καθιστά τον τρόπο διαχείρισης της εξουσίας ανεκτό στα μάτια του λαού. Ακόμα χειρότερα: η κρίση απειλεί τη συμμαχία που ύφανε ο Ορτέγα –και η σύζυγός του Ροζάριο Μουρίγιο, αντιπρόεδρος και πλέον πρόσωπο-κλειδί της εξουσίας– με δύο σημαντικούς εταίρους, τους μεγάλους ιδιωτικούς ομίλους (ανήσυχους για την οικονομική ύφεση και την κοινωνική αμφισβήτηση) και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η λανθάνουσα εχθρότητα των τελευταίων μετριάσθηκε μόνο από την ικανότητα της Μανάγκουα να εγγυάται την πολιτική σταθερότητα, το ελεύθερο εμπόριο και την πιο στενή συνεργασία σε μεταναστευτικά ζητήματα.
Τον Απρίλιο του 2018, η ολιγωρία της κυβέρνησης στις δασικές πυρκαγιές στο φυσικό καταφύγιο Ίντιο Μαΐς, και εν συνεχεία ένα σχέδιο μεταρρύθμισης του συστήματος συνταξιοδότησης, αρχικά ώθησαν στους δρόμους μερικές εκατοντάδες ακτιβιστές οικολόγους, στους οποίους κατόπιν προσχώρησαν αρκετές χιλιάδες φοιτητές και συνταξιούχοι. Σοκαρισμένη από τη βία της καταστολής, η κοινή γνώμη ξεσηκώθηκε εναντίον του προεδρικού ζεύγους και των συμβόλων του. Δεκάδες οδοφράγματα υψώθηκαν κατά μήκος όλης της χώρας, κυρίως από φοιτητές, νέους από λαϊκές συνοικίες ή αγρότες. Μια σειρά διαδηλώσεων που συγκέντρωσαν μέχρι και εκατοντάδες χιλιάδες Νικαραγουανούς όργωσαν τις πόλεις. Αντιμετώπισαν τα πυρά της αστυνομίας και τις διμοιρίες των «εθελοντών αστυνομικών» –όπως χαρακτηρίστηκαν από τον Ορτέγα στο CNN στις 28 Ιουλίου– πλήρως εφοδιασμένων με εξοπλισμό του εθνικού στρατού.
Αντιπολίτευση μέσα στην αντιπολίτευση
Τριακόσιοι με τετρακόσιοι νεκροί, χιλιάδες τραυματίες και φυλακισμένοι αργότερα, μια αποτυχημένη προσπάθεια «διαλόγου για την ειρήνη» και η χώρα εκκαθαρίστηκε από τα οδοφράγματα. Ορισμένα ηγετικά στελέχη των φοιτητών ή των αγροτών, όπως επίσης και οι αντικαθεστωτικοί Σαντινίστας, κρύβονται –αν δεν έχουν ήδη διαφύγει στο εξωτερικό. Από την πλευρά του, o αρχηγός του κράτους εκφράζει την ικανοποίησή του για την επιστροφή στην «κανονικότητα». Στο μεταξύ, έχει χάσει την υποστήριξη της Καθολικής Εκκλησίας –σε ρόλο διαμεσολαβητή κατά του Ορτέγα στη διένεξη αυτή– και της μεγάλης εργοδοσίας. Έπειτα από περισσότερες από έξι βδομάδες καταστολής, οι τρεις μεγαλύτεροι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι (Pellas, Lafise και Banpro), που μέχρι τότε παρείχαν άνευ όρων στήριξη στον Ορτέγα, κατέληξαν να τον εγκαταλείψουν. Εξάλλου, τo Ανώτατο Συμβούλιο Ιδιωτικών Επιχειρήσεων (COSEP), το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο (AmCham) της Μανάγκουα και το Ίδρυμα για την Κοινωνική και Οικονομική Ανάπτυξη της Νικαράγουας (FUNIDES) φιγουράρουν στις πρώτες σειρές της Συμμαχίας Πολιτών για τη Δικαιοσύνη και τη Δημοκρατία, που κλήθηκε από τη Διάσκεψη των Επισκόπων να διαπραγματευτεί με την κυβέρνηση. «Ζητούν τον τερματισμό της βίας και της εκμετάλλευσης και τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών το 2019, όχι όμως γενική απεργία και άμεση αποπομπή του προεδρικού ζεύγους, όπως απαιτούν άλλες συνιστώσες –πιο λαϊκών ή αριστερών καταβολών– της αντιπολίτευσης», διαπιστώνει με λύπη η Κλόντια Χ., από τις ηγετικές φυσιογνωμίες του φοιτητικού κινήματος.
«Η εξέγερση υποστηρίζεται από ετερόκλητα στοιχεία», επιβεβαιώνει ο Ρενέ Ροντρίγκεζ, πανεπιστημιακός, μέλος της ομάδας ΣΟΣ Νικαράγουα. «Από τη μία πλευρά, “τα αγόρια από το Μαϊάμι”, που επαναπατρίστηκαν μετά την ήττα της επανάστασης των Σαντινίστας το 1990 και προωθούν ένα επιχειρηματικό πρόγραμμα κοντά στα αμερικανικά συμφέροντα. Από την άλλη, πολλά ιστορικά μέλη των Σαντινίστας και μια σειρά κοινωνικών, φοιτητικών, φεμινιστικών, αυτοχθονικών και αγροτικών οργανώσεων που αντιτίθενται στη εντατική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και στη συγκέντρωση της γης στα χέρια λίγων». Οι πρώτοι επιθυμούν η Ουάσιγκτον να ανεβάσει τους τόνους στις καταδίκες της και να ενεργοποιήσει τον νόμο περί επενδυτικών προϋποθέσεων στη Νικαράγουα (Nicaraguan Investment Conditionality Act, NICA). Το κείμενο αυτό, το οποίο ανέμενε την έγκρισή του από τη Γερουσία για περισσότερο από ένα έτος και τελικά υπογράφηκε στο τέλος του Δεκεμβρίου 2018, θέτει τους όρους για την εγγύηση εκ μέρους των ΗΠΑ των δανείων που χορηγούνται «για την αποκατάσταση της δημοκρατίας και τον αγώνα κατά της διαφθοράς» από διεθνείς χρηματοδοτικούς οργανισμούς. Οι δεύτεροι συγκρότησαν τον Σύνδεσμο Κοινωνικών Κινημάτων, που προτείνει έναν «δρόμο προς τον εκδημοκρατισμό» χωρίς πολιτικούς διαμεσολαβητές: απομάκρυνση του καθεστώτος Ορτέγα-Μουρίγιο, σχηματισμός μεταβατικής κυβέρνησης και εκλογή Συντακτικής Συνέλευσης.
Προς το παρόν, παρ’ όλο που η κοινωνικοοικονομική κατάσταση στη χώρα συνεχίζει να επιδεινώνεται, η εξουσία της Νικαράγουας στοιχηματίζει στη βίαιη καταστολή των «πραξικοπηματιών». Εκτός συνόρων, προσπαθεί να συμβιβαστεί με τις συστάσεις και τις απειλές κυρώσεων εκ μέρους μιας «διεθνούς κοινότητας» η οποία στήριξε, επιδοκίμασε, ακόμη και χρηματοδότησε τη Μανάγκουα τα τελευταία χρόνια, επιβραβεύοντας την ορθοδοξία της εφαρμοζόμενης πολιτικής –και αυτό δεν ξεχνιέται εύκολα από τον κόσμο.
[ένθετο]
«Χαράσσοντας μια νέα πορεία»
Στις 19 Ιουλίου 1979, το Σαντινιστικό Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης (FSLN) με επικεφαλής τον Ντανιέλ Ορτέγα ανατρέπει τη δικτατορία του Αναστάσιο Σομόζα. Έντεκα χρόνια αργότερα, αποδυναμωμένοι από τις επιθέσεις των «Κόντρας», χρηματοδοτούμενων και εξοπλιζόμενων από την Ουάσιγκτον, οι ηγέτες των Σαντινίστας διεξάγουν γενικές εκλογές, τις οποίες χάνουν προς όφελος της Βιολέτα Τσαμόρο, υποψήφιας της Δεξιάς και των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Ορτέγα αναλαμβάνει και πάλι τα ηνία της χώρας το 2007. Απόσπασμα από την ομιλία του την ημέρα της ανάληψης των καθηκόντων του, στις 10 Ιανουαρίου.
[Ο Ορτέγα ανεμίζει μια σημαία της Νικαράγουας] Η σημαία αυτή ανήκει στους εργάτες, στη νεολαία, στις γυναίκες. Η σημαία αυτή ανήκει στους φτωχούς, στον λαό, σε όλους εκείνους που είναι έτοιμοι να αγωνιστούν για δικαιοσύνη, για να εξαλειφθεί η πείνα και τα προβλήματα στους τομείς της υγείας και της εκπαίδευσης. Σε όλους εκείνους που αντιστέκονται παρά τα πλήγματα που τους καταφέρνουν οι νεοφιλελεύθεροι. (…) Στη Νικαράγουα, από το 1990, μας επέβαλαν τον νεοφιλελευθερισμό, και ναι! Η ανάπτυξη ήταν μεγάλη, ναι! Θέσαμε υπό έλεγχο τον πληθωρισμό. Πού πάει όμως ο πλούτος μιας χώρας που παράγει τόσα πολλά; Στους αγρότες; Στους εργάτες; (…) Μόνο μια χούφτα άνθρωποι κερδίζουν. (…) Αυτή την ιστορική βραδιά, επανερχόμαστε στην εξουσία. Παραδίνοντας την εξουσία, το 1990, βγήκαμε και φωνάξαμε ότι οι επαναστάτες, ο λαός, οι αγρότες, οι εργάτες, η νεολαία (…) δεν πωλούνται, δεν παραδίνονται! Και δεσμευτήκαμε ότι θα κυβερνούσαμε από τα κάτω. (…) Όλον αυτό τον καιρό, ο λαός υπέφερε από τον νεοφιλελευθερισμό. Είναι καθήκον μας, πλέον, να χαράξουμε μια νέα πορεία. (…) Η σημαία αυτή λοιπόν ανήκει σε όλους τους Νικαραγουανούς. Ο λαός είναι ο πρόεδρος εδώ! Αυτός είναι που πρέπει να ασκεί την εξουσία. (…) Συζήτησα με εκπροσώπους της Βόρειας Αμερικής και τους είπα ότι το πρόβλημα [με τη συνθήκη ελεύθερου εμπορίου μεταξύ των ΗΠΑ και της Κεντρικής Αμερικής] είναι πως αρνούνται να λάβουν υπόψη τους την ασυμμετρία μεταξύ της οικονομίας τους και της οικονομίας άλλων χωρών. Και ύστερα υπάρχει και το ζήτημα των μεταναστών. Γιατί τόσοι πολλοί άνθρωποι φεύγουν για τις Ηνωμένες Πολιτείες; Επειδή αδυνατούν να βρουν εργασία στη χώρα τους!(…) Τους είπα πως ο μόνος τρόπος να επιβραδύνουμε τη ροή των μεταναστών προς τις ΗΠΑ θα ήταν να υιοθετήσουν μια δίκαιη πολιτική προς τη Λατινική Αμερική, μια πολιτική που θα αναγνωρίζει αυτές τις ασυμμετρίες. (…) Θα εργαστούμε πάνω σε αυτό. Τι παραπάνω θα μπορούσαμε να ευχηθούμε, από το να εργαστούμε, όπως ο Χριστός, για τη βασιλεία της δικαιοσύνης και της αγάπης μεταξύ των ανδρών, των γυναικών και των λαών; Ιδού το βασίλειο που ο Χριστός θέλησε να οικοδομήσει.