Aπό την 1η Ιουνίου και την άνοδο στην εξουσία του συνασπισμού μεταξύ της Λέγκας και του Κινήματος Πέντε Αστέρων (M5S), η Ιταλία προκαλεί ανησυχία στους Ευρωπαίους πολιτικούς σχολιαστές. Ορισμένοι κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τη σκληρότητα της μεταναστευτικής πολιτικής του υπουργού Εσωτερικών Ματέο Σαλβίνι, άλλοι καταγγέλλουν οικονομικές επιλογές που καταπατούν τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Λαϊκιστική», «φασίζουσα», «συμμαχία των άκρων»: τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης κατακεραυνώνουν τη σύμπραξη Λέγκας-M5S. Η Αριστερά, στριμωγμένη μεταξύ της καταγγελίας των αυταρχικών και ξενόφοβων παρεκτροπών της κυβέρνησης και μιας κάποιας συμπάθειας για την ανυπακοή της απέναντι στις Βρυξέλλες, βρίσκεται σε λεπτή θέση. Το γεγονός ότι μια μεγάλη χώρα όπως η Ιταλία αποφασίζει να αγνοήσει τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν θα έπρεπε άραγε να ευχαριστεί όλους όσοι είναι κατά της λιτότητας; Μέρος της απάντησης βρίσκεται στον χαρακτήρα του συμβιβασμού μεταξύ των δύο κομμάτων που μοιράζονται την εξουσία, αλλά δεν είχαν σκοπό να κυβερνήσουν μαζί, καθώς η κοινωνική βάση και τα προγράμματά τους είναι πολύ διαφορετικά.
Στην ιταλική πολιτική ζωή, όπως και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, παραδοσιακά αντιμέτωπες έρχονταν μια αριστερή και μια δεξιά παράταξη. Η πρώτη παράταξη εκπροσωπούσε κυρίως δημοσίους υπαλλήλους, επαγγέλματα του πνεύματος, εργάτες και υπαλλήλους με χαμηλή εξειδίκευση. Η δεύτερη παράταξη εκπροσωπούσε κυρίως τη μικρή και μεγάλη εργοδοσία, τεχνίτες, εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι συμμαχίες αυτές, οι οποίες συνένωναν διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, άρχισαν να δείχνουν σημάδια όλο και μεγαλύτερης αστάθειας, που σε μεγάλο βαθμό οφείλονταν στη δυσκολία συγκερασμού της ένταξης στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα (προσφιλούς στα μεσαία και ανώτερα στρώματα) με τις προσδοκίες των φτωχότερων στρωμάτων (1). Η αριστερή παράταξη διαλύθηκε το 2007, με τη δημιουργία του Δημοκρατικού Κόμματος πάνω στα ερείπια της κομμουνιστικής Αριστεράς και της Χριστιανοδημοκρατίας. Η παράταξη της Δεξιάς θρυμματίστηκε το 2010, με τη ρήξη μεταξύ του Σίλβιο Μπερλουσκόνι (Forza Italia) και του Τζιανφράνκο Φίνι (Εθνική Συμμαχία).
Μέσα σε μια συγκυρία πολιτικής και οικονομικής κρίσης, προωθήθηκε το εγχείρημα μιας νέας συμμαχίας «πέρα από τη Δεξιά και την Αριστερά»: ένα «αστικό μπλοκ», που συνένωνε το σύνολο των μεσαίων και ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων με βασική συγκολλητική ουσία την ανεπιφύλακτη υποστήριξή τους στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Η πράξη γέννησης του συγκεκριμένου μπλοκ συμπίπτει με την επιστολή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) προς τη Ρώμη το 2011, με την οποία υπαγόρευε στην Ιταλία τις κατευθύνσεις της οικονομικής πολιτικής που πρέπει να εφαρμόσει. Η συγκεκριμένη ενέργεια προκάλεσε ευθέως την πτώση της τέταρτης κυβέρνησης Μπερλουσκόνι και την άνοδο στην πρωθυπουργία του τεχνοκράτη Μάριο Μόντι, με πρότερη θητεία στην Goldman Sachs.
Έτσι, το αστικό μπλοκ εγκαταστάθηκε για επτά χρόνια στην ηγεσία της Ιταλίας, με τα διαδοχικά προσωπεία των Μάριο Μόντι, Ενρίκο Λέτα, Ματέο Ρέντσι και Πάολο Τζεντιλόνι. Η αποτυχία της συμμαχίας αυτής εξηγεί την εκλογική νίκη της Λέγκας και του M5S. Ενόσω, μεταξύ 2008 και 2017, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της Ιταλίας κατέρρεε κατά 10% σε σταθερές τιμές, η διολίσθηση σημαντικής μερίδας του πληθυσμού σε συνθήκες εργασιακής επισφάλειας και φτώχειας άνοιξε ένα πεδίο αντιπολίτευσης που τα δύο αυτά κόμματα έσπευσαν να καταλάβουν. Πρόκειται για ένα αχανές και κοινωνικά ετερογενές πεδίο, μέσα στο οποίο εγγράφονται διαφοροποιημένες και, σε κάποιο βαθμό, αντιφατικές προσδοκίες.
Τα κοινωνικά στρώματα που αντιτίθενται στο αστικό μπλοκ μπορούν σχηματικά να χωριστούν σε δύο κατηγορίες. Από τη μία πλευρά, τα λαϊκά στρώματα που έχουν πληγεί από τις θεραπείες των Βρυξελλών και έχουν συχνά γοητευθεί από το κοινωνικό στίγμα του προγράμματος του M5S: εργάτες, μισθωτοί με χαμηλή εξειδίκευση, εργαζόμενοι σε συνθήκες επισφάλειας, άνεργοι, συνταξιούχοι κάτω από το όριο της φτώχειας. Από την άλλη πλευρά, τα μεσαία στρώματα –βιοτέχνες, έμποροι, μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, μεσαία στελέχη του ιδιωτικού τομέα, ελεύθεροι επαγγελματίες…– τα οποία έχουν ασπαστεί τον νεοφιλελευθερισμό λόγω των υποσχέσεών του για κοινωνική ανέλιξη και συνεχίζουν, παρά τις απογοητεύσεις, να τον υιοθετούν, αλλά απειλούνται με προλεταριοποίηση. Αυτά τα κοινωνικά στρώματα συνυπάρχουν, σε διαφορετικές αναλογίες, στην κοινωνική βάση τόσο του M5S όσο και της Λέγκας.
Η επικράτηση των δύο κομμάτων δεν οφείλεται σε κάποια συνολική και συνεκτική οικονομική στρατηγική, την οποία κανένα από τα δύο πολιτικά μορφώματα δεν επεξεργάστηκε ποτέ. Μετά τις εκλογές του Μαρτίου του 2018 μάλιστα, το M5S δήλωνε έτοιμο να συγκυβερνήσει με οποιοδήποτε κόμμα (ακόμη και με το Δημοκρατικό Κόμμα) εκτός από τη Forza Italia …με την οποία η Λέγκα συνεργάζεται από τη δεκαετία του 1990 –μια συνεργασία, άλλωστε, που δεν έχει διακοπεί επίσημα και συνεχίζει να ελέγχει όλες τις περιφέρειες της βόρειας Ιταλίας. Έχοντας καταλήξει σε μια μάλλον αφύσικη συμμαχία και ελλείψει κοινής στρατηγικής, το M5S και η Λέγκα διατηρούν μια ενότητα στη βάση κάποιων συμβιβασμών που αποτελούν αντικείμενο διαρκούς επαναδιαπραγμάτευσης. Μόνο το μεταναστευτικό ζήτημα εξαιρείται από τον κανόνα: η σκληρή γραμμή της Λέγκας, η οποία συνίσταται κυρίως στον διωγμό των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ) που δραστηριοποιούνται στη Μεσόγειο, σπάνια αμφισβητείται από το M5S, παρ’ όλο που το πρόγραμμά του για το συγκεκριμένο ζήτημα είχε πολύ λιγότερο κατασταλτικό χαρακτήρα.
Πάντως, οι ενέργειες της κυβέρνησης δείχνουν πολύ ξεκάθαρα ότι το έδαφος του εφικτού πολιτικού συμβιβασμού μεταξύ M5S και Λέγκας βρίσκεται εντός της νεοφιλελεύθερης τροχιάς, την οποία η Ιταλία ακολουθεί από τη δεκαετία του 1990. Η βούληση του M5S, όπως εκφράστηκε στην προεκλογική περίοδο, να καταργήσει τον περίφημο «Jobs Act» του Ρέντσι (2) κάμφθηκε γρήγορα: δεν υπάρχει πλέον ζήτημα επανεξέτασης της ρύθμισης για τη σύμβαση αορίστου χρόνου «αυξημένης προστασίας», η οποία προβλέπει την απόλυση χωρίς βάσιμο λόγο, με αποζημίωση ίση με δύο μισθούς ανά έτος εργασίας, και επιπλέον δεν επιβάλλει, όπως όριζε το άρθρο 18 του εργατικού κώδικα, την επανένταξη του εργαζόμενου –όροι πολύ πιο χαλαροί σε σχέση με τα μέχρι τότε ισχύοντα στο ιταλικό Εργατικό Δίκαιο. Όσο για τον στόχο περιορισμού των συμβάσεων επισφαλούς απασχόλησης, αναθεωρήθηκε προς τα κάτω. Βέβαια, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, μετά από απαίτηση του M5S, το υπουργικό συμβούλιο ενέκρινε το «διάταγμα αξιοπρέπειας», με το οποίο περιορίζεται –από τρία σε δύο χρόνια– η νόμιμη περίοδος ανανέωσης συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Με το διάταγμα επανήλθε επίσης η υποχρέωση του εργοδότη να αιτιολογήσει την επιλογή σύμβασης ορισμένου χρόνου, αλλά –και αυτό είναι αποφασιστικής σημασίας– μόνο σε περίπτωση ανανέωσης. Όπως υπογραμμίζει η Ιταλική Συνομοσπονδία Συνδικάτων Εργαζομένων (CISL), ο περιορισμός αυτός θα μπορούσε, κατά παράδοξο τρόπο, να ενισχύσει την επισφάλεια (3): αντί να αιτιολογήσουν την επιλογή τους, πολλοί εργοδότες θα μπορούσαν να προσλάβουν νέους εργαζόμενους.
Οι υπαναχωρήσεις στη μάχη κατά της επισφαλούς εργασίας γίνονται φανερές και από την επαναφορά των vouchers. Αυτά τα προπληρωμένα κουπόνια, με τα οποία αμείβεται η περιστασιακή απασχόληση, είχαν εξαπλωθεί κατά την περίοδο Ρέντσι, με τη βοήθεια του «Jobs Act». Προκειμένου να αποφύγει τη διενέργεια δημοψηφίσματος για την ακύρωση του νόμου, η κυβέρνηση Τζεντιλόνι κατάργησε το συγκεκριμένο σύστημα τον Μάρτιο του 2017. Έτσι, χάρη στη Λέγκα και το M5S, τα vouchers επανέρχονται σε σημαντικούς κλάδους, όπως η γεωργία και ο τουρισμός.
Στη μάχη κατά της μετεγκατάστασης επιχειρήσεων, ενός πολύ σημαντικού ζητήματος στην προεκλογική εκστρατεία του M5S, το σχετικό «διάταγμα αξιοπρέπειας» διανύει και πάλι τη μισή διαδρομή. Υποχρεώνει τις επιχειρήσεις που έχουν λάβει κρατική βοήθεια να την επιστρέψουν εάν, πέντε χρόνια μετά την είσπραξή της –το αρχικό κείμενο, πριν από τον ενδοκυβερνητικό συμβιβασμό, προέβλεπε δέκα χρόνια– μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους σε άλλη χώρα. Το μέτρο φαίνεται τολμηρό, αλλά αφορά μόνο την κρατική βοήθεια για παραγωγικές επενδύσεις, τη στιγμή που το μεγαλύτερο μέρος της κρατικής βοήθειας κατευθύνεται στον κλάδο έρευνας και ανάπτυξης. Στο σύνολό του, το «διάταγμα αξιοπρέπειας» δικαιολογεί την κριτική της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργαζομένων Ιταλίας (CGIL), η οποία εκφράζει την απογοήτευσή της για «τη μεγάλη απόσταση μεταξύ των ανακοινώσεων και των όσων τελικά αποφασίστηκαν», καθώς και για την «έλλειψη θάρρους» και «την απουσία ενός συνολικού σχεδίου αναδιοργάνωσης της εργατικής νομοθεσίας» (4).
Αλλά και το σημαντικότερο μέτρο του M5S στον τομέα της κοινωνικής προστασίας, το εγγυημένο εισόδημα, υπέστη κάποιες αλλαγές. Κατ’ αρχάς, ως προς το εύρος του: κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, το κόστος εφαρμογής του είχε εκτιμηθεί γύρω στα 17 δισεκατομμύρια ευρώ, αλλά η χρηματοδότηση που τελικά προβλέφθηκε δεν ξεπερνά τα 9 δισεκατομμύρια ευρώ. Επίσης, ως προς τον χαρακτήρα του: το επίδομα, το οποίο είχε αρχικά παρουσιαστεί ως καθολικό βασικό εισόδημα, μοιάζει τελικά με το καθολικό εισόδημα δραστηριότητας που προωθεί ο Εμανουέλ Μακρόν στη Γαλλία. Το συγκεκριμένο επίδομα όχι μόνο θα χρησιμοποιηθεί για τη συγχώνευση του συνόλου των σημερινών βοηθημάτων, αλλά και για να αυξηθεί η πίεση στους ανέργους: οι δικαιούχοι θα σταματούν να το λαμβάνουν εάν αρνηθούν τρεις φορές την προσφορά κάποιας θέσης εργασίας. Ο επικεφαλής του M5S Λουίτζι ντι Μάιο εξήγησε ότι δεν επρόκειτο «να μοιράσουμε χρήματα σε όσους περνούν την ημέρα τους ξαπλωμένοι στον καναπέ», αλλά «να καταρτίσουμε τους πολίτες ώστε να μπορούν να εργαστούν» (5).
Βραχυπρόθεσμα, βέβαια, η χορήγηση του επιδόματος θα αυξήσει την αγοραστική δύναμη των φτωχότερων στρωμάτων, αλλά θα υποχρεώσει ταυτόχρονα τους ανέργους να αποδεχθούν χειρότερες συνθήκες εργασίας ή να στερηθούν κάθε βοήθημα κοινωνικής προστασίας, με μεσοπρόθεσμο αποτέλεσμα τη συμπίεση των μισθών. Επιπρόσθετο σημάδι καχυποψίας απέναντι στα λαϊκά στρώματα αποτελεί η πρόβλεψη ότι το συγκεκριμένο εισόδημα θα πιστώνεται σε κάρτα ελεγχόμενης χρήσης, ώστε να αποφευχθεί η κατανάλωσή του για «τσιγάρα ή τυχερά παιχνίδια». Την ώρα που δημοσιοποιούσε το περίγραμμα αυτού του όχι και τόσο καθολικού επιδόματος, η κυβέρνηση ανακοίνωνε και μία ακόμη μεταρρύθμιση, προωθημένη από τη Λέγκα: φορολογική αμνηστία στις επιχειρήσεις για σβήσιμο συνολικών οφειλών μέχρι 500.000 ευρώ (100.000 ευρώ ανά φορολογικό έτος για την περίοδο 2013-2017).
Επείγουσα υποστήριξη των πολιτών με χαμηλά εισοδήματα, με ταυτόχρονη διεύρυνση των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων των τελευταίων ετών: αυτός είναι ο συμβιβασμός πάνω στον οποίο έχει δομηθεί το ιταλικό σχέδιο προϋπολογισμού της 15ης Οκτωβρίου. Για να δικαιολογήσει τις ενέργειές της, η κυβέρνηση προβάλλει τη βούλησή της να τονώσει τη ζήτηση και, κατ’ επέκταση, την ανάπτυξη: μόνο που οι δημόσιες επενδύσεις (3,5 δισεκατομμύρια ευρώ), οι οποίες θα ήταν, από την άποψη αυτή, πολύ πιο αποτελεσματικές, ωχριούν μπροστά στη μεταβίβαση πόρων. Εκτός από το ελάχιστο εισόδημα (9 δισεκατομμύρια ευρώ), ο προϋπολογισμός προβλέπει μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος κόστους 7 δισεκατομμυρίων ευρώ, ώστε να ανατραπεί, σε κάποιο βαθμό, ο πολύ αντιδημοφιλής νόμος Φορνέρο, με τη δυνατότητα συνταξιοδότησης στα 62 χρόνια (αντί για τα 67) για όσους έχουν συμπληρώσει εισφορές 38 χρόνων και πάνω.
Όπως και το ελάχιστο εισόδημα, η μεταρρύθμιση αυτή συμβάλλει στην ικανοποίηση της ανάγκης υλικής υποστήριξης των φτωχότερων στρωμάτων, αλλά ταυτόχρονα θέτει στη διάθεση των επιχειρήσεων φθηνότερο εργατικό δυναμικό σε συνθήκες επισφάλειας. Πραγματικά, αφού ο «Jobs Act» δεν καταργείται, η μείωση του ορίου συνταξιοδότησης θα επιτρέψει στους εργοδότες να αντικαταστήσουν τους παλαιότερους εργαζόμενους, που έχουν μεγαλύτερες απολαβές και κυρίως προστατεύονται από τις παλαιές συμβάσεις αορίστου χρόνου και το άρθρο 18, με πιο «ευέλικτους» εργαζόμενους. Άλλος λόγος ικανοποίησης για τους εργοδότες; Το σχέδιο προϋπολογισμού προβλέπει μείωση της φορολογίας, η οποία περιορίζεται προς το παρόν στους ελεύθερους επαγγελματίες και στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αλλά προορίζεται να επεκταθεί μέσω του μηχανισμού του flat tax (ενιαίος συντελεστής φορολογίας) στο σύνολο της φορολογίας των επιχειρήσεων, ευνοώντας κυρίως τα υψηλότερα εισοδήματα.
Δημοσιονομική συνέχεια στα ελλείμματα
Για να χρηματοδοτήσει τα τρία μέτρα της (ελάχιστο εισόδημα, συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση και μείωση της φορολογίας), η κυβέρνηση εξήγγειλε ιδιωτικοποιήσεις (6), οι οποίες, εάν προστεθούν στη φορολογική αμνηστία, θα μπορούσαν να αποφέρουν στα δημόσια ταμεία 8 δισεκατομμύρια ευρώ το 2019, καθώς και μείωση των κοινωνικών δαπανών ύψους 7 δισεκατομμυρίων ευρώ (7). Τα έσοδα αυτά όμως δεν φτάνουν για να υπερκαλύψουν τις νέες δημόσιες δαπάνες και έτσι το σχέδιο προϋπολογισμού του 2019 εμφανίζει έλλειμμα 2,4%, δηλαδή τριπλάσια υστέρηση σε σχέση με τις δεσμεύσεις της προηγούμενης κυβέρνησης και τις συστάσεις των Βρυξελλών.
Αυτή η προς τα πάνω αναθεώρηση του δημοσιονομικού ελλείμματος προσελκύει την προσοχή των μέσων ενημέρωσης, με βάση ένα αφήγημα που βολεύει τόσο τη Λέγκα και το M5S, που ανυπομονούν να αναδείξουν τη «ρήξη» τους με την προηγούμενη περίοδο, όσο και το Δημοκρατικό Κόμμα, πάντα έτοιμο να καταγγείλει την υποτιθέμενη ανευθυνότητα της νέας κυβέρνησης. Όμως, τα στοιχεία δημοσιονομικής συνέχειας αναφέρονται λιγότερο συχνά. Έτσι, το προβλεπόμενο για το 2019 δημοσιονομικό έλλειμμα συνεχίζει την πορεία των προηγούμενων ετών (2,5% το 2016, 2,3% το 2017). Όπως συμβαίνει πάντα τα τελευταία είκοσι χρόνια, το δημοσιονομικό έλλειμμα οφείλεται αποκλειστικά στις δαπάνες εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους (3,8% του ΑΕΠ). Εάν εξαιρέσουμε τις δαπάνες αυτές, η Ιταλία παρουσιάζει πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 1,4% του ΑΕΠ. Επομένως, δεν θα μπορούσε κάποιος να προσάψει στην ιταλική κυβέρνηση την άσκηση επεκτατικής πολιτικής με εργαλείο τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Εξάλλου, η ιδέα προώθησης ιδιωτικοποιήσεων με αντάλλαγμα τη δυνατότητα αύξησης του δημοσιονομικού ελλείμματος (μέχρι το 2,9% και για πέντε συνεχόμενα χρόνια) διατυπώθηκε από τον Ματέο Ρέντσι, τον Ιούλιο του 2017.
Μπορεί άραγε το ιταλικό δημοσιονομικό έλλειμμα να οδηγήσει σε κρίση την Ευρωπαϊκή Ένωση; Η αύξηση των ιταλικών επιτοκίων δανεισμού που ακολούθησε τις ανακοινώσεις της κυβέρνησης μειώνει την αξία των ιταλικών ομολόγων. Όμως, τα ιταλικά ομόλογα αποτελούν σημαντικό μέρος του ενεργητικού των ιταλικών τραπεζών, κάτι που θα μπορούσε να τις υποχρεώσει σε ανακεφαλαιοποίηση μέσα σε συνθήκες αναστάτωσης των αγορών, κάτι που θα είχε επιπτώσεις για το σύνολο της Ευρώπης. Επιπλέον, η Ιταλία, η τρίτη οικονομική δύναμη της Ευρωζώνης, δεν είναι Ελλάδα. Ενδεχόμενη υπαγωγή της Ιταλίας σε καθεστώς εποπτείας θα προκαλούσε κλυδωνισμούς σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση και, μάλιστα, τη στιγμή που εξελίσσονται οι διαπραγματεύσεις για το Brexit. Από την άποψη αυτή, οι Βρυξέλλες έχουν κάθε λόγο να προκρίνουν την αποκλιμάκωση της έντασης. Θα επιλέξει όμως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που μόλις απέρριψε το πρώτο σχέδιο προϋπολογισμού της Ρώμης, την οδό της λογικής; Η πρόσφατη Ιστορία μάς κάνει να προβληματιζόμαστε.