Μέχρι πριν από λίγους μήνες, η Βραζιλία φαινόταν πως θα έκλινε προς τα αριστερά. Όλα έδειχναν ότι ο Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα (Κόμμα των Εργατών, PT) θα κέρδιζε με ευκολία τις προεδρικές εκλογές του Οκτωβρίου του 2018. Με το 40% της πρόθεσης ψήφου υπέρ του, ο πρώην πρόεδρος απολάμβανε ένα άνετο προβάδισμα έναντι των αντιπάλων του, παρά τις επικρατούσες συνθήκες αστάθειας, που περιέπλεκαν τις εκτιμήσεις. Καταδικασθείς για διαφθορά έπειτα από μια αμφιλεγόμενη δίκη –σημαδεμένη από την αδιαλλαξία της δικαιοσύνης, μια αδιαλλαξία που δεν επέδειξε όταν επρόκειτο για ηγέτες της Δεξιάς (1)– ο Λούλα αναγκάστηκε να αποσύρει την υποψηφιότητά του στις 11 Σεπτεμβρίου 2018. Έκτοτε, ένας βουλευτής της ακροδεξιάς, με κύριο πλάνο του την εκκαθάριση της χώρας από τον κομμουνισμό και την αποκατάσταση της τάξης, αναδείχθηκε ως ο ισχυρότερος άνδρας της πέμπτης πιο πυνκνοκατοικημένης χώρας του πλανήτη. Έγιναν λοιπόν οι Βραζιλιάνοι φασίστες μέσα σε λίγες εβδομάδες;
Λίγοι γνώριζαν την ύπαρξη του Ζαΐρ Μπολσονάρο (Κοινωνικό-Φιλελεύθερο Κόμμα, PSL) πριν από την προεκλογική εκστρατεία του 2018. Οι ατάκες του, σεξιστικές, ομοφοβικές, υπέρ της χρήσης βασανιστηρίων, έως και επικριτικές για τη «μαλθακή» καταστολή που εφάρμοσε ο Χιλιανός στρατηγός Αουγκούστο Πινοσέτ, θα είχαν χωρίς αμφιβολία ξεχαστεί εάν είχαν απλά ειπωθεί από τους γνωστούς αρθρογράφους-κυνηγούς της πρωτιάς και των εντυπώσεων. Θεωρούμενες όμως ως μέρος του προγράμματος ενός πολιτικού που συγκέντρωσε το 46% των ψήφων στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών, έκαναν τον γύρο του κόσμου.
Χωρίς αμφιβολία, υπάρχουν ακροδεξιοί Βραζιλιάνοι. Αντιπροσωπεύουν όμως κάτι παραπάνω από ένα κλάσμα των σαράντα εννέα εκατομμυρίων πολιτών που ψήφισαν τον Μπολσονάρο; Μήπως θα έπρεπε να θεωρήσουμε, όπως ο Χουάν Χεσούς Ασναρές, αρθρογράφος της καθημερινής ισπανικής εφημερίδας «El País», ότι το αποτέλεσμα της κάλπης σκιαγραφεί «τον πολιτικό αναλφαβητισμό ενός μεγάλου μέρους της Λατινικής Αμερικής», μιας ηπείρου της οποίας ο πληθυσμός απαρτίζεται από «εκατομμύρια αγράμματους σε θέματα δημοκρατίας» (2); Με άλλα λόγια: θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στην επιτυχία του Μπολσονάρο η συλλογιστική που χρησιμοποίησαν οι πολιτικοί αναλυτές προκειμένου να εξηγήσουν την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ ή την ψήφο υπέρ της εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση;
Μια τρίτη ανάλυση έχει ως αφετηρία το αίσθημα ξεπεσμού που νιώθουν πολλοί Βραζιλιάνοι. Μόλις πριν από μερικά χρόνια, η χώρα τους γεννούσε τον θαυμασμό και την ελπίδα. Κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής της G20, τον Απρίλιο του 2009, ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, διακόπτoντας μια συζήτηση, σπεύδει προς υποδοχή του Λούλα, ο οποίος είχε μόλις φτάσει: «Τον θαυμάζω αυτόν εδώ τον άνθρωπο: είναι ο πιο δημοφιλής πολιτικός ηγέτης στον κόσμο!». Μερικούς μήνες αργότερα, το εβδομαδιαίο βρετανικό περιοδικό «The Economist» γιορτάζει την «απογείωση» της Βραζιλίας: μια θεαματική οικονομική ανάδυση, που στο εξώφυλλό του εικονογραφείται με τη συμβολική απογείωση του αγάλματος του Χριστού Λυτρωτή από την κορυφή του λόφου Κορκοβάδο, στο Ρίο ντε Τζανέιρο.
Ενόσω ο Τύπος εγκωμιάζει τη «λογική» Αριστερά του Λούλα –σε αντίθεση με τη θεωρούμενη πολύ «κόκκινη» Αριστερά του τότε προέδρου της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβες– η Μπραζίλια ανατρέπει την ιεραρχία των διεθνών σχέσεων. Τον Μάιο του 2010, η Ευρώπη ανακαλύπτει την έκταση της κρίσης στην Ελλάδα και την Ιρλανδία. Από τη μεριά της όμως, η Βραζιλία παρουσιάζει πρωτοφανή οικονομικά αποτελέσματα, φτάνοντας μέχρι το σημείο να προσφέρει στον εαυτό της την πολυτέλεια μιας ρεβάνς: ένα δάνειο 14 δισεκατομμυρίων δολαρίων προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Την ίδια χρονιά, η Μπραζίλια και η Άγκυρα παρακάμπτουν τις κυβερνήσεις των δυτικών χωρών και καταλήγουν σε συμφωνία με την Τεχεράνη για τα πυρηνικά του Ιράν. Ο κόσμος μοιάζει να αλλάζει και η Βραζιλία να κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην αλλαγή αυτή…
Λιγότερο από δέκα χρόνια αργότερα, η κατάσταση της χώρας είναι αποκαρδιωτική. Οι σεναριογράφοι της αμερικανικής σειράς House of Cards, με τις τόσο «βυζαντινές» ίντριγκές τους, ομολογούν ότι αισθάνονται ξεπερασμένοι από τη δημιουργικότητα που κρύβεται πίσω από τα βραζιλιάνικα σκάνδαλα διαφθοράς. Αυτές οι καταχρήσεις δημοσίου χρήματος, καθώς αναδείχθηκαν σε υπερβολικό βαθμό από τα ΜΜΕ, τα οποία είχαν αναλάβει τον ρόλο της αντιπολίτευσης στο (για πολύ καιρό ηγεμονικό) Κόμμα των Εργατών, κατέληξαν να αποσταθεροποιήσουν το πολιτικό σύστημα. Η βία των εκλεγμένων απέναντι στους θεσμούς αντανακλά εκείνη που κατακλύζει τους πολίτες στον δρόμο: κατά μέσο όρο, καταγράφεται μία δολοφονία ανά δέκα λεπτά, ενώ το σύνολο των δολοφονιών μεταξύ 2006 και 2016 ήταν πάνω από μισό εκατομμύριο. Στην ανώτερη μεσαία τάξη, είναι αμέτρητες οι οικογένειες που έχουν εγκαταλείψει τη χώρα.
Τις παραμονές των εκλογών, η κατάσταση στη Βραζιλία ήταν αφόρητη. Κατά τη δεκαετία του 2010, η πτώση των εξαγωγών (τόσο σε όγκο όσο και σε αξία) προκάλεσε σοβαρότατη οικονομική ύφεση. Οι δεκάδες εκατομμύρια πολίτες που μπόρεσαν να ξεφύγουν από τη φτώχεια, χάρη στις πολιτικές του PT, δεν σκόπευαν να ξαναβυθιστούν σε αυτή. Κατά τη διάρκεια των χρόνων διακυβέρνησης του Λούλα, γεύτηκαν την πρόοδο και την ελπίδα –τις οποίες κανείς δεν εγκαταλείπει εύκολα. Από τη μεριά της, η «κακομαθημένη» ολιγαρχία, κάτοχος ομολόγων των οποίων η αποπληρωμή απορροφά σχεδόν το ήμισυ του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού, απαιτούσε να συνεχίσουν να την κανακεύουν. Ελλείψει πόρων, η Μπραζίλια δεν μπορούσε να ικανοποιήσει ταυτόχρονα δύο τόσο αντιφατικές απαιτήσεις. Η στρατηγική «συμφιλίωσης» του πρώην συνδικαλιστή Λούλα ντα Σίλβα, που του επέτρεπε από τη μία να ανακουφίζει τις φαβέλες και από την άλλη να «μαγεύει» το χρηματιστήριο, δεν κράτησε για πολύ.
Το 2013, ξεσπούν διαδηλώσεις με αίτημα περισσότερες κοινωνικές υπηρεσίες. Πολύ σύντομα, τα ιδιωτικά ΜΜΕ θα διαστρεβλώσουν τα κίνητρα των διαδηλωτών: τα παρουσιάζουν ως αντίδραση στην κακοδιαχείριση, η οποία εξάλλου μονοπωλεί τα πρωτοσέλιδά τους. Το εγχείρημα λειτουργεί ακόμα καλύτερα, καθώς προσφέρει στις μεσαίες τάξεις τη δυνατότητα να εκφράσουν –επιτέλους– τη συχνά καταπιεσμένη μέχρι τότε αγανάκτησή τους: εκείνη που νιώθουν όταν βλέπουν τα καθημερινά προνόμιά τους να ροκανίζονται από τις κοινωνικές πολιτικές του PT. «Πρέπει να καταλάβετε ότι, μόλις λίγα χρόνια πριν, τα αεροδρόμια ήταν χώροι κοινωνικής διάκρισης», μας εξηγούσε το 2013 μια εκπρόσωπος της αστικής τάξης του Σάο Πάολο. «Με τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των φτωχότερων, οι μεσαίες τάξεις αναγκάζονται πλέον να περιμένουν στην ουρά δίπλα σε κουρελήδες». Και τι να πούμε για την απόφαση της Γερουσίας το 2013, σύμφωνα με την οποία οι οικιακοί εργαζόμενοι απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα με τους υπόλοιπους εργαζόμενους; Μια ανεπίτρεπτη ταπείνωση, η οποία εισήγαγε τον ιό της ταξικής πάλης στο μονωμένο σύμπαν των ευκατάστατων νοικοκυριών (3).
Στα μάτια αυτής της κοινωνικής τάξης, η διαφθορά δεν περιορίζεται στον αθέμιτο πλουτισμό των πολιτικών: αφορά εξίσου τα προγράμματα κοινωνικών παροχών για τα λαϊκά στρώματα, που γίνονται ακόμη πιο επαχθή όσο η οικονομική κρίση εντείνεται. Στον δρόμο, τα συνθήματα εξελίσσονται. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης δεν είναι πλέον κοινωνική, αλλά κατασταλτική. Σκοπός είναι η απελευθέρωση της χώρας από τους «κομμουνιστές» και η αποκαθήλωση του Κόμματος των Εργατών από την εξουσία, του οποίου οι ηγέτες κατά τη γνώμη τους έκλεβαν δύο φορές: την πρώτη γεμίζοντας τις τσέπες τους και τη δεύτερη συντηρώντας την οκνηρία των ψηφοφόρων τους.
Η οικονομική κρίση αποκτά πολιτική χροιά όταν η Δεξιά επωφελείται από την κατάσταση για να καθαιρέσει την πρόεδρο Ντίλμα Ρούσεφ, το 2016. Οι κατηγορίες για διαφθορά είναι ανυπόστατες, το εγχείρημα όμως λειτουργεί. Κατορθώνοντας να ανέλθει στην εξουσία χωρίς να περάσει από τις κάλπες, η κυβέρνηση του Μισέλ Τέμερ, επικεφαλής του δεξιού Κόμματος του Δημοκρατικού Κινήματος της Βραζιλίας (PMBD), επιλύει το οικονομικό δίλημμα που αντιμετωπίζει το Κράτος με την περικοπή των δαπανών, καθιστώντας πιο ευέλικτη την αγορά εργασίας και ροκανίζοντας τις συντάξεις. Με βαρύ ιστορικό σκανδάλων και στερούμενος οποιασδήποτε νομιμότητας, ο Τέμερ υπονομεύει ακόμη περισσότερο την αξιοπιστία του κράτους. Η δημοτικότητά του δεν ξεπερνά το 3%. Το κράτος δικαίου έχει εξαφανιστεί από τους –ολοένα και πιο επικίνδυνους– δρόμους· μοιάζει να έχει εγκαταλείψει ακόμα και τα υπουργεία. Μερικοί ζητούν την επιστροφή του στρατού στην εξουσία. Η πολιτική κρίση σταδιακά μεταβλήθηκε σε θεσμική κρίση.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, μια νέα υποψηφιότητα Λούλα ενσάρκωνε για έναν ευρύ συνασπισμό τάξεων μια ελπίδα: την ελπίδα της επιστροφής στη λαμπρή δεκαετία του 2000, όταν η ανάπτυξη επέτρεπε να αποσιωπούνται οι αντιφάσεις της κοινωνίας· με άλλα λόγια, τη φιλοδοξία εδραίωσης της νεαρής βραζιλιάνικης δημοκρατίας χωρίς να ανατραπεί το κατεστημένο. Σύμφωνα με τον ιστορικό Φερνάντο Λόπεζ ντ’ Αλεσάντρο, το σχέδιο αυτό θα μπορούσε να υπολογίζει στη στήριξη «της πλέον οξυδερκούς μερίδας της εργοδοσίας, η οποία βριακόταν στο ίδιο μήκος κύματος με τον [πρώην Πρόεδρο] Φερνάντο Ενρίκε Καρντόσο, το PSDB [Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Βραζιλίας] και ένα τμήμα του Κόμματος των Εργατών (PT), πρόθυμο να στηρίξει ένα αναμορφωμένο κοινωνικό σύμφωνο» (4). Εξάλλου, όταν το χρήμα κυκλοφορεί, η διαφθορά –ενσωματωμένη στην καρδιά των βραζιλιάνικων θεσμών (5)– ενοχλεί λιγότερο. Το βουητό των ελικοπτέρων που μεταφέρουν τους εκατομμυριούχους ιδιοκτήτες τους από ουρανοξύστη σε ουρανοξύστη μπορεί να κάνει εκείνους που μόλις απέκτησαν το πρώτο τους αυτοκίνητο να ονειρεύονται. Ήταν όμως ρεαλιστικό ένα τέτοιο σχέδιο; Απομονωμένος σε ένα κελί, ο Λούλα Ντα Σίλβα δεν μπορούσε ούτε να υπερασπιστεί ούτε να βοηθήσει τον διάδοχό του Φερνάντο Χαντάντ να το πραγματοποιήσει. Η ελπίδα καταλήγει σε αδιέξοδο: «Το PT χωρίς τον Λούλα είναι ένα τίποτα και, χωρίς τον Λούλα, η ιδέα ενός νέου κοινωνικού συμφώνου χάνει τη βιωσιμότητά της», καταλήγει ο Λόπεζ ντ’ Αλεσάντρο.
Φράζοντας τον δρόμο στον πρώην ηγέτη, η παραδοσιακή Δεξιά πίστευε ότι θα άνοιγε τον δικό της δρόμο για την Προεδρία. Πυροβόλησε όμως το ίδιο της το πόδι. Με την υποστήριξη της δικαιοσύνης και των μέσων ενημέρωσης, έπεισε τον λαό πως το κράτος δεν έχει παρά μία λειτουργία: να τον κατακλέψει. Κι αυτό διότι οι ψηφοφόροι κατάλαβαν ότι το PT δεν ήταν το πιο διεφθαρμένο κόμμα. Αν και η δύναμή του μειώθηκε (56 έδρες αντί για 69 προηγουμένως), παραμένει o πρώτος πολιτικός σχηματισμός στο Κοινοβούλιο. Από τη μεριά της, η Δεξιά καταρρέει. Θεμέλιο των περισσότερων συμμαχιών στο Κογκρέσο μετά την επιστροφή στη δημοκρατία το 1985, το Κόμμα του Δημοκρατικού Κινήματος της Βραζιλίας PMDB (πλέον MDB) έχασε σχεδόν το ήμισυ των εδρών του (από 66 σε 34). Όσον αφορά το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Βραζιλίας (PSDB), τα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας του μειώθηκαν από 54 σε 29. Στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών, οι υποψήφιοι των δύο μεγάλων συντηρητικών κομμάτων άγγιξαν με δυσκολία το 6% των ψήφων.
Με την ισχυρή υποστήριξη των ευαγγελιστών (6) και, για την ώρα, μη εμπλεκόμενος σε σκάνδαλα, ο Μπολσονάρο εμφανίστηκε ως διέξοδος σε ένα βραχυκυκλωμένο πολιτικό σύστημα. Είτε οι ψηφοφόροι του συμφωνούν με τις απόψεις του είτε όχι. «Σε αυτή τη φάση, προτιμώ έναν πρόεδρο ομοφοβικό και ρατσιστή παρά έναν κλέφτη» (7), παραδέχεται ένας δημόσιος υπάλληλος σε συνέντευξή του στο βρετανικό τηλεοπτικό δίκτυο BBC.
Η «λύση» Μπολσονάρο διαφοροποιείται σε όλα της τα σημεία από τη λύση που αντιπροσώπευε ο Λούλα. Ανάμεσα στην προάσπιση του κατεστημένου και στη δημοκρατία, ο νεοεκλεγείς πρόεδρος έχει από καιρό κάνει την επιλογή του. Σε κάθε φάση της διαδρομής του, η συνταγή του βασίζεται σε μία αρχή: οι πιο αδύναμοι οφείλουν να κάνουν παραχωρήσεις. Η προστασία της προσωπικής ασφάλειας και της ατομικής ιδιοκτησίας, που ανησυχεί τα λαϊκά στρώματα στον ίδιο βαθμό με τις υπόλοιπες κοινωνικές τάξεις, θα απαιτήσει τη θυσία αθώων ζωών. H αποκατάσταση της κοινωνικής ιεραρχίας, με την επιστροφή των προνομίων στην ανώτερη μεσαία τάξη, θα εκτοπίσει ορισμένες πληθυσμιακές ομάδες (κυρίως εργάτες και μαύρους) στα υποδεέστερα στρώματα των πληβείων. Η στήριξη των επιχειρήσεων θα έχει ως αποτέλεσμα, λόγου χάρη, το υπουργείο Περιβάλλοντος να τεθεί υπό την εποπτεία του υπουργείου Γεωργίας και η Βραζιλία να αποχωρήσει από τη συμφωνία των Παρισίων. Και η προάσπιση των συμφερόντων των αγορών (εγγύηση της οποίας αποτελούν οι συμβουλές του πρώην τραπεζίτη και οικονομικού συμβούλου του Μπολσονάρο, Πάουλο Γκέντες, με τον οποίο είναι πλέον αχώριστοι), θα κάνει αποδεκτή την έκρηξη της φτώχειας και των ανισοτήτων.
«Δυστυχώς, τα πράγματα δεν θα αλλάξουν πραγματικά παρά μόνο αν ξεκινήσει εμφύλιος πόλεμος στη χώρα», διακήρυσσε το 1999 ο Μπολσονάρο ως βουλευτής της ακροδεξιάς. «Πρέπει να κάνουμε τη δουλειά που δεν έκανε το στρατιωτικό καθεστώς [1964-1985]: να εκτελέσουμε τριάντα χιλιάδες ανθρώπους. Και εάν πεθάνουν και μερικοί αθώοι, θα είναι το τίμημα που πρέπει να πληρωθεί» (8). Για την ώρα, τα άρματα μάχης «κοιμούνται» ακόμα στους στρατώνες τους, ακόμα κι αν κάποιοι οπαδοί του PSL, έχοντας αποθρασυνθεί από την επιτυχία τους, επιτέθηκαν σωματικά σε αριστερούς ακτιβιστές, ομοφυλόφιλους και πολιτικούς αντιπάλους τους. Οι δολοπλοκίες της Δεξιάς και των μέσων ενημέρωσης εναντίον του Λούλα κατέστησαν δυνατό το αδιανόητο: να αναδείξουν την πολιτική που ενσαρκώνει ο Μπολσονάρο στην πλέον αποδεκτή λύση για ένα μέρος της χώρας.