Οι μεταναστευτικές ροές με κατεύθυνση προς την Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδό τους από το ξεκίνημα της «προσφυγικής κρίσης» που πυροδότησε ο πόλεμος στη Συρία. Ο αριθμός των παράνομων διασυνοριακών διελεύσεων προς την Ευρώπη έχει μειωθεί κατά εννέα φορές, περνώντας από τα 1,8 εκατομμύρια το 2015 στις 204.219 το 2017, σύμφωνα με τη Frontex. Παρ’ όλα αυτά, το θέμα της μετανάστευσης εξακολουθεί να βρίσκεται στο προσκήνιο. Και το ζήτημα αυτό απειλεί να κυριαρχήσει στις ευρωεκλογές της άνοιξης του 2019.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό μάλλον εύχονται τόσο ο Εμμανουέλ Μακρόν όσο και ο Βίκτορ Όρμπαν. Φοβούμενος μια «εισβολή», ο Ούγγρος πρωθυπουργός εξηγεί: «Στην πραγματικότητα υπάρχουν δύο στρατόπεδα στην Ευρώπη. Ο Μακρόν είναι επικεφαλής των πολιτικών δυνάμεων που στηρίζουν τη μετανάστευση. Στον αντίποδα βρισκόμαστε εμείς, που επιθυμούμε τον τερματισμό της παράνομης μετανάστευσης». Οι ηγέτες της άκρας Δεξιάς, ενισχυμένοι από τις δημοσκοπήσεις και τα καλά αποτελέσματα που έλαβαν στις τελευταίες εκλογές, φαντάζονται ήδη τους εαυτούς τους πλειοψηφία στην Ευρώπη. «Στην Πολωνία, στην Αυστρία, στην Ουγγαρία, η ιδεολογία μας έχει καταλάβει την εξουσία», δήλωνε περιχαρής η Μαρίν Λεπέν, πρόεδρος του Εθνικού Συναγερμού, στις 16 Σεπτεμβρίου 2018. Από την πλευρά του, ο Μακρόν όρισε ως τους κύριους αντιπάλους του τους «εθνικιστές» που «προωθούν μια ρητορική μίσους» (29 Αυγούστου 2018).
Η θεώρηση του Γάλλου προέδρου ως «αρχηγού ενός κόμματος υπέρ των μεταναστών», σύμφωνα με τα λόγια του Όρμπαν, μαρτυρά μια άρνηση των γεγονότων που δεν φαίνεται και πολύ ειλικρινής. Με τον νόμο για τον έλεγχο της μετανάστευσης, την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος ασύλου και την επιτυχημένη ενσωμάτωση (ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 10 Σεπτεμβρίου 2018), η διάρκεια της διοικητικής κράτησης παρατάθηκε μέχρι τις 90 ημέρες (ενώ πριν ήταν 45), ακόμη και για οικογένειες με παιδιά. Επίσης, θεσμοθετήθηκε η ηλεκτρονική καταχώρηση των ασυνόδευτων ανηλίκων, τυποποιήθηκαν οι ακροάσεις για αίτηση ασύλου μέσω τηλεδιάσκεψης, έγινε πιο δύσκολη η πρόσβαση στο δικαίωμα χορήγησης άδειας παραμονής στους γονείς παιδιών με γαλλική υπηκοότητα, περιορίστηκε η εφαρμογή του δικαίου του εδάφους στους κατοίκους της υπερπόντιας περιοχής Μαγιότ κ.λπ.
Στο μεταξύ, εν μέσω αυτής της αναστάτωσης, η ριζοσπαστική Αριστερά εμφανίζεται διαιρεμένη μεταξύ των υποστηρικτών του ανοίγματος των συνόρων και των υποστηρικτών μιας διευθέτησης που θα αντιμετώπιζε στη ρίζα της τις αιτίες των πληθυσμιακών μετακινήσεων (1). Οι πρώτοι, όμως, αντικρούουν τον ισχυρισμό των δεύτερων, χαρακτηρίζοντάς τον μη επιτεύξιμο, καθώς ισχυρίζονται ότι η ανάπτυξη των χωρών του Νότου αντί να μειώσει τις μεταναστευτικές ροές, αντιθέτως θα τις τροφοδοτήσει.
Το συγκεκριμένο επιχείρημα αποκτά όλο και περισσότερους υποστηρικτές από τον περασμένο Φεβρουάριο, όταν εκδόθηκε ένα βιβλίο του Στίβεν Σμιθ που προβλέπει μια «εφόρμηση» της «νεανικής Αφρικής» προς την Ευρώπη και μια «αφρικανοποίηση» της Γηραιάς Ηπείρου (2). Βασισμένοι σε μια πληθώρα αριθμών και στατιστικών στοιχείων, οι ισχυρισμοί του παλαιού δημοσιογράφου, που έχει εργαστεί στη «Libération», τη «Le Monde» και το «Radio France Internationale» (RFI), είναι αμείλικτοι. Η Αφρική θα βρεθεί αντιμέτωπη με έναν «δημογραφικό οδοστρωτήρα», τροφοδοτημένο από τους ιδιαιτέρως αυξημένους δείκτες γονιμότητας στα νότια της Σαχάρας. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις του ΟΗΕ, ο πληθυσμός της θα φτάσει από τα 1,2 δισ. κατοίκους το 2017 στα 2,5 δισ. το 2050, ακόμη και στα 4,4 δισ. το 2100. Στο διάστημα αυτό, η αφρικανική ήπειρος θα γνωρίσει σημαντική οικονομική ανάπτυξη, τα εισοδήματα των κατοίκων της θα αυξηθούν και έτσι όλο και περισσότεροι ανάμεσά τους θα διαθέτουν «τα απαραίτητα μέσα για να αναζητήσουν αλλού την τύχη τους». Θα πρέπει λοιπόν να αναμένεται μια «μαζική διόγκωση» του πληθυσμού της ηπείρου σε τέτοιο επίπεδο ώστε, μέσα σε 30 χρόνια, το 20 με 25% του ευρωπαϊκού πληθυσμού θα έχει αφρικανική καταγωγή (σε αντίθεση με σημερινό 1,5 με 2%).
Ο Σμιθ εξέφρασε την ανησυχία ότι λόγω των προβλέψεων που διατυπώνει, το βιβλίο του, το οποίο θα μεταφραστεί σύντομα στα αγγλικά, στα γερμανικά, στα ισπανικά και τα ιταλικά, θα «ξεσήκωνε πάθη και αντιπαραθέσεις». Αντιθέτως, το βιβλίο έχει ήδη λάβει το βραβείο της ιστορικής μηνιαίας επιθεώρησης «Revue des deux mondes», έπαινο από τη Γαλλική Ακαδημία και το βραβείο γεωπολιτικού βιβλίου Μπριέν, το οποίο απονέμεται από τον υπουργό Εξωτερικών, τίτλος που του εξασφαλίζει μια θέση στα βιβλιοπωλεία με μια κόκκινη κορδέλα με τη σφραγίδα του υπουργείου Εξωτερικών. Την ίδια στιγμή, ο φιλόσοφος Μαρσέλ Γκοσέ θα επιθυμούσε η ανάγνωσή του να καταστεί «υποχρεωτική για όλους τους αρμόδιους πολιτικούς» («L’Obs», 27 Ιουνίου 2018). Ο Μακρόν επίσης πιστεύει ότι το βιβλίο «περιγράφει επακριβώς (…) αυτή τη δημογραφική έκρηξη στην Αφρική, η οποία αποτελεί πραγματική βόμβα» (15 Απριλίου 2018). Για τους επόμενους έξι μήνες, με την εξαίρεση των ενστάσεων του ανθρωπολόγου Μισέλ Αζιέ σε μια συνέντευξη (3), δεν εκφράστηκε καμία φωνή αντίθεσης στα γραφόμενα του Σμιθ.
Η πρώτη συγκροτημένη αντεπίθεση ήρθε τελικά τον Σεπτέμβριο του 2018 από τον Φρανσουά Εράν. Σε ένα ενημερωτικό σημείωμα του Εθνικού Ινστιτούτου Δημογραφικών Σπουδών (INED), και στη συνέχεια σε ένα άρθρο απευθυνόμενο στο ευρύ κοινό (4), ο καθηγητής του Κολλεγίου της Γαλλίας, κάτοχος της έδρας Μεταναστευτικές Ροές και Κοινωνίες, υπενθυμίζει ότι το 70% των Αφρικανών μεταναστών παραμένει στην αφρικανική ήπειρο, ποσοστό που έχει παραμείνει σταθερό από τη δεκαετία του 1990. Κυρίως όμως αμφισβητεί τη μέθοδο και τα στοιχεία που χρησιμοποίησε ο Σμιθ. Αξιοποιώντας τη διμερή βάση δεδομένων για τις μεταναστατευτικές ροές που έχουν δημιουργήσει η Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ο ΟΟΣΑ, ο Εράν εκτιμά ότι οι Αφρικανοί και οι απόγονοί τους θα αποτελούν το 3 με 4% του ευρωπαϊκού πληθυσμού γύρω στο 2050, το οποίο «απέχει παρασάγγας από το 25% που φοβούνται κάποιοι».
Ο Εράν δεν συζητάει καν την άποψη μιας «μαζικής διόγκωσης» της Αφρικής: πολύ απλά θεωρεί ότι δεν θα συμβεί πριν από το 2050. Για να καθορίσει το εύρος των μελλοντικών αφρικανικών μεταναστευτικών ροών, ο Σμιθ χρησιμοποίησε τις τάξεις μεγέθους παλαιότερων μετακινήσεων πληθυσμών, ιδίως τη μεγάλη διατλαντική μετανάστευση –κατά τη διάρκεια της οποίας, τον 19ο αιώνα, 50 εκατομμύρια Ευρωπαίοι εγκαταστάθηκαν στην Αμερική– και τη μετανάστευση των Μεξικανών προς τις ΗΠΑ μεταξύ 1970 και 2015. Ο Εράν εκφράζει τις αντιρρήσεις του, θεωρώντας ότι η μέθοδος του Σμιθ στερείται εγκυρότητας: «Αν θέσουμε τον δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης σε μια κλίμακα από το 1 έως το 10, οι περισσότερες υποσαχάριες χώρες βρίσκονται στο 1, ενώ το Μεξικό βρίσκεται στο 6, η Γαλλία στο 9 και οι ΗΠΑ στο 10. Ενόσω οι μεταναστεύσεις από το επίπεδο 6 προς το επίπεδο 10 είναι μαζικές (25 εκατομμύρια στις εξεταζόμενες περιπτώσεις), οι μεταναστευτικές ροές από το επίπεδο 1 στα επίπεδα 9 και 10 είναι περιορισμένες (λιγότερα από 2,3 εκατομμύρια). Και ποιος μπορεί να πιστέψει ότι μέχρι τα τέλη του 2050 η υποσαχάρια Αφρική θα έχει ξεπεράσει τα απαιτούμενα στάδια της ανάπτυξης ώστε να φτάσει στη σημερινή σχετική θέση του Μεξικού;» Με άλλα λόγια, στις επόμενες τρεις δεκαετίες, οι Αφρικανοί θα είναι ακόμη πολύ φτωχοί ώστε να είναι σε θέση να αναχωρήσουν από την ήπειρο τους.
Πέρα από τις αποκλίνουσες απόψεις τους, ο Σμιθ και ο Εράν συμφωνούν στην εξής διαπίστωση: οι πληθυσμοί των πολύ φτωχών χωρών μετατοπίζονται ελάχιστα, ενώ η οικονομική ανάπτυξη, αντί να φρενάρει την μετανάστευση, αντιθέτως την ενθαρρύνει. «Κομματιάζετε τις πιο σταθερές βεβαιότητές μας», αναφωνεί με έκπληξη ο Αλέν Φινκελκρό κατά τη συνέντευξη που πήρε από τον Σμιθ (5). Ο συγκεκριμένος φιλόσοφος μάλλον εκείνη τη στιγμή ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με ένα φαινόμενο που έχει τεκμηριωθεί ήδη από το 1971. Πριν από εκείνη τη χρονιά, επικρατούσε το επονομαζόμενο «νεοκλασικό» μοντέλο: κάθε προσέγγιση του οικονομικού επιπέδου μεταξύ των χωρών άφιξης και των χωρών αναχώρησης οδηγούσε αυτομάτως σε μείωση των μεταναστευτικών ροών. Έπειτα, το μοντέλο αυτό επανεξετάστηκε από τον γεωγράφο Γουΐλμπουρ Ζελίνσκι, ο οποίος για πρώτη φορά ανέπτυξε την υπόθεση μιας «μεταστροφής μέσα στην κινητικότητα» (πλέον αποκαλείται συχνότερα «μεταναστευτική μεταστροφή»), της οποίας διακρίνει διάφορα στάδια (6). Στο μέτρο που οι πολύ φτωχές χώρες αναπτύσσονται, τα ποσοστά θνησιμότητάς τους, ιδίως της παιδικής, μειώνονται, ο πληθυσμός ανανεώνεται και τα ποσοστά μετανάστευσης αυξάνονται. Από τη στιγμή που επιτυγχάνεται ένα υψηλό επίπεδο ευημερίας, οι αναχωρήσεις κατοίκων μειώνονται και οι αφίξεις ξένων αυξάνονται –εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων (πόλεμος, οικονομική κατάρρευση, πολιτική κρίση…), που μπορούν να αλλάξουν δραστικά τα δεδομένα.
Τα τελευταία σαράντα χρόνια, πολυάριθμες μελέτες περίπτωσης έχουν επιβεβαιώσει αυτό το μοντέλο. Χώρες που άλλοτε είχαν μεταναστευτικές εκροές, όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Νότια Κορέα, η Μαλαισία ή και η Ταϊβάν, ολοκλήρωσαν αυτόν τον κύκλο και εξελίχθηκαν σε χώρες μεταναστευτικών εισροών. Άλλες χώρες, όπως η Τουρκία, η Ινδία, η Κίνα και το Μαρόκο, ενδέχεται να επιτύχουν μια τέτοια αντιστροφή μέσα στις επόμενες δεκαετίες. Γενικότερα, οι οικονομολόγοι Μάικλ Κλέμενς και Χάνα Πόστελ παρατήρησαν ότι, μεταξύ 1960 και 2010, τα ποσοστά αποδημίας αυξήθηκαν σε 67 από τις 71 χώρες που πέρασαν από την κατηγορία των χωρών με χαμηλό εισόδημα σε εκείνη του μέσου εισοδήματος (7). Αυτό το φαινόμενο επαναλαμβάνεται τόσο συχνά, ανεξάρτητα από τόπο και εποχή, που μοιάζει σαν κάτι φυσικό. Και από τη στιγμή που η Αφρική δεν θα αποτελέσει εξαίρεση στον κανόνα, η οικονομική ανάπτυξη θα μπορούσε να επιφέρει μια εντυπωσιακή άνοδο της αποδημίας, κυρίως στις υποσαχάριες περιοχές. «Με την αναπτυξιακή βοήθεια, την οποία θεωρούσαν ότι ήταν ακριβώς το μέσο για να μείνουν οι Αφρικανοί στις χώρες τους και την επικαλούνταν συχνά, στην πραγματικότητα οι πλούσιες χώρες πυροβολούν το πόδι τους», καταλήγει χωρίς καμία ψυχραιμία ο Φινκελκρό.
Οι ερευνητές έχουν παρουσιάσει διάφορες αιτίες προκειμένου να εξηγήσουν το φαινόμενο. Μία από αυτές, εκείνη που αναφέρεται συχνότερα και η μόνη που δέχεται ο Σμιθ, αφορά τη χαλάρωση των οικονομικών περιορισμών. Η μετανάστευση κοστίζει ακριβά: πρέπει να πληρωθεί η βίζα, το ταξίδι, τα έξοδα εγκατάστασης –πράγματα που βάζουν φρένο στους φτωχότερους. Η αύξηση των εισοδημάτων επιτρέπει μηχανικά σε έναν μεγαλύτερο αριθμό ατόμων να διαθέτουν τους απαραίτητους πόρους ώστε να ξεκινήσουν την περιπέτεια της μετανάστευσης, με τη δεξαμενή των υποψήφιων προς αναχώρηση να αποκτά τόσο μεγαλύτερη βαρύτητα όσο αυξάνεται το ποσοστό των νέων στον γενικό πληθυσμό.
Όμως, ακόμη και αν η έλλειψη πόρων μπορεί με βεβαιότητα να θέσει εμπόδια στην αποδημία, και πάλι οφείλουμε να αναρωτηθούμε γιατί κάποιοι επιθυμούν να εγκαταλείψουν μια χώρα που βρίσκεται σε φάση πλήρους οικονομικής μεγέθυνσης. Η απάντηση που δίνουν οι ερευνητές είναι απλή: στα πιο φτωχά κράτη, η οικονομική ανάπτυξη δεν αποτελεί συνώνυμο της ευημερίας για όλους. Η αύξηση της γεωργικής παραγωγικότητας μεταμορφώνει τον αγροτικό τομέα και αχρηστεύει έναν μεγάλο αριθμό εργατικού δυναμικού, συνήθως νεαρής ηλικίας. Ένα δυναμικό ολοένα και πιο καταρτισμένο, το οποίο η αναδυόμενη βιομηχανική και αστική οικονομία δεν καταφέρνει να απορροφήσει μέσω της προσφοράς ενός ικανοποιητικού αριθμού εξειδικευμένων θέσεων εργασίας. Μπλοκαρισμένοι στις αγροτικές περιοχές ή στα περίχωρα των πόλεων, οι περιθωριοποιημένοι κρατιούνται σε απόσταση από όσους έχουν τον τρόπο τους και είναι σε θέση να εκμεταλλευθούν τα ευεργετήματα της κατανάλωσης. Σε ένα πλαίσιο καλύτερης πρόσβασης στην πληροφορία, αυτό το χάσμα τροφοδοτεί την επιθυμία να ψάξουν αλλού την τύχη τους, καθώς η αύξηση των εισοδημάτων το επιτρέπει.
Ήδη, σε μια πληθώρα περιπτώσεων, η οικονομική ανάπτυξη συνδέεται επιπλέον και με τη θεσμοθέτηση του ελεύθερου εμπορίου, του οποίου οι συνέπειες για τις μετακινήσεις των πληθυσμών έχουν ευρέως τεκμηριωθεί. Το Μεξικό αποτελεί μια τέτοια υποδειγματική περίπτωση. Το 1992 υπεγράφη η Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής (NAFTA), η οποία παρουσιάστηκε στους Μεξικανούς ως ένα μέσο για τη μείωση των μεταναστευτικών εκροών. «Οι Μεξικανοί δεν θα έχουν πλέον ανάγκη να μεταναστεύουν στον βορρά για να βρουν δουλειά: θα μπορούν να βρίσκουν εδώ», υποσχόταν ο πρόεδρος Κάρλος Σαλίνας ντε Γκορτάρι (8). Από την πλευρά του, ο οικονομολόγος Φίλιπ Μάρτιν ήδη προέβλεπε ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα (9) και οι εξελίξεις που ακολούθησαν τον δικαίωσαν. Έχοντας απαλλαγεί από τα τελωνειακά εμπόδια, οι ΗΠΑ κατέκλυσαν τη γειτονική χώρα με επιδοτούμενο καλαμπόκι, προϊόν εντατικής γεωργίας. Η μείωση των τιμών αποσταθεροποίησε την αγροτική οικονομία, πετώντας στους δρόμους εκατομμύρια καμπεσίνος, οι οποίοι δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά ούτε στον τόπο τους ούτε στα καινούργια εργοστάσια που εγκαταστάθηκαν στα σύνορα. Σε λιγότερο από δέκα χρόνια, ο αριθμός των παράτυπων μεταναστών από το Μεξικό προς τις ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 144%, φτάνοντας από τα 4,8 εκατομμύρια το 1993 στα 11,7 εκατομμύρια το 2002. Υπογράφοντας το 2014 συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με περίπου τριάντα αφρικανικές χώρες, η Ευρωπαϊκή Ένωση ίσως τροφοδοτεί τη μετανάστευση που υποτίθεται ότι καταπολεμά.
Σε κανένα σημείο ο Σμιθ δεν αναφέρεται στον ανισομερή χαρακτήρα της ανάπτυξης, στις συνέπειες της λογικής της αγοράς , στις διαδικασίες συσσώρευσης κεφαλαίου και στην υφαρπαγή της γης από τους μεγαλοϊδιοκτήτες, οι οποίοι καταστρέφουν την αγροτική οικονομία με την εισαγωγή της μισθωτής εργασίας (10). Και αν όλες οι μελέτες για τη μεταναστευτική μεταστροφή καταλήγουν στα ίδια συμπεράσματα, αυτό αναμφισβήτητα συμβαίνει επειδή μελετούν τον ίδιο τύπο ανάπτυξης, βασισμένο όχι στην επιδίωξη της πλήρους απασχόλησης και τη μείωση των ανισοτήτων αλλά στο ελεύθερο εμπόριο, στις ιδιωτικοποιήσεις, στην ευελιξία της αγοράς εργασίας και στη μεγιστοποίηση των «συγκριτικών πλεονεκτημάτων» για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων.
Στην πραγματικότητα, δεν είναι η ανάπτυξη που προκαλεί τη μετανάστευση αλλά η ασυμμετρία ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση εργασίας, ιδίως όσον αφορά τους νέους. «Όλα τα δεδομένα δείχνουν ότι μια εκτεταμένη αγορά εργασίας στα κράτη προέλευσης αποθαρρύνει τις αναχωρήσεις» (11), υπογραμμίζει ο οικονομολόγος Ρόμπερτ Λούκας, ενώ οι Κλέμενς και Πόστελ επισημαίνουν: «Υπάρχει αδιαμφισβήτητα μια αρνητική σχέση μεταξύ των ποσοστών απασχόλησης των νέων και της μετανάστευσης. Το ποσοστό μετανάστευσης σε χώρες όπου το ποσοστό απασχόλησης των νέων ξεπερνάει το 90% είναι μικρότερο από το ήμισυ του ποσοστού σε χώρες όπου μόνο το 70% των νέων έχουν εργασία» (12). Τέλος, τονίζοντας ότι δεν πρέπει να μπερδεύουμε τη συσχέτιση με την αιτιολογική σχέση, ο καθηγητής Χάιν ντε Χάας υπογραμμίζει ότι μια δυναμική δημογραφική ανάπτυξη δεν προκαλεί μηχανικά και μια έντονη μεταναστευτική τάση. «Οι νέοι δεν μεταναστεύουν εξαιτίας της δημογραφικής μεγέθυνσης», υπενθυμίζει. «Μεταναστεύουν μόνο όταν η αύξηση του πληθυσμού συνοδεύεται από έναν αργό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης και έναν υψηλό δείκτη ανεργίας. (…) Στις περιπτώσεις όπου μια έντονη δημογραφική μεγέθυνση συμπίπτει με μια ισχυρή οικονομική μεγέθυνση, όπως συμβαίνει στις πετρελαϊκές μοναρχίες του Κόλπου, η μετανάστευση είναι ισχνή» (13).
Διαίρεση των λαϊκών τάξεων
Στην εποχή μας, στη Γηραιά Ήπειρο κυριαρχεί ευρέως η άποψη ότι δεκάδες εκατομμύρια Αφρικανοί θα πάρουν τον δρόμο της εξορίας λόγω της απουσίας προοπτικών, των πολέμων και της κλιματικής αλλαγής. Όσοι αρέσκονται να προκαλούν πανικό γύρω από την ευρωπαϊκή ταυτότητα, δράττονται της ευκαιρίας για να ζητήσουν την επιβολή περισσότερων περιορισμών –«η Ευρώπη δεν επιθυμεί να γίνει αφρικανική», επισημαίνει ο Φινκελκρό. Από την άλλη πλευρά, κάποιοι απαιτούν, με μοιρολατρικό όμως τρόπο, ελευθερία στην κίνηση προσώπων και άνοιγμα των συνόρων. «Εθελοτυφλούμε αν πιστεύουμε ότι θα μπορέσουμε να περιορίσουμε και, ακόμη περισσότερο, να διακόψουμε τις μεταναστευτικές ροές. (…) Στις επόμενες δεκαετίες, οι μεταναστευτικές ροές, είτε εθελοντικές είτε καταναγκαστικές, θα ενταθούν. Θα προσεγγίσουν τις ακτές μας, και η ίδια μας η χώρα, όπως και σήμερα, θα έχει τους δικούς της ξενιτεμένους. Οι μετανάστες λόγω πολέμων και κλιματικών καταστροφών θα είναι ακόμη περισσότεροι», εξηγεί για παράδειγμα με λεπτομέρειες το «Μανιφέστο για την υποδοχή των μεταναστών» που εξέδωσαν τα περιοδικά «Politis» και «Regards» και η ιστοσελίδα Mediapart.
Μία ακόμη οδός, πιο ρηξικέλευθη, θα ήταν πιθανή, αλλά δεν την διερευνούν: μια επαναθεώρηση του κυρίαρχου οικονομικού μοντέλου, ώστε οι κοινωνίες τους να γίνουν πιο ελκυστικές για τους πληθυσμούς που επιθυμούν να τις εγκαταλείψουν. Εξάλλου, προδικάζοντας για τον Νότο ένα πεπρωμένο κρίσης και μιζέριας, δεν φανερώνει υπερβολική απαισιοδοξία;
Ούτε όμως και η δυσφορία που παρατηρείται στις χώρες υποδοχής είναι εκ των προτέρων δεδομένη. Δημιουργείται από τη γενικευμένη λιτότητα, την αποσταθεροποίηση της κοινωνικής προστασίας, την αποδυνάμωση των δημοσίων υπηρεσιών, την πολιτική επιλογή να έρθουν σε αντιπαράθεση οι φτωχοί με τους πιο φτωχούς, το δημόσιο με το ιδιωτικό, οι οικονομικά ενεργοί με τους συνταξιούχους, οι εργαζόμενοι με βασικό με τους ανέργους, για την απόκτηση ενός επιδόματος, ενός κοινοτικού διαμερίσματος και μιας θέσης σε βρεφονηπιακό σταθμό. Υπό αυτές τις συνθήκες περιορισμένων πόρων, η άφιξη των μεταναστών προσθέτει μια επιπλέον πίεση, η οποία επιτρέπει στην ακροδεξιά να ακολουθεί τη στρατηγική της διαίρεσης των λαϊκών τάξεων. «Εγώ επιλέγω να μεροληπτώ υπέρ των Γάλλων διότι πιστεύω ότι οφείλουμε να κατευθύνουμε την εθνική μας αλληλεγγύη προς αυτούς. Και επίσης μου προκαλεί αποτροπιασμό η ιδέα της υποδοχής χιλιάδων μεταναστών με ασυνεπή και ανεύθυνο τρόπο, την ίδια στιγμή που οι άστεγοι αφήνονται στον δρόμο», διακηρύττει η Λεπέν (14). Και εδώ υπάρχει μια διαφορετική εναλλακτική. Μια εναλλακτική που δεν θα στηρίζεται στην υπογραφή διακηρύξεων και στην απαίτηση ανοίγματος των συνόρων, γνωρίζοντας ότι κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί, αλλά στην επίπονη και υπομονετική πολιτική δουλειά που θα ωθούσε στην εξουσία δυνάμεις οι οποίες θα μπορέσουν πραγματικά να αλλάξουν τον ρου των πραγμάτων.