el | fr | en | +
Accéder au menu

Τα δύο πρόσωπα της Τυνησίας σε αντιπαράθεση

Περιφερειακές ανισότητες

Οι Τυνήσιοι θα προσέλθουν στις κάλπες στις 15 Σεπτεμβρίου για να εκλέξουν πρόεδρο και στις 6 Οκτωβρίου για να εκλέξουν τα νέα μέλη της Εθνοσυνέλευσης. Με δεδομένη την ένταση που επικρατεί στο οικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι, οι συζητήσεις και οι αντιπαραθέσεις επικεντρώνονται περισσότερο στα πρόσωπα παρά στις ιδέες τους. Ως εκ τούτου, δεν φαίνεται να αποτελεί προτεραιότητα η μείωση του αναπτυξιακού χάσματος που επικρατεί μεταξύ των παράκτιων περιοχών της Τυνησίας και της ενδοχώρας. Την νύχτα μεταξύ της 2ης και 3ης Ιουνίου του 2018, ένα μικρό αλιευτικό σκάφος βυθίστηκε σε απόσταση 5 ναυτικών μιλίων από τα νησιά Κερκενά, στα ανοιχτά του Σφαξ. Από τους 180 επιβάτες που ήλπιζαν να φτάσουν στις ιταλικές ακτές, μόνο 68 επιβίωσαν. Η πλειοψηφία των θυμάτων ήταν Τυνήσιοι. Το γεγονός δεν αποτελεί απλώς μια τραγωδία, είναι αποκαλυπτικό μιας πραγματικότητας: η Τυνησία μετατρέπεται για τους νέους της σε μια γη δίχως ελπίδα. Εδώ και πάνω από ένα χρόνο, οι παράνομες αναχωρήσεις προς την Ευρώπη έχουν αυξηθεί κατά πολύ. Η απογοήτευση έχει επηρεάσει ακόμη και τους πιο εύπορους. Σύμφωνα με τον γενικό γραμματέα του εθνικού ιατρικού συλλόγου, το 45% των νεοεισερχόμενων στο επάγγελμα εγκατέλειψαν τη χώρα το 2017, ενώ το ποσοστό ήταν μόλις 9% το 2012 (1).

Και ενώ κάποιοι δραπετεύουν, κάποιοι άλλοι προσπαθούν ακόμη να εισακουστούν. Το Κοινωνικό Παρατηρητήριο της Τυνησίας καταγράφει το σύνολο των ατομικών ή συλλογικών διαδηλώσεων, των οδοφραγμάτων, των καθιστικών διαμαρτυριών, των απεργιών… Η εκρηκτική κατάσταση φαίνεται να μην έχει τέλος: 5.000 τέτοια κινήματα διαμαρτυρίας καταγράφηκαν το 2015, πάνω από 11.000 το 2017 και 4.500 τους τέσσερις πρώτους μήνες του 2018. Ο εκδημοκρατισμός αδυνατεί να μετατρέψει τον πολυκομματισμό, τις πολιτικές ελευθερίες και τη λογοδοσία των θεσμών σε μια νέα οικονομική πρόταση, η οποία, ελλείψει άμεσων αποτελεσμάτων, θα μπορέσει να χαράξει τουλάχιστον έναν ορίζοντα προσδοκίας.

Από το 2011, το κράτος φαίνεται να μην διαθέτει άλλη λύση από την εξαγορά μιας βραχυπρόθεσμης κοινωνικής ειρήνης. Ο δημόσιος τομέας προχώρησε σε μαζικές προσλήψεις, αρχικά για να επανενταχθούν όσοι επωφελήθηκαν από τη γενική αμνηστία που δόθηκε στους πολιτικούς κρατούμενους τον Φεβρουάριο του 2011, στη συνέχεια για να μονιμοποιηθούν οι περίπου 50.000 εργαζόμενοι που είχαν προσληφθεί από εργολαβικές εταιρείες και, γενικότερα, για να μειωθεί η ανεργία. Μεταξύ 2011 και 2017, οι δημόσιοι υπάλληλοι αυξήθηκαν σε περισσότερους από 200.000, εκτινάσσοντας τη σχετική μισθολογική δαπάνη από 10,8% σε 15% του ΑΕΠ (2): ένα ποσοστό χωρίς προηγούμενο στη χώρα και από τα υψηλότερα παγκοσμίως. Λόγω των συνεχών διαδηλώσεων, και για να κατευνάσει τα πνεύματα, η κυβέρνηση προχώρησε επίσης σε προσλήψεις στις λεγόμενες «περιβαλλοντικές» ή κηπουρικές εταιρείες, σε θέσεις απασχόλησης των οποίων το μοναδικό όφελος είναι η διανομή ισχνών μισθών (μικρότερων των 100 ευρώ μηνιαίως) σε φτωχές οικογένειες.

Χωρίς να έχουν προσφέρει πραγματικές λύσεις στα κοινωνικά προβλήματα, οι δαπάνες αυτές έχουν αντιθέτως προκαλέσει ασφυξία στη δυνατότητα του κράτους να προχωρήσει σε επενδύσεις και έχουν πυροδοτήσει μια σοβαρή κρίση στα δημόσια οικονομικά. Η Τυνησία πολλαπλασίασε τον δανεισμό της, με αποτέλεσμα την εκτόξευση του χρέους από τα 25,6 δισ. δηνάρια το 2010 (13,5 δισ. ευρώ βάσει της τότε ισοτιμίας) σε 76,2 δισ. το 2018 (24 δισ. ευρώ), εκ των οποίων τα 46 δισ. αποτελούν εξωτερικό χρέος. Έτσι, το κράτος πρέπει πλέον να πληρώνει το 20% του προϋπολογισμού του στους δανειστές του.

Επιπλέον, η αύξηση των μισθών και της τιμής του πετρελαίου, καθώς και η αύξηση του χρήματος σε κυκλοφορία, εξαιτίας της γενναιόδωρης διανομής τραπεζικών πιστώσεων και της επέκτασης της άτυπης οικονομίας (αντιπροσωπεύει ίσως πάνω από το ήμισυ του ΑΕΠ), δημιούργησαν συνθήκες πληθωριστικής έκρηξης. Η αγοραστική δύναμη των Τυνησίων μειώνεται. Στη λεκάνη εξόρυξης του Γκάφσα, από όπου ξεκίνησε η εξέγερση διαρκείας του 2008, η οποία επαναλήφθηκε και τον Δεκέμβριο του 2010, η κοινωνική κρίση φαίνεται να μην έχει τελειωμό. Η ετήσια εξόρυξη φωσφορικών, μία από τις κύριες πηγές συναλλάγματος για την χώρα, δεν ξεπερνά το όριο των τεσσάρων εκατομμυρίων τόνων, ποσότητα μικρότερη από το ήμισυ των επιπέδων προ του 2010. Ταυτόχρονα, το διπλό σοκ της επανάστασης του 2011 και του κύματος επιθέσεων του 2015 έχει μειώσει το ποσοστό ανάπτυξης στα χαμηλότερα επίπεδά του.

Πληθωρισμός, ανεργία, χρέος, μείωση συναλλαγματικών αποθεμάτων… Για να εξέλθουν από αυτόν τον φαύλο κύκλο, οι διαδοχικές κυβερνήσεις ζήτησαν τη βοήθεια του ΔΝΤ. Την πρώτη φορά, το 2012, για ένα δάνειο ύψους 1,74 δισ. δολαρίων, που χορηγήθηκε τον Ιούνιο του 2013 για δύο έτη. Και μια δεύτερη φορά το 2016, για δάνειο ύψους 2,9 δισ. δολαρίων με ορίζοντα τεσσάρων ετών. Το αντάλλαγμα, βεβαίως, είναι ένα πρόγραμμα «μεταρρυθμίσεων». Η Τυνησία πρέπει να διορθώσει τα δημόσια οικονομικά της και, για να γίνει αυτό, πρέπει να αυξήσει ορισμένους φόρους, να μειώσει το μισθολογικό κόστος των δημόσιων υπαλλήλων, να αυξάνει ανά τρίμηνο την τιμή των καυσίμων για να μειώσει το κόστος των επιδοτήσεων, να κάνει μεταρρυθμίσεις στο σύστημα συνταξιοδότησης…

Η κυβέρνηση αναγκάστηκε ήδη να υιοθετήσει, τον Απρίλιο του 2016, την αρχή της ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας, δίνοντας προτεραιότητα στον έλεγχο του πληθωρισμού για τη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης. Το αποτέλεσμα ήταν, την άνοιξη του 2017, να αφήσει ελεύθερη την ισοτιμία του δηναρίου: πέρασε από 1,9 δηνάρια ανά ευρώ το 2011 σε περισσότερα από 3 δηνάρια ανά ευρώ σήμερα. Το μέτρο αυτό υποτίθεται ότι θα καθιστούσε τις εξαγωγές πιο ανταγωνιστικές και θα οδηγούσε σε ανάκαμψη τα συναλλαγματικά αποθέματα, τα οποία μετά βίας επαρκούν για τις εισαγωγές τριών μηνών. Στην πραγματικότητα, η υποτίμηση προς το παρόν τροφοδοτεί κυρίως τον πληθωρισμό και έχει μειώσει περαιτέρω την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Για να ανακοπεί η συγκεκριμένη εξέλιξη και υπό τις συστάσεις του ΔΝΤ, η κεντρική τράπεζα αύξησε τα επιτόκια ώστε να αντισταθμίσει τον πληθωρισμό, που αγγίζει το 8% ετησίως. Σκοπός είναι να ενθαρρύνει την αποταμίευση, προσφέροντας θετικά πραγματικά επιτόκια, και να αποθαρρύνει τον δανεισμό ώστε να μειωθεί η ζήτηση.

Τα δρακόντεια αυτά μέτρα, θεωρητικά τουλάχιστον, θα αποκαταστήσουν τα δημόσια οικονομικά, θα ξαναδώσουν στο κράτος την απαραίτητη ευελιξία για επενδύσεις, θα τονώσουν τις εξαγωγές και συνεπώς και την ανάπτυξη. Όμως το σενάριο που όλοι τρέμουν μάλλον χαρακτηρίζεται από μια βίαιη επιβράδυνση της οικονομίας: δημοσιονομική αυστηρότητα, αύξηση των τιμών, περιορισμός των επενδύσεων και της κατανάλωσης, υψηλότερες εισφορές…

Τα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν την ανατροπή του Ζιν Ελ Αμπιντίν Μπεν Αλί, το 2011, το ΔΝΤ επέδειξε μια πιο ευέλικτη στάση, λαμβάνοντας υπόψη την εν εξελίξει πολιτική διαδικασία. Όμως, από τον Μάιο του 2018 και μετά, οι αξιολογήσεις του προγράμματος, προαπαιτούμενο για την απελευθέρωση των πιστωτικών δόσεων, έγιναν από εξαμηνιαίες τριμηνιαίες, ενώ ο τόνος των σχετικών ανακοινώσεων γίνεται απειλητικός, την ίδια στιγμή που οι δείκτες χειροτερεύουν (εκτός από μια πολύ μικρή βελτίωση όσον αφορά την ανάπτυξη και το εμπορικό ισοζύγιο). Οι πιέσεις προς τη Γενική Ένωση Εργατών Τυνησίας (UGTT), την ιστορική συνδικαλιστική ομοσπονδία που μάχεται για τη διατήρηση των εργασιακών κεκτημένων στον δημόσιο τομέα, αναμένεται να μεγιστοποιηθούν. Πρόκειται δηλαδή για μια πραγματική οικονομική, κοινωνική και πολιτική δίνη, από την οποία κανείς δεν γνωρίζει πώς θα υπάρξει έξοδος. Το αβέβαιο ξεμπλοκάρισμα της παραγωγής φωσφορικών και η καταγραμμένη επιστροφή των τουριστών μπορεί να προσφέρουν μια ανάσα, αλλά όχι αρκετή για να δοθεί τέλος στο πρόβλημα της Τυνησίας.

Το πρόβλημα προέρχεται από την κρίση ενός μοντέλου, αλλά ποιο ακριβώς είναι αυτό το μοντέλο; Μια εξήγηση σε πρώτο επίπεδο, η πιο συχνά επικαλούμενη, είναι η ένταξη του παραγωγικού μηχανισμού της χώρας στο χαμηλότερο επίπεδο αξίας του διεθνούς καταμερισμού εργασίας. Η Τυνησία έκανε την επιλογή αυτή κατά τη δεκαετία του 1970 για να αντισταθμίσει την αποτυχία του αναπτυξιακού κράτους. Βασιζόμενο σε τομείς όπου η ανταγωνιστικότητά γρήγορα διαβρώθηκε, όπως η κλωστοϋφαντουργία, το κράτος επιδόθηκε σε μια κοινωνική μειοδοσία ώστε να διατηρήσει το καθεστώς, εφαρμόζοντας ένα σύστημα φορολογικών κινήτρων, από το οποίο επωφελήθηκαν οι ασυνείδητοι επενδυτές, αυξάνοντας την εργασιακή αβεβαιότητα των υπαλλήλων τους.

Αλλά και στον τομέα του τουρισμού ξεκίνησε μια σειρά μειώσεων τιμών σε βάρος της ποιότητας. Υπό την προεδρία του Μπεν Αλί, οι τράπεζες έλαβαν οδηγίες να μην απαιτούν την επιστροφή των πιστώσεων που είχαν χορηγήσει, προκειμένου να διατηρηθεί ο στρατηγικός αυτός τομέας ζωντανός και να μην κινδυνεύσουν τα συμφέροντα των προστατευμένων από την εξουσία ιδιοκτητών ξενοδοχείων. Σε κάθε περίπτωση, η διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων συνεχίζει και σήμερα να κρατά σε ομηρία τον τραπεζικό τομέα, από τον οποίο το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα απαιτούν συνεχώς μεταρρυθμίσεις.

Παρά τη φιλελευθεροποίηση που ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1980, στην πραγματικότητα η οικονομία διαπλέκεται άρρηκτα με την πολιτική. «Οι ιδιωτικοποιήσεις αποτέλεσαν προνομιακό πεδίο για τις αρπακτικές ορέξεις της κάθε είδους “κλίκας” περί το καθεστώς, καθώς επίσης και μέσο διανομής προνομίων και οικονομικών οφελών για την παραδοσιακή αστική τάξη», αποκάλυψε το 2011 το Ευρωμεσογειακό Δίκτυο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (3). Το κράτος διατήρησε πολλά μέσα παρέμβασης, όπως τελωνειακούς περιορισμούς, καθορισμό των διαδικασιών αδειοδότησης δραστηριότητας, παραχωρήσεις γαιών και επιλεκτική πρόσβαση στη χρηματοδότηση. Η φιλελευθεροποίηση χωρίς πραγματικό ανταγωνισμό ήταν η οικονομική έκφραση της αυταρχικής άσκησης της εξουσίας.

Στην πραγματικότητα, αυτή η πολιτική οικονομία της δικτατορίας εγγράφεται στη συνέχεια της κατασκευής του τυνησιακού κράτους. Η ιστορία του είναι η ιστορία της κυριαρχίας της Τύνιδας και των ελίτ της –προϊόν πρώτα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κατόπιν του γαλλικού προτεκτοράτου– στους πληθυσμούς και τις φυλές της ενδοχώρας. Η ανεξαρτησία του 1956 δεν άλλαξε τα πράγματα. Αντίθετα, ο ιστορικός πρόεδρος Χαμπίμπ Μπουργκιμπά, καταγόμενος από το Μοναστίρ, πόλη της κεντρικής-ανατολικής επαρχίας Σαχέλ, συμμάχησε με τους κύκλους εξουσίας της Τύνιδας, προσφέροντάς τους μια λαϊκή βάση, ευνόησε όμως τους προερχόμενους από τη Σαχέλ στην ανάθεση εξουσιών, όπως αποδεικνύεται από την επιλογή των διοικητών και των γενικών διευθυντών της δημόσιας διοίκησης, αλλά και από τη σύνθεση των κυβερνήσεων. «Παρ’ όλα αυτά, οι Σαχελιανοί έπρεπε να χτίσουν την οικονομική βάση της πολιτικής κυριαρχίας τους. Και το κατάφεραν χρησιμοποιώντας τις δημόσιες δαπάνες προς όφελός τους και θέτοντας εμπόδια στη δράση των επιχειρηματιών άλλων περιφερειών μέσω ενός μοντέλου οικονομίας με υπερβολικές διοικητικές παρεμβάσεις, προσανατολισμένου στην προστασία των εισοδηματιών», εκτιμά ο Σγκάιερ Σαλχί, συγγραφέας ενός ιδιαίτερα τεκμηριωμένου έργου με τίτλο «Εσωτερικός αποικισμός και άδικη ανάπτυξη» (4).

Αυτού του είδους η κυριαρχία, προσαρμοζόμενη στις εκάστοτε οικονομικές και πολιτικές αλλαγές, αντιστέκεται στον εκδημοκρατισμό (5). Σύμφωνα με τον Σγκάιερ Σαλχί, «όταν μιλάμε για περιφερειακό χάσμα μεταξύ των παράκτιων περιοχών και της ενδοχώρας δεν σημαίνει ότι τα δύο τμήματα της χώρας λειτουργούν παράλληλα. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα ενιαίο σύστημα: η ενδοχώρα και ο νότος προσφέρουν φτηνό εργατικό δυναμικό, γεωργικά προϊόντα, φωσφορικά και νερό στην οικονομία, η οποία ελέγχεται από τις παράκτιες περιοχές… Πρόκειται για μια μορφή κατάσχεσης». Με τη σειρά της, η ερευνήτρια Μπεατρίς Ιμπού αναφέρεται σε μια «ασύμμετρη διαμόρφωση του Κράτους», η οποία καταδικάζει ένα τμήμα των κατοίκων της Τυνησίας στο κοινωνικό και πολιτικό περιθώριο (6).

Με στόχο τη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης στις κυριαρχούμενες περιοχές, των οποίων οι εξεγέρσεις διατρέχουν όλη την ιστορία της Τυνησίας, η εξουσία συνεχίζει να «κυβερνά διά της προσδοκίας» σύμφωνα με τον Χαμζά Μεντέμπ, κυρίως μέσω της προσφοράς προσωρινής εργασίας και της λήψης μέτρων διαχείρισης της ανεργίας (7). Ο κοινωνιολόγος εκτιμά ότι «το κράτος θα έπρεπε να αφιερώσει πολλά μέσα και πόρους για την επίλυση των προβλημάτων των υποβαθμισμένων περιοχών. Αντί αυτού, προτιμά να παραχωρεί τη διαχείρισή τους (…) στους μηχανισμούς του εκάστοτε κυβερνητικού κόμματος, στα δίκτυα που δημιουργούν οι κλίκες και εξασφαλίζουν, με πελατειακό τρόπο, την αναδιανομή και την πρόσβαση σε “τυχερά” και οικονομικά βοηθήματα». Η ανάπτυξη ενός είδος παραεμπορίου στις συνοριακές περιοχές της χώρας σηματοδοτεί όχι τόσο την απουσία κρατικού ελέγχου αλλά μάλλον μια παραχώρηση ευελιξίας προς τις συγκεκριμένες περιοχές στην προσπάθειά τους να ενσωματωθούν στην παγκόσμια οικονομία και να συσσωρεύσουν και αυτές κεφάλαιο.

Και εάν το συγκεκριμένο σύστημα μπόρεσε να δημιουργήσει πολιτική σταθερότητα για ολόκληρες δεκαετίες, από το 2008 έχει εισέλθει σε κρίση. Η νεολαία της ενδοχώρας εξεγέρθηκε ενάντια στην ολοένα και πιο εξόφθαλμη αδικία, αρχικά στις περιοχές των εξορύξεων και στη συνέχεια το 2010 συνολικότερα, πριν οι πολιτικές ελίτ της χώρας παρασυρθούν από την εξέλιξη της επανάστασης. Χωρίς φαντασία, οι ελίτ αυτές δεν έχουν άλλο σημείο αναφοράς παρά τη δημοσιονομική πειθαρχία που συνιστά το ΔΝΤ, αλλά και καμία εναλλακτική πρόταση εκτός από την ολοκλήρωση μιας Σφαιρικής και Σε Βάθος Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών (DCFTA/ALECA) με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια συμφωνία που θα υποχρεώσει την Τυνησία να υιοθετήσει τους κανόνες της Ε.Ε. και θα έχει ως αποτέλεσμα «τη δημιουργία μια τυνησιακής αγοράς αποκλειστικά για ευρωπαϊκά προϊόντα» (8), σύμφωνα με τον οικονομολόγο Μουσταφά Ζουιλί. Με τον κίνδυνο όμως να επιδεινώσει ακόμη περισσότερο τη βαθιά ανισότητα του τυνησιακού μοντέλου.

Thierry Brésillon

Δημοσιογράφος στην Τύνιδα
Αθανασία Παπαγγελοπούλου

(1Wafa Samoud, «Le nombre de médecins quittant le pays double d’une année à une autre », HuffPost Maghreb, 14 Φεβρουαρίου 2018.

(2Στοιχεία που προέρχονται από το βιβλίο του Mahmoud Ben Romdhane, «La Démocratie en quête d’État», Sud Éditions, Τυνησία, 2018.

(3Béatrice Hibou, Hamza Meddeb και Mohamed Hamdi, «La Tunisie d’après le 14 janvier et son économie politique et sociale. Les enjeux d’une reconfiguration de la politique européenne», Ευρωμεσογειακό Δίκτυο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Κοπεγχάγη, Ιούνιος 2011.

(4Βλ. «La transition bloquée: corruption et regionalism en Tunisie», International Crisis Group, έκθεση για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, Νο 177, Βρυξέλλες, 10 Μαΐου 2017.

(5Irene Bono, Béatrice Hibou, Hamza Meddeb και Mohamed Tozy, «L’État d’injustice au Maghreb. Maroc et Tunisie», Karthala, στη σειρά «Recherche internationale», Παρίσι, 2015.

(6Ομοίως.

(7Béatrice Hibou και Hamza Meddeb, «Tunisie: la “démocratisation” ou l’oubli organisé de la question sociale», Aoc.media, 29 Ιανουαρίου 2018 .

(8Marco Jonville, «En Tunisie, “l’Aleca, c’est la reproduction du pacte colonial de 1881”», Mediapart, 1η Οκτωβρίου 2018.

Μοιραστείτε το άρθρο