Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Ραφαέλ Κορέα (2007-2017), ο Ισημερινός προκάλεσε συχνά τον ενθουσιασμό των προοδευτικών: περιορίζοντας τη φτώχεια, επιβάλλοντας στους επενδυτές αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους του, χορηγώντας πολιτικό άσυλο στον Τζούλιαν Ασάνζ, ιδρυτή των WikiLeaks… Πώς να εξηγηθεί η στροφή 180 μοιρών του διαδόχου του Λένιν Μορένο, ο οποίος εξελέγη για να συνεχίσει την ίδια πολιτική; Μάιος 2017. Η ορκωμοσία του Λένιν Μορένο ως προέδρου του Ισημερινού φέρνει έναν αναστεναγμό ανακούφισης στους προοδευτικούς της Λατινικής Αμερικής. Ο Μορένο, επικρατώντας απέναντι στον τραπεζίτη Γκιγιέρμο Λάσο, ανακόπτει την επέλαση της Δεξιάς στη Λατινική Αμερική, μετά την εκλογή του Οράσιο Κάρτες στην Παραγουάη το 2013 και του Μαουρίσιο Μάκρι στην Αργεντινή το 2015, ή ακόμη και τον ορισμό του Μισέλ Τέμερ στην προεδρία της Βραζιλίας μετά την (τουλάχιστον αμφιλεγόμενη) καθαίρεση της Ντίλμα Ρούσεφ το 2016 (1).
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ο Μορένο υποσχέθηκε να συνεχίσει την «επανάσταση των πολιτών» του προκατόχου του Ραφαέλ Κορέα (Σ.τ.Μ: που δεν είχε δικαίωμα να διεκδικήσει τρίτη διαδοχική θητεία), δηλαδή ένα κράμα αναπτυξιακών πολιτικών, εισοδηματικής αναδιανομής και αναδιάρθρωσης του κράτους. Δεσμεύτηκε επίσης να αλλάξει το ύφος άσκησης της εξουσίας του απερχόμενου προέδρου, το οποίο θεωρείτο επιθετικό και «ιεραρχικό». Η υπόσχεσή του; Η οργάνωση ενός ευρύτατου εθνικού διαλόγου ώστε να τερματιστεί η πολιτική πόλωση, η οποία είχε εξαντλήσει μερίδα του πληθυσμού. Η αμφισβήτηση του μοντέλου Κορέα είχε ενισχυθεί με την οικονομική κρίση του 2015-2016 και τα σκάνδαλα διαφθοράς που άγγιζαν το περιβάλλον του πρώην προέδρου. Για τον Μορένο, είχε έλθει η ώρα της αλλαγής.
Αμέσως μετά τις εκλογές, η χώρα ανακαλύπτει ότι ο «εθνικός διάλογος» δεν έχει παρά έναν στόχο: την προσέγγιση του προεδρικού μεγάρου Καροντελέτ (έδρα της εκτελεστικής εξουσίας) με τις εχθρικές προς τον Κορέα ελίτ. Μόλις αναλαμβάνει τα προεδρικά του καθήκοντα, ο Μορένο αρχίζει να ενεργεί ως εάν η νομιμοποίησή του να εξαρτάται από την ικανότητά του να πραγματοποιήσει μια τόσο ανορθόδοξη συμφιλίωση. Το πρόγραμμα που μόλις έχει θριαμβεύσει στις κάλπες, αλλά κινδυνεύει να εμποδίσει τον «διάλογο», μοιάζει να έχει εξαφανιστεί. Αποκατάσταση της εξουσίας των αγορών, ευθυγράμμιση με την αμερικανική εξωτερική πολιτική: τα πρώτα μέτρα του Μορένο αφήνουν κατάπληκτη τη λατινοαμερικανική Αριστερά. Ενθουσιάζουν τη Δεξιά. Και ο βασικός αντίπαλος που επιλέγει ο νέος πρόεδρος; Ο άνθρωπος του οποίου την πολιτική είχε υποσχεθεί να συνεχίσει και του οποίου υπήρξε αντιπρόεδρος για έξι χρόνια, από το 2007 έως το 2013: ο πρώην πρόεδρος Κορέα. Η «επανάσταση των πολιτών», το πολιτικό σχέδιο που μεταμόρφωσε τη χώρα, μόλις είχε φέρει στην εξουσία έναν άνθρωπο που θα καταγινόταν με την ακύρωσή της.
Τον Φεβρουάριο του 2018, η κυβέρνηση του Μορένο οργανώνει ένα δημοψήφισμα που παρουσιάστηκε ως απαραίτητο για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Ο πραγματικός στόχος του; Να αποδυναμώσει τον πρώην πρόεδρο, ο οποίος παραμένει εξαιρετικά δημοφιλής σε σημαντική μερίδα του πληθυσμού. Από τις επτά προτάσεις που τίθενται σε δημοψήφισμα, η μία απαγορεύει στους πολιτικούς να θέτουν υποψηφιότητα περισσότερες από δύο φορές για το ίδιο αξίωμα, ενώ μία άλλη επιτρέπει την αποπομπή δημοσίων υπαλλήλων που έχουν οριστεί στο Συμβούλιο Πολιτικής Συμμετοχής και Κοινωνικού Ελέγχου, οι οποίοι θεωρείται ότι πρόσκεινται στον πρώην πρόεδρο. Ο Μορένο κερδίζει το στοίχημα και επικρατεί στο δημοψήφισμα με αρκετά μεγάλη πλειοψηφία. Ο Κορέα, ο οποίος δεν μπορεί πια να είναι υποψήφιος ούτε στις προεδρικές εκλογές του 2021, αποδυναμώνεται. Με την αποχώρηση των υποστηρικτών του Κορέα, το προεδρικό μέγαρο μετατρέπεται σε φιλόξενη φωλιά όπου έρχονται να κουρνιάσουν οι εκπρόσωποι της ελίτ, της εργοδοσίας και της Δεξιάς.
Το κόμμα Alianza País (Συμμαχία για τη Χώρα, ΑΡ), που ιδρύθηκε από τον Κορέα το 2006, είχε γίνει το σημαντικότερο κόμμα από το τέλος της δικτατορίας, το 1979. Το 2017, κατέκτησε την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, ακόμη κι αν υποχώρησε από τις 100 έδρες του 2013 στις 74 (σε σύνολο 137). Στο αποκορύφωμα της σύγκρουσης μεταξύ Κορέα και Μορένο, το εκλογοδικείο αποφασίζει ότι το κόμμα περιέρχεται στον έλεγχο των υποστηρικτών του Μορένο, υποχρεώνοντας τους πολιτικούς αντιπάλους τους να προσπαθήσουν να δημιουργήσουν ένα νέο κομματικό μόρφωμα. Ωστόσο, το εγχείρημα δεν υλοποιείται λόγω των εμποδίων που φέρνουν οι εκλογικές αρχές –προσκείμενες πλέον στον Μορένο (2).
Η διάσπαση των δυνάμεων που ενσάρκωναν κάποτε μαζί την «επανάσταση των πολιτών» διευκόλυνε την προσέγγιση των ελίτ με τον πρόεδρο Μορένο, ο οποίος δεν αντιμετώπισε ποτέ τα κόμματα και τις λαϊκές κινητοποιήσεις ως δημοκρατικές δυνάμεις χρήσιμες για την αναδιαμόρφωση των πολιτικών παρατάξεων. Μερικούς μήνες αργότερα, η τοποθέτηση του Ρίτσαρντ Μαρτίνες, επικεφαλής των εργοδοτικών οργανώσεων του Εκουαδόρ, στη θέση του υπουργού Οικονομίας ενισχύει τη συμφωνία πάνω στην οποία στηρίζεται η εξουσία του Μορένο, αφού η διάσπαση μεταξύ υποστηρικτών του Κορέα και του Μορένο είχε στερήσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία από την κυβέρνηση.
Όμως, ο νέος συνασπισμός εξουσίας δεν περιορίζεται στις παραδοσιακές ελίτ: περιλαμβάνει επίσης, σε ένα δευτερεύον επίπεδο, διανοούμενους που θεωρούνται «προοδευτικοί», εκπροσώπους των συνδικάτων και φυσιογνωμίες του κινήματος των αυτοχθόνων. Είναι μια κατάσταση που σόκαρε μερίδα της λατινοαμερικανικής Αριστεράς. Τον Αύγουστο του 2018, λόγου χάρη, ο Αργεντινός Αδόλφο Πέρες Εσκιβέλ, κάτοχος του Νόμπελ Ειρήνης 1980, απευθύνει ανοικτή επιστολή στη Συνομοσπονδία Αυτοχθόνων Εθνοτήτων του Ισημερινού (CONAIE). Ο Μορένο μόλις έχει προτείνει στην οργάνωση να εγκατασταθεί στα τοπικά γραφεία της Ένωσης Νοτιοαμερικανικών Κρατών (UNASUR), την οποία, σε συνεργασία με τη Δεξιά, επιδιώκει να αποδυναμώσει: «Ο Λένιν Μορένο, μαζί με άλλους ηγέτες χωρών που ακολουθούν νεοφιλελεύθερες πολιτικές, προσπαθεί να καταστρέψει αυτούς τους χώρους ενοποίησης και συμμετοχής», γράφει ο Πέρες Εσκιβέλ. «(…) Οι αυτόχθονες λαοί του Ισημερινού πάντοτε κινητοποιούνταν για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τους. Θα ήταν λυπηρό εάν αποδέχονταν αυτή την πρόταση, η οποία αποσκοπεί στην αποδυνάμωση των δημοκρατιών μας. Η CONAIE δεν μπορεί να αγνοήσει τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε η UNASUR στην αποτροπή ή στην καταγγελία των πραξικοπημάτων σε Βολιβία, Ισημερινό, Παραγουάη και Ονδούρα, μεταξύ άλλων» (3). Η επιστολή του Πέρες Εσκιβέλ περιμένει απάντηση μέχρι σήμερα.
Έχοντας προχωρήσει στην επανενσωμάτωση των εργοδοτικών συμφερόντων και της αντιδραστικής πτέρυγας των κοινωνικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων εντός των κόλπων του κράτους –εγχείρημα που ο Κορέα απέρριπτε σταθερά– ο νέος πρόεδρος κατορθώνει να κυβερνά με ένα κόμμα που δεν διαθέτει πολιτική συνοχή, εκλογική βάση ή λαϊκή υποστήριξη. Η κυβέρνηση καλλιεργεί την άποψη ότι η κρίση που πλήττει τη χώρα οφείλεται στις «λαϊκίστικες σπατάλες». Ο Μαρτίνες στρίβει το τιμόνι προς τα δεξιά: στόχος για δημοσιονομικό πρωτογενές πλεόνασμα, φιλελευθεροποίηση του εμπορίου, ευελιξία της εργατικής νομοθεσίας. Ο νόμος για την παραγωγική ανάπτυξη, που ψηφίστηκε τον Αύγουστο του 2018, επιβάλλει λιτότητα, ακυρώνοντας ταυτόχρονα τις αναπτυξιακές και αναδιανεμητικές πολιτικές του προηγούμενου προέδρου.
Στο πεδίο της φορολογίας, ο νόμος προβλέπει φορολογική αμνηστία για τους ιδιώτες κακοπληρωτές και μια σειρά από δώρα για τις μεγάλες επιχειρήσεις, με το πρόσχημα των «κινήτρων για την επιστροφή των επενδυτών». Ο συγκεκριμένος νόμος, ο οποίος παρουσιάστηκε ως δέσμη μέτρων για τη χρηματοδότηση του κράτους, νομιμοποιεί τη φορολογική ανυπακοή των ισχυρών. Εξάλλου, καταργείται το πρώτο άρθρο του οργανικού νόμου προστασίας των εργασιακών δικαιωμάτων. Το άρθρο αυτό επέτρεπε στις αρχές να διώκουν τους επιχειρηματίες που έθιγαν τα συμφέροντα των εργαζομένων τους αποκρύπτοντας περιουσιακά στοιχεία ή αδειάζοντας τα εργοστάσια από τον εξοπλισμό τους.
Όσον αφορά τις αναπτυξιακές πολιτικές, η κυβέρνηση αρνείται να φορολογήσει τις υπέρογκες αυξήσεις στις τιμές των πρώτων υλών ή τον επαναπατρισμό συναλλάγματος. Όπως και η κυβέρνηση της Βραζιλίας, δεν επιτρέπει την αύξηση των δημοσίων δαπανών με ρυθμό άνω του 3% ετησίως και ορίζει ότι ελλείμματα στον προϋπολογισμό δικαιολογούνται μόνο για την εξυπηρέτηση τόκων του χρέους. Οι δημόσιες επενδύσεις έχουν εξαφανιστεί από την εργαλειοθήκη των δημόσιων πολιτικών. Οι ιδιωτικοποιήσεις αντίθετα διευκολύνονται, μέσω επιδοτήσεων εγγυημένων για αρκετά χρόνια. Η κυβέρνηση, μη διστάζοντας να παραβιάσει το Σύνταγμα, υιοθετεί το διεθνές σύστημα επίλυσης διαφορών για όλες τις ξένες επενδύσεις (4).
Ο Μορένο, εκτός από τη συμβολή του στην αποδυνάμωση της UNASUR και της Κοινότητας Κρατών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής (CELAC), προτείνει την ένταξη του Ισημερινού στη Συμμαχία του Ειρηνικού, έναν οργανισμό υπέρ του ελεύθερου εμπορίου όπου συμμετέχουν τα κράτη της Λατινικής Αμερικής με συντηρητικές κυβερνήσεις. Εκφράζεται κατά του ασύλου που έχει χορηγηθεί στον Τζούλιαν Ασάνζ, τον ιδρυτή των Wikileaks, ο οποίος βρίσκεται εγκλωβισμένος στην πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο: στις αρχές Απριλίου 2018 κατέληξε να τον παραδώσει στις βρετανικές αρχές, με προοπτική την έκδοσή του στις ΗΠΑ.
Η «λαϊκιστική πανωλεθρία» που καταγγέλλουν οι φιλελεύθεροι του Ισημερινού μοιάζει δύσκολο να αποδειχθεί: μεταξύ 2007 και 2016, το ποσοστό φτώχειας μειώθηκε από 37% σε 23%, ενώ το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν αυξήθηκε κατά 68%. Την επικαλούνται ωστόσο για να αναμορφώσουν την οικονομία με τρόπο που να ικανοποιεί τις διεθνείς αγορές. Αλλά οι αρχές της νέας οικονομίας τους μοιάζουν έντονα με τις παλαιές παρασιτικές λογικές που πλούτιζαν την τότε ολιγαρχία.
Σε μια χώρα που γνώρισε έναν μακρύ κύκλο πολιτικής ηγεμονίας του προοδευτικού ρεύματος, το οποίο ενσάρκωσε ο Κορέα, θα χρειαζόταν μια βαθιά αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων και των μηχανισμών νομιμοποίησης της εξουσίας ώστε μια τέτοια στροφή 180 μοιρών να προκαλέσει τόσο λίγες αντιδράσεις. Πώς να ερμηνευθεί ο «εξ απροόπτου νεοφιλελευθερισμός»;
Η έκφραση ανήκει στην ακαδημαϊκό Σούσαν Στόουκς, που την χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το 2001 (5). Προσπαθούσε τότε να αναλύσει το έλλειμμα δημοκρατικής νομιμοποίησης των λατινοαμερικανικών κυβερνήσεων, οι οποίες, όπως και η σημερινή κυβέρνηση Μορένο, έφθαναν στην εξουσία με ένα πρόγραμμα διαμετρικώς αντίθετο στις παραδοσιακές φιλελεύθερες συνταγές, για να τις εφαρμόσουν στη συνέχεια κατά γράμμα. Τη δεκαετία του 1990 στο Περού, ο Αλμπέρτο Φουχιμόρι ξεπέρασε τη συγκεκριμένη δυσκολία με την υπόσχεση για ασφάλεια και τάξη (απέναντι στην απειλή που εξέφραζε το Φωτεινό Μονοπάτι και η αντάρτικη δράση του) σε αντάλλαγμα για τη διαρθρωτική προσαρμογή –και, μάλιστα, με τέτοια επιδεξιότητα ώστε κατάφερε να επανεκλεγεί. Στον Ισημερινό του 2018, η πολιτική στροφή παρουσιάζεται ως συνέπεια της «ηθικής κρίσης του κορεϊσμού». Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η μάχη κατά της διαφθοράς γίνεται ο βασικός μηχανισμός νομιμοποίησης του νεοφιλελευθερισμού.
Η μάχη κατά της διαφθοράς συνενώνει δύο συμπληρωματικά στοιχεία: την πολιτική στράτευση της δικαστικής εξουσίας και το ανελέητο σφυροκόπημα των μέσων ενημέρωσης με στόχο την αποδυνάμωση της λαϊκής μνήμης. Οι μεθοδεύσεις εναντίον του κορεϊσμού πολλαπλασιάζονται διαμέσου ενός κυκλώματος που τροφοδοτεί ταυτόχρονα τις κυβερνητικές αποφάσεις, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Δεν πρόκειται πλέον για δικαστικό έλεγχο κάποιων υπόπτων, αλλά για αναγόρευση των δικαστηρίων σε θεσμούς που νομιμοποιούνται να κρίνουν την ορθότητα της μίας ή της άλλης πολιτικής. Τη στιγμή που ο πρώην αντιπρόεδρος Χόρχε Γκλας βρίσκεται στη φυλακή –με την κατηγορία της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης– και σε βάρος του Κορέα, ο οποίος ζει στο Βέλγιο, έχει εκδοθεί διεθνές ένταλμα σύλληψης (6), η κυβέρνηση καταφέρνει σταδιακά να θέσει σε αμφισβήτηση τις επιτυχίες της περιόδου που οι κάτοικοι του Ισημερινού έχουν ωστόσο ονομάσει «η κερδισμένη δεκαετία» (2007-2017): οικονομική ανάπτυξη, μείωση της φτώχειας και των ανισοτήτων…
Το αφήγημα που δικαιολογεί την επιχείρηση της δικαστικής εξουσίας και των μέσων ενημέρωσης καταφέρνει να εδραιώσει μια αντίληψη: «το δυσκίνητο και αδιαφανές κράτος» δεν μπορεί να διαθέτει ούτε την πιο στοιχειώδη ηθική. Έτσι, ήταν βέβαιο ότι θα οδηγήσει στη διαφθορά και την κρίση. Η κυβέρνηση και τα μέσα ενημέρωσης του Ισημερινού ενώνουν τις φωνές τους με άλλες κυβερνήσεις της περιφέρειας, εξηγώντας ότι οι αναδιανεμητικές πολιτικές της Αριστεράς οδήγησαν στη διαφθορά (7) και σπεύδοντας να προσθέσουν ότι, μέσα σε τέτοιες συνθήκες, η λιτότητα αποτελεί ηθική επιταγή.
Και τίθεται το ερώτημα: μια τέτοια επιχείρηση θα ήταν εφικτή εάν ο Μορένο δεν είχε καταφέρει να εκμεταλλευτεί μια πραγματική κρίση στο εσωτερικό της «επανάστασης των πολιτών»; Η ατιμωρησία που απολάμβαναν μέχρι πρόσφατα οι καταχραστές δημόσιου χρήματος οδήγησε μερίδα των πολιτών να δίνει δίκαιο στην κυβέρνηση. Με τέτοιο τρόπο που, παρά τον αυθαίρετο χαρακτήρα της εκστρατείας κατά του κορεϊσμού, η μάχη κατά της διαφθοράς έχει πλέον αναγορευθεί σε μείζον πρόβλημα της δημόσιας ζωής. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, μπορούν άραγε οι προοδευτικοί να εξηγήσουν τις αποτυχίες τους με μόνο επιχείρημα την «προδοσία του Μορένο»; Αγνοώντας τη λαϊκή απαίτηση για ηθική ακεραιότητα, μια τέτοια στρατηγική θα αποδυνάμωνε τη ρητορική όλων όσοι προσπαθούν να δείξουν ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι φάρμακο για τις υποτιθέμενες υπερβολές της Αριστεράς, αλλά ένα πολιτικό σχέδιο για την αύξηση των ανισοτήτων.
Το προοδευτικό στρατόπεδο βρίσκεται διχασμένο μεταξύ μιας Αριστεράς που αντιτίθεται στον Κορέα και ενός κορεϊσμού που διατηρεί τη μαχητικότητά του, αλλά έχει αποδυναμωθεί από τις πολιτικο-δικαστικές επιθέσεις και από την ίδια του την αδυναμία να κάνει αυτοκριτική. Πλέον, μια νέα αριστερή στροφή μοιάζει δύσκολη. Η Δεξιά, παρότι στην πράξη μοιράζεται την εξουσία, έχει να κερδίσει προεδρικές εκλογές από το 1998: ενδεχόμενη κατάρρευση της δημοτικότητας της σημερινής κυβέρνησης θα μπορούσε να διαψεύσει τις ελπίδες της για επιστροφή στην εξουσία μέσω της κάλπης. Σε μια τέτοια περίπτωση, και ακριβώς όπως ο πρώην πρόεδρος της Βραζιλίας Τέμερ, ο Μορένο θα έχει καταφέρει να καταβροχθίσει τόσο εκείνους που τον έφεραν στην εξουσία όσο και εκείνους που υποστήριξαν την αντιλαϊκή σταυροφορία του. Όλοι γνωρίζουν πλέον ποια ήταν η συνέχεια της ιστορίας στη Βραζιλία.