Οι προεδρικές εκλογές στην Αλγερία θα διεξαχθούν στις 18 Απριλίου. Μολονότι από τη στιγμή της προκήρυξής τους υπήρξε πλήθος υποψηφιοτήτων, η πιθανότητα κάποιας πολιτικής εναλλαγής εξακολουθεί να είναι μικρή. Παρά τις μαζικές διαδηλώσεις, ο πρόεδρος Μπουτεφλίκα, 82 χρονών και άρρωστος, δήλωσε ότι θα διεκδικήσει και πέμπτη θητεία. Η αντιπολίτευση στο καθεστώς –που υφίσταται από την ανεξαρτητοποίηση, το 1962– είναι πιο κατακερματισμένη από ποτέ. Η μαρξιστική Αριστερά, περιθωριοποιημένη από τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, δυσκολεύεται να ξαναβρεί την αλλοτινή της επιρροή. «Η αντικαπιταλιστική Αριστερά εξακολουθεί να υπάρχει στην Αλγερία», διαβεβαιώνει ο Ιχσάν Ελ Κάντι. Μας υποδέχεται σε ένα διαμέρισμα τεχνοτροπίας Οσμάν στο κέντρο του Αλγερίου, το οποίο φιλοξενεί τα γραφεία των μέσων επικοινωνίας που διευθύνει, μεταξύ των οποίων είναι η ιστοσελίδα «Maghreb émergent» («Αναδυόμενο Μαγκρέμπ»). Ο Ελ Κάντι, δημοσιογράφος και εκδότης ηλεκτρονικού τύπου, παλαιός φοιτητής Οικονομικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Αλγερίου, συμμετείχε στο κίνημα «Βερβερική Άνοιξη» το 1980 (1). Η ανάμειξη αυτή τον οδήγησε στη φυλακή αλλά και στον παράνομο ακτιβισμό, στους κόλπους της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Ομάδας (GCR). Ήταν ένα ρεύμα που σχηματίστηκε το 1974 από συνδικαλιστές και παμπλιστές φοιτητές –από το όνομα του Μιχάλη Ράπτη, του επονομαζόμενου «Πάμπλο», τροτσκιστή ελληνικής καταγωγής ο οποίος πρόσφερε υποστήριξη στο Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης (FLN) κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας (1954-1962), ενώ στη συνέχεια έγινε σύμβουλος του προέδρου Αχμέντ Μπεν Μπέλλα (2). Το 1989, το GCR μετατράπηκε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα Εργατών (PST), του οποίου σήμερα ηγείται ο Μαχμούντ Ρεσίντι, βετεράνος του Debza, ενός θεατρικού θιάσου που ανήκε στον κύκλο του συγγραφέα και δραματουργού Κατέμπ Γιασίν (1929-1989).
Ο Ελ Κάντι κάνει σαφές ότι η ριζοσπαστική Αριστερά δεν βρίσκεται απαραίτητα στην αντιπολίτευση: «Οι αντικαπιταλιστές μπορούν να ευθυγραμμιστούν με την εξουσία, όπως συνέβη με το Κόμμα των Εργατών [ΡΤ] με ηγέτη τη Λουίζα Χανούν». Η παλαιά μαχητική φεμινίστρια, που φυλακίστηκε από το καθεστώς του Τσαντλί Μπεντζεντίντ τη δεκαετία του 1980, βρίσκεται σήμερα στη θέση της επικεφαλής του έτερου αλγερινού τροτσκιστικού κόμματος. Η Χανούν «διαφωνεί με όλα τα μέτρα για την εμπορευματοποίηση ή την προσχώρηση της Αλγερίας στην παγκοσμιοποίηση», μας υπενθυμίζει ο συνομιλητής μας, ουδέποτε όμως διαμαρτυρήθηκε «ενάντια στις τέσσερις διαδοχικές θητείες του Αμπντελαζίζ Μπουτεφλίκα».
Από την ανεξαρτητοποίησή της, το 1962, ώς την εδραίωση του πολυκομματισμού, το 1989, η Αλγερία έζησε υπό το καθεστώς του μοναδικού κόμματος, του FLN, που είχε καταστήσει παράνομα όλα τα άλλα πολιτικά σχήματα. Τότε η Αριστερά καθοδηγούνταν από οργανώσεις τροτσκιστικών πεποιθήσεων και κυρίως από το Κόμμα Σοσιαλιστικής Πρωτοπορίας (PAGS), απόγονο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Αλγερίας (PCA), που υπήρχε ήδη την περίοδο της αποικιοκρατίας. Ένας από τους παλαιούς αγωνιστές του, ο Μοχάντ Μπακίρ, διερωτάται σχετικά με τον ορισμό της «αλγερινής Αριστεράς», διαπιστώνοντας ότι «είναι ήδη δύσκολο, μετά τις απαρχές του, να ορίσουμε τι είναι το αλγερινό πολιτικό σύστημα, και είναι ακόμα δυσκολότερο να οριοθετήσουμε το στρατόπεδο των παραγόντων του κοινωνικού μετασχηματισμού και της μάχης για τη χειραφέτηση».
Ο αγώνας για την ανεξαρτησία μετέτρεψε το FLN σε χωνευτήρι διαφορετικών πολιτικών δυνάμεων, συσπειρωμένων σε ένα μέτωπο κυριαρχούμενο από μια σοσιαλίζουσα, εθνικιστική και επαναστατική αριστερή ιδεολογία. Κατά και μετά τον πόλεμο, το συνονθύλευμα αυτό κατάφερε να απονομιμοποιήσει τη μαρξιστική Αριστερά. Αποτέλεσε τον χώρο όπου συμπυκνώθηκε μια ετερόκλητη ιδεολογία, η οποία συνδύασε οικονομικά και κοινωνικά στοιχεία της Αριστεράς με εθνικιστικά και θρησκευτικά πολιτικά δόγματα, προερχόμενα από τον πιο αυστηρό συντηρητισμό. Όταν η χώρα ανεξαρτητοποιήθηκε, η κυβέρνηση του Μπεν Μπέλλα πειραματίστηκε με μια παράδοξη εκδοχή του σοσιαλισμού, η οποία συνδύασε την αυτοδιαχείριση των πρώην αποικιακών αγροτικών ιδιοκτησιών, την κολλεκτιβοποίηση των μικρών επιχειρήσεων και την προτεραιότητα στις σχέσεις με τις σοσιαλιστικές χώρες –ιδίως με την Κούβα– τη στιγμή μάλιστα που απαγόρευε τη λειτουργία του ΚΚ Αλγερίας.
Το πραξικόπημα του στρατηγού Ουαρί Μπουμεντιέν, στις 19 Ιουνίου 1965, το οποίο η κομμουνιστική Αριστερά εξέλαβε ως επιθετική κίνηση της αντίδρασης, οδηγεί στον σχηματισμό της Οργάνωσης Λαϊκής Αντίστασης (ORP), που θα μετασχηματιστεί σε PAGS τον Φεβρουάριο του 1966. Ένα περίεργο παράδοξο: κατά τη διάρκεια των επόμενων πέντε ετών, οι αγωνιστές της Αριστεράς συλλαμβάνονται, υφίστανται βασανιστήρια και διώξεις, ενόσω η κυβέρνηση προσφέρει υποστήριξη και άσυλο στους επαναστάτες όλου του κόσμου. Μάλιστα, το Αλγέρι έφτασε να χαρακτηρίζεται «Μέκκα των επαναστατών» (3).
Το PAGS, παράνομο μεταξύ 1966 και 1989, οπότε και πραγματοποίησε το πρώτο νόμιμο συνέδριό του, είναι αναμφισβήτητα η αιχμή του δόρατος των αγώνων της Αριστεράς στην Αλγερία. Παρ’ ό,τι υπό καθεστώς απαγόρευσης και καταστολής, μετά το 1969 παρέχει «κριτική υποστήριξη» στην κυβέρνηση του Μπουμεντιέν. Εκτιμά ότι ο τελευταίος προσανατολίζει την πολιτική του σε μια μορφή ανάπτυξης κατάλληλης να εγγυηθεί την ανεξαρτησία της χώρας, με προοδευτικές επιλογές, όπως η αγροτική επανάσταση, η σοσιαλιστικού τύπου διαχείριση των επιχειρήσεων και η δωρεάν ιατρική φροντίδα. Κατά τη δεκαετία του 1980, ανανεώνει την υποστήριξή του στο καθεστώς του στρατηγού Μπεντζεντίντ. Εντούτοις, ο τελευταίος εξακολουθεί να το καταστέλλει, πραγματοποιώντας παράλληλα φιλελεύθερη στροφή στο οικονομικό επίπεδο και συντηρητική στροφή στα κοινωνικά ζητήματα, με την υιοθέτηση το 1984 ενός ιδιαίτερα οπισθοδρομικού και δυσμενούς για τις γυναίκες οικογενειακού κώδικα.
Η ανανέωση της υποστήριξης στο καθεστώς συμβάλλει στην εξασθένηση ενός κόμματος το οποίο, συν τοις άλλοις, βρίσκεται αντιμέτωπο με τις νέες απαιτήσεις μιας κοινωνίας σε τροχιά πλήρους μεταλλαγής. Η δεκαετία του 1980 φανερώνει την ανάγκη να ληφθεί υπόψη η γλωσσική και πολιτιστική ποικιλομορφία της χώρας, αλλά και να αποκατασταθούν έννοιες που μέχρι τότε ήταν συνδεδεμένες με αστικές αξίες της Δύσης, όπως η υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, η ελευθερία της έκφρασης και η ελευθερία του Τύπου, χωρίς να παραλείψουμε τον πολιτικό πλουραλισμό και την πολιτική εκπροσώπηση. Το PAGS οφείλει επιπλέον να αναμετρηθεί με την ανάδυση του μεγάλου ισλαμιστικού κύματος, ενσαρκωμένου από το Μέτωπο Ισλαμικής Σωτηρίας (FIS). Το PAGS, νομιμοποιημένο το 1989 μαζί με άλλα παράνομα κόμματα της μαρξιστικής και της φιλελεύθερης Αριστεράς –το Μέτωπο Σοσιαλιστικών Δυνάμεων (FFS), το Κόμμα Σοσιαλιστικής Επανάστασης, το Κίνημα για τη Δημοκρατία στην Αλγερία– διαλύεται τελικά στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Ισλαμιστές εναντίον προοδευτικών
Μεταξύ των πολλών πιθανών εξηγήσεων για την εξαφάνισή του, βρίσκεται η εργαλειοποίησή του από την κυβέρνηση στη μάχη της ενάντια στον ισλαμισμό. «Πράγματι, οι μέθοδοι της αστυνομικής διείσδυσης και η σύγχυση που δημιούργησε η αποσύνθεση της Σοβιετικής Ένωσης διευκόλυναν την αποσταθεροποίησή του», σχολιάζει ο Σαντέκ Χατζερές, ιστορική προσωπικότητα του αλγερινού κομμουνιστικού κινήματος, που ηγήθηκε του PAGS μέχρι τη νομιμοποίησή του. «Ωστόσο, αποδείχθηκε ανίκανο να εμποδίσει την εγκατάλειψη των βασικών αρχών που είχαν εγγυηθεί τη συνοχή του και στις οποίες όφειλε την εκτίμηση και την υποστήριξη από ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης» (4). Κατά την άποψή του, το κόμμα θα επιζούσε από την αναταραχή που προξένησε η ένοπλη αντιπαράθεση του καθεστώτος με τους ισλαμιστές εάν είχε αρνηθεί να αναμειχθεί στις πολιτικές και κομματικές διαμάχες και αν είχε αγωνιστεί ώστε να προωθήσει ειρηνικές λύσεις στα σοβαρότερα προβλήματα.
Πράγματι, σύμφωνα πάντα με τον Χατζερές, η κυβέρνηση άσκησε τέτοιες πιέσεις στο PAGS –όπως και σε αρκετά άλλα κόμματα– ώστε ένα τμήμα της ηγεσίας του έφτασε στο σημείο να καταδικάσει τους κοινωνικούς αγώνες, με το πρόσχημα ότι ωφελούσαν το FIS… Γενικότερα, ο Ελ Κάντι θεωρεί λυπηρό ότι η Αριστερά, μέσα από τις διαφορετικές συνιστώσες της, «ενεπλάκη σε μια σύμπραξη με το κράτος, κάτι που θάμπωσε την εικόνα της. Αυτή τη στιγμή, η επίδρασή της ως αυτόνομου ρεύματος στην πολιτική ζωή είναι μηδενική».
Όντως, μετά τη διάλυση του PAGS, η Αριστερά στην Αλγερία έχει μείνει χωρίς κληρονόμο. Πρέπει να πούμε ότι η «μαύρη δεκαετία» (του 1990) επέβαλε μια διαφορετικού είδους διαχωριστική γραμμή, αλλάζοντας εκ βάθρων τον χάρτη των παραδοσιακών ιδεολογικών διαφορών: αντέταξε συντηρητικούς και ισλαμιστές στους δημοκρατικούς και προοδευτικούς. Έτσι, τα πρωτεία της ταξικής πάλης ή, τουλάχιστον, της μάχης ενάντια στις ανισότητες, που χαρακτήριζαν την Αριστερά, παραμερίστηκαν. Σήμερα φαίνεται πως οι συνιστώσες της Αριστεράς είναι ανίκανες να ορίσουν κάποια κοινή προτεραιότητα, πράγμα που εμποδίζει οποιαδήποτε δυναμική σύγκλισης ανάμεσά τους. Για τον Μουλάι Σεντούφ, πρόεδρο του Κόμματος για την Κοσμικότητα και τη Δημοκρατία (PLD), «ο πολιτικός διαχωρισμός δεν βρίσκεται στον άξονα Αριστεράς-Δεξιάς. Το πρόβλημα είναι να σωθεί μια χώρα, σε κίνδυνο από τη δεκαετία του 1990, εξαιτίας της προσπάθειας να μετατραπεί το δημοκρατικό κράτος σε θεοκρατικό».
Ο πολιτικός επιστήμονας Αχσέν Αμαρούς συμμερίζεται αυτή την άποψη. Προσθέτει πως η περίοδος που εγκαινιάστηκε με την εκλογή του Μπουτεφλίκα το 1999 οδήγησε στην εμφάνιση μίας επιπλέον διχοτόμησης. Από τη μία πλευρά βρίσκονται «όλοι εκείνοι που έχουν άμεση ή έμμεση πρόσβαση σε προσόδους από το πετρέλαιο και οι οποίοι, έχοντας δεσμούς με την κυβέρνηση, επωφελήθηκαν από τις σχεδόν απεριόριστες πιστώσεις των δημόσιων τραπεζών, προκειμένου να δημιουργήσουν την οικονομική αυτοκρατορία τους και την περιουσία τους». Από την άλλη, «εκείνοι που, ανεξάρτητα από το πολιτικό όραμά τους, κατέχουν μια κοινωνική θέση την οποία ορίζει, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, η εργασία. Ό,τι απομένει από τις δυνάμεις της Αριστεράς εμπίπτει σε αυτή την τελευταία κατηγορία».
Ο Γιασίν Τεγκία, εκπρόσωπος του Δημοκρατικού και Κοινωνικού Κινήματος (MDS), που ιδρύθηκε το 1999, μας υποδέχεται στο Αλγέρι, στον χώρο που κάποτε στέγαζε το τμήμα σύνταξης του «Σαούτ Εσάαμπ» (Η Φωνή του Λαού), του επίσημου οργάνου του PAGS. Αναφέρεται στην ανάλυση του Σερίφ Ελ-Χασέμι (1939-2005), ιδρυτικού μέλους του PAGS και στη συνέχεια του MDS, που θεωρούσε ότι ήταν αναγκαίο για την αλγερινή Αριστερά να κάνει μια «διπλή ρήξη», τόσο με τον ισλαμισμό όσο και με την εξουσία των εισοδηματιών. «Είναι απαραίτητο να διακόψουμε τη σχέση μας με ένα δεσποτικό κράτος που εφαρμόζει ένα είδος νεοφιλελευθερισμού στηριγμένου στις προσόδους. Εδώ λοιπόν διεξάγεται η κυριότερη αντιπαράθεση: ανάμεσα στον νεοφιλελεύθερο δεσποτισμό και στο σχέδιο της οικοδόμησης ενός δημοκρατικού κράτους δικαίου, βασισμένου στην παραγωγική οικονομία».
Από την πλευρά του, ένας αγωνιστής της Αριστεράς παρατηρεί πως η φύση αυτών των διαχωρισμών είναι πολύ διαφορετική και ότι έχουν τις ρίζες τους σε μια πιο πεζή πραγματικότητα: «Η εποχή Μπουτεφλίκα δημιούργησε μια Αλγερία αποτελούμενη από υποστηρικτές του κυβερνώντος κόμματος, τους επονομαζόμενους chiyattin [«λούστροι»], ο οποίοι μπορεί να είναι αριστεροί, δεξιοί, κοσμικοί ή ισλαμιστές, και από αντιπάλους του Μπουτεφλίκα και της φατρίας του, που μπορεί και εκείνοι επίσης να είναι αριστεροί, δεξιοί, κοσμικοί ή ισλαμιστές».
Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι συζητήσεις για την Αριστερά οδηγούν τους συνομιλητές μας να τοποθετηθούν απέναντι στον ισλαμισμό. Έτσι, ο Ρεσίντι, τον οποίο συναντούμε στην έδρα του PST, ερμηνεύει την εξαφάνιση του PAGS και την ανάδυση του ισλαμισμού ως δύο φαινόμενα που λαμβάνουν χώρα ταυτόχρονα. Κατά τον ίδιο, η θέση απέναντι στον ισλαμισμό έγινε ξαφνικά θεμελιώδης. Οι υπέρμαχοι της εξάλειψης, αντίθετοι σε κάθε διαπραγμάτευση με το FIS, ήταν αντιμέτωποι με τους υπέρμαχους του διαλόγου ή «συμφιλιωτικούς», δηλαδή τους υποστηρικτές μιας πλατφόρμας με στόχο μια ειρηνική λύση για την αλγερινή κρίση. Η πλατφόρμα υπογράφηκε στη Ρώμη, τον Ιανουάριο του 1995, από πολλά πολιτικά κόμματα, μεταξύ άλλων από το FIS, το FLN, το FFS και το PT, υπό την αιγίδα την καθολικής κοινότητας Σαντ’Ετζίντιο. Το PST δεν θέλησε να τοποθετηθεί σε κανένα από τα δύο στρατόπεδα, εξηγεί ο Ρεσίντι. «Ακόμη κι αν δεν ακουγόταν η φωνή μας, βρισκόμασταν στην πιο ενδιαφέρουσα θέση: ενάντια στις ενέργειες του Σαντ’Ετζίντιο και ενάντια στους υπέρμαχους της εξάλειψης, που ήθελαν να βομβαρδίσουν το Μπαμπ Ελ-Ουέντ [συνοικία του Αλγερίου με ισχυρή πλειοψηφία ισλαμιστών]. Μολαταύτα, αυτή η λογική τού “ούτε-ούτε”, που ενδεχομένως δεν πρόσφερε κάποια απτή προοπτική, ήταν σαφής: έπρεπε να πολεμήσουμε τον ισλαμισμό στο εσωτερικό του ίδιου του λαού. Και ο καλύτερος τρόπος για να το πραγματοποιήσουμε ήταν να αγωνιστούμε για τις κοινωνικές κατακτήσεις».
Όπως υπενθυμίζει ο Λαχουάρι Άντι, κοινωνιολόγος, εγκατεστημένος πλέον στη Γαλλία, το ισλαμιστικό ρεύμα κατόρθωσε να καταστεί, ήδη από τη δεκαετία του 1980, «εκπρόσωπος του λαϊκού κόσμου και των φτωχών». Σύμφωνα με τον συνάδελφό του στο Οράν, Αμεζιάν Μανσέτ, «γνώρισε μεγάλη άνοδο αντλώντας ιδέες από τη θεματολογία του PAGS –την υπεράσπιση των απόκληρων, των φτωχότερων, των δίχως φωνή– διαστρέφοντάς τις όμως και αλλοιώνοντάς τις, έχοντας διαφορετικό στόχο από το PAGS, το οποίο προσπαθούσε να οργανώσει, να κινητοποιήσει, να ευαισθητοποιήσει».
«Το πνεύμα του Νοέμβρη 1954»
Μία διαπίστωση συνδέει τις πολλές διαφορετικές φωνές της αλγερινής Αριστεράς: η νεοφιλελεύθερη και βασισμένη στις προσόδους παρέκκλιση, που προκλήθηκε από την κυβέρνηση και την πολιτική πελατεία της, απειλεί μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού. Πώς εμποδίζεται κάτι τέτοιο; Πολλοί από τους συνομιλητές μας, μεταξύ των οποίων και αρκετοί πρώην αγωνιστές, παραδέχονται πως δυσκολεύονται να βρουν κάποια κατεύθυνση, είτε συλλογική είτε έστω ατομική, ώστε να αξιοποιήσουν την προερχόμενη από τη δράση τους εμπειρία, που είχαν συλλέξει τότε, στην παρανομία. «Το αλγερινό κράτος, όπως το φανταζόμασταν στους κόλπους του PAGS και στην τότε Αριστερά, δηλαδή ένα κοινωνικό κράτος που ανταποκρινόταν στις ανησυχίες των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων, των εργατών, των υπαλλήλων, των εργαζόμενων στις δημόσιες υπηρεσίες, αυτή τη στιγμή αντικαθίσταται από την εκμετάλλευση χωρίς κανόνες και την παραοικονομία», λέει με αποδοκιμασία ο Αμπντελκαντέρ Μπενφοντά, πρώην στέλεχος του PAGS. Αυτός ο πρώην συνδικαλιστής που συναντήσαμε στο Οράν ανήκει σ’ εκείνους τους σκληροτράχηλους –εβδομηντάχρονους πλέον– αγωνιστές ο οποίοι δεν θέλησαν ποτέ να καταθέσουν τα όπλα: «Μεταξύ 2005 και 2007, προσπαθήσαμε να οικοδομήσουμε εκείνο που ονομάστηκε δημοκρατική σύγκλιση της Αριστεράς. Το πείραμα διήρκεσε δύο χρόνια. Δεν είχε κανένα αποτέλεσμα».
Η εξαφάνιση του PAGS άφησε μια πικρή γεύση σε ολόκληρη την Αριστερά της Αλγερίας, όχι μόνο στους πρώην αγωνιστές του. Τούτο το συναίσθημα γέννησε τη λεγόμενη «μελαγχολία της Αριστεράς», που τόσο σωστά περιγράφει ο Ιταλός ιστορικός Ένζο Τραβέρσο, ο οποίος –αισιόδοξα–προτείνει να βλέπουμε «τις τραγωδίες τις σχετικές με τις χαμένες μάχες του παρελθόντος σαν φορτίο και σαν χρέος, που περιέχουν και μια υπόσχεση λύτρωσης» (5). Διάφορες πρωτοβουλίες αναλήφθηκαν, οι οποίες στη συνέχεια συχνά εγκαταλείπονταν, συνήθως μέσα σε κλίμα σύγχυσης. «Εκείνο που λείπει είναι ένας συλλογικός εγκέφαλος», συνοψίζει ο Σαΐντ Κατέμπ, αγωνιστής του PAGS που συνελήφθη και βασανίστηκε τον Οκτώβριο του 1988. Ο ίδιος και οι σύντροφοί του προσπαθούν να διατηρήσουν ενεργό τον κλάδο του MDS στο Οράν, επιδιώκοντας να τον κρατήσουν διακριτό από το εθνικό MDS.
Κάποιοι συνομιλητές μας προχωρούν σε μια απρόσμενη σύσταση: προκειμένου να οικοδομηθεί η Αριστερά του αύριο, θα πρέπει να επιστρέψουμε στην επανάσταση του χθες. «Σήμερα βρισκόμαστε στην ίδια κατάσταση με εκείνη των παραμονών του 1954 [χρονιά της έναρξης του πολέμου για την ανεξαρτησία]», εκτιμά ο Μεσσαούντ Μπαντάτζι, δικηγόρος και καθηγητής Νομικής στο Σίντι Μπελ Αμπές, αγωνιστής του PAGS πριν ακολουθήσει τη Συσπείρωση για τον Πολιτισμό και τη Δημοκρατία (RCD, κοσμική). «Η αποστολή μας είναι απλή», λέει. «Καταρχάς να αμφισβητήσουμε το σύστημα των εισοδηματιών και να αγωνιστούμε για μια παραγωγική οικονομία. Κατόπιν, να αγωνιστούμε για τις έννοιες των δημοκρατικών ελευθεριών και των δικαιωμάτων». Για τον Μουστάφα Γομπρίνι, συνδικαλιστή στο Μοσταγκανέμ, είναι επίσης απαραίτητη η επιστροφή «στο πνεύμα του Νοεμβρίου του 1954». Για τον Γομπρίνι δεν νοείται αναδιοργάνωση της Αριστεράς παρά μόνο «μέσα από την προοπτική του εθνικού κινήματος και του πολέμου για την απελευθέρωση. Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτή την ιστορική τροχιά. Οφείλουμε να συνεχίσουμε το έργο του Νοεμβρίου του 1954, υπό νέες, πιο δημιουργικές συνθήκες».
Τα εμπόδια στην ανοικοδόμηση της Αριστεράς είναι και κοινωνιολογικής φύσης, όπως επισημαίνει ο Αμπντελκαρίμ Ελαϊντί, πρώην στέλεχος του PAGS και καθηγητής κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Οράν. «Το 1980, κατά τη νομιμοποίηση του PAGS, αντιληφθήκαμε ότι η βαρύτητα των εργατών και των αγροτών στους κόλπους του ήταν περιορισμένη. Οι αγωνιστές προέρχονταν από μικροαστικά στρώματα: επρόκειτο συνήθως για δημόσιους υπαλλήλους και μέλη των μεσαίων τάξεων. Αυτές οι κατηγορίες –στις οποίες ανήκω κι εγώ– έχουν απομακρυνθεί από τις λαϊκές αγωνίες. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν έχουν την απαραίτητη ευαισθησία απέναντί τους, πρωτίστως όμως ενδιαφέρονται για τα συμφέροντα της κατηγορίας τους και για τις ευρύτερες προκλήσεις της χώρας».
Μία ακόμη δυσκολία: τα χάσματα που προκλήθηκαν από τη «μαύρη δεκαετία» και τις διαφορετικές αντιλήψεις της σχέσης μεταξύ της πολιτικής και της θρησκείας. «Κάποτε, τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα», συνοψίζει ο Καρίμ Μετρέφ, δημοσιογράφος και υποστηρικτής του PST. «Ήταν “η οικογένεια που προχωρά έναντι της οικογένειας που οπισθοχωρεί”, όπως έλεγε ο συγγραφέας Ταχάρ Τζαούτ [που δολοφονήθηκε από μια ένοπλη ομάδα το 1993]. Από τη μία πλευρά υπήρχαν οι γενειοφόροι, από την άλλη οι αριστεριστές και στη μέση η κυβέρνηση, που έπαιζε κατά κάποιον τρόπο και με τους δύο». Το ξέσπασμα της βίας επιδείνωσε τη ρήξη. «Το χάσμα παραμένει βαθύ. Το είδαμε στις “αραβικές ανοίξεις” του 2011. Οι Τυνήσιοι δημοκράτες συμπορεύτηκαν με τους ισλαμιστές του κόμματος Εναχντά και οι Αιγύπτιοι ομόλογοί τους με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους. Η μαροκινή Αριστερά συνοδευόταν από το κίνημα Αλ Αντλ Ουάλ Ιχσάν [Δικαιοσύνη και Ευσπλαχνία] στο πλαίσιο του Κινήματος της 20ής Φεβρουαρίου. Στην Αλγερία όμως, η παρουσία του Αλί Μπελχάτζ [πρώην ηγέτη του FIS] μέσα στο πλήθος των διαδηλωτών έβαλε τέλος στην κινητοποίηση».
Οι νεότεροι δεν κατανοούν πάντα την αδυναμία συνεννόησης. Οι γενιές που ήρθαν μετά την ανεξαρτητοποίηση δεν καταλάβαιναν τις πληγές που άφησε ο απελευθερωτικός πόλεμος στις ψυχές των γονιών τους. Οι σημερινοί νέοι δυσκολεύονται να αντιληφθούν τα τραύματα που προκάλεσε ο εμφύλιος πόλεμος της δεκαετίας του 1990. Ο Αντνάν Μάουρι, τριαντάχρονος καθηγητής πανεπιστημίου από το Οράν, του οποίου οι γονείς ανήκαν στο PAGS, παραδέχεται ότι «τηρεί μια κριτική στάση απέναντι σε αυτή την αντιπαράθεση [μεταξύ υπερμάχων του διαλόγου και υπερμάχων της εξάλειψης]». Βρέθηκε στην Αριστερά αναμφίβολα εξαιτίας της τοποθέτησης των γονιών του, αλλά και μέσα από την ανακάλυψη της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης, που γεννήθηκε τη δεκαετία του 2000, εν μέρει χάρη στο Διαδίκτυο.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν κατάφεραν να αποτελέσουν τη λύση που θα αναζωογονούσε την Αριστερά. Παρ’ όλο που ένας παλαίμαχος όπως ο Χατζερές είναι παρών στο Διαδίκτυο και κάνει εκκλήσεις να «σκεφτόμαστε παγκόσμια και να δρούμε τοπικά», οι παλαιοί αγωνιστές δυσκολεύονται να επωφεληθούν από την τεχνολογία της επικοινωνίας. «Στην πλειοψηφία τους είναι εχθρικοί απέναντι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τα χρησιμοποιούν με απαρχαιωμένο τρόπο. Υπάρχουν νέες κοινωνικές κατηγορίες που χρησιμοποιούν το διαδίκτυο για τους αγώνες τους –το είδαμε κατά τη διάρκεια της απεργίας των ειδικευόμενων ιατρών το 2018. Πώς μπορεί άραγε να εξηγηθεί η ταχύτατη οργάνωση των συγκεντρώσεών τους, αν όχι μέσω γραπτών μηνυμάτων και μέσω του διαδικτύου;», διαπιστώνει ο Ελαϊντί. Κατά τη γνώμη του, η απαισιοδοξία πολλών πρώην ακτιβιστών εξηγείται και από το γεγονός ότι δυσκολεύονται να αφομοιώσουν τις νέες μορφές αγώνα, ανασυγκρότησης και διαβούλευσης. «Το Ίντερνετ, η τεχνολογία, η παγκοσμιοποίηση και η εναλλακτική παγκοσμιοποίηση μας άνοιξαν τα σύνορα. Αυτό μας επιτρέπει να βλέπουμε τι συμβαίνει αλλού και να μην είμαστε απόλυτα εγκλωβισμένοι σε μια οπτική που διαμορφώθηκε από το σύστημα του μονοκομματισμού, οπτική μιας διαφορετικής γενιάς», εκμυστηρεύεται η Τινχινάν Μακάσι, 30 ετών, παλαιότερα στρατευμένη στο PST και εκπρόσωπος της φεμινιστικής οργάνωσης Ταρουά ’ν Φαδμά ’ν Σουμέρ.
Όπως και να ’χει, εξαιτίας της διαμορφωμένης πολιτικής κατάστασης, η ουσία της σκέψης και της δράσης των αριστερών κύκλων συνίσταται είτε στην υποστήριξη του αντιτρομοκρατικού και γενικότερα του αντιφονταμενταλιστικού αγώνα είτε στην υπεράσπιση της επιλογής ενός περιορισμένου διαλόγου με τους ισλαμιστές. Σε κάθε περίπτωση, η ανάδυση ενός κοινωνικού μετώπου, που θα συγκαλεί απεργίες εργαζομένων, διαδηλώσεις ανέργων –κυρίως τα μεγάλα κινήματα στα νότια της χώρας– και περιβαλλοντικούς αγώνες εναντίον της εξόρυξης σχιστολιθικού φυσικού αερίου φαντάζει μακρινή προοπτική. Η απουσία της Αριστεράς από την πολιτική δυναμική έχει συνέπεια οι δημόσιες αρχές και η εργοδοσία να μην έχουν πλέον αντίπαλο. Αυτή η πολιτική της κενής καρέκλας έχει καταστροφικές συνέπειες: τα κοινωνικά κινήματα παίρνουν μορφή αποδιοργανωμένων εξεγέρσεων.
Πολλοί Αλγερινοί παραδέχονται πως είναι απαισιόδοξοι. Εντούτοις, όπως επισημαίνει ο Μανσέρ, σε πείσμα της ηγεμονίας των νεοφιλελεύθερων ιδεολογιών και των προσταγών εκ μέρους εξουσιών υποταγμένων σε αυτές, «όσο παραμένει επίκαιρο το ζήτημα των ανισοτήτων, οι ιδέες της Αριστεράς δεν μπορούν να πεθάνουν».