Στις 28 Οκτωβρίου 2018, ο πρώην αξιωματικός του πυροβολικού Ζαΐρ Μπολσονάρο επικρατεί στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών της Βραζιλίας με ποσοστό 55,1%. Το ίδιο βράδυ, χιλιάδες άνθρωποι κατεβαίνουν στους δρόμους για να γιορτάσουν «την επιστροφή των στρατιωτικών στην εξουσία». Στο Νιτερόι, στην Πολιτεία του Ρίο ντε Τζανέιρο, μια στρατιωτική φάλαγγα επευφημείται από οπαδούς του Μπολσονάρο που ανεμίζουν φανέλες της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου της Βραζιλίας και φωνάζουν ρυθμικά: «Η σημαία μας δεν θα είναι ποτέ κόκκινη» –μια αναφορά στον κομμουνισμό, στον οποίο, κατά τη γνώμη τους, είχε βυθίσει τη χώρα το Κόμμα των Εργατών (ΡΤ) από την εκλογή του Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, το 2002, μέχρι την καθαίρεση της διαδόχου του Ντίλμα Ρούσεφ το 2016.
Κρεμασμένοι στα τεθωρακισμένα, οι στρατιώτες απαντούν στους διαδηλωτές υψώνοντας τις γροθιές τους. Τα μέσα ενημέρωσης απαθανάτισαν το στιγμιότυπο για να υπογραμμίσουν την υποστήριξη του στρατού στον νέο πρόεδρο. Ο Μπολσονάρο, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του την 1η Ιανουαρίου, τοποθέτησε στρατιωτικούς σε μερικές από τις πιο σημαντικές θέσεις της κυβέρνησής του: στην αντιπροεδρία, στην άμυνα, στις επιστήμες, στην τεχνολογία και τις τηλεπικοινωνίες, στον ορυκτό πλούτο και την ενέργεια, καθώς και στη γενική γραμματεία της κυβέρνησης, αρμόδια για τις σχέσεις με το Κοινοβούλιο. Από τους 22 υπουργούς, οι 7 προέρχονται από τις ένοπλες δυνάμεις (ή είναι έφεδροι αξιωματικοί), δηλαδή περισσότεροι από ό,τι σε ορισμένες από τις κυβερνήσεις της δικτατορίας (1964-1985). Βρισκόμαστε άραγε μπροστά στη συγκρότηση μιας πολιτικο-στρατιωτικής κυβέρνησης;
Η Βραζιλία διαθέτει τις ισχυρότερες ένοπλες δυνάμεις στη Λατινική Αμερική. Στηρίζονται σε ένα παλαιό στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα και διαθέτουν αποτελεσματικά κέντρα στρατηγικού προβληματισμού. Οι «σιωπηλές κυρίες», ικανές να επηρεάζουν τη δημόσια διοίκηση και τη λειτουργία της οικονομίας, φθάνοντας μερικές φορές στο σημείο να ασκούν ανοιχτά την εξουσία, διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στην πολιτική της χώρας. Το σχέδιό τους; Η υπεράσπιση ενός οράματος εθνικής ανάπτυξης που διαμορφώθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα και πρόβαλε καθαρά την περίοδο της στρατιωτικής κυβέρνησης του Ζετούλιο Βάργκας (1930-1945). Τότε, οι ένοπλες δυνάμεις είχαν επιδιώξει την εκβιομηχάνιση, η οποία στα μάτια τους ήταν καθοριστικής σημασίας για τη διασφάλιση της γεωπολιτικής εθνικής κυριαρχίας, χωρίς να διστάσουν να αντιταχθούν σε μια ολιγαρχία γαιοκτημόνων που δεν ήταν πρόθυμη να προχωρήσει στον εκσυγχρονισμό της χώρας. Οι περισσότερες μεγάλες επιχειρήσεις για τις οποίες είναι σήμερα υπερήφανη η Βραζιλία ιδρύθηκαν από το κράτος εκείνη την περίοδο.
Από τις διάφορες δεξαμενές σκέψης των ενόπλων δυνάμεων, η Ανώτατη Σχολή Πολέμου (ESG / ΑΣΠ) αποτελεί το κύριο εργαλείο πολιτικής και γεωπολιτικής επιρροής τους. Ιδρύθηκε το 1949 κατά το πρότυπο του National War College (Εθνικό Κολλέγιο Πολέμου) των ΗΠΑ, χώρας με την οποία οι Βραζιλιάνοι στρατιωτικοί διατηρούν στενούς δεσμούς. Σε αυτό το κέντρο στρατηγικής σκέψης, που χρηματοδοτείται από το υπουργείο Άμυνας, έχουν εκπαιδευθεί πάνω από 8.000 άνθρωποι μέσα σε 60 χρόνια, οι μισοί από τους οποίους μη στρατιωτικοί. Η ιστοσελίδα του ιδρύματος υπερηφανεύεται ότι ανάμεσά τους συγκαταλέγονται μεγαλοεπιχειρηματίες, αλλά και «τέσσερις πρόεδροι Δημοκρατίας, υπουργοί και πολλές σημαίνουσες προσωπικότητες της πολιτικής ζωής» (1), χωρίς ωστόσο να αναφέρει ονόματα.
Το 1952, η διεύθυνση του τμήματος σπουδών της ΑΣΠ ανατίθεται στον στρατηγό Γκόλμπερι ντο Κόουτο ε Σίλβα, ο οποίος κωδικοποιεί τους μακροπρόθεσμους στόχους των ενόπλων δυνάμεων: συμμαχία με τις Ηνωμένες Πολιτείες εναντίον του κομμουνισμού (χωρίς αυτή η φιλοαμερικανική επιλογή να εμποδίζει τους στρατηγούς να θέτουν σε προτεραιότητα τα εθνικά συμφέροντα), εξάπλωση προς τον Ειρηνικό Ωκεανό, προκειμένου να εκπληρωθεί το «πρόδηλο πεπρωμένο» της χώρας, και έλεγχος της Αμαζονίας.
Η νεοφιλελεύθερη περίοδος της δεκαετίας του 1990 ανακόπτει τις φιλοδοξίες των ενόπλων δυνάμεων. Εκτός από την πολιτική αστάθεια –η οποία διόλου δεν χαροποιεί τους στρατιωτικούς– η οικονομική επιβράδυνση «πλήττει σοβαρά τη μέχρι τότε ακμάζουσα στρατιωτική βιομηχανία της Βραζιλίας, καταφέροντάς της ένα πλήγμα από το οποίο θα χρειαστεί πολύ καιρό για να συνέλθει», όπως εκτιμά ο αναλυτής Ζοάμ Έβανς Πιμ (2). Μέχρι και σήμερα, οι εξαγωγές οπλικών συστημάτων περιορίζονται στο σύστημα εκτόξευσης πυραύλων Astros II (της Avibras) και στο αεροσκάφος Embraer EMB 314 Super Tucano, τα οποία πρωτοσχεδιάστηκαν τη δεκαετία του 1980. Γι’ αυτό, χωρίς αμφιβολία, και η εκ πρώτης όψεως αφύσικη συμμαχία μεταξύ του ιδρύματος –που κλίνει προς τα δεξιά της πολιτικής σκακιέρας– και του προέδρου Λούλα ντα Σίλβα. Η εξήγηση βρίσκεται στη σύμπτωση απόψεων γύρω από την ανάγκη να αποκτήσει ξανά το κράτος δραστήριο ρόλο, προκειμένου να επιβεβαιωθεί η γεωπολιτική εθνική κυριαρχία της Βραζιλίας.
Εξάλλου, η άνοδος του Λούλα στην εξουσία αποτέλεσε σημείο ρήξης με το παρελθόν. Με εξαίρεση το στρατιωτικό καθεστώς, καμία κυβέρνηση δεν είχε δώσει τόση προσοχή στους προβληματισμούς του στρατού, ιδιαίτερα γύρω από τα κεντρικά ζητήματα που είχε διατυπώσει ο Γκόλμπερι ντο Κόουτο ε Σίλβα. Για παράδειγμα, η διαδικασία περιφερειακής ολοκλήρωσης για την οποία εργάζεται ο πρόεδρος Λούλα συνάδει απόλυτα με τη φιλοδοξία των στρατιωτικών για καλύτερο έλεγχο της περιοχής του Αμαζονίου και για την εξάπλωση της επιρροής της Βραζιλίας πέρα από τα σύνορά της, ιδιαίτερα προς τον Ειρηνικό Ωκεανό. Έτσι, η δημιουργία της Ένωσης Νοτιοαμερικανικών Κρατών (UNASUR), το 2008, διευκολύνει την προώθηση ενός τεράστιου σχεδίου ανάπτυξης των υποδομών, το οποίο υλοποιείται στην κλίμακα των ομόσπονδων Πολιτειών της χώρας: κατασκευή δρόμων, διάνοιξη καναλιών για ποτάμιες συγκοινωνίες, εξάπλωση των δικτύων επικοινωνίας.
Επί Λούλα, η Βραζιλία απέκτησε για πρώτη φορά στην ιστορία της ένα μακροπρόθεσμο, επίσημο στρατηγικό όραμα, αποτυπωμένο στο έγγραφο με τίτλο «Εθνική Στρατηγική Άμυνας» (END / ΕΣΑ), το οποίο δημοσιεύθηκε το 2008. Στις τεχνικές φιλοδοξίες, το κείμενο προσθέτει οικονομικούς και κοινωνικούς προβληματισμούς: «Η Βραζιλία δεν θα είναι ανεξάρτητη εάν ένα τμήμα του πληθυσμού δεν διαθέτει τα μέσα για να εκπαιδευθεί, να εργαστεί και να παραγάγει» (3). Όπως και η ΑΣΠ, η ΕΣΑ θεωρεί ότι η μάχη για την εθνική κυριαρχία συνδέεται όχι μόνο με στρατιωτικούς, αλλά και με οικονομικούς, κοινωνικούς και γεωπολιτικούς παράγοντες.
Μεταξύ των βιομηχανιών που ωφελήθηκαν περισσότερο από το σχέδιο αυτό επί κυβερνήσεων του Κόμματος Εργατών συγκαταλέγεται η εταιρεία Odebrecht. Ιδρύθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1940 ως κατασκευαστική εταιρεία, ενώ ανέπτυξε νέους κλάδους δραστηριότητας κατά τη διάρκεια του στρατιωτικού καθεστώτος (4). Το 2010, αποτελεί την πιο δυναμική βιομηχανία στον κλάδο της άμυνας. Καθώς βρίσκεται κοντά στο κόμμα του Λούλα, του οποίου χρηματοδοτούσε τις προεκλογικές εκστρατείες πολύ πριν έλθει στην εξουσία, η Odebrecht αναλαμβάνει να εξοπλίσει το ναυτικό, με σκοπό την επίβλεψη των πετρελαϊκών πλουτοπαραγωγικών πόρων –εκτός από αρκετά υποβρύχια, η ΕΣΑ προέβλεπε ότι η εταιρεία θα κατασκευάσει 72 σκάφη περιπολίας, 18 φρεγάτες και 2 αεροπλανοφόρα. Τα σκάνδαλα διαφθοράς που κλόνισαν την Odebrecht υπονόμευσαν τα περισσότερα από τα σχέδια αυτά.
Η υλοποίηση της ΕΣΑ παρουσιάζει πλέον σημαντικές καθυστερήσεις, γεγονός το οποίο εντείνεται λόγω της σοβαρής οικονομικής κρίσης που διέρχεται η χώρα. Η Βραζιλία θα έπρεπε, πριν από το 2047, να διαθέτει 20 συμβατικά και 6 πυρηνικά υποβρύχια, καθώς και ένα αεροπλανοφόρο, κάτι που θα της εξασφάλιζε τον μεγαλύτερο στόλο του Νότιου Ατλαντικού. Όμως, υποχρεώθηκε να αναβάλει τις φιλοδοξίες της στους περισσότερους τομείς και το πρώτο πυρηνικό υποβρύχιο δεν θα καθελκυσθεί πριν από το 2029 (αντί για το 2023). Γι’ αυτό οι στρατιωτικοί είδαν με καλό μάτι την καθαίρεση της Ρούσεφ τον Αύγουστο του 2016, τη φυλάκιση του Λούλα ντα Σίλβα τον Απρίλιο του 2018 και, στη συνέχεια, τον θρίαμβο του Μπολσονάρο.
Παρά την ευφορία για τις εξελίξεις που επικράτησε σε μεγάλη μερίδα των στρατιωτικών, δεν έχουν εξαφανιστεί όλοι τους οι προβληματισμοί. Για παράδειγμα, στις 4 Ιανουαρίου 2019, ο νέος υπουργός Εξωτερικών Ερνέστο Αραούχο δήλωσε ότι ο πρόεδρος «δεν θα απέκλειε» το ενδεχόμενο εγκατάστασης αμερικανικής στρατιωτικής βάσης στο έδαφος της Βραζιλίας: «Επιθυμούμε τη σύσφιγξη της συνεργασίας μας με τις Ηνωμένες Πολιτείες σε όλους τους τομείς. (…) [Η στρατιωτική βάση] θα αποτελούσε μέρος ενός πολύ ευρύτερου προγράμματος που ευχόμαστε να προωθήσουμε μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες» (5) –μια προώθηση που θα γίνει κυρίως κατά την επίσημη επίσκεψη του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, προγραμματισμένη για τον Μάρτιο. Την ίδια ημέρα, η ανακοίνωση προκαλεί την αντίδραση τριών στρατηγών και τριών ανώτατων αξιωματικών. Κατά τη γνώμη τους, τέτοιες συμφωνίες δεν μπορούν να δικαιολογηθούν παρά μόνο σε περίπτωση εξωτερικής απειλής που υπερβαίνει την αποτρεπτική δυνατότητα της χώρας: «Σε μια τέτοια περίπτωση, ο πιο αδύναμος ζητά τη βοήθεια του πιο ισχυρού ώστε να αντιμετωπίσει τις απειλές. Βρισκόμαστε όμως πολύ μακριά από μια τέτοια κατάσταση» (6).
Δύο ακόμη προβλήματα τίθενται για το Γενικό Επιτελείο: η ενδεχόμενη «πολιτικοποίηση» του στρατεύματος και η πολιτική ιδιωτικοποιήσεων που ανακοινώνει η πιο νεοφιλελεύθερη πτέρυγα της κυβέρνησης, με επικεφαλής τον υπουργό Οικονομίας Πάουλο Γκέντες, απόφοιτο της σχολής του Σικάγο. Μόλις δεκαπέντε ημέρες μετά την επικράτηση του Μπολσονάρο, ο στρατηγός Εντουάρντο Βίγιας Μπόας, αρχηγός του στρατού ξηράς, εκμυστηρεύεται στην εφημερίδα «Folha de S. Paulo» την ανησυχία του για το ενδεχόμενο επηρεασμού του στρατεύματος από τα πολιτικά ζητήματα. Δηλώνει ότι επιθυμεί «να χαραχθεί ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων και της κυβέρνησης» (7). Τον περασμένο Απρίλιο ωστόσο, την ημέρα που η δικαιοσύνη θα δημοσίευε την ετυμηγορία της για την υπόθεση του Λούλα ντα Σίλβα, ο στρατηγός είχε διακριθεί για την άσκηση πίεσης προς το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο. Οι ένοπλες δυνάμεις θα επαγρυπνούσαν «για την εκπλήρωση της θεσμικής αποστολής τους», προειδοποιούσε ο στρατηγός στο Twitter (4 Απριλίου 2018): επρόκειτο για μια ελάχιστα συγκαλυμμένη απειλή πραξικοπήματος σε περίπτωση απελευθέρωσης του Λούλα.
Στη συνέντευξή του, ο στρατηγός διεκδικεί την προερχόμενη από τις στρατιωτικές δεξαμενές σκέψης «ιδεολογία της ανάπτυξης», την οποία εξυμνεί γιατί αποπνέει «αίσθηση μεγαλείου» και προσφέρει όραμα για τη Βραζιλία: «Η νίκη του Μπολσονάρο απελευθέρωσε μια εθνικιστική ενέργεια που υπέφωσκε και δεν μπορούσε να εκφραστεί», συμπεραίνει ο Βίγιας Μπόας, πριν χαιρετίσει το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του Οκτωβρίου του 2018 ως «θετικό». Στην ίδια γραμμή και ο στρατηγός Φερνάντο Αζεβέδο ε Σίλβα, ο νέος υπουργός Άμυνας: εκτιμά ότι κύριο καθήκον του θα είναι να «δώσει οξυγόνο στα προγράμματα και στα στρατηγικά σχέδια του συνόλου των ενόπλων δυνάμεων», πέρα από «δημοσιονομικά προβλήματα» (8). Έτσι, στο εσωτερικό της κυβέρνησης, ήδη διακρίνεται η διαχωριστική γραμμή μεταξύ, από τη μία πλευρά, του πόλου των μονεταριστών και των υπέρμαχων της λιτότητας και, από την άλλη, των στρατιωτικών κλιμακίων που τρέφουν γεωπολιτικές φιλοδοξίες και συνεπώς απαιτούν κάποια μορφή κρατικού παρεμβατισμού.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ο μετέπειτα υπουργός Οικονομίας Πάουλο Γκέντες είχε αφήσει να εννοηθεί ότι οι μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας θα μπορούσαν να ιδιωτικοποιηθούν, χωρίς ο Μπολσονάρο να δείξει υπέρμετρο ενθουσιασμό. Στην πλευρά των στρατιωτικών, μια τέτοια προοπτική προκαλεί ανησυχία. Οι εντάσεις αποκρυσταλλώθηκαν κατά τη διαδικασία ορισμού του υπουργού Ενέργειας και Ορυκτού Πλούτου. Οι επικεφαλής των μεγαλύτερων ιδιωτικών εταιρειών παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας είχαν προσπαθήσει, από πολύ νωρίτερα, να τοποθετήσουν κάποιο πρόσωπο φιλικά προσκείμενο, προτείνοντας μάλιστα και καταλόγους με ονόματα, πριν επικρατήσει τελικά η γραμμή των στρατιωτικών και οριστεί υπουργός ο ναύαρχος Μπέντο Κόστα Λίμα Λέιτε.
Η τύχη της Petrobras παραμένει αβέβαιη. Στις 14 Ιανουαρίου 2019, η κυβέρνηση τοποθέτησε τον ναύαρχο Εδουάρδο Μπασελάρ Λεάλ Φερέιρα ως πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας. Ωστόσο, ο Γκέντες επιθυμεί την πλήρη ιδιωτικοποίησή της. Μολονότι κανένα συγκεκριμένο σχέδιο δεν έχει δει το φως της δημοσιότητας, ορισμένοι προβλέπουν μια «τμηματική πώληση», η οποία θα αφορά μόνο ορισμένες υπηρεσίες της πετρελαϊκής εταιρείας (κυρίως την εμπορία και τη διανομή). Στην πραγματικότητα, η πλήρης ιδιωτικοποίηση της μεγαλύτερης εταιρείας της χώρας θα μπορούσε να πυροδοτήσει πολιτική κρίση, εξέλιξη που ο Μπολσονάρο, ο οποίος δεν διαθέτει πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, θα προσπαθήσει να αποφύγει. Πώς θα καταφέρει ο νέος πρόεδρος –για τον οποίο τίποτε δεν δείχνει ότι είναι ιδιαίτερα επιδέξιος διαπραγματευτής– να εγγυηθεί τη σταθερότητα της ετερόκλητης συμμαχίας που τον στηρίζει; Το ερώτημα προκαλεί προβληματισμό και πέρα από τα σύνορα της Βραζιλίας…