Το καλοκαίρι του 2016, ο Αμερικανός οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς δημοσίευε το βιβλίο «Το ευρώ: Πώς το κοινό νόμισμα απειλεί το μέλλον της Ευρώπης», ένα σύγγραμμα-καταπέλτη κατά του κοινού νομίσματος που κυκλοφόρησε σε 19 από τις 28 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1). Η ιδιαιτερότητα του βιβλίου δεν έγκειται τόσο στην ανάλυση των δομικών αδυναμιών του ευρώ (εφαρμογή της ίδιας μονεταριστικής πολιτικής σε χώρες με ετερογενείς οικονομίες) ούτε στις επιπτώσεις τους (συμπίεση των μισθών, ισχνή ανάπτυξη, ανεργία, λιτότητα) όσο στις λύσεις που προτείνει.
Εάν δεν γίνει ριζική μεταρρύθμιση των θεσμών που διέπουν τη λειτουργία του ευρώ προς την κατεύθυνση της αλληλεγγύης, ο Στίγκλιτς, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας, προκρίνει είτε την «ήπια» έξοδο από το ευρώ, μέσω «φιλικού διαζυγίου» είτε την εγκαθίδρυση ενός «ευέλικτου ευρώ». Στη δεύτερη αυτή υπόθεση, «διάφορες χώρες (ή ομάδες χωρών) θα μπορούσαν να έχουν η καθεμία το δικό της ευρώ», με την αξία του να κυμαίνεται ελεύθερα εντός κάποιων κοινών για όλους περιθωρίων (2). Η θερμή υποδοχή που επιφυλάχθηκε στο βιβλίο σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες επιβεβαιώνει ότι η αμφισβήτηση του ευρώ δεν αποτελεί, σε καμία περίπτωση, ταμπού μετά την εκδήλωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008.
Ωστόσο, ο Στίγκλιτς λησμονεί ότι το κοινό νόμισμα δεν αποτελεί μόνο μια επιλογή οικονομικής πολιτικής που υπόκειται σε συλλογικές ορθολογικές αποφάσεις. Τόσο για τους υποστηρικτές του όσο και για τους αντιπάλους του, αποτελεί επίσης ένα πολιτικό φετίχ, σύμβολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πυλώνα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Το ευρώ είναι ένα προπύργιο ομοσπονδιακής λογικής μέσα σε επικράτειες με εθνική κυριαρχία. Θυμόμαστε τη διατύπωση της Μάργκαρετ Θάτσερ, πρωθυπουργού της Βρετανίας, όταν εξέφραζε την εχθρότητά της για το σχέδιο: «[Η οικονομική και νομισματική ένωση] αποτελεί τον Δούρειο Ίππο μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης, μιας εξέλιξης που αρνούμαστε πλήρως και απολύτως» (3).
Στα κείμενα των ευρωπαϊκών συνθηκών, καμία διάταξη δεν επιτρέπει την αποχώρηση μόνο από την ευρωζώνη. Μια χώρα που θα επιθυμούσε να αποχωρήσει από την ευρωζώνη, θα έπρεπε άραγε να καταφύγει στο άρθρο 50 της Συνθήκης του Μάαστριχτ περί αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή θα έπρεπε να διαπραγματευθεί κάποια ειδική διαδικασία; Η απάντηση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες: «Δεν μπορεί κάποιος να αποχωρήσει από το ευρώ χωρίς να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντίθετα, για να επιστρέψει, θα χρειαζόταν να συμφωνήσουν και τα 28 κράτη-μέλη, με την ανάλογη συνθήκη ένταξης και την επικύρωσή της από τα εθνικά κοινοβούλια. Πρόκειται για μια καθαρά υποθετική συζήτηση» (4).
Βέβαια, η καθιέρωση του ευρώ δεν έγινε χωρίς προστριβές. Τα κριτήρια σύγκλισης που την προετοίμασαν και είχαν καθοριστεί το 1992, με την υιοθέτηση της Συνθήκης του Μάαστριχτ, έγιναν αντικείμενο σφοδρής κριτικής από ορισμένους οικονομολόγους, καθώς θεωρήθηκαν υπεύθυνα για τις πολιτικές λιτότητας που εφαρμόστηκαν τη δεκαετία του 1990.
Ορισμένες χώρες αμφιταλαντεύτηκαν: στο δημοψήφισμα της 2ας Ιουνίου 1992, η Δανία απέρριψε τη συνθήκη. Άλλες χώρες αρνήθηκαν να ενταχθούν στην ευρωζώνη κατόπιν πολιτικής απόφασης (το Ηνωμένο Βασίλειο, κάτω από την πίεση των Συντηρητικών) ή δημοψηφίσματος (η Σουηδία, με δημοψήφισμα στις 14 Σεπτεμβρίου 2003). Όμως, μετά την εισαγωγή του, το 1999, το κοινό νόμισμα θεωρούνταν ένα μη αναστρέψιμο «κοινοτικό κεκτημένο».
«Καθαρά υποθετική συζήτηση»; Με την κρίση δημόσιου χρέους, η οποία έπληξε αρκετές χώρες (Ισπανία, Ελλάδα, Ιρλανδία, Ιταλία) μετά το 2010, η «κρίση του ευρώ» ήρθε στην επικαιρότητα και εδραιώθηκε ως κεντρικό ζήτημα της πολιτικής συζήτησης. Η αποχώρηση ενός κράτους-μέλους ή ακόμη και η διάλυση ολόκληρης της ευρωζώνης αναδύθηκαν ως ρεαλιστικές δυνατότητες από τη στιγμή που αρκετές χώρες είδαν το δημόσιο χρέος τους να εκτινάσσεται και δεν είχαν πια τη δυνατότητα να το χρηματοδοτήσουν από τις αγορές με βιώσιμα επιτόκια. Στη συγκεκριμένη συγκυρία, η αμφισβήτηση του ευρώ από πλευράς πολιτικών και διανοουμένων προσέλαβε πρωτοφανείς διαστάσεις, ιδιαίτερα στο εσωτερικό των ιδρυτικών κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η αμφισβήτηση εξαπλώθηκε και έφτασε μέχρι τους φύλακες του ναού. Έτσι, στη Γερμανία η κρίση του ευρώ προκάλεσε πραγματική ψύχωση. Ειδικοί, ανώτεροι αξιωματούχοι και πρωτοκλασάτα πολιτικά στελέχη πάσχισαν να καταπολεμήσουν οποιαδήποτε παρέκκλιση από τις θεμελιώδεις αρχές του νομισματικού συστήματος. Το σύστημα δεν έπρεπε να καταλήξει σε μια «ένωση μεταβιβάσεων», με δαπάνες της Γερμανίας. Τα μέτρα που εφάρμοσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τη διάσωση του ευρώ περιγράφηκαν από τον οικονομολόγο Χανς-Βέρνερ Ζιν ως ένα «τεράστιο δάνειο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας προς τις χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες» (5). Και, εάν τα αφερέγγυα κράτη δεν είναι σε θέση να τηρήσουν τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν, ορίστε η έξοδος!
Η άποψη ότι «η Γερμανία δεν πρέπει να πληρώνει για τους άλλους» γίνεται ο λόγος ύπαρξης ενός νέου πολιτικού κόμματος, της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD), το οποίο ιδρύθηκε το 2013 για να εκπροσωπήσει ακριβώς αυτή την αγανάκτηση. Η AfD απολαμβάνει την εγκάρδια υποστήριξη του πρώην προέδρου των Γερμανών εργοδοτών Χανς-Όλαφ Χένκελ, οπαδού της διαίρεσης της ευρωζώνης σε καλούς και κακούς μαθητές.
Η πολιτική αμφισβήτηση του ευρώ, βασισμένη στην κριτική της λιτότητας, αναπτύσσεται και σε άλλα ιδρυτικά μέλη της ευρωζώνης. Στη Γαλλία, το Εθνικό Μέτωπο (FN) της Μαρίν Λε Πεν εκμεταλλεύεται πολιτικά το ζήτημα στις προεδρικές εκλογές του 2012 και του 2017. Η ψήφος στο Εθνικό Μέτωπο αποκρυσταλλώνει την εχθρότητα τμήματος των λαϊκών στρωμάτων απέναντι στις Βρυξέλλες και τη γραφειοκρατία τους και δίνει νέα ώθηση στο αφήγημα περί υπεράσπισης ενός υποτίθεται καθημαγμένου έθνους.
Στην Ιταλία, η ιδέα να διεξαχθεί δημοψήφισμα για το ευρώ μετατρέπεται σε πρόταση-κλειδί για το Κίνημα Πέντε Αστέρων (M5S) του Τζουζέπε «Μπέπε» Γκρίλο. Την απόρριψη του ευρώ υποστηρίζει και η Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι, ο οποίος στις ευρωεκλογές του 2014 φορά μπλουζάκι που γράφει «Basta euro» («Ευρώ, φτάνει πια!») –το σύνθημα της προεκλογικής εκστρατείας του. Τέλος, στην Ολλανδία, η ενίσχυση του Κόμματος Ελευθερίας, με επικεφαλής τον Γκέερτ Βίλντερς, οπωσδήποτε βάρυνε στην απόφαση του Κοινοβουλίου να ζητήσει έκθεση για το ενδεχόμενο αποχώρησης από την ευρωζώνη, τον Φεβρουάριο του 2017 (6).
Η ιδιοποίηση της απόρριψης του κοινού νομίσματος από την ακροδεξιά εξηγεί, σε κάποιο βαθμό, τη σύνεση που επιδεικνύει η Αριστερά στο συγκεκριμένο ζήτημα. Στη Γαλλία για παράδειγμα, οι μελέτες των οικονομολόγων Ζακ Νικονόφ, Ζακ Σαπίρ και Φρεντερίκ Λορντόν (7), καθώς και οι παρεμβάσεις Γάλλων ή ξένων διανοουμένων (όπως του Εμανουέλ Τοντ ή του Βόλφγκανγκ Στρέεκ), που προτείνουν την αποχώρηση από το ευρώ και την υιοθέτηση πιο ευέλικτων κοινών νομισματικών σχημάτων, έχουν προκαλέσει έντονες συζητήσεις, πολύ πέρα από τους προοδευτικούς κύκλους. Όμως, η άποψή τους παραμένει μειοψηφική, έχοντας επισκιαστεί από τις προτάσεις που στοχεύουν στη βελτίωση των θεσμών της ευρωζώνης (αμοιβαιοποίηση του δημόσιου χρέους, συγκρότηση Κοινοβουλίου της ευρωζώνης κ.λπ.).
Μεγάλο μέρος της Αριστεράς που αμφισβητεί τις πολιτικές λιτότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραμένει στενά προσδεμένο στη θετική γραμμή μιας «άλλης Ευρώπης» –δηλαδή: πιο δημοκρατικής, πιο κοινωνικής και πιο οικολογικής. Το μαρτυρά και η πρωτοβουλία του Έλληνα πρώην υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη, το Κίνημα για τη Δημοκρατία στην Ευρώπη 2025 (DiEM25), που θέτει ως στόχο τον εκδημοκρατισμό των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η γραμμή αυτή στηρίζεται στη Γαλλία από τον οικονομολόγο Τομά Πικετί και από τον Μπενουά Αμόν, υποψήφιο του Σοσιαλιστικού Κόμματος στις προεδρικές εκλογές του 2017, με την πρόταση για μια «συνθήκη εκδημοκρατισμού της Ευρώπης». Το σκεπτικό είναι να σωθεί η Ευρώπη από τις ίδιες της τις εκφυλιστικές τάσεις. Το εθνικό επίπεδο κρίνεται ξεπερασμένο, όχι κατάλληλα προσαρμοσμένο για να διαχειριστεί προβλήματα που το υπερβαίνουν, ακόμη και φορέας πολιτικής οπισθοδρόμησης.
Άλλοι εκφράζουν τη λύπη τους για τις αναστολές που προκαλούν στην Αριστερά ο φόβος μήπως φανεί αντιευρωπαϊκή και οι υποψίες για κρυμμένο εθνικισμό. Σε σημείο που να αποδυναμώνουν τη μαχητικότητά της, να πλήττουν τη συνοχή των αναλύσεών της και έτσι να τροφοδοτούν την αυταπάτη περί πιθανού μετασχηματισμού μιας Ευρώπης που έχει ορκιστεί πίστη στον φιλελευθερισμό.
Κατά την ίδια περίοδο, η Αριστερά έμεινε αποσβολωμένη από την τύχη που επιφυλάχθηκε στον ελληνικό λαό, καθώς και από την απόφαση της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα να υποκύψει στις διαταγές της «τρόικας» αντί να εξετάσει μια έξοδο από το ευρώ. Η στάση αυτή προκάλεσε έντονες συζητήσεις και διχογνωμίες στο εσωτερικό πολλών συμμαχικών σχημάτων. Έτσι, ενώ το ισπανικό κίνημα Podemos, με επικεφαλής τον Πάμπλο Ιγλέσιας, εξέφραζε την υποστήριξή του στον Τσίπρα με το σκεπτικό ότι δεν είχε άλλη επιλογή, η Ανυπότακτη Γαλλία έκανε λόγο για «συνθηκολόγηση». «Εάν πρέπει να επιλέξω ανάμεσα στο ευρώ και την εθνική κυριαρχία», δήλωνε ο επικεφαλής του κόμματος Ζαν-Λυκ Μελανσόν, «επιλέγω την εθνική κυριαρχία» (8).
Κατά βάθος, εκείνο που διακυβεύεται είναι τα περιθώρια ελιγμών μιας μελλοντικής κυβέρνησης, καθώς και οι ρήξεις με το ευρωπαϊκό πλαίσιο στις οποίες θα ήταν έτοιμη να προχωρήσει προκειμένου να εφαρμόσει με συνέπεια την πολιτική της. Ο προβληματισμός αφορά επίσης την τακτική. Σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος –κυρίως τα μορφωμένα μεσαία στρώματα–, ευαισθητοποιημένο στην κριτική σκέψη της Αριστεράς, εμφανίζεται πολύ προσδεμένο στην ευρωπαϊκή ιδέα. Σύμφωνα με τις έρευνες κοινής γνώμης, το ευρώ είναι σήμερα πιο δημοφιλές από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ τα σχέδια αποχώρησης προκαλούν φόβο (9). Ως εκ τούτου, κινήματα που υιοθετούν στρατηγική κατάκτησης της εξουσίας αρνούνται να συμφωνήσουν ανοικτά με θέσεις που θεωρούν ότι θα τα αποδυναμώσουν. Γι’ αυτό και υπάρχει η ανάγκη να μην προβάλλεται η έξοδος από το ευρώ, αλλά να διατυπώνονται προτάσεις για τη διόρθωση των αδυναμιών του, να γίνεται λόγος για «έναν άλλο ρόλο της ΕΚΤ», «την έξοδο από τις συνθήκες», «το τέλος της λιτότητας». Η στρατηγική Σχέδιο Α / Σχέδιο Β που έχει επεξεργαστεί η Ανυπότακτη Γαλλία επιτρέπει να συνυπάρχουν οι προσδοκίες για μετασχηματισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (επαναδιαπραγμάτευση) και η αμφισβήτηση του ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου εάν παρεμποδίζει την εφαρμογή ενός προγράμματος μεταρρυθμίσεων (ανυπακοή).
Στην εξέλιξη των πραγμάτων, το Brexit αποτέλεσε κομβικό σημείο. Ξαφνικά, η διαδικασία ενοποίησης έπαψε να μοιάζει μη αντιστρέψιμη. Αλλά, κατά παράδοξο τρόπο, ενώ οι Ευρωπαίοι ηγέτες φοβούνταν ένα φαινόμενο ντόμινο, το Brexit δεν τροφοδότησε τις αποσχιστικές τάσεις –χωρίς αμφιβολία, λόγω της δραματοποίησής του από τα μέσα ενημέρωσης, αλλά επίσης και επειδή αποκαλύπτει την τεχνική και πολιτική πολυπλοκότητα της διαδικασίας, της αβεβαιότητας που εγκυμονεί. Την ίδια περίοδο, η «κρίση του ευρώ» καταλάγιασε και απασχολεί την επικαιρότητα λιγότερο από ό,τι άλλα ζητήματα, όπως το μεταναστευτικό.
Έτσι, τα κόμματα της Ακροδεξιάς αναθεώρησαν τη γραμμή τους, βάζοντας σε δεύτερο πλάνο την κριτική του ευρώ, ώστε να επικεντρώσουν τη ρητορική τους στο πεδίο της μεταναστευτικής και ισλαμιστικής απειλής. Κάτι τέτοιο έκανε το AfD, με την άνοδο στην ηγεσία της Φράουκε Πέτρι το 2015, και ακολούθησε η πρόεδρος του Εθνικού Συναγερμού (πρώην Εθνικό Μέτωπο): «Επιβεβαιώσαμε ότι προτεραιότητα είναι τα σύνορα, η μετανάστευση και οι συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου που μας έχουν επιβληθεί», δηλώνει η Μαρίν Λεπέν.
Η τροποποίηση της πολιτικής γραμμής οφείλεται στην αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων: «Ήμασταν κάπως απομονωμένοι. Η επιλογή ήταν απλή: είτε υποταγή στην Ευρωπαϊκή Ένωση είτε έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά τα πράγματα έχουν αλλάξει». Τώρα πια, διαβεβαιώνει η Λεπέν, «είμαστε μάρτυρες μιας εξέγερσης των λαών της Ευρώπης», η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια διαφορετική πλειοψηφία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ανοίγοντας τον δρόμο για έναν «ριζικό μετασχηματισμό αυτής της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (10).
Στην Ιταλία, η Λέγκα και το Κίνημα 5 Αστέρων (M5S), που συγκυβερνούν από τον Ιούνιο του 2018, ξεδιπλώνουν την ίδια ρητορική: οι ευρωεκλογές του 2019, εκτιμούν, θα αλλάξουν τα δεδομένα. Προηγουμένως όμως, όσο οι δημοσκοπήσεις τούς έφερναν κοντά στην εξουσία, οι ιαχές τους κατά του ευρώ γίνονταν όλο και πιο χαμηλόφωνες. Πρέπει να σημειωθεί ότι η κυρίαρχη τάξη ξέρει να φαίνεται αδιάλλακτη. Τον περασμένο Μάιο, ο πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας Σέρτζιο Ματαρέλα απέρριψε τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης Λέγκας-M5S, κρίνοντας απαράδεκτο όχι τον ορισμό ενός ακροδεξιού υπουργού Εσωτερικών, αλλά την τοποθέτηση ενός υπουργού Οικονομίας που θεωρούνταν ευρωσκεπτικιστής. «Η αβεβαιότητα γύρω από την παραμονή μας στην ευρωζώνη έχει προκαλέσει ανησυχία σε Ιταλούς και ξένους επενδυτές, θέτοντας σε κίνδυνο τις αποταμιεύσεις των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών», δήλωνε ο Ματαρέλα για να δικαιολογήσει το βέτο που προέβαλε. Τελικά, τα δύο κόμματα επέλεξαν έναν άλλο υπουργό Οικονομίας και έπαψαν να υπαινίσσονται ότι θα μπορούσαν να επανεξετάσουν τη συμμετοχή της Ιταλίας στην ευρωζώνη. Τα γεγονότα αυτά φαίνεται να δίνουν δίκιο στον αρθρογράφο των «Financial Times» Βόλφγκανγκ Μουνχάου, που κορόιδευε την ελαφρότητα με την οποία το Εθνικό Μέτωπο ή το M5S ανακινούν το ζήτημα της εξόδου από το ευρώ, ελπίζοντας ταυτόχρονα ότι θα αναβάλλουν επ’ αόριστον μια τέτοια κίνηση. «Εάν ήσασταν σοβαροί [στο ζήτημα αυτό], θα είχατε κατανοήσει ότι πρόκειται για πολύ σημαντική υπόθεση –ΤΟ ζήτημα που θα καθορίσει εάν θα παραμείνετε ή όχι στην εξουσία» (11).
Τα λόγια αυτά αποτυπώνουν με ακρίβεια τον δραματικό τόνο στον οποίο καταφεύγει η χορωδία των σχολιαστών που προσπαθούν επιμελώς να απαξιώσουν οποιαδήποτε προοπτική ρήξης με το κοινό νόμισμα, ειδικά σε χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία ή η Γαλλία: «Μια έξοδος θα κατέστρεφε αποταμιευτές και δανειστές», «η αποχώρηση από το ευρώ σημαίνει βέβαιη φτωχοποίηση», «ο Κέινς δεν πρόκειται να μας σώσει», σφυροκοπούν ο Πατρίκ Αρτί, οικονομολόγος της τράπεζας Natixis, και ο Μαρί-Πολ Βιράρ, οικονομικός συντάκτης (12).
Το 2017, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για τις προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, το Ινστιτούτο Montaigne, ένα εργοδοτικό κέντρο προβληματισμού, είχε αναλάβει να επιστήσει την προσοχή κατά της πρότασης της Λεπέν για «επιστροφή στο φράγκο», προβλέποντας μακροπρόθεσμες απώλειες μεταξύ 4% («θετικό σενάριο») και 13% («αρνητικό σενάριο») του ΑΕΠ. Είναι προφανές ότι η προοπτική «καταστροφής μισού εκατομμυρίου θέσεων εργασίας» δεν κάνει τους Γάλλους να ονειρεύονται (13). Τέτοιοι ακροβατικοί υπολογισμοί βασίζονταν σε μελέτες που υπολόγιζαν το αντίκτυπο του Brexit, τη στιγμή που το Ηνωμένο Βασίλειο παρουσιάζει διαφορετικά οικονομικά χαρακτηριστικά και δεν συμμετέχει στην ευρωζώνη (14).
Οι συνέπειες της ρήξης ενός κράτους-μέλους με το ευρώ –και πολύ περισσότερο με την Ευρωπαϊκή Ένωση– πράγματι δεν είναι εύκολο ούτε να προσδιοριστούν ούτε να ελεγχθούν (15). Τα επιχειρήματα επί της αρχής είναι πολλά, αλλά οι σε βάθος αναλύσεις πολύ σπανιότερες, εάν όχι ανύπαρκτες στην περίπτωση της Γαλλίας (16). Ωστόσο, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, τα εμπόδια θα παρέμεναν πραγματικά και το πολιτικό θάρρος δεν θα επαρκούσε για την επίλυσή τους.
Στο νομικό πεδίο, ανυπακοή απέναντι στις συνθήκες δεν σημαίνει μόνο την άρνηση συμμόρφωσης σε κάποιον αφηρημένο εξωτερικό περιοριστικό παράγοντα (την Ευρωπαϊκή Ένωση) ούτε την προσωρινή παραβίαση ορισμένων κανόνων (για παράδειγμα, το όριο του 3% του ΑΕΠ για τα δημοσιονομικά ελλείμματα). Σε διάφορους τομείς, μερικοί από τους οποίους είναι πολύ σημαντικοί (όπως ο ανταγωνισμός), το ευρωπαϊκό δίκαιο έχει ήδη μεταφερθεί στο δίκαιο των διαφόρων κρατών. Και τα Συνταγματικά Δικαστήρια, που διαθέτουν και ακυρωτικές αρμοδιότητες, επαγρυπνούν για το σεβασμό «των ευρωπαϊκών δεσμεύσεων».
Εξάλλου, όσον αφορά την αποχώρηση από το ευρώ, οι δυσκολίες δεν είναι αυστηρά οικονομικές –δηλαδή οι αναμενόμενες επιπτώσεις από την ανάκτηση του ελέγχου της νομισματικής πολιτικής από ένα κράτος και μιας ενδεχόμενης υποτίμησης του νομίσματός του– ή τεχνικές –η κυκλοφορία ενός νέου νομίσματος. Αφορούν τη νομική αβεβαιότητα γύρω από τον υπολογισμό των χρεών που ήδη υπάρχουν στο νέο νόμισμα. Χωρίς να μιλήσει κανείς και για την αρνητική αντίδραση των αγορών, δηλαδή τη φυγή κεφαλαίων, η οποία θα υποχρέωνε την κυβέρνηση να εισαγάγει ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls).
Οποιαδήποτε κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να ακολουθήσει πολιτικές που υπερβαίνουν το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο πρέπει να περιμένει μια τέτοιου είδους αναμέτρηση με τις χρηματοπιστωτικές αγορές (17). Η έξοδος από το ευρώ δεν αποτελεί παρά μία από τις πτυχές αυτών των δυσκολιών. Οι υποστηρικτές της την θεωρούν απαραίτητο βήμα, δύσκολο αλλά αποφασιστικό για την ανάκτηση δημοκρατικού ελέγχου πάνω στην οικονομική σφαίρα.