Τι υπέροχες που είναι οι διαδηλώσεις όταν συμβαίνουν σε μέρη μακρινά! Σε τέτοιες περιπτώσεις, εκείνοι που κρατούν πλακάτ, ιδίως αν είναι Κινέζοι ή Ρώσοι, είναι δημοκράτες, ειρηνιστές και υπεύθυνοι άνθρωποι. Σε διαμετρική αντίθεση με τις βίαιες, πωρωμένες, έως και φασιστικές ορδές των «κίτρινων γιλέκων».
Έτσι, η επίθεση στο Νομοθετικό Συμβούλιο (LegCo), το Κοινοβούλιο του Χονγκ Κονγκ –με τις πόρτες θρυμματισμένες και τα γραφεία κατεστραμμένα από μερικές εκατοντάδες διαδηλωτών– την 1η Ιουλίου 2019 εμφανίζεται ως «η πιο θαρραλέα επιχείρηση» («Le Point», 3 Ιουλίου 2019), ενώ οι επιγραφές με σπρέι στην Αψίδα του Θριάμβου και οι σπασμένες βιτρίνες στην καρδιά του Παρισιού, την 1η Δεκεμβρίου 2018, μαρτυρούσαν τη μανία των «ταραχοποιών». Η επίθεση εναντίον ενός Κινέζου δημοσιογράφου των «Global Times», ενός από τα επίσημα φερέφωνα του Πεκίνου, ο οποίος κακοποιήθηκε, δέθηκε χειροπόδαρα και μεταφέρθηκε κακήν κακώς επάνω σε ένα καρότσι μέσα στις αίθουσες του αεροδρομίου του Χονγκ Κονγκ, δεν είναι παρά ένα «περιστατικό» («Le Monde», 14 Αυγούστου 2019). Ουδεμία σχέση με τους δημοσιογράφους οι οποίοι παρενοχλήθηκαν λεκτικά από «κίτρινα γιλέκα», που είναι, βεβαίως, οπαδοί του λιντσαρίσματος.
Όπως σε όλα τα μαζικά κινήματα στον κόσμο, έτσι και σε αυτό του Χονγκ Κονγκ, που συσπείρωσε εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές, ενυπήρχαν πολλά ρεύματα, άλλοτε ειρηνικά, άλλοτε βίαια, και οι διεκδικήσεις του δεν περιορίστηκαν σε ένα μόνο σύνθημα.
Όλα ξεκίνησαν τον περασμένο Απρίλιο, όταν η επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας Κάρι Λαμ κατέθεσε ένα νομοσχέδιο που επιτρέπει την έκδοση προσώπων. Το νομοσχέδιο θα άνοιγε τον δρόμο για την παράδοση στη δικαιοσύνη της Ταϊβάν ενός φοιτητή ο οποίος είχε δολοφονήσει τη σύντροφό του στην Ταϊπέι και δεν ήταν δυνατό να δικαστεί στο Χονγκ Κονγκ –μια είδηση που είχε προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση στον πληθυσμό. Ωστόσο, καθένας ασφαλώς αντιλαμβάνεται ότι το νομοσχέδιο αυτό μπορεί να έχει στόχο οποιοδήποτε πρόσωπο κατηγορείται για εγκληματική συμπεριφορά από… το Πεκίνο.
Ασφαλώς, η κινεζική κυβέρνηση δεν προβληματίστηκε για νομικά ζητήματα όταν το 2015 απήγαγε πέντε βιβλιοπώλες και εκδότες του Χονγκ Κονγκ, για τους οποίους υπήρχαν υποψίες ότι ήθελαν να δημοσιεύσουν εικονοκλαστικά έργα αναφερόμενα στον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ, ή έναν πάμπλουτο επιχειρηματία, τον Σιάο Τζιανχούα, το 2017… Όταν επανεμφανίστηκαν, μερικούς μήνες αργότερα, ήταν πλέον πεπεισμένοι πως όφειλαν να είναι διακριτικοί στο μέλλον. Παρόλα αυτά, οι δικηγόροι και οι υπερασπιστές των ανθρώπινων δικαιωμάτων διέκριναν στο νομοσχέδιο μια νέα αμφισβήτηση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης του Χονγκ Κονγκ. Άλλωστε, ήταν οι πρώτοι που διαμαρτυρήθηκαν, τον Απρίλιο και τον Μάιο, υπό το επιδοκιμαστικό βλέμμα των κροίσων, των μεγάλων αφεντικών του κτηματομεσιτικού και του χρηματοπιστωτικού τομέα. Οι μεγιστάνες αυτοί συνήθως ανακυκλώνουν κεφάλαια λιγότερο ή περισσότερο νόμιμης προέλευσης, προερχόμενα από την ηπειρωτική χώρα, και είναι ελάχιστα ενθουσιασμένοι με την ιδέα να δουν το Πεκίνο να ανακατεύεται στις δουλειές τους.
Οι φοιτητές, των οποίων το «κίνημα των ομπρελών» αποδεκατίστηκε πριν από πέντε χρόνια από μια σειρά συλλήψεων (1), ξανασηκώνουν το ανάστημά τους. Ακολουθούνται από εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκους του Χονγκ Κονγκ, που πιστεύουν ότι το νομοσχέδιο αντιπροσωπεύει ένα νομοθετικό πραξικόπημα της ηπειρωτικής Κίνας με σκοπό να μειώσει την αυτονομία τους. Αρκετοί εμπειρογνώμονες που ερωτήθηκαν, τόσο στο Χονγκ Κονγκ όσο και στο Πεκίνο, θεωρούν ότι ο Κινέζος πρόεδρος, ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος και με τον εμπορικό πόλεμο από τις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν είχε ζητήσει τίποτα.
Τι σημασία έχει… Η πλειοψηφία του πληθυσμού δεν έχει την ίδια άποψη. Την Κυριακή 9 Ιουνίου, ένα εκατομμύριο άνθρωποι κατακλύζουν τους δρόμους της πόλης. Μία εβδομάδα αργότερα γίνονται δύο εκατομμύρια (σε σύνολο 7,2 εκατομμυρίων κατοίκων). Η Λαμ σιωπά και καταφεύγει στην αστυνομία. Έπρεπε να φτάσουμε στις 15 Ιουνίου προκειμένου να αναγγείλει μια δειλή «αναστολή» του σχεδίου της. Μια κίνηση πολύ λίγη, που έγινε πολύ αργά.
Μια μερίδα διαδηλωτών υποστηρίζει την ανάληψη σθεναρής δράσης, όπως διάλυση του Νομοθετικού Συμβουλίου, καταστροφή αστυνομικών τμημάτων, αποκλεισμό του αεροδρομίου. Η επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας επιλέγει τη βία και προβαίνει σε καταστολή με ρίψη δακρυγόνων και χρήση εκτοξευτήρων νερού και ελαστικών σφαιρών –παρόλο που, σε αντίθεση με όσα συμβαίνουν στη Γαλλία, προς το παρόν υπάρχει μόνο ένας άνθρωπος τραυματισμένος στο μάτι (2).
Επιπλέον, η Λαμ προχωρά σε αθρόες φυλακίσεις (περισσότερες από εξακόσιες συλλήψεις) και σε παραχώρηση μέτρων ύψους 19,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων Χονγκ Κονγκ (2,1 δισεκατομμύρια ευρώ): μείωση των φόρων στους μισθούς, επιδότηση ηλεκτρικού ρεύματος για τους πιο φτωχούς, βοήθεια στους λιγότερο προνομιούχους φοιτητές. «Θα ήταν αφελές από την πλευρά της Λαμ και του Τσαν [Πολ Τσαν, υπουργός Οικονομικών] να προσπαθήσουν να αποκαταστήσουν την ηρεμία απλά δαπανώντας περισσότερα. Η πολιτική κρίση μπορεί να επιλυθεί μόνο με πολιτικά μέτρα», απαντά σε έντονο ύφος το κεντρικό άρθρο της εφημερίδας του Χονγκ Κονγκ «South China Morning Post» (3).
«Η πιο ηλίθια κυβέρνηση στον κόσμο»
Το 1984, όταν ο Κινέζος πρόεδρος Ντενγκ Σιαοπίνγκ και η Βρετανίδα πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ ξεκινούν τις διαπραγματεύσεις για την επιστροφή του Χονγκ Κονγκ, η Μέση Αυτοκρατορία ανακαλύπτει τις απόκρυφες λειτουργίες της οικονομίας της αγοράς, ενώ η βρετανική αποικία με τον αχαλίνωτο καπιταλισμό απολαμβάνει κάποιες ελευθερίες –όχι όμως το δικαίωμα ψήφου ούτε εκείνο της λήψης αποφάσεων για το μέλλον του. Ύστερα από μακρόχρονες διαπραγματεύσεις, το Λονδίνο και το Πεκίνο καταλήγουν να υιοθετήσουν την αρχή «μία χώρα, δύο συστήματα».
Το σχήμα αυτό καθησυχάζει τις ελίτ του Χονγκ Κονγκ, οι οποίες, μετά την επανεκχώρηση της χώρας το 1997, θα μπορέσουν να διατηρήσουν τον έλεγχο της πολύ ανεπτυγμένης οικονομίας τους, το ανεξάρτητο δικαστικό σύστημά τους, τις ελευθερίες κίνησης και σκέψης που απολαμβάνουν. Το Χονγκ Κονγκ κατοικείται από Κινέζους που έφυγαν από την ηπειρωτική χώρα μετά τη νίκη του Μάο Τσετούνγκ το 1949, κατά την Πολιτιστική Επανάσταση το 1966 ή κατά τη διάρκεια της καταστολής του κινήματος της πλατείας Τιεν Αν Μεν το 1989: έχουν μεγάλη ευαισθησία σε αυτά τα ζητήματα. Από την πλευρά της, η κινεζική κυβέρνηση θεωρεί ότι με αυτό τον τρόπο είναι προστατευμένη από κάθε πειρασμό αυτονόμησης («μία χώρα») και από οποιαδήποτε μετάδοση της δημοκρατίας («δύο συστήματα»). Το Χονγκ Κονγκ γίνεται ειδική διοικητική περιοχή (SAR).
Όλα χαλάνε το 2014, όταν η κινεζική κυβέρνηση απορρίπτει την εκλογή του επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας με καθολική ψηφοφορία –η οποία ωστόσο προβλέπεται από τα δικά της επίσημα κείμενα. Δέχεται την ψηφοφορία υπό τον όρο να επιλέγει η ίδια τους υποψήφιους για τη θέση… Παρά το ξέσπασμα μιας τεράστιας κινητοποίησης διαμαρτυρίας, κερδίζει την υπόθεση. Η Λαμ εκλέγεται, η αντιπολίτευση περιθωριοποιείται ή αποκλείεται. Μια πύρρειος νίκη: μια «καλή συντρόφισσα» δεν γίνεται απαραιτήτως και καλή ηγέτιδα… «Στο Χονγκ Κονγκ έχουμε την πιο ηλίθια κυβέρνηση στον κόσμο», μας εκμυστηρεύεται ένα στέλεχος από την ηπειρωτική χώρα. Αναμφίβολα –εντούτοις δεν είναι μόνο θέμα προσώπων. Το Πεκίνο επαναπροσδιόρισε το όραμά του για το «μία χώρα, δύο συστήματα»: «Ο υψηλός βαθμός αυτονομίας», διαβάζουμε στη Λευκή Βίβλο που υιοθετήθηκε τον Ιούνιο του 2014 από την κυβέρνηση, «δεν σημαίνει απόλυτη αυτονομία ούτε αποκέντρωση της εξουσίας. Σημαίνει τη δυνατότητα διαχείρισης των τοπικών υποθέσεων με τον τρόπο που επιτρέπει η κεντρική διοίκηση» (4).
Οι Κινέζοι ηγέτες δεν φοβούνται τόσο τη διάδοση δημοκρατικών προσδοκιών στο σύνολο της κινεζικής επικράτειας όσο μια απόρριψη της ηπειρωτικής χώρας από τον λαό του Χονγκ Κονγκ, η οποία θα επέφερε την ανεξαρτησία του. Από την πλευρά του, ο πληθυσμός του νησιού φοβάται ότι θα εξαλειφθεί η ταυτότητά του. Αυτοί οι φόβοι αυτοτροφοδοτούνται και υπάρχει πιθανότητα να οδηγήσουν στο χειρότερο: στην επιλογή της βίας από το Πεκίνο ή στην απόρριψη της ηπειρωτικής χώρας από τους κατοίκους του Χονγκ Κονγκ.
Παρά ταύτα, οι επιθυμίες για ανεξαρτησία παραμένουν οριακές. «Η προσήλωση στις πολιτικές αξίες [ελευθερία, δικαίωμα ψήφου…] δεν συνεπάγεται αυτόματα αντίσταση στον κινεζικό εθνικισμό» με την εθνοτική έννοια του όρου, σημειώνουν οι Τσαν Τσι Κιτ και Άντονυ Φουνγκ Γινγκ Χιμ σε μια μελέτη σχετική με την ταυτότητα (5). Σύμφωνα με τις έρευνες που διεξήγαγε το πανεπιστήμιο του Χονγκ Κονγκ, ένα ποσοστό λίγο μεγαλύτερο από το ένα τρίτο των κατοίκων ακόμη αναγνωρίζει ότι διαθέτει μεικτή ταυτότητα (της Κίνας και του Χονγκ Κονγκ), αν και η πλειοψηφία αισθάνεται πλέον ότι μόνη της ταυτότητα είναι εκείνη του Χονγκ Κονγκ. Μέχρι το τέλος του περασμένου έτους, οι μισοί κάτοικοι έλεγαν ότι είχαν εμπιστοσύνη στην αρχή «μία χώρα, δύο συστήματα»: πλέον είναι μόνο τέσσερις στους δέκα.
Η κρίση ταυτότητας συνοδεύεται και από κοινωνική κρίση. Αν και η πόλη συγκαταλέγεται μεταξύ των πλουσιότερων στον κόσμο, με έναν πρωτοφανή αριθμό δισεκατομμυριούχων (εξήντα επτά, σύμφωνα με το αμερικάνικο περιοδικό «Forbes»), οι ανισότητες βρίσκονται στα υψηλότερα επίπεδα και το 20% του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας. Κάθε τόσο, ο Τύπος εκφράζει την αγανάκτησή του για τα σπίτια-κλουβιά, μικρότερα από πέντε τετραγωνικά μέτρα, που προορίζονται για τους ηλικιωμένους χωρίς σύνταξη ή για τους επισφαλώς εργαζομένους. Τώρα πλέον θίγονται και οι νέοι της μεσαίας τάξης. Μολονότι η στεγαστική κρίση δεν ξεκίνησε με την επανεκχώρηση, οι κάτοικοι του Χονγκ Κονγκ εκτιμούν ότι την επιδείνωσε η έλευση πλούσιων Κινέζων που ξεπλένουν τα χρήματά τους σε ακίνητα και εκτοξεύουν τις τιμές στα ύψη.
Επίσης, θεωρούν ότι τα νεαρά στελέχη από την ηπειρωτική χώρα, πτυχιούχοι μεγάλων αγγλικών ή αμερικανικών πανεπιστημίων, που μιλούν άπταιστα Αγγλικά, τους αρπάζουν τις πιο ενδιαφέρουσες και τις πιο προσοδοφόρες θέσεις εργασίας, ενώ για τους ίδιους οι προοπτικές εργασίας στην κινεζική επικράτεια δεν ανταποκρίνονται σε όσα προσδοκούσαν οι γονείς τους πριν από είκοσι χρόνια (6).
Σε όλη αυτή την απογοήτευση έρχεται να προστεθεί και η ανησυχία για το μέλλον. Πρωτοπόρο έως χθες στην οικονομία της αγοράς, το Χονγκ Κονγκ έχει πλέον ξεπεραστεί από την γείτονά του στα ηπειρωτικά, τη Σενζέν, τόσο από την πλευρά του παραγόμενου πλούτου όσο και από την πλευρά της τεχνολογικής δυναμικής των επιχειρήσεων που έχουν έδρα εκεί (Huawei, Tencent Holdings κ.λπ.). Η ξεχωριστή γεωγραφική περιοχή είναι ολοένα λιγότερο «ξεχωριστή»…
Ο φόβος του υποβιβασμού και οι δυσκολίες στην καθημερινή ζωή εξηγούν την τεράστια κινητοποίηση, που ξεπερνά κατά πολύ τα όρια του αποκαλούμενου «φιλοδημοκρατικού» στρατοπέδου. Μέρος των ελίτ της Κίνας έχει επίγνωση αυτού. Το βλέπουμε σε ένα άρθρο που προκαλεί έκπληξη, δημοσιευμένο ταυτόχρονα στην πολύ επίσημη «China Daily» (στα αγγλικά) και στην «China Military» (εφημερίδα του στρατού): «Πολλοί νέοι είναι δυσαρεστημένοι από αυτό που αντιλαμβάνονται ως αθέμιτο συνασπισμό μεταξύ χρήματος και εξουσίας και (…) θεωρούν την Κάρι Λαμ σύμβολο του κατεστημένου» (7). Άραγε η επικεφαλής της κυβέρνησης θα εγκαταλειφθεί από το Πεκίνο;
Προς το παρόν, η κυβέρνηση και οι εγκεκριμένοι σχολιαστές της επικεντρώνουν τις βολές τους στις ΗΠΑ, που κατηγορούνται ότι υποδαυλίζουν την εξέγερση. «Υπάρχουν σαφώς τεκμηριωμένες αποδείξεις ότι οι ομάδες διαμαρτυρίας ζητούν και λαμβάνουν την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών», επισημαίνει ο πολιτικός επιστήμονας Τζόναθαν Μάνθορπ. «Το Μέτωπο για τα Πολιτικά Ανθρώπινα Δικαιώματα (Civil Human Rights Front), που οργάνωσε τις μαζικές ειρηνικές πορείες, λαμβάνει χρηματοδότηση από το National Endowment for Democracy» (8), κάτι που επιβεβαιώνει η επίσημη ιστοσελίδα αυτής της οργάνωσης που έχει δεσμούς με τη CIA –δεν ήταν όμως το Μέτωπο που προκάλεσε τη δυσαρέσκεια. Ένας συνταξιούχος καθηγητής από το Χονγκ Κονγκ κατηγορεί, από την πλευρά του, «τις χριστιανικές Εκκλησίες που διοικούν πολλά ιδιωτικά σχολεία». Έχοντας γνωρίσει την αποικιοκρατία, δεν μπόρεσε καθόλου να χωνέψει τη βρετανική σημαία που κυμάτισε για λίγο μπροστά στο LegCo… Και στη συνέχεια προσθέτει, με μια μικρή δόση ειρωνείας: «Δεν είδαμε κανέναν από αυτούς τους δημοκράτες να υποστηρίζουν τις Φιλιππινέζες υπηρέτριες, που συγκεντρώνονταν κάθε Κυριακή διεκδικώντας τα δικαιώματά τους, ούτε τους λιμενεργάτες που απεργούσαν επί σαράντα μέρες το 2013».
Ένα πολύτιμο στρατηγικό χαρτί
Η χρηματική υποστήριξη από τα συνήθη αμερικανικά κέντρα δεν αμφισβητείται. Εν προκειμένω, η Ουάσινγκτον βρίσκεται αρκετά διχασμένη αναφορικά με τον βαθμό της παρεχόμενης στο κίνημα ενίσχυσης. Μάλλον προβληματισμένος για τις εμπορικές συμφωνίες παρά για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν πήρε θέση, εξηγώντας ότι δεν είχε «ουδεμία αμφιβολία» για την «ικανότητα του προέδρου Σι να διευθετήσει την κρίση επιδεικνύοντας ανθρωπιά» (tweet της 15ης Αυγούστου 2019). Δέχθηκε μάλιστα και επιπλήξεις. Τόσο από τους φιλοπόλεμους Ρεπουμπλικανούς, που θέλουν έρθουν σε ρήξη με την Κίνα και να ανακόψουν τις φιλοδοξίες της, όσο και από τους Δημοκρατικούς που συμμερίζονται τον ίδιο στόχο, στον οποίον επιπλέον βλέπουν την ευκαιρία να κατηγορήσουν τον πρόεδρο Τραμπ ότι αγαπά όλους τους «ανελεύθερους» του κόσμου.
Είναι δυνατό, όπως προλέγουν –ή ελπίζουν– κάποιοι από αυτούς, να υπάρξει μια νέα Τιεν Αν Μεν; Η Κίνα του σήμερα δεν μοιάζει καθόλου με εκείνη του 1989: το καθεστώς δεν αισθάνεται απειλή από την αναταραχή στο Χονγκ Κονγκ. Ο ελλιπώς πληροφορημένος πληθυσμός της ηπειρωτικής Κίνας μάλλον έχει την τάση να θεωρεί ότι τούτοι οι ταραξίες είναι κακομαθημένα παιδιά και αποφεύγει σαν την πανούκλα κάθε μορφή χάους. Επιπλέον, όπως εξηγεί ο αναλυτής Γου Τσίανγκ, πρώην καθηγητής στο πανεπιστήμιο Τσινχούα του Πεκίνου, η κινεζική κυβέρνηση «άντλησε διδάγματα από την καταστολή του 1989, προβαίνοντας σε πολλές ανταλλαγές πρακτικών με τους Δυτικούς όσον αφορά τον τρόπο διαχείρισης των πολιτικών ταραχών και των ειρηνικών διαδηλώσεων» (9). Στον τομέα της καταστολής, η Μέση Αυτοκρατορία έχει τρόπον τινά δυτικοποιηθεί… Ασφαλώς, υπάρχει πάντα η πιθανότητα κάποιας παρεκτροπής. Εντούτοις, το Πεκίνο δεν έχει συμφέρον να αντιμετωπίσει την κατάσταση επιλέγοντας τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Οικονομικά το Χονγκ Κονγκ φαίνεται λιγότερο σημαντικό από ό,τι πριν: μολονότι τα δύο τρίτα των ξένων επενδύσεων διέρχονται μέσω αυτού, το μερίδιό του στην κινεζική οικονομία έχει σημειώσει πτώση, μειούμενο από το 27% του ΑΕΠ της Κίνας το 1997 στο 3% σήμερα. Η Σανγκάη το ανταγωνίζεται στον οικονομικό τομέα, η Σενζέν στον τομέα της καινοτομίας.
Ωστόσο, από πολιτικής άποψης, η πολιτεία παραμένει στρατηγική. Μια αυταρχική και βίαιη ποδηγέτηση θα έριχνε νερό στον μύλο των αυτονομιστών της Ταϊβάν, λίγους μήνες πριν από τις προεδρικές και τις βουλευτικές εκλογές του ερχόμενου Ιανουαρίου και θα νομιμοποιούσε την προσέγγιση που βρίσκεται σε εξέλιξη μεταξύ του Τραμπ και της προέδρου της Ταϊβάν Τσάι Ινγκ-ουέν. Πάντως, τόσο για τους στρατιωτικούς όσο και για τους πολίτες της Κίνας, η Ταϊπέι είναι πολύ πιο σημαντική από την πρώην βρετανική αποικία. Επιπλέον, μια αιματοχυσία στο Χονγκ Κονγκ θα κατέστρεφε τις προσπάθειες διπλωματικού ανοίγματος του Σι, του οποίου οι νέοι δρόμοι του μεταξιού (Belt and Road Initiative, BRI) και η ισχυρή παρουσία στη Θάλασσα της Κίνας προκαλούν ήδη ανησυχία στους γείτονές του. Μπορεί ορισμένοι στην Ουάσινγκτον να θεωρούν ότι οι διεθνείς κυρώσεις που θα ακολουθούσαν θα αποτελούσαν αποτελεσματικά όπλα στον οικονομικό πόλεμο, εντούτοις ξεχνούν ότι η αμερικανική και η κινεζική οικονομία είναι πλέον αλληλοεξαρτώμενες. Σε μια περίοδο όπου οι αγορές είναι ήδη ταραγμένες, δεν είναι βέβαιο ότι ο Τραμπ θέλει να αναλάβει ένα τέτοιο ρίσκο πριν από τη λήξη της θητείας του.
Από την πλευρά της Κίνας, ο φόβος δεν είναι μικρότερος. Έτσι, οι «Global Times», που ποτέ δεν χάνουν την ευκαιρία να απαξιώσουν τους διαδηλωτές, καταγγέλλοντας ότι στον καθέναν τους βλέπουν μια μαριονέτα στα χέρια της Ουάσινγκτον, προειδοποίησαν παρ’ όλα αυτά για τον κίνδυνο μιας ένοπλης επέμβασης. «Τι θα συνέβαινε μετά;», αναρωτιέται ο αρχισυντάκτης τους Χου Σιντζίν. «Το Χονγκ Κονγκ δεν διαθέτει ούτε τις δυνάμεις ούτε τους μηχανισμούς [για να συνεχίσει μόνο του]. Αυτό θα επέφερε τεράστιο πολιτικό κόστος (…). Η κοινή γνώμη στο Χονγκ Κονγκ δεν θα συμφωνούσε.» Ωστόσο, όπως γνωρίζουμε εκ πείρας, η ορθολογικότητα στην πολιτική δεν είναι πάντα διασφαλισμένη.