Στις 16 Αυγούστου 1819, στο Μάντσεστερ, μια συγκέντρωση, με άδεια από τις αρχές, συγκεντρώνει περίπου εξήντα χιλιάδες άτομα που διεκδικούν την κατοχύρωση της καθολικής ψηφοφορίας για τους άνδρες. Σ’ αυτήν την μεγαλύτερη διαδήλωση που οργανώθηκε μέχρι τότε στην πόλη συμμετέχουν αρκετές χιλιάδες γυναίκες και παιδιά. Μετά από εντολή των ειρηνοδικών (αξίωμα που καταλάμβαναν οι τοπικοί προύχοντες), η πορεία καταστέλλεται από την έφιππη πολιτοφυλακή (Yeomanry), με τη συνδρομή του τακτικού στρατού. Το πυκνό πλήθος, αφού περιορίστηκε σε έναν ανοιχτό τριγωνικό χώρο περιβαλλόμενο από κτίρια που αποκαλείται St Peter’s Field, με τον στρατό να έχει αποκλείσει ένα μέρος της πρόσβασης, βρίσκεται στο έλεος των σπαθιών των στρατιωτών και των οπλών των αλόγων.
Βρίσκεται σε ακόμα πιο ευάλωτη θέση επειδή ο Χένρυ Χαντ, δεινός ριζοσπάστης ρήτορας, που κατέφθασε ειδικά για τη συγκέντρωση, συμφώνησε να είναι ο κεντρικός ομιλητής υπό τον όρο ότι κανείς δεν θα διαδηλώσει οπλισμένος. Είναι αποφασισμένος να διαψεύσει τις αρχές, που φοβούνται μια πιθανή εξέγερση, και υποστηρίζει ότι μόνο ο ειρηνισμός και η προσήλωση στον νόμο επιτρέπουν την προώθηση των αιτημάτων. Ενάντια στη γνώμη άλλων τοπικών ριζοσπαστών ηγετών, που συνιστούσαν στους διαδηλωτές να φέρουν ρόπαλα για την άμυνά τους –όπως ο Σάμιουελ Μπάμφορντ, που σύντομα θα καταδικαστεί σε φυλάκιση ενός έτους– οι μαγκούρες και τα μπαστούνια μένουν στην άκρη. Το πλήθος που συνωθείται στο St Peter’s Field είναι εφοδιασμένο μονάχα με λάβαρα, κλαδιά ελιάς, τα χαρακτηριστικά κόκκινα σκουφιά της Γαλλικής Επανάστασης και λίγο πρόχειρο φαγητό.
Ο Χαντ μόλις και μετά βίας προλαβαίνει να εκστομίσει μερικές φράσεις από την αυτοσχέδια εξέδρα –δύο κάρα ενωμένα. Οι ειρηνοδίκες, που παρακολουθούν τη σκηνή από τα παράθυρα ενός γειτονικού οικήματος, δίνουν εντολή στους αστυνομικούς να τον συλλάβουν, προστάζουν τους «στασιαστές» να διαλυθούν και εξαπολύουν εναντίον τους την έφιππη πολιτοφυλακή, που σύντομα ενισχύεται από ένα σύνταγμα Ουσάρων. Η έφοδός τους και η αναταραχή που ακολουθεί έχουν ως αποτέλεσμα τον θάνατο δεκαέξι έως δεκαοκτώ διαδηλωτών και πάνω από εξακόσιους πενήντα τραυματίες, εκ των οποίων περίπου το ένα τέταρτο γυναίκες. Ίσως επειδή ανακαλούσαν το φάντασμα των Γαλλίδων επαναστατριών, κατέστησαν πρωταρχικός στόχος της πολιτοφυλακής. Το γεγονός σύντομα θα βαπτιστεί «Σφαγή του Πίτερλου» («Peterloo», μια αναφορά στη μάχη του Βατερλό, «Waterloo» στα αγγλικά) από τον Τύπο ολόκληρης της χώρας, που συγκλονίζεται απέναντι στην βάναυση προσβολή των ελευθεριών της έκφρασης και της συνάθροισης. Η κυβέρνηση θα απαντήσει με την υιοθέτηση έξι νέων νόμων που περιστέλλουν ακόμη περισσότερο αυτές τις ελευθερίες και αυξάνουν τη φορολογία στον Τύπο –ένας τρόπος να κρατηθούν μακριά από τα νοικοκυριά της εργατικής τάξης οι ριζοσπαστικές εφημερίδες.
Υπό τις συνθήκες αυτές, ο ριζοσπάστης εκδότης Λι Χαντ δεν τολμά να δημοσιεύσει το ποίημα που συνέθεσε για να δοξολογήσει τους διαδηλωτές του Πίτερλου ο ποιητής Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ, τότε αυτοεξόριστος στην Ιταλία. Οι τελευταίοι στίχοι του αντηχούν σαν προτροπή στη συλλογική δράση: «Σηκωθείτε, σαν λιοντάρια μετά τον λήθαργο / Σε ανίκητες μυριάδες / Στο χώμα ξετινάξτε τις αλυσίδες, σαν την πάχνη / Που την ώρα του ύπνου πάνω σας κατάκατσε: / Εσείς είστε πολλοί – αυτοί είναι λίγοι» (1). Δημοσιευμένη το 1832, δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του ποιητή, η Μάσκα της Αναρχίας συνέβαλε στην καταγραφή της σφαγής ως ένα γεγονός-ορόσημο στην ιστορία της αγγλικής Αριστεράς, όπως ακριβώς τα Απομνημονεύματα του Μπάμφορντ ιστορούν το Πίτερλου μέσα από τα μάτια του (2) ή όπως οι γκραβούρες, τα παράσημα, οι τσαγιέρες και τα μαντήλια διατηρούν ζωντανή τη μνήμη του. Οι μάρτυρες του Πίτερλου τιμήθηκαν ήδη από τη δεκαετία του 1830, στις συνελεύσεις του νέου τότε κινήματος των Χαρτιστών (που διεκδικούσε, μεταξύ άλλων, την κατοχύρωση της καθολικής ψηφοφορίας των ανδρών), αλλά και στις στήλες της εφημερίδας τους, «The Northern Star». Η σκηνή της σφαγής, συχνά συνοδευμένη από στίχους του Σέλλεϋ, απεικονίζεται εξίσου στα λάβαρα των συνδικάτων κατά τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις του 20ού αιώνα. Το σύνθημα του Εργατικού Κόμματος της περιόδου Κόρμπιν «Για τους πολλούς, όχι για τους λίγους» αντηχεί απευθείας την τελευταία στροφή της «Μάσκας της Αναρχίας».
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για δύο ανταγωνιστικές εκδοχές του συμβάντος. Από τη μία πλευρά, είναι το πολιτικό Πίτερλου των Χαντ και Σέλλεϋ, αποφασιστική στιγμή στην ιστορία της αγγλικής δημοκρατίας, με την έννοια του λαϊκού αγώνα απέναντι σε μια δεσποτική και διεφθαρμένη κυβέρνηση, με στόχο την προάσπιση των ελευθεριών της έκφρασης και της συνάθροισης, αλλά και τη μεταρρύθμιση του κοινοβουλευτικού συστήματος: μόνο το 4% του πληθυσμού έχει τότε δικαίωμα ψήφου, ενώ η προσφάτως ανεπτυγμένη πόλη του Μάντσεστερ δεν έχει ακόμη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Το Πίτερλου, υπό αυτό το πρίσμα, είναι βεβαίως μια χαμένη μάχη, αλλά σε έναν πόλεμο υπέρ της καθολικής ψηφοφορίας που τελικά θα αποβεί νικηφόρος. Είναι μια πρόσκαιρη οπισθοδρόμηση που λαμβάνει χώρα μεταξύ της δημοσίευσης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Τόμας Πέιν, το 1791, και της Μεγάλης Μεταρρύθμισης του 1832, που επεκτείνει το δικαίωμα ψήφου στην αστική τάξη, πριν άλλες μεταρρυθμίσεις (του 1867, του 1884 και του 1918) το χορηγήσουν προοδευτικά στους εργάτες και κατόπιν στις γυναίκες.
Από την άλλη πλευρά, είναι το Πίτερλου των λαβάρων των συνδικάτων, αποτυπωμένο στη συλλογική μνήμη ως ένα θεμελιώδες επεισόδιο στην ιστορία της αγγλικής εργατικής τάξης: οι διαδηλωτές είναι κατά κύριο λόγο εργάτες κλωστοϋφαντουργίας, σε μια περιοχή που αποτελεί μία από τις εστίες της βιομηχανικής επανάστασης και όπου αναπτύσσεται, μετά τα τέλη του 18ου αιώνα, η μηχανοποιημένη παραγωγή βαμβακιού σε εργοστάσια. Κάποιοι από αυτούς είναι εργάτες. Άλλοι, όπως o Μπάμφορντ, τεχνίτες που απειλούνται από την ανάπτυξη της βιομηχανίας αυτής. Ταυτόχρονα, οι συνθήκες εργασίας και διαβίωσης διαρκώς χειροτερεύουν μετά το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων, όταν επέρχεται αύξηση των τιμών και των φόρων, καθώς και ανεργία για τους αποστρατευθέντες στρατιώτες. Άρα το Πίτερλου εκφράζει επίσης τη δυσαρέσκεια της εργατικής τάξης, ως συνέχεια –με μια μορφή πιο ειρηνική και συνταγματική– των εξεγέρσεων πείνας και των επιθέσεων των Λουδιτών στις μηχανές κλωστοϋφαντουργίας που σημάδεψαν τις αρχές της δεκαετίας του 1810. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, η πολιτοφυλακή επέδειξε πολύ μεγαλύτερο ζήλο στο κυνήγι των διαδηλωτών από τους Ουσάρους. Αξίζει να σημειωθεί πως το σώμα της πολιτοφυλακής είχε δημιουργηθεί μόλις δύο χρόνια πριν, με πρωτοβουλία των επιφανών της πόλης και απαρτιζόταν από βιομηχάνους, δικηγόρους και εμπόρους. Έτσι, η καταστολή αντιπαρέταξε με εμφανέστατο τρόπο τους αστούς απέναντι στους εργάτες και, ως τέτοια, συνέβαλε στην ανάπτυξη μιας ταξικής συνείδησης συγκεκριμένα εργατικής.
Αγώνας για το δικαίωμα ψήφου ή ταξικός πόλεμος, η αμφιθυμία απέναντι στο Πίτερλου είναι εγγενής στο γεγονός. Σε μια εποχή όπου τα συνδικάτα –που εξομοιώνονται με μυστικές αδελφότητες– είναι απαγορευμένα (η συμμετοχή σε αυτά επιφέρει εξορία στην Αυστραλία) και όπου το ριζοσπαστικό κίνημα –που συσπειρώνει στις τάξεις του τους αποκλεισμένους από την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση– αγωνίζεται για τη μεταρρύθμιση του κοινοβουλευτικού συστήματος, η εργατική διαμαρτυρία παίρνει συχνά τη μορφή μιας πολιτικής διεκδίκησης για το καθολικό δικαίωμα ψήφου και για τη δημοκρατία. Έτσι ώστε το Πίτερλου, όπως και το κίνημα του Χαρτισμού στις επόμενες δεκαετίες, να εμφανίζεται σαν ένα εργατικό συλλαλητήριο που δεν εκφράζει καμία γνήσια εργατική διεκδίκηση.
Η αμφιθυμία ήταν ολοφάνερη στις αντιφατικές ερμηνείες που ανέδειξαν οι εορτασμοί για την επέτειο των διακοσίων χρόνων από το γεγονός, το καλοκαίρι του 2019. Ομολογουμένως, το Μάντσεστερ τίμησε μεγαλοπρεπώς την επέτειο. Εκεί όπου, μέχρι πρότινος, μόνο μια μπλε πλακέτα (πλέον κόκκινη) και ορισμένες προθήκες του Μουσείου Λαϊκής Ιστορίας κρατούσαν ζωντανή τη μνήμη του Πίτερλου, ανατέθηκε στον καλλιτέχνη Τζέρεμυ Ντέλλερ η ανέγερση ενός μνημείου, ενώ όλα τα μουσεία και οι βιβλιοθήκες της πόλης διοργάνωσαν εκθέσεις αφιερωμένες στη σφαγή. Στις αφίσες που προανήγγειλαν τους εορτασμούς, η λέξη Peterloo ήταν γραμμένη με λευκά γράμματα σε μαύρο φόντο, με το πρώτο «ο» να έχει αντικατασταθεί από ένα κρανίο, δίνοντας την αίσθηση πειρατικής σημαίας. Διοργανώθηκαν επίσης προβολές του Πίτερλου, ταινίας εποχής του 2019, σε σκηνοθεσία του καταγόμενου από την περιοχή Μάικ Λι, στην οποία εξιστορεί τα γεγονότα μέσα από τα μάτια μιας φανταστικής οικογένειας εργατών του Μάντσεστερ.