«Τα μέτρα που θα έπρεπε να ληφθούν, δύσκολα θα γίνονταν αποδεκτά. Μπορούμε να πούμε ότι ο αγώνας ενάντια στην κλιματική αλλαγή είναι αντίθετος με τις ατομικές ελευθερίες και, συνεπώς, αναμφίβολα αντίθετος με τη δημοκρατία», δηλώνει ο κλιματολόγος Φρανσουά-Μαρί Μπρεόν (1). «Εγώ δεν ισχυρίζομαι ότι κατέχω τις λύσεις [για την αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη]. Υπάρχουν ειδικοί που έχουν πολύ περισσότερες γνώσεις από εμένα», εξηγεί από την πλευρά του ο αστροφυσικός Ωρελιέν Μπαρό, πριν προσθέσει ότι, αν είναι σίγουρος για κάτι, αυτό είναι η αναγκαιότητα να ληφθούν «μέτρα καταναγκασμού, αντιδημοφιλή, αντίθετα με τις ατομικές ελευθερίες» (2). Ο πειρασμός να υποτάξουμε τη δημοκρατία στις επιταγές της κλιματικής αλλαγής αρχίζει να διαχέεται υπόκωφα, σαν την άχρωμη, ουδέτερη μουσική που ακούγεται στα ασανσέρ και στους δημόσιους χώρους. «Ενώ για πολύ καιρό αποτελούσε ταμπού, η ιδέα της αναγκαιότητας των περιορισμών, της λήψης αντιδημοφιλών μέτρων, αρχίζει να εξαπλώνεται», παρατηρεί ο δημοσιογράφος Στεφάν Φουκάρ. Και καταλήγει: «Το δίλημμα είναι ζοφερό: να παραιτηθούμε από τη σημερινή μορφή της δημοκρατίας για να περιορίσουμε την υπερθέρμανση ή να περιμένουμε ώσπου η κλιματική αλλαγή καταλύσει τη δημοκρατία;» (3).
Αντίθετα με όσα υποστηρίζουν οι λιγοστοί επιστήμονες που υπογράφουν κείμενα διαμαρτυρίας στο «Valeurs Actuelles» (4), η κλιματική αλλαγή είναι μια πραγματικότητα. Ας αναρωτηθούμε λοιπόν για την πραγματική εμβέλεια της ρητορικής που εξαρτά τη δημοκρατία –δηλαδή μία από τις θεμελιώδεις εκφράσεις των ελευθεριών μας– από το περιβάλλον. Βέβαια, δεν τίθεται διόλου θέμα «πράσινης δικτατορίας»: οι εκλογές θα παραμείνουν το άλφα και το ωμέγα της άσκησης της εξουσίας, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο. Αντίθετα, η επιβολή περιοριστικού πλαισίου στη δημοκρατία αρχίζει να αποτελεί αντικείμενο συγκεκριμένων μέτρων, συχνά υιοθετούμενων δίχως πραγματική συζήτηση, λόγω των πιέσεων που ασκεί ο κατεπείγων χαρακτήρας της κλιματικής αλλαγής. Στη Γαλλία, η Χάρτα του Περιβάλλοντος συγκαταλέγεται από το 2005 στο προοίμιο του Συντάγματος, στο ίδιο εδάφιο με τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη. Το 2018, η Επιτροπή Νόμων του γαλλικού Κοινοβουλίου πρότεινε να γίνει ένα ακόμα βήμα και να ενταχθεί ο αγώνας «εναντίον των κλιματικών αλλαγών» στο πρώτο άρθρο του Συντάγματος, προσδίδοντάς του ίση αξία με τον «αδιαίρετο, ουδετερόθρησκο, δημοκρατικό και κοινωνικό» χαρακτήρα της Γαλλικής Δημοκρατίας και τοποθετώντας τον έτσι στην κορυφή της ιεραρχίας των κανόνων που ορίζουν το πλαίσιο των θεσμών.
Η συγκρότηση, στις 4 Οκτωβρίου 2019, της Συνέλευσης των Πολιτών για το Κλίμα (CCC) αποτελεί τη συμπύκνωση των δημοκρατικών ασαφειών αυτής της ρητορικής, που επιφανειακά φέρει τη σφραγίδα της κοινής λογικής και της «ανάγκης να αναλάβουμε δράση προτού να είναι υπερβολικά αργά». Η συγκρότηση της CCC αποφασίστηκε από τον πρόεδρο Εμμανουέλ Μακρόν μετά τη λήξη του Μεγάλου Εθνικού Διαλόγου. Ο σκηνοθέτης και συγγραφέας Συρίλ Ντιόν, εγγυητής –μαζί με τις Ανν Φραγκό (διευθύντρια των υπηρεσιών πολιτισμού και κοινωνικών υποθέσεων της Βουλής) και Μισέλ Καντί (επίτιμη γενική διευθύντρια των υπηρεσιών της Γερουσίας)– της καλής διοργάνωσης της CCC, προσδιορίζει ως εξής τον στόχο: «Το μοντέλο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας μας δεν μας επιτρέπει να λάβουμε τα ριζοσπαστικά μέτρα που είναι αναγκαία για να αντιμετωπίσουμε τις σημερινές προκλήσεις». Το κλειδί της επιτυχίας, κατ’ αυτόν, βρίσκεται στη δημιουργία χώρων διαβούλευσης, μέσα από τους οποίους θα προβάλλουν λύσεις που στη συνέχεια θα υιοθετηθούν από τις δημόσιες αρχές. Έτσι, δηλώνει πραγματικά ενθουσιασμένος από την έναρξη της CCC. Τα 150 μέλη της Συνέλευσης θα κληρωθούν τυχαία από τον τηλεφωνικό κατάλογο και θα συμμετέχουν κάθε έξι εβδομάδες σε συναντήσεις με ειδικούς, που θα τους παρουσιάζουν τα προς ρύθμιση ζητήματα. Στη συνέχεια, εναπόκειται στο Κοινοβούλιο να υιοθετήσει και τυπικά τα μέτρα ή στους ψηφοφόρους να λάβουν μια απόφαση. Ο Ντιόν διευκρινίζει: «Το στοίχημά μας συνίσταται στη δημιουργία ενός “από τα μέσα” συσχετισμού δυνάμεων με την κυβέρνηση. Στη διαμόρφωση προτάσεων εντός ενός πλαισίου εγκεκριμένου από την κυβέρνηση, και στη συνέχεια στη διασφάλιση της διεξαγωγής ενός δημοψηφίσματος».
Αυτή η εκ πρώτης όψεως λογική θεώρηση παίρνει ως δεδομένα ορισμένα πράγματα που στην πραγματικότητα δεν είναι διόλου έτσι. Κατά πρώτον, αδυνατούμε να φανταστούμε χάρη σε ποιο θαύμα κάποιοι τυχαία κληρωμένοι πολίτες θα βρεθούν ξαφνικά απαλλαγμένοι από όλα τα σύμφυτα με την κοινωνική ζωή μειονεκτήματα: να γίνουν δηλαδή απρόσβλητοι από τη διαφθορά, αδιάφοροι απέναντι σε παραπλανητικούς συλλογισμούς, ανιδιοτελείς μέχρι το μεδούλι κ.λπ. Εξάλλου, οι αρετές που αποδίδονται στην κλήρωση εδώ δεν είναι και τόσο ορατές, όταν γνωρίζουμε ότι, στην προεπιλογή ανάμεσα σε 250.000 αριθμούς τηλεφώνου (5), η τύχη επέλεξε και τον Ντανιέλ Κον Μπεντίτ (6) (αρνήθηκε να συμμετάσχει υποστηρίζοντας ότι δεν έχει αρκετό χρόνο). Κατά δεύτερον, στο όνομα τίνος αποδίδεται σε μια συνέλευση πολιτών που προέκυψε τυχαία, άρα χωρίς λαϊκή εντολή, η εξουσία επηρεασμού πολιτικών αποφάσεων λαμβανόμενων από αρχές που έχουν προκύψει από καθολική ψηφοφορία; Γιατί, όσο κι αν οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι διατηρούν την εξουσία της λήψης αποφάσεων, θα μπορούν άραγε στ’ αλήθεια να παρακάμψουν τη φιλική πρόταση που θα έχει διατυπώσει η CCC, όπως θα εμφανίζεται στολισμένη με όλες τις αρετές της «δημοκρατίας new look» και όπως θα λιβανίζεται θορυβωδώς από τα μέσα ενημέρωσης; Εκτός του ότι ενδέχεται να τιμωρηθούν από την κάλπη, κινδυνεύουν πλέον να βρεθούν και ενώπιον της δικαιοσύνης. Ήδη, ορισμένες οργανώσεις, με την υποστήριξη προσωπικοτήτων από τον κόσμο των τεχνών, προσπαθούν, χάρη στην ηλεκτρονική πλατφόρμα L’Affaire du siècle («Η υπόθεση του αιώνα») (7) να οδηγήσουν το κράτος ενώπιον της δικαιοσύνης κατηγορώντας το για «αδράνεια απέναντι στην απορρύθμιση του κλίματος».
Αν η δημοκρατία είναι συμβατή από την ίδια της τη φύση με την επιβολή περιορισμών στους πολίτες στο όνομα του συλλογικού συμφέροντος, στην προκειμένη περίπτωση η αβεβαιότητα προκύπτει από την πεποίθηση για την ύπαρξη ενός αντικειμενικού ορισμού της οικολογικής προόδου, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψη η οικονομική ανάλυση και οι συσχετισμοί των κοινωνικών δυνάμεων. Γι’ αυτό η CCC αποδίδει καίριο ρόλο στους «ειδικούς», οι οποίοι επιφορτίζονται το καθήκον να επιτρέψουν την ανάδειξη των «βέλτιστων» λύσεων, δηλαδή εκείνων που στηρίζονται σε ένα είδος επιστημονικής αλήθειας. Ωστόσο, «η έννοια της “οικολογικής προόδου” δεν έχει νόημα», εξηγεί η ιστορικός Βαλερί Σανσιγκό. «(…) Εάν δεν στοχαστούμε πάνω στην κοινωνική αρχιτεκτονική που επιθυμούμε, τότε η οικολογία μοιάζει με ένα είδος πανοπλίας που οποιοσδήποτε μπορεί να φορέσει. Εδώ και δύο αιώνες, συναντάμε αναφορές στη Φύση και στον σεβασμό της λίγο-πολύ σε όλους τους πολιτικούς χώρους, από την άκρα Δεξιά (που βλέπει σε αυτήν το θεμέλιο της ταυτότητας των λαών) έως τους αναρχικούς, για τους οποίους η διαφύλαξη του περιβάλλοντος βρίσκεται στη ρίζα της απαίτησης για κοινωνική πρόοδο και ισότητα, και βεβαίως σε όλους τους πιο μετριοπαθείς που βρίσκονται ανάμεσα σε αυτό το φάσμα. Αφ’ εαυτής, η διακήρυξη ότι θα σεβαστούμε τη Φύση δεν σημαίνει τίποτα» (8).
Για παράδειγμα, ο περιορισμός των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου αποτελεί ένα πολιτικό ζήτημα στο οποίο εμπλέκονται πολλοί διαφορετικοί τομείς της οικονομίας, τόσο η παραγωγή ενέργειας (ηλεκτρισμός, θέρμανση) και καυσίμων (αυτοκίνηση, εναέριες και θαλάσσιες μεταφορές) όσο και η εκμετάλλευση δασών, η γεωργία και η εντατική κτηνοτροφία. Ο προσδιορισμός των αποτελεσματικότερων μέτρων και η σειρά των προτεραιοτήτων δεν προκύπτει αυθόρμητα. Δεν αρκεί η επίκληση του εξαναγκασμού: θα πρέπει να πούμε τι ακριβώς –και ποιους– θα αφορά ο εξαναγκασμός. Λόγου χάρη, μετά από δεκαετίες τρέλας οφειλόμενης στις μεταφορές, των οποίων οι χαμηλές τιμές αγνοούν το κόστος της καταστροφής του περιβάλλοντος, μόλις τώρα αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε για τις ζημιές που προκαλεί ο μαζικός τουρισμός.
Επιπλέον, η εμπειρία αποδεικνύει ότι η ετυμηγορία των «ειδικών» δεν είναι απαλλαγμένη από συγκεκριμένους προσανατολισμούς, όπως φανερώνει, στο οικονομικό και χρηματοοικονομικό πεδίο, η φιλελεύθερη ομοφωνία όσων ρητορεύουν στα πλατό της τηλεόρασης, στα υπουργικά γραφεία ή στους διεθνείς θεσμούς. Πολλοί φόβοι πυροδοτούνται στο άκουσμα της είδησης ότι ανάμεσα στις δώδεκα «αμερόληπτες» προσωπικότητες που είναι επιφορτισμένες με την επιλογή των ειδικών της CCC συγκαταλέγεται η Κατρίν Τισσό-Κολ, διευθυντικό στέλεχος της Eramet, μιας ιδιαίτερα ρυπογόνας πολυεθνικής του τομέα των εξορύξεων (9). Θα μπορούσαμε να φανταστούμε μερικούς πολύ πιο ουδέτερους μέντορες… Κατάλληλα πλαισιωμένη, η CCC συμμετέχει στον κατασκευή της ψευδοσυναίνεσης που αποφεύγει να θίξει τα οικονομικά και τα χρηματοοικονομικά συμφέροντα. Έτσι, «γινόμαστε μάρτυρες μιας σουρεαλιστικής δημοκρατικής δημαγωγίας, καθώς γνωρίζουμε ήδη πώς να απαντήσουμε στα ερωτήματα που τίθενται» (10), εκτιμά ο Αλέν Μπουγκραίν-Ντυμπούρ, μέλος του Οικονομικού, Κοινωνικού και Περιβαλλοντικού Συμβουλίου (11).
Με τον τρόπο που διαχέεται στα μέσα ενημέρωσης, η ρητορική περί κλιματικής αλλαγής εγκαταλείπει ανεπαίσθητα τον κόσμο της επιστήμης και της σκέψης (όπου έχει οικοδομηθεί πάνω σε στέρεα θεμέλια) για να εγκατασταθεί στον κόσμο της δοξασίας, με αλήθειες κοινωνικά προκαθορισμένες, απαλλαγμένες από την κριτική σκέψη. Η Γκρέτα Τούνμπεργκ, που σήμανε συναγερμό και κατόρθωσε να προσελκύσει την προσοχή των ηγετών του κόσμου, μετατρέπεται στην προκειμένη περίπτωση σε ένα είδος Μπερναρντέτ Σουμπιρού (12) της μεταμοντέρνας εποχής, οργανώνοντας γιγάντιες λιτανείες ανά τον κόσμο χωρίς ποτέ να λέει ούτε μια λέξη για τις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου και τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον.
Όταν δείχνουμε με το δάχτυλο τις ευθύνες του ανθρώπου (μιλώντας για την Ανθρωπόκαινο [13]), αποσιωπούμε πολύ βολικά την ευθύνη του παραγωγισμού ή του τρόπου παραγωγής (14), προς όφελος ενός είδους «ενιαίας σκέψης» του αγώνα ενάντια στην κλιματική αλλαγή, που εξωραΐζει τον πράσινο καπιταλισμό. Όπως συνοψίζει ο οικονομολόγος Πιέρ-Υβ Γκομέζ, «όταν στο ανθρώπινο ον εντοπίζονται ορισμένα έμφυτα αμαρτήματα, το αποτέλεσμα είναι να απαλλασσόμαστε από τον κόπο (ή το καθήκον) να ασκήσουμε κριτική στην κατανάλωση, στην παραγωγή και στις αλληλεπιδράσεις μέσα στον συγκεκριμένο κοινωνικό κόσμο στον οποίο ζούμε εδώ και τώρα» (15). Εντούτοις, ο Νικολά Υλό, συναινετική φιγούρα του οικολογικού κινήματος (16) που ασκεί κριτική στις ζημιές εξαιτίας του «άγριου καπιταλισμού», εκτιμά ότι οι προσπάθειες σε ατομικό επίπεδο θα μπορούσαν να μας επιτρέψουν «να διανύσουμε το 20% του δρόμου που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων της αποτροπής της κλιματικής αλλαγής» (17). Εάν πάρουμε τοις μετρητοίς αυτόν τον αριθμό, γιατί οι δημόσιες αρχές δεν στρέφονται κατά προτεραιότητα στο 80% που τις αφορά άμεσα; «Δείχνοντας τον δρόμο στο ατομικό επίπεδο, ο στόχος μας είναι να ενθαρρύνουμε τους πολιτικούς παράγοντες να προχωρήσουν παραπέρα», απαντά ο Υλό. Μετάφραση: οι πολίτες οφείλουν, με την πειθαρχία και τη γεμάτη συντριβή μετάνοιά τους, να δώσουν το παράδειγμα στους ισχυρούς οι οποίοι, από την πλευρά τους, δεν υφίστανται κανέναν καταναγκασμό. Υπάρχει άραγε μεγαλύτερη άγνοια του κοινωνικού και οικονομικού συσχετισμού δυνάμεων;
Οι επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη και της μεγάλης κλίμακας ρύπανσης φαντάζουν τόσο τρομακτικές –και όντως είναι– ώστε ωθούν στο προσκήνιο τερατώδεις ιδέες. Αναμφίβολα, όλοι όσοι –μειοψηφικοί για την ώρα– προτείνουν επίμονα την αμφισβήτηση των ελευθεριών, φαντάζονται ότι οι περιορισμοί που θα επιβάλουν θα περιορίζουν τις ελευθερίες των άλλων. Ο περιορισμός του μαζικού τουρισμού, λόγου χάρη με τη μείωση του τονάζ των κρουαζιερόπλοιων ή με την αύξηση του κόστους των μεταφορών, δεν θα πλήξει τις εύπορες τάξεις, καθώς αυτές θα βρουν άλλους τρόπους για να κάνουν τον γύρο του κόσμου. «Ένας κόσμος πιο δίκαιος θα ήταν ένας κόσμος πιο άσχημος», έλεγε ένας δισεκατομμυριούχος σε μια παραλία των Βαλεαρίδων Νήσων παρατηρώντας ένα ασφυκτικά γεμάτο κρουαζιερόπλοιο. Με άλλα λόγια, εάν αυτό είναι το τίμημα για τη σωτηρία του περιβάλλοντος (και όντως είναι), ας περιορίσουμε τις χαρές της τουριστικής ανακάλυψης μονάχα στους ιδιοκτήτες των γιοτ. Οι οικονομολόγοι Ζαν-Μαρί Αριμπέ και Πιέρ Καλφά υπενθυμίζουν ότι το νέο «κοινωνικό φαντασιακό» που είναι αναγκαίο για την προστασία του πλανήτη δεν θα μπορούσε να γεννηθεί δίχως έναν σφαιρικό στοχασμό γύρω από τη «θέσμιση μιας ριζικά διαφορετικής κοινωνίας» (18).
Η εικόνα ενός θηρευτή «Homo
sapiens»
Έτσι, τα οικολογικά επιχειρήματα θα μπορούσαν να μετατραπούν σε εργαλείο πειθάρχησης στην υπηρεσία της κυρίαρχης τάξης, η οποία θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει για να καλλιεργήσει αισθήματα ενοχής στον πληθυσμό. Επιπλέον, επιτρέπει να ανοιχθεί ένα ρήγμα στη δημοκρατία, τη στιγμή όπου αυτή ήδη αμφισβητείται από ένα τμήμα των ελίτ, που κατηγορεί τον λαό ότι ψηφίζει λάθος. Έτσι, ο Τιερύ Πες, γενικός διευθυντής της δεξαμενής σκέψης Terra Nova (19), που κινείται στο χώρο μεταξύ Σοσιαλιστικού κόμματος και Μακρόν, δηλώνει ότι «οι λαϊκισμοί στηρίζονται στην εξιδανίκευση της καθολικής ψηφοφορίας. Ο Μπολσονάρο, ο Όρμπαν και ο Πούτιν δεν είναι τίποτε άλλο από προϊόντα εκλογών. Έξω από τις εκλογές, δεν υπάρχει νομιμοποίηση, ούτε για τον Τύπο ούτε για τη δικαιοσύνη ούτε για τους ενδιάμεσους κοινωνικούς φορείς» (20). Με τους καλοπροαίρετους εμπειρογνώμονές της και τις «αντικειμενικές» αλήθειες της, η CCC λειτουργεί ως ένα μικρό εργαστήριο αυτής της «δημοκρατίας της διαβούλευσης», η οποία αποδεικνύεται εξαιρετικά καθησυχαστική για όσους έχουν στα χέρια τους την εξουσία.
Μια ιδέα της μόδας ευνοεί την αντιδραστική (αντιδημοκρατική και αντικοινωνική) εργαλειοποίηση του οικολογικού ζητήματος. Σύμφωνα με αυτήν, το ανθρώπινο όν είναι από τη φύση του κακό: ευθύνεται για τα δεινά του πλανήτη και του αξίζει ο εξανδραποδισμός. Χωρίς να υπεισέλθουμε σε φιλοσοφική συζήτηση περί της ύπαρξης ανθρώπινης φύσης, είναι άραγε το ανθρώπινο ον –απλά και μόνο επειδή είναι ένας θηρευτής Homo sapiens– υπεύθυνο για την κλιματική αλλαγή, ή μήπως γι’ αυτήν ευθύνεται λόγου χάρη ο βιομηχανικός πολιτισμός, που επιβλήθηκε σε βάρος του αγροτικού πολιτισμού, ο οποίος ήταν –εξ ανάγκης– πιο συντονισμένος με τη φύση; Οι προοδευτικοί διανοητές, ιδίως εκείνοι του Διαφωτισμού, διακρίνονταν για την αισιοδοξία τους σχετικά με την ικανότητα του ανθρώπου να βελτιώνεται, κυρίως χάρη στην εκπαίδευση και στην ανάπτυξη του κριτικού πνεύματος. Αντίθετα, οι αντιδραστικοί αμφισβητούσαν κάθε ιδέα προόδου και ανέπτυσσαν ένα απαισιόδοξο όραμα για τον άνθρωπο, τον οποίο θεωρούσαν ανεπανόρθωτα εγωιστή και επιδιδόμενο μονάχα σε ιδιοτελείς υπολογισμούς. Άραγε τα κλιματικά διακυβεύματα θα τους χαρίσουν μια αναπάντεχη δικαίωση;