Στις 17 Οκτωβρίου 2019, ο υπουργός Τηλεπικοινωνιών του Λιβάνου Μοχάμαντ Σουκέρ αποφασίζει να εισαγάγει έναν μηνιαίο φόρο 2 δολαρίων (1,80 ευρώ) –τον αποκαλούμενο «φόρο WhatsApp»– σε όλες τις δωρεάν τηλεφωνικές εφαρμογές. Το ίδιο βράδυ, εκατοντάδες νεαροί διαδηλωτές, κυρίως από τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, κατεβαίνουν στους δρόμους των μεγάλων αστικών κέντρων. Την επομένη, αποκλείουν τις κεντρικές αρτηρίες της χώρας και οργανώνουν καθιστικές διαμαρτυρίες σε χώρους με υψηλό συμβολισμό, όπως η πλατεία Μαρτύρων της Βηρυτού. Η κυβέρνηση κλείνει αμέσως τις δημόσιες υπηρεσίες, τα πανεπιστήμια και τα δημόσια σχολεία –ενθαρρύνοντας, με αυτή την παράδοξη κίνηση, όλο και περισσότερους ανθρώπους να κατέβουν στους δρόμους. Η διακοπή λειτουργίας των λιβανέζικων τραπεζών τις πρώτες δύο εβδομάδες από την εκδήλωση του κινήματος τροφοδοτεί τη λαϊκή οργή, καθώς οι καταθέτες δεν έχουν πλέον πρόσβαση στους λογαριασμούς τους.
Τρεις μήνες μετά, οι διαδηλώσεις δεν έχουν καταλαγιάσει ακόμα. Εξακολουθούν να ζητούν την κατάργηση του καθεστώτος των θρησκευτικών κοινοτήτων, το οποίο στηρίζεται στον διαμοιρασμό της εξουσίας μεταξύ των σιιτών, των σουνιτών και των χριστιανών. Μετά την παραίτηση του πρωθυπουργού Σαάντ Χαρίρι (30 Οκτωβρίου), ο πρόεδρος Μισέλ Αούν ανέθεσε στον Χασάν Ντιάμπ, πρώην υπουργό Παιδείας (2011-2014), τον σχηματισμό κυβέρνησης τεχνοκρατών (19 Δεκεμβρίου). Κίνηση που βρήκε πολλούς διαδηλωτές κάθε άλλο παρά σύμφωνους.
Ο «φόρος WhatsApp» δεν είναι παρά η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι σε μια χώρα η οποία έχει υποστεί οικονομική αφαίμαξη και χαρακτηρίζεται από έντονες ανισότητες: το 1% των πλουσιότερων Λιβανέζων κατέχει το 40% του πλούτου και εισπράττει το 23% του εθνικού εισοδήματος, σύμφωνα με μελέτη του Εργαστηρίου για τις Παγκόσμιες Ανισότητες (1). Επιπλέον, ο Λίβανος βρίσκεται στο χείλος της χρεοκοπίας. Το δημόσιο χρέος ανέρχεται στο 150% του ΑΕΠ, ενώ το δημοσιονομικό έλλειμμα φτάνει στο 11% του ΑΕΠ. Η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους (πληρωμή των τόκων συν μέρους του αρχικού κεφαλαίου) απορροφά 4 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Η ανάπτυξη βρίσκεται σε νεκρό σημείο –γύρω στο 0,2% για το 2018. Η χώρα δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να καλύψει τις ανάγκες της σε συνάλλαγμα, ώστε να πληρώσει για τις εισαγωγές της σε διάφορα προϊόντα (κυρίως πετρέλαιο, φάρμακα και δημητριακά), οι οποίες είναι τετραπλάσιες σε αξία από τις εξαγωγές της. Η συμβολή των κεφαλαίων της λιβανικής διασποράς και των ξένων επενδύσεων δεν επαρκεί πλέον για την ομαλή λειτουργία του συστήματος: τα κεφάλαια που εγκαταλείπουν τη χώρα είναι περισσότερα από όσα εισρέουν. Στα μέσα Δεκεμβρίου, μάλιστα, στους Λιβανέζους επιβλήθηκαν περιορισμοί πρόσβασης στις καταθέσεις τους σε ξένο νόμισμα.
Επίσης, από το 2011 και μετά, ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία είχε αρνητικές επιπτώσεις στον ήδη πολύ εύθραυστο αγροτικό τομέα, ιδιαίτερα σε περιφερειακές ζώνες, όπως η κοιλάδα Μπεκάα και η επαρχία Ακάρ. Οι συνοριακές αυτές ζώνες, από τις φτωχότερες στον Λίβανο, επιβίωναν όπως-όπως χάρη στο εμπόριο με συριακές πόλεις όπως η Χομς. Επιπλέον, με την πτώση των τιμών του πετρελαίου, το 2014, οι οικονομικές ροές από τις χώρες του Κόλπου σταμάτησαν –καθώς επίσης και ο τουρισμός από τη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ ή τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Τέλος, μετά την ανάδειξη του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, η ενίσχυση των αμερικανικών κυρώσεων ενάντια στις λιβανέζικες τράπεζες που θεωρούνταν ύποπτες για διατήρηση σχέσεων με τη Χεζμπολάχ, το σιιτικό κόμμα του Λιβάνου που βρίσκεται σε πόλεμο με το Ισραήλ, είχε αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομία, καθώς ο τραπεζικός κλάδος αποτελεί τον βασικό πυλώνα της. Έτσι, τον Αύγουστο του 2019, το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών κατηγόρησε τη Jammal Trust Bank (JTB) ότι υποστηρίζει τη Χεζμπολάχ και το Ιράν. Τα περιουσιακά στοιχεία της τράπεζας στις ΗΠΑ πάγωσαν και της απαγορεύτηκε να συναλλάσσεται σε δολάρια. Η τράπεζα εισήλθε σε διαδικασία ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων της τον Σεπτέμβριο του 2019.
Για να αντιμετωπίσει την οικονομική κατάρρευση της χώρας, ο πρωθυπουργός Χαρίρι είχε υποσχεθεί, ήδη από τον Απρίλιο του 2019, μια θεραπεία λιτότητας «χωρίς προηγούμενο». Έπρεπε επίσης να ικανοποιήσει τους κυριότερους διεθνείς δανειστές της χώρας. Για να μπορέσει να λάβει το χαμηλότοκο δάνειο των 11,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων με σκοπό την ανάπτυξη των υποδομών της χώρας –για το οποίο είχαν δοθεί υποσχέσεις κατά την Οικονομική Διάσκεψη για την Ανάπτυξη του Λιβάνου μέσω Μεταρρυθμίσεων και με τις Επιχειρήσεις (CEDRE)– η κυβέρνηση του Λιβάνου δεσμεύτηκε να μειώνει το δημοσιονομικό έλλειμμα κατά 1% του ΑΕΠ επί μία πενταετία –ένα στοίχημα σχεδόν ακατόρθωτο. Ο προϋπολογισμός του 2019, ο οποίος κατέστη δυνατό να υπερψηφιστεί από το Κοινοβούλιο μόλις τον Ιούλιο του 2019, έπληξε κυρίως τον δημόσιο τομέα: πάγωμα των προσλήψεων (ακόμα και στις ένοπλες δυνάμεις), διακοπή των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων για τρία χρόνια, περιορισμός των σχολικών παροχών για τα παιδιά των δημοσίων υπαλλήλων.
Οπωσδήποτε, τα τελευταία χρόνια παρατηρήθηκαν καταχρήσεις, όπως η καταβολή μισθών σε δημόσιους υπαλλήλους που είχαν αποβιώσει ή πελατειακές προσλήψεις με κομματικά κριτήρια. Όμως, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι αποτελούν το 40% του συνόλου των εργαζομένων στον Λίβανο, υποφέρουν εξαιτίας του πληθωρισμού που καλπάζει, καθώς και της συνεχιζόμενης διολίσθησης της λιβανέζικης λίρας έναντι του δολαρίου: όλο και περισσότερο θεωρούν ότι ανήκουν στα πτωχοποιημένα μεσαία στρώματα. Εξάλλου, ο δημόσιος τομέας αριθμεί πολλούς συμβασιούχους, όπως για παράδειγμα στο Πανεπιστήμιο του Λιβάνου, οι οποίοι δεν διαθέτουν κοινωνική ασφάλιση, δεν λαμβάνουν οδοιπορικά και δεν πληρώνουν συνταξιοδοτικές εισφορές. Το ελλειμματικό δημοσιονομικό ισοζύγιο αποκλείει, προς το παρόν, τη μονιμοποίησή τους, η οποία παραπέμπεται στο μέλλον εδώ και χρόνια.
Οι πολιτικές λιτότητας πυροδότησαν διαμαρτυρίες οι οποίες, σε μεγάλο βαθμό, προετοίμασαν το έδαφος για την εξέγερση του Οκτωβρίου του 2019. Σε όλη τη διάρκεια της άνοιξης και του καλοκαιριού του 2019, οι δημόσιοι υπάλληλοι της Κοινωνικής Ασφάλισης και οι καθηγητές του Πανεπιστημίου του Λιβάνου βρίσκονταν σε απεργία. Κυρίως όμως από την άνοιξη του 2019, ήταν το κίνημα των συνταξιούχων στρατιωτικών που κινητοποιήθηκε κατά των μέτρων λιτότητας: ο προϋπολογισμός τού 2019 προέβλεπε, μεταξύ άλλων, την επιβολή μηνιαίου φόρου 1,5% στις συντάξεις τους.
Στις 20 Μαΐου, οι βετεράνοι στρατιωτικοί προσπάθησαν να εισβάλουν στο Κοινοβούλιο για να δηλώσουν την αντίθεσή τους στο μέτρο. Μέσα στο καλοκαίρι, είχαν αποκλείσει ορισμένες οδικές αρτηρίες της πρωτεύουσας, κάποιες φορές αντιμετωπίζοντας στρατιώτες, που είχαν επιφορτιστεί με την ασφάλεια των βασικών θεσμών της χώρας. Μία εβδομάδα πριν από τον λαϊκό ξεσηκωμό της 17ης Οκτωβρίου, συγκεντρώθηκαν ξανά έξω από το υπουργείο Οικονομικών: εκεί, κατήγγειλαν ότι, επί εννέα μήνες, δεν καταβάλλονταν συντάξεις στους νέους συνταξιούχους στρατιωτικούς.
«Όχι στην εξουσία των τραπεζών»
Η κινητοποίησή τους κέρδισε την έντονη συμπάθεια της κοινής γνώμης και τους κατέστησε προπομπούς της μάχης ενάντια στη λιτότητα. Στις πολιτικές συγκρούσεις που διαπερνούν τον Λίβανο, ο στρατός συχνά θεωρείται ουδέτερος, καθώς δεν έχει διαποτιστεί από τη ρητορική των θρησκευτικών κοινοτήτων και θεωρείται εγγυητής της πάντα εύθραυστης ασφάλειας. Άλλο αξιοσημείωτο αποτέλεσμα του κινήματος: έφερε σε δύσκολη θέση τον πρόεδρο της δημοκρατίας Μισέλ Αούν, ο οποίος είναι πρώην στρατηγός και ο ίδιος. Ο Αούν παραμένει δημοφιλής σε πολλούς αξιωματικούς και απόστρατους, λόγω συναδελφικής αλληλεγγύης. Το κόμμα του όμως, το Ελεύθερο Πατριωτικό Ρεύμα (CPL), κατηγορείται ότι δεν προχώρησε στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για την καταπολέμηση της διαφθοράς και του «βρώμικου χρήματος». Έτσι, το ίδιο το κόμμα του προέδρου Αούν βγήκε τραυματισμένο από τα γεγονότα της 17ης Οκτωβρίου. Οκτώ ημέρες αργότερα, δύο βουλευτές του CPL ανεξαρτητοποιήθηκαν. Ο ένας ήταν ο Σαμέλ Ρουκόζ, γαμπρός του προέδρου Αούν και επίσης πρώην στρατηγός, ιδιαίτερα δημοφιλής στις τάξεις του στρατεύματος.
Επομένως, το κοινωνικό κίνημα που εκδηλώνεται τον Οκτώβριο του 2019 αποτελεί ξεκάθαρη συνέπεια των πολιτικών λιτότητας, του αντίκτυπού τους στον δημόσιο τομέα και τα μεσαία στρώματα, αλλά και της διαρκούς αύξησης της φορολογίας, η οποία πλήττει ιδιαίτερα τα λαϊκά στρώματα. Βέβαια, μετά τις διαδηλώσεις, η κυβέρνηση ακύρωσε τον «φόρο WhatsApp», αλλά παραμένουν σε ισχύ, από το 2017, η αύξηση του ΦΠΑ από το 10% στο 11%, καθώς και μια σειρά επιβαρύνσεων στον καπνό και το αλκοόλ. Το κίνημα αποτελεί επίσης καρπό της πάγκοινης διαμαρτυρίας ενάντια στη διαφθορά των πολιτικών ελίτ και την έλλειψη ποιοτικών δημόσιων υπηρεσιών: το 20% των Λιβανέζων δεν έχει πρόσβαση σε πόσιμο νερό και οι διακοπές στην ηλεκτροδότηση διαρκούν από 3 ώρες στη Βηρυτό μέχρι και 12 ώρες στις περισσότερες περιφέρειες της χώρας.
Στο στόχαστρο έχει μπει επίσης η παντοδυναμία του χρηματοπιστωτικού τομέα. «Όχι στην εξουσία των τραπεζών» είναι ένα από τα συνθήματα του κινήματος. Στη Βηρυτό, στη Ναμπατιέ (νότιος Λίβανος), όπως και στην Τρίπολη, στο βόρειο τμήμα της χώρας, εδώ και τρεις μήνες έχουν πολλαπλασιαστεί οι διαδηλώσεις μπροστά από τα γραφεία της (κεντρικής) Τράπεζας του Λιβάνου και των μεγαλύτερων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της χώρας. Κεντρική τράπεζα και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κατέχουν το 35,3% και το 40,1% του δημοσίου χρέους, αντίστοιχα. Στην πραγματικότητα, μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου (1975-1990), το στοίχημα του πρώην πρωθυπουργού Ραφίκ Χαρίρι (ο οποίος δολοφονήθηκε το 2005) και των πολιτικών ελίτ ήταν η χρηματοδότηση της ανοικοδόμησης, κυρίως μέσω κρατικού δανεισμού από τις τράπεζες (ορισμένες με ιδιοκτήτες πολιτικούς), οι οποίες, με τη σειρά τους, απολάμβαναν υψηλά επιτόκια.
Από εκεί πηγάζει μια νέα διεκδίκηση των πρόσφατων διαδηλώσεων στον Λίβανο: η αναδιάρθρωση του εσωτερικού δημόσιου χρέους που κατέχουν οι τράπεζες, έτσι ώστε να σωθεί η οικονομία, να περιοριστεί το δημόσιο χρέος και μέρος του κρατικού προϋπολογισμού να αναπροσανατολιστεί προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων. Σε μια χώρα όπου βασιλεύει ο φιλελευθερισμός, μια τέτοια πρόταση είναι τολμηρή. Υποστηρίζεται από τις πιο αριστερές πολιτικές δυνάμεις που συμμετέχουν στο Χιράκ («Κίνημα»): το Κομμουνιστικό Κόμμα Λιβάνου, το κίνημα Πολίτες σε ένα Κράτος (με επικεφαλής τον πρώην υπουργό Εργασίας Σαρμπέλ Ναχάς, έναν από τους ελάχιστους πολιτικούς που δεν αποδοκιμάζονται από το πλήθος), το Κίνημα Νέων για την Αλλαγή, το Κίνημα του Λαού (του Άραβα εθνικιστή πρώην βουλευτή Ναζά Ουακίμ), τη Νασερική Λαϊκή Οργάνωση (του Ουσάμα Σαάντ, βουλευτή Σιδώνας).
Τα κόμματα αυτά αντιτίθενται και στην πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων, που έχει στόχο την πώληση και των τελευταίων κρατικών επιχειρήσεων με εξευτελιστικό τίμημα. Στις 21 Οκτωβρίου 2019, ο Χαρίρι, ακόμη πρωθυπουργός, απαντά θετικά στις διαμαρτυρίες των διαδηλωτών και υπόσχεται τη διεξαγωγή πρόωρων βουλευτικών εκλογών ενώ, σε μια κίνηση χωρίς προηγούμενο, ανακοινώνει ότι οι τράπεζες της χώρας θα συνεισφέρουν στη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Εξετάζει όμως και τη μερική ή πλήρη ιδιωτικοποίηση της εθνικής αεροπορικής εταιρείας, των τηλεπικοινωνιών, του λιμανιού της Βηρυτού ή του καζίνο του Λιβάνου –και, όλα αυτά, χωρίς την παραμικρή αναφορά σε κάποια προοπτική κοινωνικής αναδιανομής.
Σχέδιο «διάσωσης» του ΔΝΤ
Αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, αντίθεση στις ιδιωτικοποιήσεις, μετάβαση από ένα σύστημα προσόδων και εισαγωγής αγαθών σε ένα παραγωγικό μοντέλο, πολιτικές αναδιανομής προς όφελος των φτωχότερων στρωμάτων: οι ιδέες αυτές έχουν κερδίσει πολύ έδαφος από τις 17 Οκτωβρίου μέχρι σήμερα. Αλλά μέσα σε κάποια όρια: ορισμένες συνιστώσες του κινήματος περιορίζονται στο σχήμα ενός «σωστού» λιβανέζικου καπιταλισμού, όπου η καταπολέμηση της διαφθοράς και ένας νέος εκλογικός νόμος θα αρκούσαν για την εξάλειψη όλων των δεινών της χώρας. Εξάλλου, πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι αρκετά θρησκευτικά κόμματα, όπως η Χεζμπολάχ, αντιτίθενται στο Χιράκ.
Για τη Χεζμπολάχ, η προτεραιότητα είναι να στηριχθεί ο πρόεδρος Αούν, τον οποίο θεωρεί, από το 2006, τον πιο πιστό σύμμαχό της. Ο Αούν εξασφαλίζει πολιτική κάλυψη στη σιιτική οργάνωση σε μια συγκυρία αμερικανικών κυρώσεων κατά της οργάνωσης, αλλά και συχνών εντάσεων με το Ισραήλ στον νότιο Λίβανο. Πάντως, σε αντίθεση με τη Χεζμπολάχ, το συμμαχικό της κίνημα Αμάλ ή και το CPL, άλλα θρησκευτικά κόμματα έχουν υιοθετήσει ορισμένες διεκδικήσεις του κινήματος, όπως τον σχηματισμό κυβέρνησης ανεξάρτητων τεχνοκρατών. Πρόκειται για τις Λιβανέζικες Δυνάμεις (χριστιανοί) και το Προοδευτικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (δρούζοι) του Ουαλίντ Τζουμπλάτ.
Από εδώ και πέρα, ο Λίβανος μπορεί να ακολουθήσει τρία διαφορετικά μονοπάτια. Μπορεί να επιλέξει μια μεγαλύτερη δικαιοσύνη στην αναδιανομή –προοπτική που υποστηρίζεται από τις πιο αριστερές δυνάμεις στο εσωτερικό του κινήματος. Μπορεί επίσης να αναδιπλωθεί σε λογικές αλληλεγγύης στο εσωτερικό των θρησκευτικών κοινοτήτων. Σε μια συγκυρία πλήρους κατάρρευσης της οικονομίας, δεν αποκλείεται μάλιστα το ενδεχόμενο της μεγάλης επιστροφής των θρησκευτικών κομμάτων: εάν το κράτος αδυνατεί να εγγυηθεί μια στοιχειώδη αναδιανομή εισοδήματος, μόνο τα κόμματα αυτά θα μπορούν να εξασφαλίσουν την επιβίωση των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων. Τέλος, διαγράφεται και μια τρίτη προοπτική: ένα σχέδιο άμεσης «διάσωσης» της χρεοκοπημένης χώρας από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Μια τέτοια εξέλιξη θα είχε ένα τίμημα: ακόμη σκληρότερες πολιτικές λιτότητας και μια «χώρα σε γενικό ξεπούλημα» (2), όπου θα ιδιωτικοποιούνταν και τα τελευταία δημόσια αγαθά. Και μια συνέπεια: ακόμη πιο ριζοσπαστικοποιημένα κινήματα αμφισβήτησης.