Η απόφαση των Βρετανών να εγκαταλείψουν την Ευρωπαϊκή Ένωση έρχεται πολύ αργά. Η αποχώρηση μιας χώρας που ταυτόχρονα ενσάρκωσε το ελεύθερο εμπόριο από τη Βιομηχανική Επανάσταση του 18ου αιώνα κι έπειτα, την ευθυγράμμιση με την Ουάσιγκτον από την «ειδική σχέση» που θεμελίωσαν ο Ουίνστον Τσώρτσιλ και ο Φράνκλιν Ρούσβελτ, τη «χρηματιστικοποίηση» από τότε που η οικονομία και η πολιτική στη χώρα κυριαρχήθηκαν από το Σίτυ του Λονδίνου, τον καθαρό νεοφιλελευθερισμό από τη δεκαετία της Θάτσερ και του Ρήγκαν, θα μπορούσε να είναι ένα εξαιρετικό νέο για την Ένωση –και να υπενθυμίσει ότι δεν είναι φυλακή.
Από τη στιγμή που κάποιες χώρες μπορούν ακόμα να μπουν, άλλες έχουν το δικαίωμα μία μέρα να φύγουν. Σε αυτό τουλάχιστον, οι αιρετοί της χώρας, αφού για καιρό προσπάθησαν να το αποφύγουν, σεβάστηκαν τη λαϊκή ετυμηγορία. Ένα τέτοιο μάθημα δημοκρατίας είναι χρήσιμο την εποχή που διανύουμε.
Ωστόσο, όσοι ελπίζουν ότι η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου θα ελευθερώσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ειδικά τη Γερμανία, από τα νεοφιλελεύθερα και φιλοαμερικανικά βαρίδια της, μάλλον θα απογοητευτούν. Η «κολοσσιαία ατλαντική κοινότητα υπό την εξάρτηση και διεύθυνση των Αμερικανών», η οποία φόβιζε τον ντε Γκωλ το 1963, δεν έχει πια ανάγκη τους Βρετανούς για να υπαγορεύσει τα θέλω της στη Γηραιά Ήπειρο. Ιδιαίτερα αφού, από το 2004 και μετά, η Ένωση υποδέχθηκε μια δωδεκάδα επιπλέον χώρες, των οποίων η πλειονότητα μόλις είχε στείλει στρατό στο Ιράκ μετά από απαίτηση της Ουάσιγκτον. Κάποια από αυτά τα νέα μέλη είναι ακόμα και σήμερα ανίκανα να βάλουν σε σειρά δυο προτάσεις σε άλλη γλώσσα εκτός από τα αγγλικά –και κατά προτίμηση με λέξεις επιλεγμένες από το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ.
Υπερβολή; Όχι ιδιαίτερα, κρίνοντας από την αντίδραση των Ευρωπαίων στο ισραηλο-παλαιστινιακό «σχέδιο ειρήνευσης», που παρουσιάστηκε στις 28 Ιανουαρίου στον Λευκό Οίκο. Αφού πρώτα διατύπωσε προτάσεις που παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο –προσάρτηση από το Ισραήλ της Ιερουσαλήμ και της κοιλάδας του Ιορδάνη, αποικισμός της δυτικής όχθης του Ιορδάνη– η Ουάσιγκτον ετοίμασε τα κύρια σημεία ενός ανακοινωθέντος που οι σύμμαχοί της έπρεπε να υιοθετήσουν για να εκφράσουν τον ενθουσιασμό τους: «Ευχαριστούμε τον πρόεδρο Τραμπ για τις προσπάθειές του να φέρει αυτή την πολύ παλιά διαμάχη πιο κοντά στη λύση της»· «Μια πρόταση σοβαρή, ρεαλιστική, καλόπιστη»· «Ευχόμαστε ότι χάρη σε αυτή την οπτική η διαμάχη θα μπορέσει να βρει τη λύση της». Όμως, συγκρίνοντας τις αμερικανικές «συστάσεις» προς τα πρωθυπουργικά και προεδρικά μέγαρα της Δύσης μετά την ανακοίνωση του σχεδίου, η εφημερίδα «Le Figaro» ανίχνευσε «πολλές ομοιότητες στη γλώσσα, που υπογραμμίζουν –λες και υπήρχε ανάγκη– την επιρροή της Ουάσιγκτον στους συμμάχους της» (1).
Ως συνήθως, το Ηνωμένο Βασίλειο βρέθηκε ανάμεσα στους πιο υπάκουους. Όμως, πολλές χώρες –από εκείνες που παραμένουν μέλη της Ε.Ε.– διεκδίκησαν από τους Βρετανούς τον ρόλο του παπαγάλου της Ουάσιγκτον. Και η αντίδραση του Παρισιού προκάλεσε έκπληξη. Η Γαλλία βεβαίως δεν «ευχαρίστησε τον πρόεδρο Τραμπ», αλλά… «χαιρέτισε τις προσπάθειες του προέδρου Τραμπ»! Θα πρέπει άραγε να συμπεράνουμε ότι, με ή χωρίς Λονδίνο, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα γίνει ποτέ ανεξάρτητη;