el | fr | en | +
Accéder au menu

Ποιος θα πληρώσει την κρίση;

Δεν μπορεί να αποκλειστεί το σενάριο ενός ομολογιακού κραχ

Οι κρίσεις μοιάζουν αναμεταξύ τους. Όταν λυσσομανάει η θύελλα, ο καπετάνιος απευθύνει έκκληση για αλληλεγγύη. Μόλις περάσει η απειλή, η ενότητα εξαφανίζεται: άλλοι ιδροκοπούν στο βάθος του αμπαριού για να βγάλουν τα νερά από το πλοίο κι άλλοι χορεύουν στα σαλόνια της πρώτης θέσης. Θα επαναληφθεί άραγε αυτό το φαινόμενο ή μήπως η πανδημία θα προκαλέσει μια αλλαγή πορείας;

Η κρίση που ξέσπασε δεν είναι υγειονομικής φύσης, αλλά οικονομικής. Το τίναγμα των φτερών της πεταλούδας που πιθανότατα συνέβη στην αγορά της Γουχάν πυροδότησε φαινόμενα που ακολούθησαν πορεία παράλληλη με τις ρηγματώσεις του παγκοσμιοποιημένου και φιλελευθεροποιημένου καπιταλισμού. Ενός καπιταλισμού ο οποίος, εδώ και σαράντα χρόνια, αναδιάταξε τις «αλυσίδες αξίας» του σύμφωνα με τα γούστα των δευτεροκλασάτων ελντοράντο που του υπόσχονταν άκοπα κέρδη: την κατάληψη της οικονομίας από τον χρηματοπιστωτικό τομέα, τον «ελεύθερο και ανόθευτο ανταγωνισμό» μέσω της μισθολογικής μειοδοσίας, τη λειτουργία της εφοδιαστικής αλυσίδας και των επιχειρήσεων με βάση την αρχή του «just in time» (1), το «lean management» (2), τη λεηλασία των φυσικών πόρων, την προγραμματισμένη απαξίωση των προϊόντων, τη μείωση του αριθμού των κλινών και των αποθεμάτων μασκών στα νοσοκομεία, τη λιτότητα.

Βρισκόμαστε ακόμα στο προοίμιο της κρίσης, ήδη όμως οι οικονομολόγοι αναρωτιούνται: ποιος θα πληρώσει και πώς; Αυτοί οι επαγγελματίες, που δεν μπορούν να κερδίσουν το ψωμί τους χωρίς τη μαγιά της επίκλησης στα παντός είδους «κόστη», δεν θα μπορούσαν να χάσουν μια τόσο καλή ευκαιρία να θέσουν αυτήν την ερώτηση. Και, αυτή τη φορά, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι έχουν δίκιο. Πράγματι, πρόκειται για μία από τις μείζονες ερωτήσεις που θα συνοδεύσουν την προοπτική της «επιστροφής στην κανονικότητα»: τι είναι «κανονικότητα», τι είναι «επιστροφή» –και μήπως υπάρχουν και άλλες «προοπτικές» που δεν θα κλείσουν και πάλι τους ορίζοντες;

Όσο κι αν πρόκειται για οικονομική κρίση, δεν μοιάζει καθόλου με οτιδήποτε άλλο έχουμε γνωρίσει στην ιστορία του καπιταλισμού. Δεν είναι ούτε κλασική ούτε κεϋνσιανή, δεν προκύπτει ούτε από κάποιο σοκ της προσφοράς, οφειλόμενο σε εμπόδια θεσμικά, τεχνολογικά ή προερχόμενα από την ανεπάρκεια των παραγωγικών συντελεστών (κεφάλαιο, εργασία, πρώτες ύλες), ούτε από μια ξαφνική κατάρρευση της ζήτησης, όσο κι αν το καθεστώς σχηματισμού της ζήτησης παρουσιάζει σοβαρά δομικά προβλήματα εδώ και σαράντα χρόνια. Οφείλεται κατά κύριο λόγο σε αποφάσεις που ελήφθησαν από τα κράτη στο πλαίσιο της άσκησης της εθνικής κυριαρχίας τους (και σε μικρότερο βαθμό στα μέτρα προστασίας που ελήφθησαν σε ατομικό επίπεδο), τα οποία οδήγησαν στο απότομο σταμάτημα ολόκληρων τομέων της παραγωγικής μηχανής. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας (ΔΓΕ, ILO), «1,25 δισεκατομμύρια εργαζόμενοι, δηλαδή σχεδόν το 38% του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού, απασχολούνται σε τομείς που αυτή τη στιγμή βρίσκονται αντιμέτωποι με μια σοβαρότατη μείωση της παραγωγής τους και με τον υψηλό κίνδυνο μετατόπισης των θέσεων εργασίας. Σε αυτούς συγκαταλέγονται το λιανικό εμπόριο, ο ξενοδοχειακός τομέας και η εστίαση, όπως επίσης και ο βιομηχανικός τομέας» (3).

Μπορούμε ήδη να υπολογίσουμε τις συνέπειες του κινδύνου. Σύμφωνα με το ΔΓΕ, κατά τη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου του 2020, η μείωση των δεδουλευμένων ωρών ανά τον κόσμο εκτιμάται ότι θα ανέλθει στο 6,7%: αυτό το ποσοστό ισοδυναμεί με 195 εκατομμύρια θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης. Σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσίευσε ο ΟΗΕ (4), η κρίση θα βυθίσει στη φτώχεια 500 εκατομμύρια άτομα λόγω της μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας και της απώλειας θέσεων εργασίας.

Συνεπώς, στο ερώτημα «Ποιος θα πληρώσει;», ένα μέρος της απάντησης βρίσκεται ήδη μπροστά στα μάτια μας –και χωρίς να χρειάζεται εδώ να χρησιμοποιήσουμε μελλοντικό χρόνο: τα πρώτα κόστη της κρίσης βρίσκονται στην άμεση απώλεια υπηρεσιών και αγαθών (χρήσιμων ή περιττών, τοξικών ή μη), των οποίων η παραγωγή πιθανότατα δεν θα αναπληρωθεί. Αυτές τις απώλειες θα τις υποστούν ορισμένες κατηγορίες εργαζόμενων, των οποίων τα εισοδήματα μειώθηκαν ή εξανεμίστηκαν, στον βαθμό που η παραγωγή σταμάτησε ή έμεινε απούλητη. Πρόκειται για το ουσιαστικό μέρος του παρόντος και του μελλοντικού κόστους το οποίο συνεπάγεται ο τρόπος που επιλέξαμε για να καταπολεμήσουμε την εξάπλωση του ιού.

Ωστόσο, το ζήτημα του κόστους και του επιμερισμού του συνήθως δεν τίθεται από αυτή τη σκοπιά. Καθώς περνάμε πολύ γρήγορα από το πρόβλημα των σπασμένων βάζων στις προσπάθειες που καταβάλλονται (ή που θα καταβληθούν) για να τα ξανακολλήσουμε, βρισκόμαστε αυτομάτως μπροστά στο βουνό από δημόσια χρέη που θα συνάψουν τα κράτη και τα ασφαλιστικά συστήματα, καθώς και αυτά θα υποστούν το σοκ και θα προσπαθήσουν να απορροφήσουν τις ζημιές και τα βάσανα που θα προκληθούν από τη μείωση της παραγωγής. Και αυτά τα χρέη ποιος θα τα πληρώσει;

Βέβαια, δεν πρόκειται για ερώτημα λιγότερο ενδιαφέρον από το πρώτο, όμως, όσο κι αν δεν έχουμε ξεμπερδέψει ακόμα με τον πρώτο λογαριασμό της κρίσης, ο δεύτερος (δηλαδή τα χρέη που θα αναλάβουν τα κράτη) ενδέχεται να αποδειχθεί ότι αποτελεί το πραγματικό κόστος της κρίσης. Ουσιαστικά πρόκειται αφενός για το άθροισμα του μεριδίου του κόστους αυτών των περιορισμών στην παραγωγή που βαρύνουν άμεσα τα κράτη και, αφετέρου, για την κατανομή αυτού του πρώτου κόστους ανάμεσα στις διάφορες κατηγορίες των θεσμικών φορέων που το υφίστανται. Το κράτος, όπως και οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, όντως πλήττεται άμεσα από τους περιορισμούς στην παραγωγή και υφίσταται και αυτό απώλειες, υπό τη μορφή διαφυγόντων φορολογικών εσόδων (φόρων επί των εισοδημάτων και επί των εταιρικών κερδών, ΦΠΑ, φόρου επί των καυσίμων κ.λπ.). Σε ολόκληρο τον κόσμο, στις επιχειρήσεις παρέχονται αναστολές στην πληρωμή των φορολογικών και των ασφαλιστικών υποχρεώσεών τους, τους προτείνονται διευκολύνσεις ή εγγυήσεις για τον τραπεζικό δανεισμό τους, ενώ συνεχίζονται –ή και ενισχύονται– τα μέτρα στήριξης των νοικοκυριών και αναπλήρωσης των εισοδημάτων τους, κυρίως μέσω των επιδομάτων ανεργίας ή την κάλυψη των εισοδηματικών απωλειών λόγω της εκ περιτροπής εργασίας.

Χωρίς αμφιβολία, λόγω της –εύκολα προβλέψιμης– υπερχρέωσης των επιχειρήσεων, θα απαιτηθούν ανακεφαλαιοποιήσεις, ανάληψη από το κράτος του εταιρικού χρέους και εθνικοποιήσεις, προκειμένου να διασωθούν οι επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν δυσκολίες (τη στιγμή που ο παραγωγικός μηχανισμός θα βρίσκεται πλέον λίγο-πολύ σε λειτουργία). Καθώς ο δανεισμός των επιχειρήσεων βρισκόταν ήδη σε ανησυχητικά επίπεδα πριν από την κρίση του κορωνοϊού, θα μπορούσε να εκτιναχθεί, προοιωνίζοντας ηχηρές χρεοκοπίες.

Σε μια «προφητική» μελέτη του Οκτωβρίου του 2019, με βάση ένα σενάριο μιας παγκόσμιας ύφεσης της τάξης του 4% στο ετήσιο παγκόσμιο ΑΕΠ (δηλαδή μια ύφεση με το ήμισυ της σφοδρότητας της χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008), το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προέβλεπε ότι το ύψος των «επισφαλών» (μη εξυπηρετούμενων) εταιρικών χρεών θα αυξανόταν απότομα στα 19 τρισεκατομμύρια δολάρια (περισσότερα από 17 τρισ. ευρώ) και έτσι θα ανερχόταν στο 40% του συνολικού χρέους των ιδιωτικών εταιρειών για το 2021 (5). Οι υπολογισμοί οφείλουν ήδη να αναθεωρηθούν προς τα πάνω, δεδομένου ότι οι εκτιμώμενες απώλειες της παραγωγής από τη σημερινή κρίση είναι ήδη διπλάσιες από τις προβλεπόμενες σε αυτό το καταστροφικό σενάριο. Συνεπώς, τα κράτη θα βγουν από αυτήν την κρίση πολύ περισσότερο χρεωμένα απ’ όσο ήταν πριν από μερικούς μήνες.

Προτού εξετάσουμε ποιος θα πληρώσει έναν τόσο μεγάλο λογαριασμό, ας ξεκαθαρίσουμε δύο σημεία. Πρώτον, το κόστος του χρέους που βαρύνει ένα κράτος δεν αντιστοιχεί στη μελλοντική εξόφληση των δανειστών του (σε πέντε, δέκα ή τριάντα χρόνια). Το κράτος κατορθώνει συνήθως να μετακυλήσει το χρέος του και οι δανειστές ανταλλάσσουν τα παλιά «χαρτιά» με καινούργια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι δανειστές πάντα εξοφλούνται, αλλά όχι το χρέος. Δεύτερον, θα πρέπει να καθησυχαστούν όσοι ανησυχούν για τη διαθεσιμότητα των κεφαλαίων που απαιτούνται για να καλυφθεί η εκτίναξη σε δυσθεώρητα ύψη των αναγκών δανεισμού των κρατών. Όπως το διατύπωσε κομψά ο οικονομολόγος Μπρυνό Τινέλ, «εάν κάποιος πιστεύει ότι υπάρχουν υπερβολικά πολλά χρέη, για να υπάρχει συνέπεια στο σκεπτικό του, θα πρέπει να πει επίσης ότι υπάρχει υπερβολικά υψηλή αποταμίευση» (6).

Συνεπώς, το πραγματικό κόστος του δανεισμού για ένα κράτος δεν συνίσταται στην εξόφληση του κεφαλαίου που έχει δανειστεί, αλλά στο ύψος των ετησίων τόκων που οφείλει να καταβάλλει στους δανειστές του. Έτσι, το ερώτημα αλλάζει: μπορεί το κοινωνικό σύνολο να ανταποκριθεί μακροπρόθεσμα στο κόστος και, εάν όχι, μπορεί να ξεφορτωθεί το βάρος (και πώς); Για την ώρα, τα επιτόκια δανεισμού των σημαντικότερων χωρών του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ) δεν έχουν εκτιναχθεί. Η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ελλάδα και η Ιταλία εξακολουθούν να κατορθώνουν να δανείζονται σε δεκαετή ορίζοντα με επιτόκιο που κυμαίνεται μεταξύ 1% και 2%. Για τις ΗΠΑ, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο, τα επιτόκια είναι χαμηλότερα του 1%: δεδομένου του πληθωρισμού, όλα αυτά τα κράτη κατορθώνουν να δανείζονται με πραγματικά επιτόκια σχεδόν μηδενικά, ακόμα και αρνητικά. Συνεπώς, το κόστος των δημόσιων πολιτικών θα μπορούσε να παραμείνει σε ιδιαίτερα ανεκτά επίπεδα –και κανένας δεν θα ήταν στ’ αλήθεια υποχρεωμένος να το πληρώσει– εάν οι παίκτες του χρηματοπιστωτικού τομέα δεν αρχίσουν να πανικοβάλλονται μπροστά στην άνοδο των δημόσιων χρεών και να ζητούν από τα κράτη ένα πραγματικό «μεροκάματο του τρόμου» (ο φόβος αποτελεί την κυριότερη δύναμη που έχουν στα χέρια τους αυτά τα άτομα, που αρεσκόμαστε μερικές φορές να αποκαλούμε «κινδυνόφιλους»).

Τι θα γινόταν και τι θα μπορούσαν να κάνουν τα κράτη και οι νομισματικές αρχές εάν κυριεύονταν από πανικό οι παίκτες του χρηματοπιστωτικού τομέα (ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία, ασφαλιστικές εταιρείες, αμοιβαία κεφάλαια, τράπεζες) που διαχειρίζονται την αποταμίευση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων; Εάν εκδηλωθεί παρόμοιος πανικός, θα είναι πιθανότατα επιλεκτικός και θα οδηγήσει ξανά στο άνοιγμα της ψαλίδας των επιτοκίων που ζητούνται από τα κράτη της ευρωζώνης. Σίγουρα, ο Νότος θα βρισκόταν μπροστά σε μεγαλύτερες απειλές απ’ ό,τι ο Βορράς. Σε αυτήν την περίπτωση, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι θα παραμείνει ανοιχτή η «ομπρέλα» που άνοιξε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) το 2012, όταν ο Μάριο Ντράγκι, τότε πρόεδρός της, ανακοίνωσε ότι «η ΕΚΤ θα πράξει όλα όσα είναι αναγκαία για τη σωτηρία της ευρωζώνης». Εξάλλου, αυτή η ομπρέλα παρέμεινε ανοικτή καθόλη τη διάρκεια της λεγόμενης «ποσοτικής χαλάρωσης».

Το γεγονός ότι η ΕΚΤ δηλώνει έτοιμη να αγοράσει στις δευτερογενείς αγορές όλα τα κρατικά χρέη τα οποία θα αποτελούσαν αντικείμενο υπερβολικών πωλήσεων (πυροδοτώντας την άνοδο την επιτοκίων στο χρέος των αντίστοιχων χωρών), καθώς επίσης και ότι οι υποσχέσεις υποστηρίχθηκαν από πράξεις που αποδείκνυαν τη σοβαρότητά τους, θα μπορούσε ενδεχομένως να αποδειχθεί αρκετό. Ωστόσο, αυτή τη στιγμή κανείς δεν μπορεί να προβλέψει ποια θα είναι η συσσώρευση των δημόσιων χρεών, ούτε επίσης από ποιο όριο και πάνω (120% του ΑΕΠ; 150%; 200%;) θα πυροδοτήσουν μια τόσο μεγάλη δυσπιστία ώστε αυτή να μην καθησυχάζεται πλέον ούτε καν από την ύπαρξη ενός αγοραστή τελευταίας καταφυγής.

Αυτό το σημείο καμπής θα μπορούσε να βρίσκεται σε αρκετά υψηλά επίπεδα, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν πλέον πολλές ανταγωνιστικές και ελκυστικές επιλογές που να μπορούν να καθησυχάσουν τον αποταμιευτή. Παρόλα αυτά, το σενάριο ενός νέου ομολογιακού κραχ δεν μπορεί να αποκλειστεί. Σε αυτή την περίπτωση, θα πρέπει όντως να εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μπορούν να απαλλαγούν από ένα τμήμα των χρεών τους ή να εξουδετερώσουν τα βάρη τους. Με λίγα λόγια, να επανέλθουμε στο αρχικό ερώτημα: «Ποιος θα πληρώσει;».

Μπορούν οι σημερινοί ηγέτες να δεχθούν να πράξουν όσα ανέκαθεν αρνούνταν;

Δεδομένης της σοβαρότατης κατάστασης στην οποία έχει οδηγηθεί η κρίση, από την εργαλειοθήκη των «ορθόδοξων» οικονομολόγων λείπουν ορισμένα κλειδιά. Αναλαμβάνοντας να δώσει μια απάντηση μέσα από ένα άρθρο του που δημοσιεύτηκε στη μεγαλύτερη γαλλική οικονομική εφημερίδα «Les Echos» (7), o Ζαν Τιρόλ –μία από τις ηγετικές μορφές της γαλλικής νεοκλασικής οικονομικής σχολής (του κυρίαρχου ρεύματος της τελευταίας πεντηκονταετίας) και βραβευμένος το 2014 με το Βραβείο της Τράπεζας της Σουηδίας για τις οικονομικές επιστήμες στη μνήμη του Άλφρεντ Νόμπελ (το οποίο είναι –κακώς– γνωστό ως «Νόμπελ Οικονομίας»)– αναγκάζεται να ξεπεράσει τα όρια της θεωρίας του και να δανειστεί μερικά εργαλεία από τους γείτονές του.

Ο οικονομολόγος εξετάζει τέσσερις λύσεις για να απαντήσει στην εκρηκτική αύξηση του δημόσιου χρέους. Η πρώτη συνίσταται στην αποποίηση ενός μέρους των δημόσιων χρεών: πρόκειται για μια επιλογή την οποία ο Τιρόλ αναφέρει απλά και μόνο για να την απορρίψει: το εγχείρημα κρίνεται «ευαίσθητο» επειδή θα αμαύρωνε για πάντα την υπόληψη των κρατών που θα επέλεγαν παρόμοια λύση. Δεν θα μπορούσαν να ξαναδανειστούν σύντομα και έτσι θα αναγκάζονταν να ισοσκελίσουν άμεσα τον προϋπολογισμό τους, με αποτέλεσμα να προσθέσουν ένα σοκ αρνητικής ζήτησης στην πλέον ακατάλληλη στιγμή για την οικονομία τους. Συνεπώς, για τον Τιρόλ, κάτι τέτοιο θα αποτελούσε αδιέξοδο. Όμως, το εγχείρημα, που αναγκάζει τις εύπορες τάξεις και τους ραντιέρηδες-εισοδηματίες να συνεισφέρουν στη διάσωση της οικονομίας, δεν είχε πάντα τα μειονεκτήματα που πιστεύεται. Σε ορισμένες περιπτώσεις, επέτρεψε τη γρήγορη ανάκαμψη των χωρών που προσέφυγαν σε αυτό (8).

Η δεύτερη λύση προϋποθέτει την επιβολή φόρων και τον περιορισμό των κρατικών δαπανών, έτσι ώστε να επιβραδυνθεί η ανάγκη για προσφυγή σε νέο δανεισμό. Όπως εξηγεί ο Τιρόλ, «τα κράτη επιβάλλουν έκτακτη φορολογία στους ευπορότερους (για παράδειγμα στην περιουσία) και, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η μεγάλη ανάγκη για βελτίωση των δημόσιων οικονομικών, στις μεσαίες τάξεις». Δηλαδή κατά κάποιον τρόπο επιστροφή στην προηγούμενη λιτότητα, αλλά καλύτερα κατανεμημένη, κάτι για το οποίο ο αρθρογράφος αποφεύγει να μας πει τη γνώμη του. Προφανώς, ο Γάλλος υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών Μπρυνό Λε Μαιρ δεν συμμερίζεται την επιλογή της καλύτερης κατανομής της λιτότητας και αρκείται σε μια «μακροπρόθεσμη» λιτότητα : «Μακροπρόθεσμα, είναι απαραίτητο να εξυγιάνουμε τα δημόσια οικονομικά και να μειώσουμε το χρέος» (9). Χωρίς να διευκρινίζει ποιος θα κληθεί να συμβάλει για την επίτευξη του στόχου.

Τρίτη λύση: η αμοιβαιοποίηση ενός τμήματος των δημόσιων χρεών στο εσωτερικό της ευρωζώνης. Δηλαδή τα περιβόητα «κορωνοομόλογα» που απορρίφθηκαν από τις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά μερικές ημέρες μετά τη δημοσίευση του άρθρου του Τιρόλ. Ωστόσο, η ιδέα δεν ήταν κακή στην περίπτωση όπου η άνοδος των επιτοκίων θα αφορούσε έναν περιορισμένο αριθμό κρατών, τα οποία θα μπορούσαν να επωφεληθούν από τη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη την οποία απολαμβάνει ο μέσος όρος των δημόσιων χρεών της ευρωζώνης. Φυσικά, η συγκεκριμένη λύση θα ήταν εντελώς αναποτελεσματική στην περίπτωση όπου γενικευόταν η δυσπιστία απέναντι σε όλα τα δημόσια χρέη.

Απομένει η τέταρτη λύση, την οποία ο Τιρόλ αφήνει να εννοηθεί ότι προτιμάει: τη νομισματοποίηση των χρεών (και όχι μόνον των κρατικών), δηλαδή την εξαγορά τους από τις κεντρικές τράπεζες. Ο Τιρόλ υπογραμμίζει ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το ζήτημα της αποπληρωμής τους δεν θα ετίθετο πλέον: «Δεν υπάρχει ρητή προθεσμία για την αποπληρωμή τους από τα κράτη. Μια θεωρητικά προσωρινή εξαγορά τους μπορεί εκ των πραγμάτων να μετατραπεί σε μόνιμη». Τη στιγμή της αποπληρωμής του χρέους προς την ΕΚΤ, ένα κράτος όντως θα μπορούσε παράλληλα να συνάψει νέο χρέος δανειζόμενο από τους παίκτες των χρηματαγορών (για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα μετρητά) και, αμέσως μετά, η ΕΚΤ να εξαγοράσει αυτό το χρέος από τις δευτερογενείς αγορές ομολόγων. Ένα χρέος προς την ΕΚΤ το οποίο θα είχε μετατραπεί σε διαρκές, ένα είδος πιστωτικής γραμμής η οποία θα διαιωνιζόταν επ’ άπειρον, θα ισοδυναμούσε φυσικά με την εξάλειψη ενός προβλήματος για τα κράτη. Ποιος όμως θα πληρώσει τους τόκους; Ο Τιρόλ δεν λέει τίποτε σχετικό. Όμως, ως προς αυτό το ζήτημα θα πρέπει ίσως να καινοτομήσουμε καθώς, αν δεν δοθεί απάντηση, το πραγματικό βαρίδι που συνεπάγεται το δημόσιο χρέος θα εξακολουθούσε να υφίσταται πλήρως.

Το απλούστερο θα ήταν σίγουρα να διαγραφούν τα χρέη που θα εξαγοράσει η κεντρική τράπεζα: μια ενορχηστρωμένη μορφή αποποίησης δημόσιων χρεών. Η συγκεκριμένη λύση θα παρουσίαζε το πλεονέκτημα ότι δεν θα ζημίωνε τους ιδιώτες παίκτες των αγορών (οι οποίοι θα είχαν συναινέσει στην εξαγορά των τίτλων που κατέχουν από την ΕΚΤ, υπό τον όρο βέβαια ότι εκείνη θα όριζε την τιμή) και δεν θα πυροδοτούσε τον πληθωρισμό, δεδομένου ότι η ρευστότητα που θα δινόταν στους ιδιώτες παίκτες για την εξαγορά των κρατικών χρεογράφων δεν θα αύξανε την περιουσία τους ούτε και θα δημιουργούσε εικονικά εισοδήματα: στην προκειμένη περίπτωση δεν πρόκειται για «χρήματα από το ελικόπτερο», σύμφωνα με την παρομοίωση που χρησιμοποίησε ο Μίλτον Φρίντμαν για να περιγράψει τα χρήματα που ένα κράτος θα μοίραζε στον πληθυσμό του με την ελπίδα ότι η δαπάνη αυτών των ποσών θα πυροδοτούσε την ανάκαμψη της οικονομίας.

Μια τέτοια ενορχηστρωμένη μορφή αποποίησης δημόσιων χρεών, επιχειρούμενη σε μεγάλη κλίμακα, θα είχε προφανώς ως αποτέλεσμα να υποστεί κολοσσιαίες απώλειες το ενεργητικό της ΕΚΤ, της οποίας τα ίδια κεφάλαια θα μετατρέπονταν σε αρνητικά, σε κάποιο σημείο με ιλιγγιώδη ρυθμό. Ίσως κάποια στιγμή έρθει η ώρα όπου καθένας θα πρέπει να αναρωτηθεί: ένα τέτοιο ενδεχόμενο μας δημιουργεί πραγματικά πρόβλημα; Εάν τα κράτη ήταν υποχρεωμένα να διασώσουν την ΕΚΤ καταβάλλοντας τα αναγκαία κεφάλαια, το αδιέξοδο θα ήταν προφανές. Δεν ισχύει όμως κάτι τέτοιο στην προκειμένη περίπτωση, τουλάχιστον από θεσμική άποψη. Το εμπόδιο που φράζει τον δρόμο για την υιοθέτηση της λύσης αυτής είναι μάλλον πολιτικής φύσης και λιγότερο οικονομικής, τεχνικής ή θεσμικής: θα έπρεπε οι σημερινοί πολιτικοί ηγέτες να συναινέσουν σε αυτό που ανέκαθεν ισχυρίζονταν ότι είναι αδύνατον. Αυτή δεν είναι όμως η στιγμή για να πραγματοποιηθούν ρήξεις;

Απομένει ωστόσο μια τελευταία λύση, την οποία ο Τιρόλ αποφεύγει να εξετάσει. Η δημιουργία (ή η επαναδημιουργία) σε ευρωπαϊκό επίπεδο ενός καθεστώτος «ήπιου πληθωρισμού», μέσα από τον συντονισμό των μισθολογικών πολιτικών μας, ώστε να δοθεί νέα ώθηση στις αυξήσεις των μισθών (τις ονομαστικές αυξήσεις, χωρίς δηλαδή να λαμβάνεται υπόψη ο πληθωρισμός). Με τον συντονισμό της δράσης μας (κυβερνήσεις, συνδικάτα, ΕΚΤ), τουλάχιστον σε επίπεδο ευρωζώνης, ένα τέτοιο καθεστώς πληθωρισμού, οφειλόμενο στη μισθολογική πολιτική, θα μπορούσε να παραμείνει υπό έλεγχο. Αυτό θα μπορούσε να δώσει την ευκαιρία οι ονομαστικές μισθολογικές αυξήσεις να οριστούν με διαφορετικό ρυθμό για κάθε κράτος-μέλος (ώστε να εξισορροπηθούν οι διαφορές στις πραγματικές συναλλαγματικές ισοτιμίες που συσσωρεύτηκαν αφότου κατέστη αδύνατον να υπάρξει υποτίμηση του νομίσματος). Ο επιδιωκόμενος στόχος θα συνίσταται στην αποκατάσταση της σχετικής ανταγωνιστικότητας του κόστους εργασίας ανάμεσα στα κράτη και στην εξάλειψη των εμπορικών ανισορροπιών που αυτές πυροδοτούν (10).

Το καθεστώς ήπιου πληθωρισμού θα ελάφραινε το δυσβάστακτο φορτίο των κρατικών χρεών, εις βάρος των ευπορότερων δανειστών. Αυτό γίνεται πάντα μετά το τέλος ενός πολέμου –και μήπως δεν βρισκόμαστε σε πόλεμο; Σε πρώτη φάση, οι κυβερνήσεις χρηματοδοτούν τις αμυντικές δαπάνες ζητώντας από τους ραντιέρηδες-εισοδηματίες να καταβάλλουν χρήματα, τα οποία τους επιστρέφουν μερικά χρόνια ή δεκαετίες αργότερα –ξεπληρώνοντάς τους με ένα νόμισμα του οποίου η αγοραστική δύναμη έχει μειωθεί. Και δεν υπάρχει ανησυχία ότι θα θιγούν οι φτωχότεροι: δεν έχουν χρήματα. Η δημιουργία ενός ήπιου πληθωρισμού μέσα από μισθολογικές αυξήσεις, συντονισμένου και διαφοροποιημένου ανά χώρα εντός της ζώνης του ευρώ, θα μπορούσε να είναι μια λύση για την ελάφρυνση του συσσωρευμένου βάρους των κρατικών χρεών, βαρύνοντας τους ραντιέρηδες με τρόπο ελάχιστα βίαιο, αλλά παρατεταμένο (με διάβρωση της αξίας του νομίσματος της τάξης του 2-3% ετησίως).

Μέχρι και ο Αλαίν Μενκ υπερασπίζεται πλέον την ιδέα ενός «αέναου χρέους»

Η νομισματοποίηση ενός τμήματος των χρεών ώστε να εξαλειφθούν ή η δημιουργία ενός καθεστώτος ήπιου μισθολογικού πληθωρισμού αποτελούν σίγουρα ιδέες που μοιάζουν εικονοκλαστικές. Όμως, όπως έλεγε στην εποχή του ο Βρετανός οικονομολόγος Τζον Μέυναρντ Κέυνς όσον αφορά την χώρα του, εάν η κρίση με την οποία βρισκόμαστε αντιμέτωποι μέλλει να διαρκέσει ή να επιδεινωθεί, θα μπορούσε να οδηγήσει «τους πολιτικούς ηγέτες και τους διευθυντές των επιχειρήσεων να περιορίσουν τις συνέπειες που προκλήθηκαν από τα λάθη της διδασκαλίας στην οποία στηρίχθηκε η θεωρητική τους κατάρτιση, κάνοντας πράγματα που είναι σχεδόν ασυνεπή σε σχέση με τις ίδιες τους τις αρχές, στην πράξη ούτε ορθόδοξα ούτε αιρετικά –και ήδη υπάρχουν σημάδια που το μαρτυρούν» (11). Ήδη, ανάμεσα σε αυτά τα σημάδια παρατηρούμε κάποιες απρόσμενες στροφές 180 μοιρών, όπως εκείνη του Αλαίν Μενκ (12), που υποστηρίζει πλέον την ιδέα ενός «αέναου χρέους», το οποίο τελικά το κράτος δεν θα εξοφλούσε ποτέ (13). Ή, φυσικά, την μετατόπιση του Τιρόλ ο οποίος ζητάει, χωρίς να το λέει ρητά, και πολλά άλλα από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, τους πολιτικούς ηγέτες… και από «τη διδασκαλία στην οποία στηρίχθηκε η θεωρητική τους κατάρτιση».

Laurent Cordonnier

Οικονομολόγος, καθηγητής στο Centre lillois d’études et de recherches sociologiques et économiques
Βασίλης Παπακριβόπουλος

(1(Σ.τ.Μ.) Η αρχή του «just in time» σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις λειτουργούν με τα ελάχιστα δυνατά αποθέματα, ώστε να ελαχιστοποιούνται τα ακινητοποιημένα κεφάλαια και τα έξοδα αποθήκευσης. Τα αποθέματα αναπληρώνονται διαρκώς χάρη στις συνεχείς ροές που εξασφαλίζει η εφοδιαστική αλυσίδα. Βέβαια, αυτό το σύστημα απαιτεί εξαιρετικό προγραμματισμό και ευελιξία των εργαζόμενων, ενώ είναι εξαιρετικά ευάλωτο στις διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας που προκαλούνται από ακραία καιρικά φαινόμενα, κοινωνική αναταραχή ή απρόβλεπτα γεγονότα –όπως μια πανδημία, λ.χ.

(2(Σ.τ.Μ.) Το «lean management» («lean»: ισχνός, λιτός) αποτελεί μια μέθοδο μάνατζμεντ που αναπτύχθηκε στην Toyota, με πολλαπλούς στόχους: συνεχή μείωση των στοκ και βελτίωση της οργάνωσης της εργασίας με κατάργηση της «σπατάλης χρόνου» και κάθε άλλης σπατάλης, διαρκής κινητοποίηση των χαμηλόβαθμων εργαζόμενων για τη βελτιστοποίηση της ποιότητας και για την εξεύρεση λύσεων στα προβλήματα. Σύμφωνα με τους επικριτές του, πυροδοτεί σημαντική εντατικοποίηση της εργασίας που οδηγεί στην υποβάθμιση της ψυχικής και σωματικής υγείας των εργαζόμενων.

(3«Observatoire de l’OIT: le Covid-19 et le monde du travail, 2e édition», Παγκόσμιος Οργανισμός Εργασίας, Γενεύη, 7 Απριλίου 2020.

(4Chris Hoy, Eduardo Ortiz-Juarez και Andy Sumner, «Estimates of the impact of Covid-19 on global poverty», κείμενο εργασίας, United Nations University, Ελσίνκι, Απρίλιος 2020.

(5«Global financial stability report», Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Ουάσιγκτον, Οκτώβριος 2019.

(6Bruno Tinel, «Dette publique: sortir du catastrophisme», Raisons d’Agir, Παρίσι, 2016.

(7«Jean Tirole: quatre scénarios pour payer la facture de la crise», «Les Echos», Παρίσι, 1η Απριλίου 2020.

(8Βλέπε Renaud Lambert, «Δημόσιο χρέος, μπρα-ντε-φερ ενός αιώνα», «Le Monde diplomatique – ελληνική έκδοση», 5 Απριλίου 2015, https://monde-diplomatique.gr/?p=271

(9«Gérald Darmarin et Bruno le Maire : “Le plan d’urgence révisé à 100 milliards d’euros”», «Les Echos», 9 Απριλίου 2020.

(10Για να γίνουν ακόμα καλύτερα κατανοητοί οι μηχανισμοί της οικονομίας, βλ. το επεξηγηματικό σημείωμα «Compétitivité-coût, taux de change réel et déséquilibres commerciaux» στην ιστοσελίδα μας https://www.monde-diplomatique.fr/2020/05/A/61736

(11John Maynard Keynes, «La pauvreté dans l’abondance», Gallimard, Παρίσι, 2002.

(12(Σ.τ.Μ.) Ο Alain Minc είναι πολιτικός σύμβουλος, συγγραφέας και μέλος των διοικητικών συμβουλίων πολλών μεγάλων γαλλικών επιχειρηματικών ομίλων. Ο –κεντροδεξιών αποχρώσεων– λόγος του είναι πανταχού παρών στα γαλλικά ΜΜΕ.

(13«Alain Minc: pour une dette publique à perpétuité!», «Les Echos», 16 Απριλίου 2020.

Μοιραστείτε το άρθρο