Η θητεία του Τζέρεμι Κόρμπιν στην κορυφή του Εργατικού Κόμματος έλαβε τέλος τον Απρίλιο μέσα σε μια πένθιμη σιγή. Το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν σε κατάσταση πλήρους εγκλεισμού, ενώ η μοίρα του βρισκόταν στα χέρια ενός εθνικού συστήματος υγείας (NHS) του οποίου ο Κόρμπιν κατήγγελλε ασταμάτητα την υποχρηματοδότηση και την έλλειψη προσωπικού, καθώς και στο έλεος ενός πρωθυπουργού παρθένου απέναντι σε κάθε εμπειρία διαχείρισης κρίσης.
Ο ιός φαινόταν πως είχε αφαιρέσει όλα τα διακυβεύματα από την εσωτερική διαβούλευση για την εύρεση διαδόχου του Κόρμπιν, μετά τη βαριά ήττα που υπέστη το κόμμα στις γενικές εκλογές του Δεκεμβρίου 2019. Όπως προβλεπόταν, ο Κόρμπιν έδωσε τη θέση του στον σερ Κιρ Στάρμερ, πρώην μέλος της σκιώδους κυβέρνησης των Εργατικών, ο οποίος κέρδισε το 56% των ψήφων μεταξύ των μελών, των υποστηρικτών και των προσκείμενων στο κόμμα συνδικαλιστών –ένα αποτέλεσμα ελάχιστα λιγότερο εντυπωσιακό από εκείνο που είχε επιτύχει ο Κόρμπιν το 2015 (59,5%).
Πριν την είσοδό του στην πολιτική και προτού εκλεγεί στο Κοινοβούλιο το 2015, ο Στάρμερ ήταν επικεφαλής της Γενικής Εισαγγελίας του Κράτους. Έτσι προσφέρει στην ηγεσία του Εργατικού Κόμματος μια πινελιά επισημότητας που έλειπε από τον προκάτοχό του. Το φωτοστέφανο ειδημοσύνης και επιβλητικότητας αποδείχθηκε πολύτιμο πλεονέκτημα στην κατάκτηση μιας βάσης κουρασμένης από πέντε χρόνια αδιάκοπων εσωτερικών διενέξεων και του επέτρεψε να παρουσιαστεί ως αξιόπιστος υποψήφιος για τη θέση του πρωθυπουργού. Ο πρώην δικαστικός υπόσχεται ότι θα εργαστεί για τη συμφιλίωση στην πολιτική οικογένειά του, ένας στόχος που, δεδομένων των διχονοιών που ανέκαθεν την κατέτρωγαν, κι ακόμη περισσότερο μετά τη νεοφιλελεύθερη παρένθεση των χρόνων του Μπλερ (1997-2007), φαίνεται δύσκολο να επιτευχθεί. Το καλύτερο που έχει τη δυνατότητα να ελπίζει είναι να κατευνάσει κάπως την τεταμένη και υπερπολωμένη ατμόσφαιρα της περιόδου Κόρμπιν.
Εντούτοις, το νέο αφεντικό των Εργατικών προνόησε να μην απορρίψει την πολιτική κατεύθυνση που είχε ορίσει η αποχωρούσα ηγεσία –επανακρατικοποίηση των σιδηροδρόμων, ενέσεις χρήματος στις δημόσιες υπηρεσίες από τη φορολόγηση των εύπορων και των μεγάλων επιχειρήσεων, αυστηρότερη παρέμβαση του κράτους στον ακόρεστο βρετανικό τραπεζικό τομέα και σε άλλα τμήματα της οικονομίας, σχέδιο ανέγερσης δημόσιων κατοικιών κ.λπ. Έχοντας υπόψη ότι η διακοπή αυτών των σχεδίων θα τον αποξένωνε από τα τρία τέταρτα των μελών (περισσότερα από το σύνολο των εγγεγραμμένων σε όλα τα υπόλοιπα κόμματα), πολλά εκ των οποίων προσχώρησαν στους Εργατικούς προσελκυόμενα από τη γραμμή Κόρμπιν, ο Στάρμερ προτίμησε μια μορφή προγραμματικής συνέχειας. Είναι αλήθεια ότι ύστερα από δέκα χρόνια δριμείας συντηρητικής λιτότητας, η ανάγκη μιας εναλλακτικής αριστερής λύσης επιβλήθηκε σε μεγάλο βαθμό στο κόμμα, εντός του οποίου πλέον δεν είναι πολλοί όσοι ψάλλουν τα ευαγγέλια των Νέων Εργατικών των δεκαετιών Μπλερ –απορρύθμιση, ιδιωτικοποιήσεις, μείωση φόρων. Η ρήξη των δεσμών με σαράντα χρόνια νεοφιλελεύθερης δικομματικής ηγεμονίας φαίνεται πως έχει πλέον ολοκληρωθεί, και θα μπορούσε μάλιστα να σκληρύνει περαιτέρω.
Για πρώτη φορά στην ιστορία της, η κυρίαρχη δεξιά πτέρυγα του Εργατικού Κόμματος, υπό τον Χέρμπερτ Μόρισον κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έως τoν Τόνι Μπλερ και τον Ντέιβιντ Μίλιμπαντ πιο πρόσφατα, έφτασε στο σημείο να αποτύχει να παρουσιάσει υποψήφιο για τη θέση του γενικού γραμματέα. Η βουλευτής του Μπέρμιγχαμ Τζες Φίλιπς δεν φάνηκε σε καμία περίπτωση υπολογίσιμη και εγκατέλειψε τον αγώνα μόλις κατάλαβε ότι είχε τεράστια έλλειψη υποστήριξης από τα μέλη και τα συνδικάτα.
Η αλλαγή πολιτικού κλίματος με τον Στάρμερ δεν έχει μικρότερη βαρύτητα από την επανεκλογή του Κόρμπιν το 2016, μετά από μια προεκλογική εκστρατεία ενορχηστρωμένη από την ομάδα των βουλευτών του Εργατικού Κόμματος που είχαν σκοπό να τον υποχρεώσουν να απομακρυνθεί από τη θέση του. Ποτέ, κατά τη διάρκεια των εκατόν είκοσι χρόνων της ύπαρξής του, δεν είχε συμβεί στο Εργατικό Κόμμα οι βουλευτές του, παραδοσιακά οι κάτοχοι του κύρους στους κόλπους του κόμματος, να αποδοκιμαστούν με τόσο σκληρό τρόπο.
Οπωσδήποτε είναι ακόμη πολύ νωρίς να μιλήσουμε για αμετάκλητη στροφή. Τα μέσα ενημέρωσης χαιρέτησαν τη νίκη του Στάρμερ ως επιστροφή στην κανονικότητα. Οι πρώτες αποφάσεις αμέσως μετά την εκλογή του, στη σκιά της παντοδύναμης υγειονομικής κρίσης, τείνουν να τα δικαιώσουν.
Οι δύο κοντινότεροι στον Κόρμπιν συνεργάτες, ο Τζον ΜακΝτόνελ και η Νταϊάν Άμποτ, υπεύθυνοι αντίστοιχα για την οικονομία και για τις εσωτερικές υποθέσεις, είχαν διαμηνύσει, πριν από τις εκλογές, ότι θα υπέβαλαν την παραίτησή τους σε περίπτωση ήττας του μέντορά τους. Επιλέγοντας τα μέλη της δικής του σκιώδους κυβέρνησης, ο Στάρμερ ώθησε σχεδόν όλους τους υπόλοιπους κορμπινιστές στην έξοδο. Για να τους αντικαταστήσει, δεν έφτασε στο σημείο να επαναφέρει στην υπηρεσία τους βετεράνους των χρόνων του Μπλερ, οι περισσότεροι εκ των οποίων είχαν συνταξιοδοτηθεί μετά την άνοδο του Κόρμπιν και το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016. Αντίθετα, επικεντρώθηκε στους νεαρούς κεντρώους της κοινοβουλευτικής ομάδας, που παρουσίαζαν το πλεονέκτημα ότι δεν είχαν εμπλακεί στους εσωκομματικούς πολέμους των τελευταίων ετών. Αξιοσημείωτη εξαίρεση, η Ρεμπέκα Λονγκ-Μπέιλι, η πιστή στον Κόρμπιν υποψήφια που ηττήθηκε από τον Στάρμερ, η οποία κατάφερε να διατηρήσει τη θέση της αρμόδιας για θέματα εκπαίδευσης στη σκιώδη κυβέρνηση. Βρισκόμαστε μακριά από μια «επιστροφή στο μέλλον».
Επιπλέον, ο Στάρμερ αποκλίνει από τα χαρακτηριστικά του προκατόχου του, ακριβώς εκείνα που είχαν γεννήσει τον κορμπινισμό –αν και ο ίδιος ο Κόρμπιν αρνούνταν πάντοτε τον όρο, θεωρώντας ότι δεν υπήρχε «τίποτε άλλο πέρα από τον σοσιαλισμό».
Το πρώτο από αυτά τα χαρακτηριστικά είναι ο αντιιμπεριαλισμός. Ο πρώην αρχηγός των Εργατικών είχε αντιτεθεί αποφασιστικά στους επεμβατικούς πολέμους στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στη Λιβύη και στη Συρία, υποστηρίζοντας παράλληλα σταθερά τον παλαιστινιακό αγώνα. Επιφυλακτικός απέναντι στο ΝΑΤΟ, είχε κάνει έκκληση για μονομερή πυρηνικό αφοπλισμό και είχε καταγγείλει τους στρατιωτικούς και οικονομικούς δεσμούς με τη Σαουδική Αραβία και άλλες δικτατορίες του Κόλπου. Είχε πάρει τον λόγο σε συγκεντρώσεις προκειμένου να ασκήσει δριμεία κριτική στον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ κατά την επίσκεψή του στο Λονδίνο.
Είναι βέβαιο ότι στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής ο Κόρμπιν θα είχε συναντήσει τις μεγαλύτερες δυσκολίες να υλοποιήσει τις απαιτήσεις του, εάν ποτέ τύχαινε να φτάσει στον αριθμό 10 της Ντάουνινγκ Στριτ. Δεδομένων των διχασμών στους κόλπους των Εργατικών για τα συγκεκριμένα θέματα, δεν υπάρχει κάποιο αξιόπιστο σενάριο σύμφωνα με το οποίο μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα υποστήριζε τον πυρηνικό αφοπλισμό, κι ακόμη περισσότερο την απόσυρση από το ΝΑΤΟ. Αυτό ωστόσο είναι το σκέλος του προγράμματος του Κόρμπιν που προκάλεσε τη μεγαλύτερη αναταραχή στις άρχουσες τάξεις, συμπεριλαμβανομένης και της δεξιάς πτέρυγας των Εργατικών, ριζωμένης στις ιμπεριαλιστικές και στις ατλαντιστικές παραδόσεις της. Αν κρινόταν απολύτως απαραίτητο, οι ελίτ θα μπορούσαν να συμβιβαστούν με το πέρασμα του νερού στον έλεγχο του Δημοσίου, σίγουρα όμως όχι με μια διακοπή της συμμαχίας με την Ουάσιγκτον ή με μια μεταστροφή της βρετανικής πολιτικής στην Μέση Ανατολή. Παρ’ όλο που ο Στάρμερ δηλώνει την αντίθεσή του προς τις στρατιωτικές επεμβάσεις όπως εκείνη στο Ιράκ, δεν θα πρέπει να περιμένουμε να παρεκκλίνει από τις παραδόσεις.
Κάτι που μας οδηγεί στη δεύτερη καινοτομία του κορμπινισμού: στη βούληση στήριξης της πολιτικής δράσης στα κοινωνικά κινήματα και όχι πλέον μόνο στην κοινοβουλευτική ρουτίνα. Μια στρατηγική θαυμάσια προσωποποιημένη από τον ίδιο τον Κόρμπιν, περιθωριακό βουλευτή επί τριάντα δύο χρόνια, ωστόσο οικεία μορφή στις πορείες ενάντια στους πολέμους, στη λιτότητα ή σε κάθε είδους αδικία. Εκπρόσωπος του «Συνασπισμού Σταματήστε τον Πόλεμο» (StoptheWarCoalition), μιας συλλογικότητας που κινητοποίησε δύο εκατομμύρια ανθρώπους το 2003 κατά της εισβολής στο Ιράκ, με αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη διαδήλωση στην ιστορία του Ηνωμένου Βασιλείου, εγκαινίασε τη θητεία του ως επικεφαλής των Εργατικών το 2015 λαμβάνοντας τον λόγο σε μια πορεία για τα δικαιώματα των προσφύγων. Μια πρακτική που μοιράζονται η Άμποτ και ο ΜακΝτόνελ, ο πρώτος υπουργός Οικονομικών σκιώδους κυβέρνησης που παρουσιαζόταν τακτικά στις γραμμές περιφρούρησης των απεργιών.
Η πολιτική διαδρομή του Κόρμπιν διακωμωδήθηκε συχνά από τους πολέμιούς του (η λέξη δεν είναι αρκετά δυνατή) στους κόλπους των Εργατικών, καθώς θεωρούν πως κάθε δράση μακριά από τα δερμάτινα έδρανα του Κοινοβουλίου του Ουέστμινστερ φανερώνει μια παιδιάστικη ροπή προς τη διαμαρτυρία εις βάρος της αναζήτησης της εξουσίας. Η διφορούμενη στάση του απέναντι στις επιτηδευμένες υποκρισίες του κοινοβουλευτισμού ανησύχησε λιγότερο τα μέλη του Κοινοβουλίου απ’ ό,τι ο αντιιμπεριαλισμός του. Εν μέρει γι’ αυτόν τον λόγο ο Κόρμπιν απέτυχε στην προσπάθειά του να μεταρρυθμίσει –ή και να μεταμορφώσει– τη φύση του Εργατικού Κόμματος. Μειοψηφώντας έως το 2018 στην εκτελεστική επιτροπή των Εργατικών, έχοντας αγωνιστεί στο Κοινοβούλιο με τη δική του πολιτική ομάδα καθ’ όλη τη θητεία του, βρέθηκε με τα χέρια δεμένα. Οι μεταρρυθμίσεις του με σκοπό τον εσωτερικό εκδημοκρατισμό παρέμειναν περιορισμένες: μια λίγο μεγαλύτερη ευχέρεια στις τοπικές οργανώσεις ώστε να μην ανανεώνονται οι υποψηφιότητες των απείθαρχων βουλευτών και η στρατολόγηση μιας ομάδας οργανωτών για την αναδιοργάνωση του Κόμματος των Εργατικών στις παλιές βιομηχανικές ζώνες όπου οι ρίζες του έχουν ατροφήσει.
Ο Κόρμπιν δεν ήταν ποτέ τόσο ευτυχής όσο όταν βρισκόταν σε εκστρατεία σε όλη τη χώρα, ωστόσο οι περιορισμοί του κοινοβουλευτικού βίου σταδιακά αποστέρησαν τον κορμπινισμό από τη ζωτικότητά του. Η αφυδάτωση επιταχύνθηκε από τη στιγμή όπου ο Κόρμπιν έπρεπε να διαχειριστεί τις διενέξεις γύρω από το Brexit και να προσπαθήσει να μειώσει το χάσμα μεταξύ των βουλευτών και της πλειονότητας των ενεργών μελών από τη μια πλευρά, και της πλειοψηφίας των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης από την άλλη. Οι δυσκολίες της Αριστεράς να φανταστεί έναν κόσμο εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέληξαν να σημάνουν τη λήξη του σχεδίου του Κόρμπιν, όπως κατέστρεψαν στην Ελλάδα την ελπίδα του ΣΥΡΙΖΑ να αντιμετωπίσει τη φτωχοποίηση. Και πάλι, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν καλύτερα ευθυγραμμισμένος με την εκλογική βάση του απ’ ό,τι οι Εργατικοί. Λόγω της υπερεκπροσώπησης των ελίτ του βόρειου Λονδίνου στο εσωτερικό του κόμματος, οι ηγέτες των Εργατικών είχαν την τάση να παραβλέπουν τις πιο αμφισβητήσιμες πτυχές της ευρωπαϊκής πολιτικής, όπως τη θέσπιση σχεδίων λιτότητας σε ολόκληρη την ήπειρο, την αυξημένη επιρροή του καπιταλισμού, τη δημοκρατική αδιαφάνεια των Βρυξελλών ή την πολιτική της «Ευρώπης-φρουρίου» απέναντι στους αιτούντες άσυλο. Προτιμούσαν να προβάλλουν την πνευματική διάσταση της Ένωσης ή τα προτερήματα των ευρωπαϊκών προτύπων σε θέματα περιβάλλοντος, κατανάλωσης ή εργασίας, που ήταν πιο αυστηρά απ’ ό,τι στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Τοπίο αναστάτωσης
Η ρήξη στους κόλπους του Εργατικού Κόμματος μεταξύ υπερασπιστών του φιλελευθερισμού και υπερμάχων της δημοκρατίας έκαμψε τον κορμπινισμό. Η διαμάχη οξύνθηκε από το 2017, όταν η υπόσχεση του Κόρμπιν να σεβαστεί το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 2016 σχετικά με το Brexit χάρισε στο Εργατικό Κόμμα τη μεγαλύτερη εκλογική άνοδο από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με αύξηση των ψήφων από 30% το 2015 σε 40% δύο χρόνια αργότερα. Έκτοτε, οι παράγοντες του κόμματος κατέβαλλαν συνεχείς προσπάθειες να ανατρέψουν την ετυμηγορία του δημοψηφίσματος, ζητώντας μια δεύτερη ψηφοφορία αντί της διαπραγμάτευσης ενός softBrexit(«μαλακό Brexit»).
Η στρατηγική αυτή, σε συνδυασμό με το πάγωμα κάθε κοινοβουλευτικής πρωτοβουλίας για την επίλυση της κρίσης διέλυσε στα εξ ων συνετέθη τον εύθραυστο συνασπισμό που στήριζε τον Κόρμπιν. Δεδομένου ότι η διατήρηση της Αριστεράς στην κορυφή του κόμματος ουσιαστικά εξαρτάτο από τις αποδόσεις του στις κάλπες, η ήττα των Εργατικών στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 2019 (32% των ψήφων), σημαδεμένη από μια μεγάλη απαρέσκεια προς το κόμμα από τις εργατικές εκλογικές περιφέρειες των βόρειων και κεντρικών περιοχών της χώρας, αποδείχθηκε μοιραία για τον γενικό γραμματέα και την ομάδα του, μολονότι πολλά ηγετικά στελέχη πέτυχαν ακόμη μετριότερες επιδόσεις κατά τη διάρκεια των τελευταίων σαράντα ετών.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η δεξιά πτέρυγα των Εργατικών έσπευσε να αποδώσει την ευθύνη της εκλογικής υποχώρησης στον Κόρμπιν και στις θέσεις που υιοθέτησε σε θέματα ασφάλειας και μετανάστευσης, αναμειγνύοντας στις αιτιάσεις αυτές άθλιους ισχυρισμούς περί αντισημιτισμού. Δύο χρόνια νωρίτερα ωστόσο, οι αντιιμπεριαλιστικές απόψεις του αρχηγού των Εργατικών δεν είχαν αποτρέψει τους ψηφοφόρους να ψηφίσουν μαζικά υπέρ του κόμματός του.
Σήμερα, ο Στάρμερ βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα πολιτικό τοπίο βαθιάς αναστάτωσης. Επί πέντε χρόνια, ο Κόρμπιν και η ομάδα του αντιτέθηκαν σθεναρά στη λιτότητα των συντηρητικών κυβερνήσεων του Ντέιβιντ Κάμερον και της Τερέζα Μέι, και στην επίμονη βούληση των ίδιων να πλήξουν τις δημόσιες υπηρεσίες και το βιοτικό επίπεδο της μεσαίας και της εργατικής τάξης προς όφελος των εχόντων και κατεχόντων.
Πριν ακόμη ο κορωνοϊός χτυπήσει τη χώρα με όλη του τη δύναμη, οι Τόρις του Μπόρις Τζόνσον είχαν εν μέρει αλλάξει κατεύθυνση στην πολιτική τους, αυξάνοντας τον κατώτατο μισθό κατά 6% και υποσχόμενοι να διευρύνουν τις δημόσιες δαπάνες στους τομείς της υγείας και των υποδομών της χώρας. Ήταν το ελάχιστο που μπορούσαν να κάνουν προκειμένου να διατηρήσουν τις νεοαποκτηθείσες ψήφους στις εκλογικές περιφέρειες του Βορρά. Η νοσηλεία του Τζόνσον κατά την κορύφωση της επιδημίας θα μπορούσε να τους ενισχύσει προς αυτή την κατεύθυνση.
Παρ’ ό,τι η λιτότητα πέρασε σε δεύτερη μοίρα, η ακολουθία αποτυχιών στη διαχείριση της κρίσης της επιδημίας –ανετοιμότητα, αργοπορημένη επιβολή περιορισμού του πληθυσμού, επικίνδυνο παιχνίδι με τη «συλλογική ανοσία» (1) , χρόνια έλλειψη προστατευτικού εξοπλισμού για το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, κραυγαλέα έλλειψη τεστ– αποτελεί έναν νέο επιλεκτικό στόχο για τον Στάρμερ. Χωρίς εθνικές εκλογές για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, έχει τον χρόνο να αναδιοργανώσει το τοπίο. Το 2023, η επίτευξη των ίδιων αποτελεσμάτων με εκείνα του Κόρμπιν το 2017 φαίνεται εύκολος στόχος.
Αν και αυτό το χρονικό περιθώριο βολεύει τον Στάρμερ, κινδυνεύει να μην είναι αρκετό για τον Τζόνσον. Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι από τις πιο σκληρά χτυπημένες από την πανδημία χώρες. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, οι οικονομικές ζημίες είναι τέτοιες που η οικονομία δεν θα μπορέσει να επανέλθει στο επίπεδο του 2019 πριν από το 2022. Η προοπτική μοιάζει ακόμα λιγότερο λαμπρή, καθώς οι οικονομικοί δείκτες της περασμένης χρονιάς αντιστοιχούν στην πραγματικότητα σε εκείνους του 2008, με τη χώρα να έχει διαβεί έκτοτε μια «χαμένη δεκαετία» στασιμότητας.
Υπό αυτή την έννοια, η σημερινή κρίση συγχέεται με εκείνη του χθες. Και παρ’ ό,τι ο Τζόνσον διακηρύσσει ότι θα την ξεπεράσει, οι υποσχέσεις του δεξιού λαϊκισμού κινδυνεύουν να αποδειχθούν το ίδιο κενές με εκείνες του κεντρώου νεοφιλελευθερισμού.