Υπό κανονικές συνθήκες, το κυριότερο χαρακτηριστικό των «σοφών» είναι η σοφία και η φρονιμάδα. Θεωρητικά, το ίδιο θα έπρεπε να ισχύει και για τα μέλη των ανώτατων δικαστηρίων πολλών ευρωπαϊκών χωρών που είθισται να αποκαλούνται «σοφοί». Όμως, να που τσακώνονται σαν τα κοκόρια. Το μαλλιοτράβηγμα ανάμεσα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (CJEU, ΔΕΕ) και το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, με αφορμή ένα πρόγραμμα εξαγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), άφησε άναυδο όλον τον κόσμο. Πρέπει να πούμε ότι, μέχρι στιγμής, δεν υπήρχε κανένας λόγος το Public Sector Purchase Programme (PSPP, «Πρόγραμμα αγοράς στον δημόσιο τομέα»), μέσω του οποίου η ΕΚΤ εξαγοράζει από το 2015 τίτλους δημόσιου χρέους της ευρωζώνης, να μετατραπεί σε ρινγκ όπου αλληλογρονθοκοπούνται τηβεννοφόροι με γούνινους γιακάδες.
Στην πραγματικότητα, υπάρχουν λόγοι. Ακόμα κι όταν πρόκειται για τους πλέον σκοτεινούς χειρισμούς της νομισματικής πολιτικής, σε μια Ευρώπη υπό γερμανική ηγεμονία. Εξάλλου, σε αυτήν την περίπτωση, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε την εξαιρετική δύναμη συμπύκνωσης που αποκτούν ορισμένες λεπτομέρειες κατά τη διάρκεια περιόδων μεγάλης κρίσης, καθώς η διαμάχη γύρω από ένα μικροσκοπικό τμήμα ενός ζητήματος έχει την ιδιότητα να ρίχνει το φως πάνω στα ελαττώματα του συνόλου.
Ας ξεκινήσουμε από αυτή τη γκροτέσκα παντομίμα των «σοφών», τους οποίους ο νεοφιλελευθερισμός έχει μετατρέψει σε ένα από τα ευρύτερα χρησιμοποιούμενα εργαλεία αποπολιτικοποίησης και αποδημοκρατικοποίησης. Οι «σοφοί», οι οποίοι έχουν πλημμυρίσει όλες τις «ανεξάρτητες αρχές» που προέκυψαν από τον διαμελισμό του κράτους (κεντρική τράπεζα, ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο, αρχή εποπτείας των χρηματαγορών, ρυθμιστικές αρχές κλάδων της οικονομίας, γαλλικό Συνταγματικό Δικαστήριο (1) κ.λπ.), αποτελούν τη σύγχρονη εκδοχή του μυστηρίου της Άμωμης Σύλληψης: είναι αιθέρια όντα και τα πολιτικά πάθη τούς είναι ξένα. Εξυπακούεται βεβαίως ότι επιλέγονται γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, καθώς έτσι είναι εγγυημένη η ορθότητα όλων των γνωμοδοτήσεών τους, αφού δεν έχουν μολυνθεί ούτε στο ελάχιστο από την ιδεολογία: αυτό ακριβώς αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο της «σοφίας».
Ωστόσο, όλα αυτά καταρρέουν όταν οι «σοφοί» αρχίζουν να μαλλιοτραβούν τις περούκες τους. Διότι, θεωρητικά, η «σοφία» είναι μία. Αν όμως ξεσπάσει κλωτσοπατινάδα, αυτό σημαίνει ότι οι σοφίες συγκρούονται αναμεταξύ τους. Συνεπάγεται άρα ότι υπάρχουν τουλάχιστον δύο «σοφίες». Και έτσι η πολιτική επιστρέφει από το παράθυρο, τη στιγμή που νομίζαμε ότι την είχαμε πετάξει έξω από την πόρτα. Στην προκειμένη περίπτωση, ποια είναι λοιπόν η ουσία της διαμάχης;
Συνίσταται στον τρόπο με τον οποίο η ΕΚΤ αγοράζει στις χρηματαγορές τους τίτλους χρέους που έχουν εκδώσει τα κράτη-μέλη της Ε.Ε.: μια παρέμβαση ιδιαίτερα αποφασιστικής σημασίας σε περίοδο κρίσης, όταν οι επενδυτές καταλαμβάνονται από πανικό και αρχίζουν να ξεφορτώνονται μαζικά τους τίτλους χρέους που κατέχουν, πυροδοτώντας έτσι ανοδικές τάσεις στα επιτόκια. Σε αυτό το σημείο παρεμβαίνει η ΕΚΤ και οι εξαγορές της βοηθούν στη διατήρηση των επιτοκίων σε λογικά επίπεδα –ειδάλλως, η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους θα μετατρεπόταν σε εκρηκτική υπόθεση. Χωρίς αυτές τις παρεμβάσεις, με αστρονομικά ποσά, το ευρώ θα είχε πάψει να υπάρχει από το 2012. Και θα ήταν ήδη ετοιμοθάνατο σήμερα. Ποιος θα μπορούσε λοιπόν να αντιταχθεί στις ενέργειες της Κεντρικής Τράπεζας, τις μόνες που μπορούν να σώσουν αυτό το υπέροχο σχέδιο για την εξασφάλιση της ειρήνης ανάμεσα στους λαούς της Ευρώπης μέσω του κοινού νομίσματος; Μα το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο.
Στη Γερμανία δεν αστειεύονται με το νόμισμα και το Συνταγματικό Δικαστήριο είναι πιθανότατα το σημείο της χώρας όπου τέτοια αστεία δεν είναι ούτε ελαχίστως ανεκτά. Εξάλλου, ήδη από την επικύρωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ, το Δικαστήριο είχε αναγγείλει ότι θα επιτηρούσε στενά τις ενέργειες της νεοδημιουργηθείσας ΕΚΤ, στην οποία η Γερμανία είχε παραδώσει –τρέμοντας από ανησυχία– το πολυαγαπημένο μάρκο της. Με βάση τη συγκεκριμένη λογική, ανέλαβε και πάλι δράση τη δεκαετία του 2010, τη στιγμή όπου οι σοβαρότατες εντάσεις στην ευρωζώνη είχαν οδηγήσει την ΕΚΤ να εμπλακεί σε ενέργειες που αποκλήθηκαν «μη συμβατικές». Και μόνο αυτή η ονομασία ήταν αρκετή για να προκληθεί εντονότατη ανησυχία στους κόλπους των Γερμανών συντηρητικών και στο Συνταγματικό Δικαστήριο, στο οποίο οι πρώτοι δεν παρέλειψαν να προσφύγουν. Το ερώτημα που τέθηκε συνεπώς ήταν κατά πόσον το περιβόητο PSPP ήταν συμβατό με τις ευρωπαϊκές συνθήκες και με το καταστατικό της ΕΚΤ.
Στην πρώτη του απόφαση, το 2014, το γερμανικό δικαστήριο είχε αποφανθεί με διόλου διπλωματικό τρόπο ότι οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ ήταν ασύμβατες με τους ευρωπαϊκούς νόμους, αφήνοντας όμως παράλληλα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης το καθήκον να βεβαιώσει, και με τη δική του ερμηνεία, αυτήν την ασυμβατότητα. Έλα όμως που το ΔΕΕ, όταν ρωτήθηκε σύμφωνα με τη δέουσα διαδικασία, το 2018 ανταπάντησε ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Όμως, όσο κι αν οι δικαστικοί μηχανισμοί κινούνται με μάλλον χαμηλές ταχύτητες, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι σε θέση να προκαλέσουν σημαντικές ζημίες. Τον Μάιο του 2020, το Συνταγματικό Δικαστήριο ορθώνει από την Καρλσρούη τη σοφία του ενάντια στη σοφία της Χάγης. Οι «σοφοί» αλληλοαποδοκιμάζονται συνεχώς και, για την ώρα, ο Γερμανός συνταγματικός δικαστής είναι εκείνος που κατηγορεί τον Ευρωπαίο συνταγματικό δικαστή ότι αγνοεί τον νόμο.
Γιατί, όπως ισχυρίζονται οι Γερμανοί δικαστές, οι ευρωπαϊκές συνθήκες και το καταστατικό της ΕΚΤ εξαρτούν οποιαδήποτε παρέμβασή της από τον όρο της «αναλογικότητας» η οποία –κατά τη γνώμη τους– έχει παραβιαστεί στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ποια αναλογικότητα όμως; Διότι υπάρχουν τουλάχιστον τρεις κανόνες αναλογικότητας. Οι εξαγορές δημόσιου χρέους από την ΕΚΤ δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 33% μιας έκδοσης χρεογράφων –και είναι αλήθεια ότι η ΕΚΤ χαλάρωσε αυτόν τον περιορισμό. Η κατανομή των εξαγορών δημόσιου χρέους ανάμεσα στα κράτη-μέλη οφείλει να πραγματοποιείται αναλογικά με τη συμμετοχή αυτών των κρατών στο κεφάλαιο της ΕΚΤ –και αυτός ο κανόνας διατηρήθηκε (ακόμα και στο πολύ πρόσφατο Pandemic Emergency Purchase Programme, το «πρόγραμμα επείγουσας εξαγοράς λόγω πανδημίας» που δρομολογήθηκε λόγω της κρίσης του κορωνοϊού).
Στην πραγματικότητα, τη γερμανική οργή προκάλεσε ένας τρίτος κανόνας αναλογικότητας: οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ οφείλουν να μην έχουν «δυσανάλογες» παράπλευρες συνέπειες στην οικονομία. Όμως, ο συγκεκριμένος κανόνας είναι απολύτως ασαφής. Ποια είναι τα κριτήρια με τα οποία καθορίζεται η «δυσαναλογία»; Το γερμανικό δικαστήριο αναφέρει τις ζημίες που υφίστανται οι αποταμιευτές λόγω των επιτοκίων που διατηρούνται με τεχνητό τρόπο σε χαμηλά επίπεδα λόγω των προγραμμάτων της ΕΚΤ. Εάν όμως τα επιτόκια αφεθούν να ακολουθήσουν ανοδική πορεία και καταρρεύσει ο ρυθμός της οικονομικής μεγέθυνσης, δεν θα υποστούν τότε ζημίες οι αποταμιεύσεις που έχουν επενδυθεί σε μετοχές; Και, εάν καταρρεύσει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και χρεοκοπήσουν οι τράπεζες, δεν θα εξαερωθεί τότε το σύνολο της αποταμίευσης;
Αυτό ακριβώς συμβαίνει όταν στο νόμισμα προσδίδεται συνταγματικός χαρακτήρας: οι δικαστές αρχίζουν να μαγειρεύουν –με τον δικό τους τρόπο και με τις λιγοστές οικονομικές γνώσεις τους– μια οικονομική θεωρία «μισοψημένη», ανεπαρκή, όπου κυριαρχεί ο παραλογισμός της «νομικοποίησης» της νομισματικής πολιτικής. Όμως, εδώ ακριβώς συνοψίζεται όλη η γερμανική ιδιαιτερότητα που εκφράζεται μετά το ψυχικό τραύμα που προκάλεσε στη χώρα ο υπερπληθωρισμός της δεκαετίας του 1920: ο νομικός κανόνας λειτουργεί ως αγχολυτικό.
Όμως, σε περίοδο κρίσης, η νομισματική πολιτική δεν είναι δυνατόν σε καμία περίπτωση να υποχρεωθεί να ακολουθήσει εκ των προτέρων καθορισμένους κανόνες. Για να παρέμβει κάποιος σε αγορές που έχουν καταληφθεί από πανικό και όπου η ρευστότητα έχει αρχίσει να εξανεμίζεται, η νομισματική πολιτική οφείλει να ενεργήσει ως δανειστής τελευταίας καταφυγής, δηλαδή ως μια οντότητα απελευθερωμένη από όλους τους περιορισμούς που δυσχεραίνουν τις κινήσεις των συνηθισμένων παραγόντων της αγοράς. Και έχει όντως τη δυνατότητα να το πράξει, καθώς η Κεντρική Τράπεζα είναι η ύστατη πηγή δημιουργίας χρήματος, μιας δημιουργίας αποκλειστικά στηριγμένης στο συμβολικό κεφάλαιό της, το κοινωνικό «κεφάλαιο» της αξιοπιστίας της. Όλο το κεφάλαιο οφείλει να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία χρήματος, σε τόσο μεγάλα ποσά όσα ακριβώς θα απαιτηθούν για την παρέμβαση και την αντιμετώπιση των τεράστιων χρηματοοικονομικών μαζών που πολιορκούν τις αγορές ομολόγων: είναι το «whatever it takes» («οτιδήποτε χρειαστεί») του Μάριο Ντράγκι, δηλαδή η προοπτική μιας παρέμβασης δίχως όρια, η οποία κατόρθωσε να εντυπωσιάσει τις αγορές το 2012, να τις ηρεμήσει και να σώσει το ευρώ. Αυτό ακριβώς το είδος παρέμβασης απαιτείται με επιτακτικό τρόπο στο πλαίσιο της σημερινής κρίσης, που διαφορετικά θα γίνει πολύ σοβαρότερη από την προηγούμενη.
Και αυτό ακριβώς αρνείται η γερμανική άποψη περί νομίσματος με όλη της την ενέργεια –μέχρι το σημείο να αποδέχεται τον κίνδυνο της έκρηξης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, πρώτα του νομικού και ύστερα του νομισματικού. Ο μόνος κανόνας που ισχύει για τη νομισματική πολιτική σε περιόδους κρίσης είναι ότι δεν υπάρχει κανόνας. Αναγκαστικά, η νομισματική πολιτική κινείται στο πεδίο του «μη συμβατικού». Όμως, η συγκεκριμένη ιδέα είναι ανυπόφορη για το γερμανικό νομισματικό ήθος –ή τουλάχιστον για εκείνο που κυριαρχεί στους κόλπους των Γερμανών συνταγματικών δικαστών. Όσον αφορά τα ζητήματα της νομισματικής πολιτικής, μετά τον υπερπληθωρισμό, η Γερμανία κλείστηκε μέσα στην απόλυτη άρνηση της δυνατότητας να ενεργούν οι επικεφαλής με βάση τη διακριτική τους ευχέρεια: θεωρεί ότι το ενδεχόμενο αυτό οδηγεί μοιραία στην κατάχρηση (άποψη η οποία, εξάλλου, δεν είναι και εντελώς λανθασμένη, μιλώντας εντελώς γενικά βέβαια). Δυστυχώς, το καπιταλιστικό νόμισμα δεν αφήνει άλλες επιλογές. Στις χρηματαγορές, τις οποίες τόσο πρόθυμα απορρύθμισε η Ευρωπαϊκή Ένωση, η κατάρρευση μπορεί να αποφευχθεί μονάχα με μια ξεκάθαρα κυριαρχική χειρονομία του δανειστή τελευταίας καταφυγής: με λίγα λόγια, πρόκειται για το αποκορύφωμα της προσφυγής στη διακριτική ευχέρεια, το απολύτως αντίθετο του κανόνα.
Συνεπώς, ο γερμανικός ορντολιμπεραλισμός (2) , ο οποίος έχει διαχυθεί σε ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, θέλει ταυτόχρονα ένα πράγμα και το αντίθετό του: αφενός θέλει οι αγορές κεφαλαίων να είναι απορρυθμισμένες και να αποτελούν το πειθαρχικό εργαλείο για την κανονικοποίηση των οικονομικών πολιτικών και, αφετέρου, θέλει την νομισματική πολιτική εγκλωβισμένη σε κανόνες, που όμως της στερούν κάθε δυνατότητα να δώσει απάντηση στις τρομερές κρίσεις από τις οποίες σπαράσσονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα οι ίδιες αγορές. Αυτή ακριβώς η αντίθεση εκρήγνυται ακόμα μια φορά στα χέρια των οπαδών της ευρωμακαριότητας, διχασμένων ανάμεσα σε δύο ασύμβατους έρωτες: στον έρωτα για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στον έρωτα για τη Γερμανία, τη στιγμή που νομίζαμε ότι πρόκειται για ένα και το αυτό πάθος. Λογικά, η σαπουνόπερα παίρνει τις πλέον δραματικές διαστάσεις στην εφημερίδα «Libération»: ούτε ο Ζαν Κατρεμέρ ούτε ο Ντανιέλ Κον Μπεντίτ (3) ξέρουν πλέον εάν πρέπει να αγαπάνε περισσότερο τον μπαμπά ή την μαμά.
Και, στην προκειμένη περίπτωση, δεν είναι δυνατόν να ισχύσει αυτό που εφαρμόζεται σε μερικές περιπτώσεις στα διαζύγια: να έχει την επιμέλεια των παιδιών μερικές ημέρες την εβδομάδα ο πατέρας και μερικές η μητέρα. Αυτό είναι το πρόβλημα όταν αρχίζει κάποιος να ξανασυζητάει όλα όσα είχαν αποφευχθεί να συζητηθούν αρχικά: τα πάντα βγαίνουν τελικά στην επιφάνεια, μέσα σε μια ανεξέλεγκτη ακαταστασία. Η Γερμανία θεωρούσε ότι είχε όντως αποφύγει να τεθούν τέτοια ζητήματα σε συζήτηση, κλείνοντάς τα όλα μέσα στο συνταγματικό σεντούκι των Συνθηκών. Όμως, εξ ορισμού, το ευρωπαϊκό συνταγματικό δικαστήριο είχε στα χέρια του το κλειδί του σεντουκιού. Έτσι, λογικότατα, η σύγκρουση ξέσπασε σε αυτό ακριβώς το επίπεδο. Με τη σύγκρουση να έχει την ιδιαιτερότητα ότι υπογραμμίζει την αβέβαιη φύση του ευρωπαϊκού πολιτικού οικοδομήματος. Η άποψη του ΔΕΕ όσον αφορά τον ρόλο του είναι ότι αποτελεί την κορυφή της ιεραρχίας των νομικών κανόνων, ότι ενσαρκώνει τον εγγυητή της ομοιόμορφης εφαρμογής των ευρωπαϊκών κανόνων, καθώς και ότι είναι αδιανόητο να αντιταχθεί σε αυτό ένα εθνικό συνταγματικό δικαστήριο, το οποίο βρίσκεται σε κατώτερη βαθμίδα της πυραμίδας του δικαίου. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τα εθνικά δικαστήρια θα άρχιζαν να εγείρουν ενστάσεις πάνω σε έναν ατελείωτο αριθμό ζητημάτων.
Με τη σειρά του, το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο υπενθυμίζει τη θέση που έχει διατυπώσει από το 1993: λόγω της απουσίας ολοκληρωμένων δημοκρατικών θεσμών που θα μετέτρεπαν την Ευρώπη σε μια πλήρη και αυθεντική πολιτική κοινότητα, η Ένωση θα πρέπει να εξακολουθήσει να θεωρείται ένα οικοδόμημα στο οποίο είναι κυρίαρχος ο διακυβερνητικός χαρακτήρας. Από αυτήν τη διαπίστωση συνάγει ότι το καθήκον του ως συνταγματικό δικαστήριο είναι να ελέγχει το ίδιο όλα όσα θεωρεί ως τα πλέον θεμελιώδη συμφέροντα του γερμανικού έθνους –στη συγκεκριμένη περίπτωση, όλα όσα αφορούν το νόμισμα (του).
Μπορεί κάποιος να θεωρήσει παραληρηματική τη γερμανική άποψη για το νόμισμα –και όντως είναι εξάλλου, σε βαθμό ώστε να έχει καταστήσει παράλογη τη συστράτευση σε μια νομισματική ένωση μαζί με τη Γερμανία. Όμως, η θέση του Δικαστηρίου της Καρλσρούης –όχι από τη νομική σκοπιά, αλλά από τη σκοπιά της πολιτικής φιλοσοφίας– δεν στερείται βάσης. Γιατί, πράγματι, όσον αφορά την άσκηση της πολιτικής κυριαρχίας, η ευρωπαϊκή οικοδόμηση δεν κατόρθωσε ποτέ να ξεφύγει από μια ενδιάμεση κατάσταση, η οποία μετατράπηκε σε «μη τόπο» ως προς αυτό το ζήτημα: αν και η άσκηση της κυριαρχίας έχει ξεφύγει από το εθνικό επίπεδο, δεν υπάρχει ακόμα το ευρωπαϊκό επίπεδο στο οποίο θα πρέπει να ασκηθεί. Διαθέτοντας εξαρχής συνέπεια στη στάση του, το γερμανικό δικαστήριο δεν παύει να υπενθυμίζει ότι, ελλείψει αυθεντικών και νομιμοποιημένων βαθμίδων κυριαρχίας, η νομιμότητα των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραμένει εύθραυστη.
Στο βαθμό που είναι θεματοφύλακας των «συμφερόντων της γερμανικής δημοκρατίας», το Δικαστήριο της Καρλσρούης δεν εναντιώνεται στην αρχή της μεταβίβασης της εθνικής κυριαρχίας σε ένα υπερεθνικό επίπεδο. Ζητάει απλώς, και αρκετά λογικά, να υπάρξει ένας χώρος κυριαρχίας «στον ανώτερο όροφο» στον οποίο και θα μεταβιβαστεί η κυριαρχία. Αυτός ο χώρος όμως εξακολουθεί να μην υπάρχει. Υπό αυτές τις συνθήκες μιας εκ των πραγμάτων μη-δημοκρατίας στην Ε.Ε., το γερμανικό δικαστήριο θεωρεί ότι νομιμοποιείται να συνεχίζει να μεριμνά για τη δημοκρατική κυριαρχία στο επίπεδο ακριβώς όπου αυτή υποχρεώνεται να παραμένει: στην εθνική περίμετρο. Έτσι, δεν παραλείπει να αντιτείνει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι ναι μεν είναι θεματοφύλακας των ευρωπαϊκών δημοκρατικών δικαιωμάτων, αλλά σε μια ευρωπαϊκή δημοκρατία η οποία δεν υπάρχει.
Συνεπώς, εάν και η θέση των Γερμανών δικαστών δεν στερείται βάσης, δεν παύει να χαρακτηρίζεται από αντιφάσεις. Διότι, τελικά, ναι μεν αυτοί οι καλοί δικαστές ενδύονται τον μανδύα των αρχών της δημοκρατίας, αλλά το πράττουν για να υπερασπιστούν τον… λιγότερο δημοκρατικό θεσμό που υπάρχει: την ανεξάρτητη Κεντρική Τράπεζα. Για την ακρίβεια, υπερασπίζονται την αρχή της ανεξαρτησίας της Κεντρικής Τράπεζας και προσάπτουν στην ΕΚΤ ότι δεν σέβεται αρκετά αυτήν την αρχή. Δεν είναι βέβαιο ότι οι Γερμανοί δικαστές θα μπορούσαν να φανούν ευαίσθητοι απέναντι στην συγκεκριμένη αντίφαση. Πιθανότατα θα απαντούσαν ότι δημοκρατικά η Γερμανία αποφάσισε να μετατρέψει την Κεντρική Τράπεζα σε έναν θεσμό ο οποίος βρίσκεται εκτός του ελέγχου της συνήθους δημοκρατίας.
Ένα ελαφρύ αεράκι πανικού
Μέχρι σήμερα, τις αντιρρήσεις διατύπωναν κυρίως τα υπόλοιπα κράτη-μέλη (εν πάση περιπτώσει, ορισμένα κράτη-μέλη) που δεν είχαν υποκύψει στον ασφυκτικό κλοιό των νομισματικών εμμονών της Γερμανίας. Όμως, η ηγεμονία δεν είναι μια κούφια λέξη και η Γερμανία ασκούσε την εξουσία της με τόσο σκληρό τρόπο όσο ακριβώς χρειαζόταν για να τις αναγκάσει να σιωπήσουν. Στην προκειμένη περίπτωση, παίζεται μια εντελώς διαφορετική παρτίδα: ανάμεσα στη Γερμανία και στους ίδιους τους ευρωπαϊκούς θεσμούς –τον υψηλότερο, δηλαδή το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και τώρα και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία απειλεί ότι θα ασκήσει δίωξη στη Γερμανία για παράβαση των ευρωπαϊκών νόμων. Απερίγραπτη ατμόσφαιρα. Ταυτόχρονα, υπάρχουν λόγοι γι’ αυτό: το Δικαστήριο της Καρλσρούης απαίτησε εξηγήσεις από την ΕΚΤ –δηλαδή από μια κεντρική τράπεζα της οποίας το καταστατικό την απαλλάσσει από την υποχρέωση να παρέχει εξηγήσεις σε οποιονδήποτε– για να το πείσει ότι όντως σέβεται τους κανόνες της «αναλογικότητας», αλλιώς θα απαγορεύσει στην Μπούντεσμπανκ να συμμετάσχει στο PSPP. Στην προοπτική του νομικού χάους προστίθεται και εκείνη του χρηματοοικονομικού χάους. Γιατί είναι αυτονόητο ότι, εάν δεν συμμετέχει πλέον η ισχυρότερη οντότητα του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) στις ενέργειες αυτές, τη στιγμή ακριβώς όπου είναι ζωτικής σημασίας, τότε θα επέλθει το τέλος του ευρώ μέσα σε συνθήκες που θα θυμίζουν μαύρη κωμωδία.
Μέσα στο ελαφρύ αεράκι πανικού που έχει αρχίσει να φυσάει στην ευρωζώνη, οι «λύσεις» που μαστορεύονται βιαστικά είναι η μία πιο απογοητευτική από την άλλη. Ορισμένοι θα ήθελαν να προωθήσουν την αμοιβαιοποίηση των χρεών (ευρωομόλογο ή κορωνοομόλογο), χωρίς να κατανοούν ότι οι θέσεις τους δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τον καυγά που γίνεται για το πάπλωμα: ένα αμοιβαιοποιημένο χρέος δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να υποκαταστήσει τη δράση του δανειστή της τελευταίας καταφυγής. Πρόκειται για δύο εντελώς ετερογενείς δράσεις. Η πρώτη εμπίπτει στο πεδίο των συμφωνιών μεταξύ χωρών, οι οποίες έχουν στόχο ορισμένες από αυτές να εξοικονομήσουν κάποια (μικρά) ποσά που διατίθενται για την εξυπηρέτηση του χρέους τους. Μια τέτοια εξοικονόμηση θα ήταν εξάλλου ανεπαρκής να εμποδίσει το κύμα δυσπιστίας των χρηματαγορών, το οποίο μονάχα η δεύτερη δράση, με αποκλειστική καταφυγή στην Κεντρική Τράπεζα, είναι ικανή να αναχαιτίσει, μέσω εξαγορών χρεογράφων αστρονομικού ύψους. Βαθιά νυχτωμένοι, κάποιοι άλλοι φαντάζονται ότι η στιγμή είναι ιδανική για να πραγματοποιηθεί επιτέλους μια μεγάλη δημοκρατική πρόοδος: μια υπόθεση που μπορεί να υποστηριχθεί μονάχα εάν συνοδεύεται από μαζική λήψη ψυχοτρόπων ουσιών. Ιδού ο απολογισμός της ευρωπαϊκής δημιουργικότητας σε μια συγκυρία σοβαρότατης κρίσης.
Μια πιο ρεαλιστική δυνατότητα «λύσης», λιγότερο μεθυστική, ίσως όμως η μόνη εφικτή, θα μπορούσε να αναζητηθεί εκ μέρους των ίδιων των πρωταγωνιστών της διαμάχης, οι οποίοι, αφού έπαιξαν την κορυφαία σκηνή του έργου, απαγγέλλοντας τις ατάκες τους και απευθυνόμενοι στο κοινό, θα αποφασίσουν να συνδιαλλαγούν στο παρασκήνιο για να περιορίσουν τη ζημιά. Λόγου χάρη, εξασφαλίζοντας τη συμφιλίωσή τους εις βάρος ενός τρίτου και λιγότερο ισχυρού: θα ζητήσουν από την ΕΚΤ να «παράσχει εξηγήσεις» και εκείνη θα «παράσχει τις εξηγήσεις» που της ζητήθηκαν. Ως καλό κορίτσι, θα υιοθετήσει την ίδια τη λογική των Γερμανών δικαστών και θα τους αποδείξει, ρίχνοντας άφθονη οικονομετρική στάχτη στα μάτια, ότι σε τελική ανάλυση η υλοποίηση ενός PSPP θα αποδειχθεί πολύ ευνοϊκότερη για τη γερμανική αποταμίευση απ’ ό,τι η μη υλοποίησή του και, συνεπώς, ότι συμμορφώνεται απαρέγκλιτα με τους «νόμους της αναλογικότητας».
Όσο για τον βιώσιμο χαρακτήρα της «λύσης», είναι μια εντελώς διαφορετική υπόθεση. Τα μπαλωμένα λάστιχα δεν μπορούν να βγάλουν πολλά χιλιόμετρα. Ακόμα κι όταν κρύβονται κάτω από το χαλί, τα προβλήματα επιμένουν να υφίστανται, κυρίως όταν είναι θεμελιώδους σημασίας. Παρά το γεγονός ότι συνέβη εκτός της ευρωζώνης, το Brexit παρουσιάζει ένα κοινό σημείο με την παρούσα νομική κρίση: πυροδοτήθηκε μέσα στο ίδιο ευρωπαϊκό Τρίγωνο των Βερμούδων, εκεί όπου εξαφανίστηκε κάθε δυνατότητα οικοδόμησης μιας μορφής δημοκρατικής κυριαρχίας. Σύμφωνα με τη λογική των πραγμάτων, δεν θα ήταν περίεργο εάν το κακότεχνα στημένο ευρωπαϊκό οικοδόμημα κατέρρεε λόγω του σημαντικότερου στοιχείου του που ποτέ δεν διευκρινίστηκε και παρέμεινε πάντα τυλιγμένο μέσα στην ασάφεια: της δημοκρατικής κυριαρχίας.