Από τον 19ο αιώνα, ο Λίβανος βρίσκεται αντιμέτωπος με τον παρεμβατισμό των μεγάλων δυνάμεων, που του απονέμουν το τραγικό καθεστώς ενός είδους no man’s land με εθνική κυριαρχία μόνο στα χαρτιά. Το 1833, η χώρα καταλήφθηκε από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ Πασά, γιου του ισχυρού Μοχάμεντ Αλί (ή Μεχμέτ-Αλί), αντιβασιλέα της Αιγύπτου, δηλωμένου αντιπάλου του Οθωμανού Σουλτάνου, αφού πρώτα υπήρξε υποτελής του. Οι Βρετανοί όμως δεν συμφώνησαν και κατάφεραν να υποχρεώσουν τη Γαλλία, της οποίας ο Αιγύπτιος ηγεμόνας ήταν ταυτόχρονα θαυμαστής και σύμμαχος, να τον πιέσει να αποσύρει τα στρατεύματα του γιου του από τα βουνά του Λιβάνου το 1840. Οι πέντε αποικιοκρατικές δυνάμεις (Γαλλία, Ιταλία, Πρωσία, Αυστρία, Αγγλία) θεώρησαν τότε ότι δεν ήταν αποδεκτές οι φιλοδοξίες του Μοχάμεντ Αλί να ανατρέψει και να υποκαταστήσει την οθωμανική μοναρχία.
Σε αυτό το πλαίσιο των αγώνων για επιρροή μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων σχετικά με το μέλλον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, χαρακτηρισμένης ως «ο μεγάλος ασθενής» από τη ρωσική διπλωματία, ξέσπασαν πολυάριθμες αιματηρές ταραχές μεταξύ Μαρωνιτών και Δρούζων αγροτών για πρώτη φορά στην ιστορία των λιβανέζικων βουνών. Οι συγκρούσεις αυτές ήταν η άμεση συνέπεια του γαλλοβρετανικού ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, ο οποίος επικεντρώθηκε στο συγκεκριμένο έδαφος και κατέστρεψε, μέσω των ελιγμών και των χειρισμών του, τη συμβίωση αιώνων μεταξύ των δύο κοινοτήτων στην περιοχή του Τσουφ. Από εκείνη τη συνύπαρξη είχε προκύψει στο παρελθόν η μεγάλη μορφή του Φαχρ-αλ-Ντιν Β΄, ο οποίος κυβέρνησε το εμιράτο του Βουνού από το 1590 έως το 1635. Επιδιώκοντας να χειραφετηθεί από την οθωμανική κηδεμονία, ιδίως με τη δημιουργία σχέσεων με την ιταλική Τοσκάνη, ο εμίρης αντιμετώπισε αρκετές στρατιωτικές εκστρατείες υπό την ηγεσία των στρατευμάτων της Υψηλής Πύλης. Αιχμαλωτίστηκε από τους Οθωμανούς και εκτελέστηκε με αποκεφαλισμό στην Κωνσταντινούπολη.
Το 1860, οι συγκρούσεις μεταξύ των Δρούζων, υποστηριζόμενων λίγο ώς πολύ από τον οθωμανικό στρατό, και των χριστιανών επιδεινώθηκαν και επεκτάθηκαν στην πεδιάδα Μπεκάα. Η Γαλλία, τότε υπό τη βασιλεία του Ναπολέοντα Γ’, αποφάσισε να παρέμβει και τα στρατεύματά της αποβιβάστηκαν στις ακτές του Λιβάνου. Οι πέντε ευρωπαϊκές δυνάμεις και η Οθωμανική Αυτοκρατορία συμφώνησαν σε μείωση του μεγέθους του Λιβάνου. Σε αντίθεση με αυτόν τον «Μικρό Λίβανο», οι γαλλικές αρχές ανακήρυξαν τον «Μεγάλο Λίβανο» την 1η Σεπτεμβρίου 1920. Με έκταση 10.452 τετραγωνικών χιλιομέτρων, η μοίρα αυτής της χώρας ήταν διαρκώς συνδεδεμένη με τους ευρωπαϊκούς ή ακόμη και τους συνολικούς ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς της Δύσης αν συμπεριλάβουμε και τις ΗΠΑ, που έγιναν η κυρίαρχη δύναμη του «ελεύθερου κόσμου» μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, κινητοποιώντας αποτελεσματικά τις τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη Σοβιετική Ένωση.
Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε, παρεμπιπτόντως, ότι κατά την περίοδο της γαλλικής εντολής (1920-1943), το 1936 θεσμοθετήθηκε ο κοινοτισμός με ένα διάταγμα του Ύπατου Αρμοστή. Πράγματι, καθιέρωσε στη δημόσια τάξη του Λιβάνου τις θρησκευτικές κοινότητες , απαριθμώντας τις, προσθέτοντας ότι θα δημιουργούνταν μια κοινότητα κοινού δικαίου για όσους Λιβανέζους δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στις αναφερόμενες. Αυτό το κοσμικό καθεστώς εξακολουθεί να μην έχει θεσπιστεί κι έτσι πολλοί Λιβανέζοι πολίτες αναγκάζονται μέχρι και σήμερα να πηγαίνουν στην Κύπρο, την Τουρκία ή τη Γαλλία για να παντρευτούν εκτός της κοινότητάς τους.
Εκτεθειμένος σε συχνά ανταγωνιστικές επιρροές, ο Λίβανος πάντα δυσκολευόταν να αυτοπροσδιοριστεί και να ξεπεράσει τις αντιφάσεις του. Το 1949, ο Ζωρζ Νακάς (1904-1972), ένας από τους σημαντικότερους Λιβανέζους δημοσιογράφους και ιδρυτής, το 1925, της εφημερίδας «L’Orient» (σήμερα η διαδικτυακή L’Orient – Le Jour), δημοσίευσε ένα σκληρό πρωτοσέλιδο που τον οδήγησε στη φυλακή. «”Ούτε Δύση ούτε αραβοποίηση”: πάνω σε αυτή τη διπλή άρνηση ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ σύναψαν τη συμμαχία τους [προκειμένου να υιοθετήσουν το εθνικό σύμφωνο του Νοεμβρίου 1943, το οποίο χρησίμευσε ως άγραφος συμβιβασμός μεταξύ των κοινοτήτων]. Τι είδους ενότητα μπορεί να προκύψει από μια τέτοια συνταγή;», διερωτόταν. «Τι δεν θέλει το μισό του Λιβάνου το βλέπουμε πολύ καθαρά. Τι δεν θέλει το άλλο μισό, επίσης. Αλλά αυτό που δεν βλέπουμε είναι εκείνο που θέλουν από κοινού τα δύο μισά. (…) Ένα κράτος δεν είναι το άθροισμα δύο αδυναμιών –και δύο αρνήσεις δεν θα δημιουργήσουν ποτέ ένα έθνος» (1).
Αργότερα, ο Νακάς έγινε μεγάλος θαυμαστής του στρατηγού Φουάτ Σεχάμπ (1902-1973), αρχιστράτηγου του λιβανέζικου στρατού και στη συνέχεια προέδρου της Λιβανικής Δημοκρατίας την περίοδο 1958-1964. Υπήρξε ο πραγματικός ιδρυτής του λιβανέζικου κράτους, αναλαμβάνοντας έναν εντυπωσιακό αριθμό μεταρρυθμίσεων με τις πεφωτισμένες συμβουλές του Λουί-Ζοζέφ Λεμπρέ (1897-1966), Δομινικανού ιερέα, οικονομολόγου και ιδρυτή του Διεθνούς Ινστιτούτου Έρευνας και Κατάρτισης για την Εκπαίδευση και την Ανάπτυξη (IRFED), από τον οποίο ζήτησε να εκπονήσει, μεταξύ 1960 και 1964, μια κοινωνικοοικονομική μελέτη για το βιοτικό επίπεδο των περιοχών του Λιβάνου. Το αποτέλεσμα ήταν μια εξαντλητική έρευνα που έδειχνε ένα πολύ υψηλό επίπεδο κοινωνικής ανισότητας, μια τεράστια συγκέντρωση πλούτου σε μια μικρή μειοψηφία Λιβανέζων, σε πλήρη αντίθεση με την ύπαρξη θυλάκων μεγάλης φτώχειας στις περιφερειακές αγροτικές περιοχές της χώρας.
Σε διάλεξή του με τίτλο «Ο Λίβανος σε σημείο καμπής» (2) το 1962, ο οικονομολόγος προειδοποίησε τους Λιβανέζους για τη διατήρηση τέτοιων ανισοτήτων, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη διάλυση της χώρας τους. Αυτή η μετατόπιση συνέβη πράγματι από το 1975 και μετά, στο πλαίσιο μιας εκτεταμένης έξαρσης της βίας μεταξύ «χριστιανικών» πολιτικών κομμάτων, ιδίως του κόμματος των Φαλαγγιτών που δημιουργήθηκε από τον Πιερ Τζεμαγιέλ και του Εθνικού Κινήματος Λιβάνου, μιας ομάδας μη κοινοτικών κομμάτων υπό την ηγεσία του Καμάλ Τζουμπλάτ (1917-1977), ηγέτη της κοινότητας των Δρούζων, που ζητούσε μεγαλύτερη ισότητα μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, με τους τελευταίους να έχουν την επιφυλακτική στήριξη των παλαιστινιακών ένοπλων κινημάτων στο Λίβανο.
Ο Φουάτ Σεχάμπ αναφερόταν συχνά σε εκείνους που αποκαλούσε «τυροκόμους», δηλαδή στους αδίστακτους πολιτικούς που προσπαθούσαν να τεμαχίσουν το κράτος. Σε διεθνές επίπεδο, οικοδόμησε την εξωτερική πολιτική του δημιουργώντας καλές σχέσεις με τον Αιγύπτιο πρόεδρο Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ. Αυτό δεν θα μπορούσε παρά να εντείνει την οργή της χριστιανικής επιχειρηματικής αστικής τάξης, η οποία έβλεπε τον παναραβιστή και σοσιαλιστή πρόεδρο ως τον ίδιο τον διάβολο. Απέναντι στη μεταρρυθμιστική ορμή και την προεδρική βούληση για την οικοδόμηση ισχυρού κράτους, το σύνθημα των συντηρητικών χριστιανικών κύκλων συνοψίστηκε σε ένα ελάχιστα διακριτικό σύνθημα, σύμφωνα με το οποίο «η δύναμη του Λιβάνου βρίσκεται στην αδυναμία του». Η μουσουλμανική αστική τάξη, από την άλλη πλευρά, απαίτησε περισσότερα δικαιώματα στη νέα ανεξάρτητη δημοκρατία και γενικά υποστήριξε τα παλαιστινιακά ένοπλα κινήματα προκειμένου να ασκήσει πίεση στην αδιάλλακτη χριστιανική αστική τάξη. Οι τελευταίοι είχαν αναπτυχθεί στον Λίβανο χάρη σε αυτή την αδυναμία, αλλά και στο γεγονός ότι ένα σημαντικό μέρος αυτών των Φενταγίν είχε εκδιωχθεί από την Ιορδανία τον Σεπτέμβριο του 1970 (3).
Αξίζει να αναφερθεί, για την ορθότητα των απόψεών του, ένας ακόμη σύγχρονος του Φουάτ Σεχάμπ. Πρόκειται για τον Μισέλ Σιχά (1891-1954), τραπεζίτη και υπέρμαχο του οικονομικού φιλελευθερισμού. Ήταν όμως και ένθερμος υπερασπιστής της κοινοτικής ποικιλομορφίας και προειδοποίησε από νωρίς για τους κινδύνους που αντιμετώπιζε ο Λίβανος ως αποτέλεσμα της ισραηλινής πολιτικής απέναντι τόσο στη χώρα του όσο και στους Παλαιστίνιους. Η συλλογή άρθρων του για την Παλαιστίνη παραμένει ένα αριστούργημα διαύγειας και διορατικότητας (4). Ο Σιχά είχε πράγματι αντιληφθεί πολύ καλά την υπαρξιακή σύγκρουση μεταξύ του Ισραήλ, που βασίζεται στον κοινοτική αποκλειστικότητα, και του Λιβάνου, που αντίθετα βασίζεται στη διαχείριση του ήπιου πλουραλισμού (5).
Ωστόσο, σε ορισμένους μάλλον περιθωριακούς μαρωνιτικούς κύκλους γεννήθηκε η ιδέα ότι αν οι Εβραίοι στην Παλαιστίνη είχαν το δικό τους κράτος, γιατί να μην έχουν και οι Χριστιανοί το δικό τους; Αφού οι Χριστιανοί και οι Εβραίοι ήταν μειοψηφία, γιατί να μην ενώσουν τις δυνάμεις τους εναντίον της μουσουλμανικής πλειοψηφίας; Μια τέτοια άποψη απηχούσε, χωρίς καν να το γνωρίζει, ολόκληρη την ισραηλινή βιβλιογραφία που υποστήριζε την αποσταθεροποίηση του Λιβάνου και την ανάγκη διχοτόμησης της χώρας μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων. Ξέρουμε τι συνέβη στη συνέχεια: πρώτα η κατάληψη από το Ισραήλ ενός μέρους του νότιου Λιβάνου το 1978 και στη συνέχεια η εισβολή το καλοκαίρι του 1982, που έφερε τον ισραηλινό στρατό στη Βηρυτό, όπου οι σφαγές των Παλαιστινίων αμάχων στους καταυλισμούς Σάμπρα και Σατίλα διαπράχθηκαν από τους πολιτοφύλακες των Φαλαγγιτών υπό το συνένοχο βλέμμα των ισραηλινών στρατιωτών. Ο Μπασίρ Τζεμαγιέλ, γιος του ηγέτη του κόμματος των Φαλαγγιτών Πιερ Τζεμαγιέλ, θα εκλεγεί πρόεδρος από το λιβανικό κοινοβούλιο ενόσω ήταν περικυκλωμένο από ισραηλινά τανκς, ενώ λίγες μέρες αργότερα θα δολοφονηθεί από τη μυστηριώδη έκρηξη που κατέστρεψε την έδρα του κόμματός του. Ο αδελφός του, Αμίν Τζεμαγιέλ, τον διαδέχθηκε και βομβάρδισε τα νότια προάστια της Βηρυτού, τα οποία ήταν κυρίως σιιτικά. Μέσα σε αυτό το χαοτικό πλαίσιο πραγματοποιήθηκε η εκκένωση των Παλαιστινίων μαχητών υπό τον έλεγχο μιας πολυεθνικής δύναμης επέμβασης. Στη συνέχεια θα γίνει και αυτή θύμα πολλών τρομοκρατικών επιθέσεων.
Το τέλος του κύκλου των διακοινοτικών πολέμων το 1990 δεν θεράπευσε τον Λίβανο από τις συστατικές ανεπάρκειές του και την αδυναμία του να οικοδομήσει ένα κράτος αντάξιο του ονόματός του. Ακόμα χειρότερα, η άφιξη στην εξουσία το 1992 του πρωθυπουργού Ραφίκ Χαρίρι, επιχειρηματία και προστατευόμενου του βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας –που παρέμεινε στην εξουσία μέχρι λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του σε βομβιστική επίθεση το 2005– θα οδηγήσει τη χώρα σε ένα οικονομικό καθεστώς βασισμένο στις προσόδους, λες και διέθετε υπερεπάρκεια πόρων. Υπογράφηκαν συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με πολλά κράτη, με αρνητικές επιπτώσεις στις βιομηχανικές και αγροτικές παραγωγικές δυνατότητες της χώρας. Ένα καθεστώς σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας που συνδέει τη λιβανέζικη λίρα με το δολάριο και τα ασυνήθιστα υψηλά επιτόκια για τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου σε τοπικό νόμισμα οδήγησαν γρήγορα σε μια ολέθρια συσσώρευση χρέους. Αυτό διευκόλυνε ιδιαίτερα τον γρήγορο πλουτισμό της εύπορης τάξης της χώρας, η οποία έπαιρνε χαμηλότοκα δάνεια σε δολάριο και στη συνέχεια αγόραζε τίτλους σε λιβανέζικη λίρα με πολύ υψηλή απόδοση.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι πιο όμορφες περιοχές της πρωτεύουσας απαλλοτριώθηκαν προς όφελος της εταιρείας ακινήτων Solidere, που μετέτρεψε το εμβληματικό κέντρο της πόλης σε χυδαίο αντίγραφο των γυάλινων και χαλύβδινων πόλεων του Κόλπου. Μέσα σε δεκαπέντε χρόνια, η Βηρυτός, ήδη κατεστραμμένη από τόσα χρόνια πολέμου, υπέστη μια πραγματική αρχιτεκτονική γενοκτονία, όπως φαίνεται από την κατασκευή ενός τεράστιου τζαμιού τουρκικού τύπου που κατέστρεψε την αρχιτεκτονική ομορφιά της παλιάς πλατείας Μαρτύρων, γνωστής και ως πλατείας των Κανονιών.
Η διαχείριση της λιβανικής οικονομίας από τον Χαρίρι ήταν άμεσα υπεύθυνη για την αποδυνάμωσή της. Παρόλο που η ανάπτυξη ήταν κατά μέσο όρο 6-7%, δεν έφτασε ποτέ σε επίπεδα που να ανταποκρίνονται σε μια περίοδο μεταπολεμικής ανασυγκρότησης. Και η κυβέρνηση έδωσε ελάχιστη προσοχή στη φορολογική δικαιοσύνη, με τους συντελεστές φορολογίας εισοδήματος να μειώνονται σκανδαλωδώς στο 10%, όταν η κατάσταση απαιτούσε ειδικό φόρο για τις μεγάλες περιουσίες που δημιουργήθηκαν σε καιρό πολέμου. Αν και ο τομέας των ακινήτων άνθισε, σύντομα αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες, καθώς οι αποταμιεύσεις των Λιβανέζων εξαντλήθηκαν από τα υψηλά επιτόκια των τραπεζικών καταθέσεων και των κρατικών χρεογράφων. Κατά την περίοδο Χαρίρι πολλοί ταλαντούχοι νέοι εγκατέλειψαν τη χώρα από μόνοι τους, ακολουθώντας ανώτατες σπουδές στην Ευρώπη ή στις ΗΠΑ χάρη σε ένα πρόγραμμα χιλιάδων υποτροφιών για φοιτητές. Γεγονός που εξηγεί γιατί ο Ραφίκ Χαρίρι και ο γιος του Σάαντ (πρωθυπουργός από το 2009 έως το 2011 και στη συνέχεια από το 2016 έως τον Ιανουάριο του 2020) παραμένουν δημοφιλείς σε ένα μέρος του πληθυσμού.
Σήμερα ωστόσο, η λιβανέζικη οικονομία κινδυνεύει να διαλυθεί. Το de facto πάγωμα των τραπεζικών καταθέσεων, ένα εντελώς αντισυνταγματικό μέτρο, μαρτυρά την ύπαρξη ενός καθεστώτος «τραπεζοκρατίας» μοναδικό στον κόσμο και εντελώς αντίθετο με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Είναι το αποτέλεσμα μιας θλιβερής διαχείρισης του τραπεζικού τομέα και της κεντρικής τράπεζας του Λιβάνου, με επικεφαλής τον ίδιο διοικητή επί σχεδόν τριάντα χρόνια, τον Ριάντ Σαλαμέ, που διορίστηκε την 1η Αυγούστου 1993, με απόφαση του Ραφίκ Χαρίρι, την περιουσία του οποίου διαχειριζόταν στην επενδυτική τράπεζα Merrill Lynch. Σήμερα, η υποτίμηση της λιβανέζικης λίρας και ο πολλαπλασιασμός των συναλλαγματικών ισοτιμιών έχουν καταστρέψει μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης και έχουν αυξήσει το ποσοστό φτώχειας σε πάνω από το 50% του πληθυσμού. Υπάρχει μάλιστα μεγάλος κίνδυνος μείωσης του προσδόκιμου ζωής στον Λίβανο.
Όσον αφορά την πολιτική ελίτ που διαχειρίζεται τη χώρα, αυτή εμπλέκεται συνεχώς σε κοινοτιστικούς ελιγμούς. Ζει σε μια φούσκα σαν η οικονομία να λειτουργούσε κανονικά, ξεχνώντας την ύπαρξη ενός λαού που υποφέρει. Από την άλλη πλευρά, σίγουρα δεν είναι οι απαιτήσεις του ΔΝΤ για μεταρρυθμίσεις που θα μπορέσουν να εξυγιάνουν και να αναζωογονήσουν την οικονομική δραστηριότητα. Σχεδιάζεται ήδη μια σειρά ιδιωτικοποιήσεων δημόσιων επιχειρήσεων και πωλήσεων κρατικής γης. Σε όλες αυτές τις ατυχίες προστέθηκε η γιγαντιαία διπλή έκρηξη της 4ης Αυγούστου 2020 που κατέστρεψε τις ανατολικές συνοικίες της πρωτεύουσας. Ποτέ άλλοτε η χώρα των Κέδρων δεν υπέστη καταστροφή τέτοιου μεγέθους.
Στο πλαίσιο αυτό, η χώρα χρειάζεται μεταρρυθμίσεις, οι πιο επείγουσες από τις οποίες σήμερα αφορούν την ανάγκη εξορθολογισμού των δημοσιονομικών δαπανών, που διογκώνονται τεχνητά από τις πολυάριθμες επιδοτήσεις πελατειακού χαρακτήρα, την καλύτερη διαχείριση της περιουσίας του κράτους και των τοπικών αρχών, την καθιέρωση ενός ενιαίου φόρου εισοδήματος στη θέση των ποικίλων διαφοροποιημένων φορολογικών συντελεστών –που ισχύουν για μια συγκεκριμένη κατηγορία εισοδημάτων– καθώς και ενός φόρου επί των μεγάλων περιουσιών, όπως και τη διατήρηση της αγοραστικής δύναμης των συνταξιούχων. Αλλά επίσης και πάνω απ’ όλα απαιτείται να στηριχθούν οι παραγωγικοί τομείς της οικονομίας, να μπει τέλος στον καλπάζοντα πληθωρισμό και να στηριχθούν οι φτωχότερες τάξεις του πληθυσμού, με ταυτόχρονη αύξηση της κοινωνικής βοήθειας. Τέλος, ένα σημαντικό μέτρο εξοικονόμησης πόρων θα ήταν το κλείσιμο διαφόρων αυτόνομων ταμείων αποζημιώσεων που δεν έχουν πλέον λόγο ύπαρξης, όπως εκείνο για τους εκτοπισμένους από τον πόλεμο του 1975-1990 ή εκείνο για τους εκτοπισμένους από το νότιο Λίβανο μετά την ισραηλινή εισβολή του 1982.