Αδύνατον μην τις προσέξεις στο παρισινό μετρό. «Αλές, η πρωτεύουσα που δεν της λείπει ο καθαρός αέρας», «Σολόν, καθαρός αέρας», «Σεν-ε-Μαρν, το πραγματικά μεγάλο στοίχημα» (1) … Από τον περασμένο Μάιο, τέτοιες διαφημίσεις στους διαδρόμους και στις αποβάθρες του μετρό παρακινούν τους επιβάτες να αλλάξουν ζωή –και αφθονούν εντυπωσιακά στη Γραμμή 1, εκείνη που εξυπηρετεί την Ντεφάνς, την επιχειρηματική καρδιά του Παρισιού. Πριν από ένα χρόνο, το Παρίσι αντιμετώπιζε το Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη ή τη Σιγκαπούρη στον παγκόσμιο ανταγωνισμό για την προσέλκυση της εγκατάστασης μεγάλων εταιρειών, της διεξαγωγής κορυφαίων πολιτιστικών εκδηλώσεων και της απασχόλησης υπερπροσοντούχων μάνατζερ. Σήμερα, οι μικρές γαλλικές πόλεις επιδίδονται στο κυνήγι στελεχών επιχειρήσεων μέσα στους διαδρόμους του μετρό.
Η νόσος Covid-19 άλλαξε πολλά πράγματα. Τα περιοριστικά μέτρα και η «κοινωνική αποστασιοποίηση» εκμηδένισαν όλα τα στοιχεία που έκαναν ελκυστικές τις μητροπόλεις: τα εστιατόρια, τα καφέ, τις συναυλίες, τα μουσεία, το πλήθος των μικρών καταστημάτων, τα μεγάλα φεστιβάλ, την πυκνότητα των κοινωνικών σχέσεων, τη διευκόλυνση των ταξιδιών που προσφέρει η εγγύτητα των αεροδρομίων και των σιδηροδρομικών σταθμών… Από τη στιγμή που ξέσπασε η πανδημία, η ζωή στις μητροπόλεις περιορίζεται ολοένα περισσότερο στο διάσημο δυσοίωνο σύνθημα που συνοψίζει τη μίζερη ζωή: «μετρό (άντε και ποδήλατο), δουλειά και νάνι». Και κανείς δεν ξέρει πότε στ’ αλήθεια θα τελειώσουν όλα αυτά. Έτσι, ορισμένοι αρχίζουν να αναρωτιούνται γιατί θα πρέπει να στριμώχνονται μέσα σε μικροσκοπικά (2) πανάκριβα διαμερίσματα, τη στιγμή που οι χαρές της ζωής στην πόλη είναι απαγορευμένες. Μήπως θα ήταν προτιμότερο κάποιος να εγκατασταθεί σε μια μικρή πόλη ή και στην ύπαιθρο, σε ένα τεράστιο άνετο σπίτι με κήπο; Η τηλεργασία φαίνεται να ευνοεί μια τέτοια λύση για πολλούς μισθωτούς ή ελεύθερους επαγγελματίες υψηλού μορφωτικού επιπέδου, ενώ χάρη στο ηλεκτρονικό εμπόριο, που μπορεί να παραδώσει οποιοδήποτε προϊόν οπουδήποτε, μπορείς να συνδυάσεις τα πλεονεκτήματα των αστικών περιοχών με τη ζωή δίπλα στη φύση.
Την περασμένη άνοιξη, πολλοί Γάλλοι δοκίμασαν αυτήν τη λύση. Μόλις ανακοινώθηκαν τα περιοριστικά μέτρα, στο Παρίσι, στη Λυών και στη Λιλ, οι σιδηροδρομικοί σταθμοί και οι δρόμοι πλημμύρισαν από κατοίκους που επιθυμούσαν να πάνε στο εξοχικό ή στην οικογενειακή κατοικία τους.
Υπολογίζεται ότι, την περίοδο Μαρτίου-Απριλίου, 451.000 Παριζιάνοι εγκατέλειψαν τη γαλλική πρωτεύουσα, ένας αριθμός που αντιστοιχεί στο ένα τέταρτο του πληθυσμού του Δήμου και τετραπλάσιος από τις μετακινήσεις που πραγματοποιούνται σε μια φυσιολογική περίοδο (3). Το ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε στις περισσότερες μητροπόλεις του πλανήτη. Στη Νέα Υόρκη, μερικές εύπορες συνοικίες του Μανχάταν έχασαν περισσότερο από το 40% του πληθυσμού τους (5).
«Φύγε μακριά το συντομότερο και να επιστρέψεις όσο το δυνατόν αργότερα»: ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα, ο Ιπποκράτης αυτό το φάρμακο πρότεινε απέναντι στις επιδημίες και, έκτοτε, όσοι μπορούσαν να το πράξουν, σπάνια δίστασαν. Όταν η Αβινιόν χτυπήθηκε από τη Μαύρη Πανώλη το 1348, όλη η παπική αυλή (6) εγκατέλειψε αμέσως την πόλη για να γλιτώσει από την ασθένεια. To ίδιο συνέβη και τον 19ο αιώνα στο Παρίσι, όταν ξέσπασε επιδημία χολέρας. Όμως, στην περίπτωση του κορονοϊού, οι κάτοικοι των πόλεων που έσπευσαν να τις εγκαταλείψουν δεν επιδίωκαν μονάχα να προστατέψουν την υγεία τους: αναζητούσαν επιπλέον ένα πιο ευχάριστο περιβάλλον για να περάσουν την περίοδο των περιοριστικών μέτρων.
Ένα «ησυχαστήριο κρυμμένο μέσα στο δάσος»
Τα μέσα ενημέρωσης αφιέρωσαν άφθονο χρόνο σε αυτούς τους ευτυχείς εξόριστους που δήλωναν ότι ξαναβρήκαν τη χαρά στην ηρεμία, στον καθαρό αέρα, στη φύση και στο πρωινό μαζί με όλη την οικογένεια, δίνοντας στην καθημερινότητά τους μια αίσθηση από διακοπές. Έτσι, ενώ στην ειδησεογραφία κυριαρχούσαν επί χρόνια οι μητροπόλεις, τα ΜΜΕ βιάστηκαν τώρα να συμπεράνουν ότι γινόμαστε μάρτυρες της «εκδίκησης της υπαίθρου» ή τουλάχιστον των «μικρών πόλεων» και της «Γαλλίας της περιφέρειας». Την 1η Απριλίου, στον δημόσιο ραδιοφωνικό σταθμό France Culture, ο Μπρις Κουτυριέ προφήτευσε την «αντιστροφή της αστυφιλίας» η οποία «θα συμβάλλει στη γεωγραφική επανεξισορρόπηση της χώρας μας, που στις μέρες μας υποφέρει από την ερήμωση της υπαίθρου». Από την πλευρά της, η «Le Figaro» (10 Απριλίου) διαβεβαίωνε ότι «θα ενισχυθεί η ήδη εξαιρετικά έντονη επιθυμία των κατοίκων των μεγάλων αστικών κέντρων να ζήσουν στην επαρχία και θα ευνοηθεί η τηλεργασία». Ο δε οικονομολόγος Ολιβιέ Μπαμπό πρόβλεπε «ανατροπές των ισορροπιών στην αγορά στέγης», προς όφελος των περιοχών της υπαίθρου που θα επωφεληθούν από «το πλήθος των πλεονεκτημάτων που μόνον αυτές διαθέτουν: χαμηλές τιμές, καθαρό αέρα, ηρεμία και, κυρίως, απλοχωριά, κάτι το οποίο έχει γίνει πλέον δυσεύρετο» (7).Μετά τη λήξη των περιοριστικών μέτρων, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης γέμισαν ρεπορτάζ για την Αλίς και τον Φερντινάντ, τους ηθοποιούς που εγκατέλειψαν το παρισινό τους διαμέρισμα για ένα σπίτι στη Νορμανδία (France 3, 9 Νοεμβρίου). Ή τη Σελίν, ειδικευμένη στην «εμψύχωση συλλογικής νοημοσύνης», που έχει πλέον εγκαταλείψει την πρωτεύουσα και τηλεργάζεται σε ένα «ησυχαστήριο κρυμμένο μέσα στο δάσος» στη Σολόν ή σε έναν χώρο «coworking» (ενοικιαζόμενοι χώροι εργασίας) στο Βιερζόν (8) , εξοικονομώντας έτσι χρόνο «για να επιδίδεται στην κεραμική και στη φωτογραφία» («Le Monde», 24 Ιουλίου). Ή την Κλαιρ, καθηγήτρια γιόγκα, που ένιωσε ευτυχισμένη στο εξοχικό της στη Σαράντ κατά τη διάρκεια της καραντίνας και τώρα δεν θέλει πια να γυρίσει πίσω («Marie-Claire», 11 Νοεμβρίου). Ή τον Σαρλ και τη Μαγκαλί, που δεν άντεξαν την ιδέα της επιστροφής στη μεγαλούπολη και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο Λουαρέ (9) («Le Figaro magazine», 23 Οκτωβρίου). Υπάρχουν επίσης και εκείνοι που, όπως ο Γιαν, επιλέγουν τη «διπλή κατοικία»: ένα σπίτι στην Νιέβρ για να είναι κοντά στη φύση της Βουργουνδίας και ένα μικρό διαμέρισμα στο Παρίσι για τα παιδιά του που είναι φοιτητές και για τα επαγγελματικά ραντεβού στην πρωτεύουσα («Le Parisien», 23 Οκτωβρίου). Στον αμερικανικό και στον βρετανικό Τύπο τα ρεπορτάζ είναι πανομοιότυπα, με τη μόνη διαφορά ότι οι πρωταγωνιστές τους ονομάζονται Κάθλην και Άντριου και ότι επιλέγουν την κοιλάδα του Χάντσον ή το Κεντ.
Μέσα σε μερικούς μήνες, αντιστράφηκαν οι εικόνες και τα στερεότυπα γύρω από τη γαλλική κοινωνική γεωγραφία. Πριν από την πανδημία, όταν οι δημοσιογράφοι ενδιαφέρονταν για την «ύπαιθρο» ή τις περιφέρειες της χώρας, επικεντρώνονταν συνήθως –χρησιμοποιώντας όρους μιζέριας και εξαθλίωσης– στα Κίτρινα Γιλέκα, στην ψήφο υπέρ του Εθνικού Συναγερμού της Λεπέν, στην έλλειψη θέσεων εργασίας, στο κλείσιμο των μικρομάγαζων, των παραρτημάτων δημόσιων υπηρεσιών και των σιδηροδρομικών σταθμών, στην απουσία μέσων μαζικής μεταφοράς, στην αυξημένη τιμή των καυσίμων, στη μονοτονία των απομακρυσμένων οικισμών από φθηνές προκατασκευασμένες μονοκατοικίες… Αυτά τα προβλήματα εξαφανίστηκαν από τα μέσα ενημέρωσης: δημιουργείται η εντύπωση ότι πλέον η πραγματικότητα εκτός των μεγάλων πόλεων συνοψίζεται στη βουκολική εικόνα ενός σπιτιού με κήπο. Αντίθετα, οι μητροπόλεις, που πριν από έναν χρόνο προβάλλονταν ως η προσωποποίηση της δημιουργικότητας, της καινοτομίας και της ευφυΐας, παρουσιάζονται επί της ουσίας απωθητικές.
Όμως, η ανατροπή αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανικανότητας να ιδωθεί η χώρα με ματιά διαφορετική από εκείνη των κυρίαρχων τάξεων. Όσο κι αν ενθουσιάστηκαν ο Σαρλ και η Μαγκαλί, η περίοδος των περιοριστικών μέτρων δεν ήταν εξίσου ευχάριστη για όλους τους κατοίκους των μικρών πόλεων και της υπαίθρου. Πολλοί ανάμεσά τους συνέχισαν να πηγαίνουν στον τόπο εργασίας τους, οι αγρότες δεν έβρισκαν εργατικά χέρια για τη συγκομιδή, οι ηλικιωμένοι βρέθηκαν σε ακόμα μεγαλύτερη απομόνωση, πολλά μικρά καταστήματα που ήταν ήδη ευάλωτα δέχθηκαν τώρα τη χαριστική βολή… Για να μην ξεχνάμε και την υπερφόρτωση των νοσοκομείων τα οποία –αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει στο Παρίσι– δεν είναι επαρκώς εξοπλισμένα (10). Κάτω από τέτοιες συνθήκες, ένας κήπος μόνο μικρή παρηγοριά προσφέρει.
Εξάλλου, αυτοί που εγκαταλείπουν τις μεγάλες πόλεις δεν εγκαθίστανται «στην ύπαιθρο» ή «στη Γαλλία της περιφέρειας», αλλά σε μια εντελώς συγκεκριμένη ύπαιθρο, ευημερούσα και ελκυστική: σε περιοχές που αποτελούν τόπο διακοπών, όπου υπάρχουν πολλές εξοχικές κατοικίες, στο νότιο και στο δυτικό τμήμα της χώρας, ή σε περιοχές που αποτελούν ουσιαστικά δορυφόρους των μεγάλων πόλεων. Όντως, δεν είχαν ανάγκη όλες οι περιοχές της υπαίθρου και όλοι οι μικροί δήμοι να πάρουν εκδίκηση από τις μητροπόλεις. Διότι ορισμένοι πορεύονταν ήδη μια χαρά και πριν από το ξέσπασμα της επιδημίας, με δημογραφικό δυναμισμό και ανθηρή αγορά ακινήτων: η Βρετάνη, η Περς, η Νορντόν, η Λαντ, η Βωκλύζ, το Βεξέν, το Γκατινουά… Η «Γαλλία της περιφέρειας», που συχνά παρουσιάζεται ως ομοιογενής, χαρακτηρίζεται από σημαντικές ανισότητες και διαφορές, οι οποίες ενδεχομένως να ενταθούν από τη μαζική εισροή κατοίκων των μεγάλων πόλεων με υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Διότι πόσοι Παριζιάνοι και Λυονέζοι θα πάνε να εγκατασταθούν στην ενδοχώρα του Μπελφόρ και του Μετς (11) ;
Επιπλέον, η άφιξη στην ύπαιθρο εύπορων κατοίκων από τις μεγάλες πόλεις δεν αποτελεί πάντα ευλογία. Φυσικά, αυξάνεται ο πληθυσμός και συνεπώς δημιουργείται μεγαλύτερη πελατεία για τα καταστήματα και τους τεχνίτες, εισρέουν περισσότεροι φόροι στα ταμεία της τοπικής αυτοδιοίκησης, δημιουργούνται προοπτικές για αύξηση των θέσεων εργασίας… Αυτό βέβαια προϋποθέτει ότι οι νεοαφιχθέντες θα ψωνίζουν στα τοπικά μαγαζιά (αντί να επιλέγουν το ηλεκτρονικό εμπόριο), να εργάζονται στον νέο τόπο κατοικίας τους (και όχι σε κάποια παρισινή επιχείρηση), με λίγα λόγια να ενταχθούν στον τοπικό οικονομικό και κοινωνικό ιστό και να παραιτηθούν από την εισαγωγή των αστικών συνηθειών στην ύπαιθρο και από την αντίληψη ότι η ύπαιθρος αποτελεί μια επέκταση, ένα σκηνικό για τον τρόπο ζωής τους ως κάτοικοι μεγάλων πόλεων. Όμως, κάτι τέτοιο δεν ισχύει πάντα, όπως έδειξε η γεωγράφος Γκρέτα Τομάζι (12) μέσα από την περίπτωση της Ντορντόν (13) : συχνά, η ανάμειξη των παλαιών και των νέων κατοίκων αποδεικνύεται δύσκολη υπόθεση, καθώς δεν συχνάζουν στα ίδια στέκια και δεν έχουν τους ίδιους κώδικες κοινωνικότητας. Επιπλέον, η άφιξη ενός πιο εύπορου πληθυσμού δημιουργεί ένα είδος «εξευγενισμού της υπαίθρου», προσαρμόζοντας τις τιμές των ακινήτων στους υψηλούς μισθούς των μεγάλων πόλεων, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται η πρόσβαση στη στέγη για ορισμένους αυτόχθονες, κυρίως για τους νέους.
Ωστόσο, η πολυδιαφημισμένη έξοδος από τις πόλεις δεν είναι δεδομένη. Βέβαια, από τον Μάρτιο έχει σταματήσει η εκρηκτική άνοδος των τιμών των ακινήτων στο κέντρο του Παρισιού –μετά τον τετραπλασιασμό τους την τελευταία εικοσιπενταετία (14) – ενώ αυξάνονται θεαματικά στα πιο απομακρυσμένα προάστιά του, όπου γίνεται ανάρπαστη η παραμικρή κατοικία με κήπο στα συγκροτήματα προκατασκευασμένων μονοκατοικιών. Στις ιστοσελίδες μικρών αγγελιών ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο πολλές οι αναζητήσεις μονοκατοικιών σε σχετικά μικρή απόσταση από τις μεγάλες πόλεις. Όσο για τις δημοσκοπήσεις, είναι ομόφωνες: οι κάτοικοι των μητροπολιτικών περιοχών ονειρεύονται κήπους και μικρές πόλεις. Ωστόσο, στα ζητήματα της κατοικίας, τα λόγια είναι πολύ ευκολότερα από τις πράξεις, καθώς η επιθυμία θα πρέπει να συνδυαστεί με την πραγματικότητα της αγοράς εργασίας, της διαθεσιμότητας των απαιτούμενων υπηρεσιών, της εγγύτητας με την οικογένεια και τον φιλικό κύκλο, της ποιότητας και της φήμης των σχολείων, των τιμών των ακινήτων κ.λπ. Και έτσι, οι επιθυμίες δεν μπορούν πάντα να υλοποιηθούν.
Εξάλλου, οι κάτοικοι των πόλεων δεν περίμεναν τον κορονοϊός για να αρχίσουν να ονειρεύονται μια ζωή κοντά στο πράσινο. Ήδη από το 1945, την πρώτη φορά που το Εθνικό Ινστιτούτο Δημογραφικών Μελετών (INED) απηύθυνε στον πληθυσμό της χώρας ερωτήματα για τις επιθυμίες του όσον αφορά την κατοικία, το 56% των Παριζιάνων (και το 72% των Γάλλων) απάντησε ότι θα επιθυμούσε να ζει σε μια μονοκατοικία με κήπο. Οι συντάκτες της μελέτης συμπέραναν ότι «η πλειονότητα των Γάλλων θα ήθελαν να κατέχουν μια μικρή έκταση γης και ένα σπίτι ολόδικό τους, περιτριγυρισμένο από κήπο και λαχανόκηπο όπου θα περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους».
Έκτοτε, κάθε νέα μελέτη το επιβεβαιώνει: η μικρή ατομική ιδιοκτησία αποτελεί το ιδανικό για τους 7 ή 8 από τους 10 Γάλλους. Αντίθετα με τις αμερικανικές αρχές που ενθάρρυναν την πολυπλόκαμη επέκταση των προαστίων με μονοκατοικίες, οι Γάλλοι πολιτικοί ηγέτες αντιστάθηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα σε αυτόν τον πειρασμό του πληθυσμού. Παρά τα συμπεράσματα του INED, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου πριμοδότησαν τη συλλογική κατοικία σε μεγάλα οικιστικά συγκροτήματα. Για την ανοικοδόμηση της χώρας και την απορρόφηση της δημογραφικής αύξησης έπρεπε να κατασκευαστεί γρήγορα μεγάλος αριθμός κατοικιών (15). Επιπλέον, ήταν έντονη η ανάγκη να υπάρξει αποστασιοποίηση από το δοσιλογικό καθεστώς του Βισύ, ένθερμου υποστηρικτή της ιδεολογίας των μικρών μονοκατοικιών με κήπο στα προάστια. Πόσο μάλλον όταν όλοι θυμούνταν το φιάσκο των συγκροτημάτων με τις ελαττωματικές μονοκατοικίες του Μεσοπολέμου, εκείνες τις άθλιες παράγκες που έχτισαν ανέντιμοι εργολάβοι, καταμεσής των χωραφιών και της λάσπης, χωρίς υποδομές ύδρευσης και αποχέτευσης. Για εκατοντάδες χιλιάδες άτομα, το όνειρο της μικρής ιδιοκτησίας είχε τότε μετατραπεί σε εφιάλτη και οι «κακοστεγασμένοι» χρειάστηκε να περιμένουν είκοσι χρόνια μέχρις ότου αποκατασταθούν τα προβλήματα.
Έτσι, για μεγάλο χρονικό διάστημα οι αρχές πριμοδότησαν τη συλλογική κατοικία. Δεν επέτρεψαν την εξάπλωση των προαστίων με μονοκατοικίες παρά μονάχα μετά τη δεκαετία του 1970, πυροδοτώντας το συνεχές ροκάνισμα της υπαίθρου. Εδώ και πέντε δεκαετίες, οι Γάλλοι μαθητές μαθαίνουν ότι κάθε 7-10 χρόνια τσιμεντοποιούνται εκτάσεις ίσες με την επιφάνεια ενός από τους 95 νομούς της χώρας και ότι τα συγκροτήματα μονοκατοικιών ευθύνονται για το ήμισυ αυτών των απωλειών σε φυσικά εδάφη. Ωστόσο, εδώ και είκοσι χρόνια, οι κυβερνήσεις δηλώνουν ότι δίνουν προτεραιότητα στην καταπολέμηση της εξάπλωσης των αστικών περιοχών: χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις του «Νόμου για την αλληλεγγύη και την ανανέωση στις αστικές περιοχές» (SRU) του Δεκεμβρίου 2000, του «Νόμου για την εθνική στράτευση στην υπόθεση του περιβάλλοντος» (γνωστού και ως Grenelle 2) του Ιουλίου 2010, του «Νόμου για την πρόσβαση σε μια ανανεωμένη κατοικία και πολεοδομία» (ALUR) του Μαρτίου 2014… Η αναγκαιότητα της «πύκνωσης» των περιαστικών περιοχών, και ιδίως των απομακρυσμένων προαστίων των μεγάλων αστικών κέντρων, περιλαμβάνεται στο μενού οποιουδήποτε συμποσίου πολεοδομίας που σέβεται τον εαυτό του.
Δεδομένων όλων αυτών, εξέπληξαν οι δηλώσεις του Ζυλιέν Ντενορμαντί, τότε υπουργού Κατοικίας, που τον περασμένο Μάιο εξέφρασε τη χαρά του για το γεγονός ότι οι κάτοικοι των αστικών κέντρων επιθυμούν να τα εγκαταλείψουν. «Η περίοδος που μόλις ζήσαμε μας έκανε να αναρωτηθούμε σχετικά τη χωροταξία. Παρατηρούμε, από τη στιγμή που ξανάρχισαν οι μετακινήσεις, μια έντονη ελκυστικότητα περιοχών για τις οποίες –από τη σκοπιά της κτηματαγοράς– δεν υπήρχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον πριν από την κρίση», δήλωνε (16).«Σε αυτήν την εξέλιξη συνέβαλε ιδιαίτερα η τηλεργασία. Σήμερα, συνειδητοποιούμε ότι είναι εφικτά νέα μοντέλα κοινωνικής ζωής.» Ωστόσο, το «μοντέλο κοινωνικής ζωής»όπου τα «λευκά κολάρα» θα εγκατέλειπαν μαζικά τις μητροπόλεις για να τηλεργαστούν από το σπίτι τους στην Περς ή στο Βεξέν (17) θα συνεπαγόταν μια έξαρση της οικιστικής εξάπλωσης και, επιπλέον, την αυξημένη εξάρτηση από το αυτοκίνητο και από τους γίγαντες του Διαδικτύου, από το Zoom ώς την Amazon. Επιστροφή στη φύση; Αλήθεια;