el | fr | en | +
Accéder au menu

Οι ηγέτες του UCK στο εδώλιο: Είναι εφικτή η δικαιοσύνη στο Κόσοβο;

Η σκιά των εγκλημάτων που καταλογίζονται στον Απελευθερωτικό Στρατό του Κοσόβου (UCK) πλανάται πάνω από τη χώρα εδώ και δύο δεκαετίες. Άραγε η σύλληψη του προέδρου Χασίμ Θάτσι και αρκετών από τους παλιούς συντρόφους του στο αντάρτικο σημαίνει πως έφτασε τελικά η ώρα της δικαιοσύνης; Έως σήμερα, η Δύση υποστήριζε σθεναρά το νέο καθεστώς, στο όνομα της σταθερότητας και σε βάρος των θυμάτων.

Στις 5 Νοεμβρίου 2020, ο πρόεδρος του Κοσόβου Χασίμ Θάτσι παρουσιάστηκε ενώπιον των μέσων ενημέρωσης, με συσπασμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, για να ανακοινώσει την παραίτηση από το αξίωμά του και να επιβεβαιώσει το εις βάρος του κατηγορητήριο από το Ειδικό Δικαστήριο για την εκδίκαση των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν στο Κόσοβο, το οποίο εδρεύει στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης της Χάγης. Αρχικά εκπρόσωπος και μετέπειτα πολιτικός ηγέτης του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου (UCK), πρόκειται να δικαστεί για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της ένοπλης σύγκρουσης στο Κόσοβο (την περίοδο 1998-1999) ενάντια στο σερβικό καθεστώς του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, αλλά και κατά τους μήνες που ακολούθησαν. Λίγες ώρες νωρίτερα, ο πρόεδρος του Δημοκρατικού Κόμματος του Κοσόβου (PDK) Κάντρι Βέσελι, βουλευτής και πρώην επικεφαλής της Υπηρεσίας Πληροφοριών του Κοσόβου (SHIK, Υπηρεσίες Πληροφοριών του UCK), αλλά και ο βουλευτής Ρετζέπ Σελίμι, επιβεβαίωσαν ομοίως τις απαγγελίες κατηγοριών εις βάρος τους. Την προηγούμενη ημέρα, ο Γιακούπ Κρασνίκι, πρώην εκπρόσωπος των αυτονομιστών ανταρτών αλλά και πρώην πρόεδρος του Κοινοβουλίου του Κοσόβου (2007-2014), είχε συλληφθεί στην Πρίστινα. Η δημοσίευση του κατηγορητηρίου, στις 24 Ιουνίου 2020, είχε αναγκάσει τον Θάτσι να ακυρώσει μια συνάντηση στην Ουάσιγκτον με τον Σέρβο ομόλογό του Αλεξάντερ Βούτσιτς. Οι τέσσερις πολιτικοί ηγέτες, που συνελήφθησαν από το γραφείο του Ειδικού Εισαγγελέα και μεταφέρθηκαν σε εγκαταστάσεις κράτησης στη Χάγη, καλούνται να λογοδοτήσουν για εγκλήματα που τελέστηκαν στο πλαίσιο οργανωμένης συμμορίας: διώξεις, αυθαίρετες συλλήψεις, βάναυσες τιμωρίες, βασανιστήρια και δολοφονίες.

Επιφορτισμένο με την εκδίκαση των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν στο έδαφος της πρώην σερβικής επαρχίας μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 1998 και της 31ης Δεκεμβρίου 2000 και χρηματοδοτούμενο κυρίως από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Ειδικό Δικαστήριο για την εκδίκαση των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν στο Κόσοβο εντάσσεται στο δικαστικό σύστημα του Κοσόβου. Μετεγκατεστημένο στη Χάγη, συντίθενται από αλλοεθνείς δικαστές και συνιστά ως εκ τούτου μια υβριδική, εν μέρει διεθνή δικαιοδοσία όπως τα Ειδικά Δικαστήρια για το Λίβανο, τη Σιέρα Λεόνε ή την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία. Από το καλοκαίρι του 2019, αρκετές δεκάδες πρώην αντάρτες έτυχαν ακροάσεως ενώπιόν του, άλλοτε υπό την ιδιότητα των υπόπτων, άλλοτε υπό την ιδιότητα των μαρτύρων. Στις 24 Σεπτεμβρίου 2020, μεταφέρθηκε ενώπιων του δικαστών του ο πρώτος κατηγορούμενος, Σαλί Μουσταφά. Πρώην διοικητής της επαρχίας Λαπ στο βορειοανατολικό Κόσοβο, κατηγορήθηκε ότι διέπραξε ή διέταξε τη διάπραξη εγκλημάτων κατά Σέρβων, Ρομά και Αλβανών (αυθαίρετες κρατήσεις, βασανιστήρια, περιστατικά βάναυσης μεταχείρισης και δολοφονίες) (1).

Έναυσμα για τη δημιουργία του Ειδικού Δικαστηρίου ήταν η έκθεση του Ελβετού βουλευτή Ντικ Μάρτυ, που εγκρίθηκε τον Ιανουάριο του 2011 από την Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης (2). Ήδη γνωστός για το έργο του σχετικά με τις ειδικές φυλακές της CIA, ο Μάρτυ προχώρησε στη διερεύνηση των παράνομων συλλήψεων αρκετών εκατοντάδων Σέρβων ή Ρομά πολιτών, την πιθανολογούμενη απέλασή τους στην Αλβανία και την εξαφάνισή τους. Αποκάλυψε επίσης μια σειρά παράνομων κρατήσεων, βασανιστηρίων και δολοφονιών Αλβανών που θεωρήθηκαν αντιφρονούντες από τον UCK –συνήθως υποστηρικτές της Δημοκρατικής Ένωσης Κοσόβου (LDK), του πολιτικού κόμματος που ίδρυσε ο Ιμπραήμ Ρουγκόβα, εμβληματική μορφή της αλβανικής αντίστασης στο Κόσοβο (απεβίωσε το 2006). Τα εγκλήματα αυτά διαπράχθηκαν τόσο κατά τη διάρκεια της ένοπλης σύγκρουσης όσο και μετά την εγκαθίδρυση, το 1999, του διεθνούς προτεκτοράτου των Ηνωμένων Εθνών στο Κόσοβο, μολονότι περισσότεροι από σαράντα χιλιάδες στρατιώτες του ΝΑΤΟ είχαν ήδη εγκατασταθεί στην τέως νότια επαρχία της Σερβίας (3).

Η απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, όπως και οι εξαφανίσεις που κατήγγειλε στην έκθεσή του ο Μάρτυ, είχαν ήδη διαπιστωθεί από την Αποστολή των Ηνωμένων Εθνών για την προσωρινή διοίκηση του Κοσόβου (UNMIK) και από τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) (4). Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ICTY) είχε επίσης διερευνήσει τα εγκλήματα που καταλογίζονταν στον UCK, όμως η Κάρλα Ντελ Πόντε, Γενική Εισαγγελέας του Δικαστηρίου μεταξύ 1999 και 2007, στα απομνημονεύματά της εξηγεί ότι παρεμποδίστηκε να προχωρήσει περαιτέρω τις έρευνές της (5). Ακόμα χειρότερα, καταγγέλλει την εσκεμμένη καταστροφή ορισμένων πειστηρίων των εγκλημάτων. Το κατηγορητήριο της έκθεσης Μάρτυ επιβεβαιώθηκε, τον Ιούλιο του 2014, από την έκθεση του Τζον Κλιντ Γουίλιαμσον, αμερικανού διπλωμάτη, ο οποίος διορίστηκε ανεξάρτητος εισαγγελέας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η δημιουργία ενός δικαιοδοτικού μηχανισμού ειδικού σκοπού για την εκδίκαση των εγκλημάτων αυτών ήταν η αναγνώριση της αποτυχίας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία. Ωστόσο, χρειάστηκαν οι ισχυρές πιέσεις των Βρυξελλών και της Ουάσιγκτον προκειμένου το Κοινοβούλιο του Κοσόβου να επικυρώσει, μέσω μιας τροποποίησης του Συντάγματος το 2015, τη δημιουργία του Ειδικού Δικαστηρίου για την εκδίκαση των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν στη χώρα.

Η έκθεση Μάρτυ επισήμαινε επίσης την πιθανή εμπορία ανθρωπίνων οργάνων που αφαιρέθηκαν από Σέρβους φυλακισμένους με σκοπό να δοθούν για μεταμοσχεύσεις στο εξωτερικό. Το μέγεθος της κτηνωδίας που αποκαλύπτει αυτός ο ισχυρισμός τράβηξε αμέσως την προσοχή, προκαλώντας ένα κύμα κατηγορηματικών διαψεύσεων, σαν να ήταν αδιανόητο να αποδοθεί ένα τέτοιο έγκλημα στον UCK: η Φλόρενς Χάρτμαν, πρώην εκπρόσωπος Τύπου της Κάρλα ντελ Πόντε, έφτασε στο σημείο να χαρακτηρίσει «ανεύθυνη» την ίδια την παλαιά προϊστάμενή της, επικαλούμενη ταυτόχρονα το φάντασμα του «ρεβιζιονισμού», που συνίσταται στην επιθυμία «σχετικοποίησης» των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν από τις σερβικές δυνάμεις, δίνοντας έμφαση σε άλλες θηριωδίες (6). Οι υποψίες περί εμπορίας οργάνων θα μπορούσαν ασφαλώς να είναι το δέντρο που κρύβει το δάσος των εγκλημάτων: δεν είναι παρά ένα στοιχείο της έκθεσης και, εάν πράγματι αποδεικνυόταν, δεν θα αφορούσαν σημαντικό αριθμό κρατουμένων. Η έκθεση Μάρτυ επισημαίνει κατά κύριο λόγο τον τρόπο με τον οποίο μια μικρή στρατιωτική ομάδα, με τα περισσότερα μέλη της να προέρχονται από την Ντρένιτσα, μια περιοχή στο κεντρικό Κόσοβο, κατοχύρωσε το μονοπώλιο της ένοπλης σύγκρουσης ενάντια στο σερβικό καθεστώς. Συχνά συνδεδεμένα με οικογενειακούς δεσμούς, τα μέλη της ομάδας αυτής δεν δίστασαν να βγάλουν από τη μέση τους επίδοξους πολιτικούς αντιπάλους τους προτού αρπάξουν την εξουσία και τα προνόμιά της.

O UCK γέννησε το PDK, που απολάμβανε τη στήριξη των σκιωδών δικτύων των SHIK, των οποίων η δραστηριότητα συνεχίστηκε για αρκετό καιρό μετά τον πόλεμο, αλλά και των βετεράνων, των οποίων ο αριθμός γνώρισε μια εκθετική αύξηση με την αποκατάσταση της ειρήνης στη χώρα. Έχοντας εξελιχθεί σε ένα όργανο εξυπηρέτησης πελατειακών σχέσεων, το καθεστώς του παλαιού πολεμιστή δίνει δικαιώματα σε διάφορες κοινωνικές παροχές, ενώ χορηγήθηκε περισσότερο με γνώμονα τις πολιτικές συμμαχίες της εποχής και λιγότερο με γνώμονα τον χρόνο συμμετοχής στην αντίσταση. Η διεθνής διοίκηση της χώρας είχε για καιρό παραλύσει από τον φόβο σύγκρουσης με τη συγκεκριμένη ομάδα πίεσης (7) , η οποία κινητοποιούνταν κάθε φορά που συλλαμβανόταν κάποιος παλαιός διοικητής του αντάρτικου. Οι δικαστές του Ειδικού Δικαστηρίου κατάλαβαν τη σημαντικότητά της: αμέσως μετά τη σύλληψη του Σάλιχ Μουσταφά, διέταξαν τη σύλληψη δύο ακόμα ηγετών της ισχυρής Ένωσης Βετεράνων του UCK, των Χίσνι Γκουτσάτι και Νασίμ Χαραντινάι, με τις κατηγορίες της προσβολής της δικαιοσύνης, του εκφοβισμού μαρτύρων και της αποκάλυψης απόρρητων πληροφοριών.

Μετά το τέλος της ένοπλης σύγκρουσης, οι αναφορές στον «πατριωτικό πόλεμο» είναι πανταχού παρούσες στο Κόσοβο. Στο ηρωικό αφήγημα της «απελευθέρωσης», τα εγκλήματα πολέμου είναι αποκλειστικό κληροδότημα του σερβικού καθεστώτος Μιλόσεβιτς (8). Οι μαχητές του UCK υποτίθεται ότι ήταν «οι «επιτόπιοι σύμμαχοι» του ΝΑΤΟ, το οποίο αποφάσισε να επέμβει τον Μάρτιο του 1999 (9) , ενόσω ο Ρουγκόβα είχε αναλάβει τον έλεγχο της χώρας, παρά την αδυναμία του να δράσει στην Πρίστινα, που ελεγχόταν από τον σερβικό στρατό. Ωστόσο, το εθνικό αυτό αφήγημα αποδεικνύεται ότι κινητοποιεί ολοένα και λιγότερο. Από τη μία πλευρά, η αποκάλυψη των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν εις βάρος των υποστηρικτών της LDK του Ιμπραήμ Ρουγκόβα υπονόμευσε το μύθευμα της πολιτικής ενότητας των Αλβανών του Κοσόβου. Από την άλλη, οι αναφορές στον ηρωισμό των ανταρτών δεν αρκούν πλέον για να δικαιολογήσουν την κυριαρχία τους στη χώρα, συχνά με την ενεργό συμμετοχή των –ακινητοποιημένων εξαιτίας του φόβου βιαιοτήτων– διεθνών αξιωματούχων στη χώρα (10).

Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία καταδίκασε αρκετούς υψηλά ιστάμενους Σέρβους αξιωματούχους, όπως τον πρώην αναπληρωτή πρωθυπουργό Νίκολα Σαΐνοβιτς ή τον πρώην αναπληρωτή υπουργό Εσωτερικών Βλάστιμιρ Τζόρτζεβιτς, αμφότεροι καταδικασθέντες σε δεκαοκτώ έτη φυλάκισης, το 2009 και το 2014 αντίστοιχα. Ωστόσο, αν και το Δικαστήριο απήγγειλε κατηγορίες εις βάρος πολλών πρώην μαχητών του UCK, κανένας δεν παραπέμφθηκε οριστικά ενώπιόν του, με εξαίρεση τον Χαραντίν Μπάλια, ο οποίος καταδικάστηκε σε δεκατρία έτη φυλάκισης το 2005 για εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο στρατόπεδο κράτησης Λαπούσνικ κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1998. Ο Φατμίρ Λιμάι, ιεραρχικά ανώτερος του Μπάλια, συνελήφθη το 2003 αλλά αθωώθηκε δύο χρόνια αργότερα. Απαλλαγμένος από τις κατηγορίες, επέστρεψε στο Κόσοβο με το φωτοστέφανο του «μάρτυρα» και αμέσως ασχολήθηκε ξανά με την πολιτική. Η Ευρωπαϊκή Αποστολή για την Εγκαθίδρυση Κράτους Δικαίου στο Κόσοβο (EULEX) κίνησε βεβαίως μια νέα δικαστική διαδικασία εναντίον του, για τη δολοφονία ενός Αλβανού και επτά Σέρβων κρατουμένων στο χωριό Κλέτσκε, όμως ο Λιμάι αθωώθηκε και πάλι τον Μάιο του 2012.

Οι δύσπιστες οικογένειες των θυμάτων

Η προστασία των μαρτύρων παραμένει ένα θεμελιώδες διακύβευμα, όπως άλλωστε καταδεικνύει και η υπόθεση του Ραμούς Χαραντινάι, χαρισματικού διοικητή των ανταρτών στο δυτικό Κόσοβο. Τον Μάρτιο του 2005 και ενώ ήταν πρωθυπουργός της χώρας, απαγγέλθηκαν κατηγορίες εις βάρος του και μεταφέρθηκε άμεσα στη Χάγη, αλλά αθωώθηκε στις 3 Απριλίου του 2008. Η απόφαση ανατράπηκε στις 21 Ιουλίου 2010 από το Εφετείο του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία, το οποίο διέταξε την κράτησή του λόγω βάσιμων υποψιών για πιέσεις στους μάρτυρες της δίκης. Λίγες εβδομάδες μετά την έναρξη της πρώτης δίκης, τον Φεβρουάριο του 2007, ο Κουϊτίμ Μπερίσα, ένας κρίσιμος μάρτυρας προερχόμενος από την κοινότητα των Ρομά στο Κόσοβο, παρασύρθηκε από αυτοκίνητο σε δρόμο της Ποντγκόριτσα, στο Μαυροβούνιο. Ο Χαραντινάι αθωώθηκε εκ νέου τον Νοέμβριο του 2012.

Οι απειλές, οι εκβιασμοί και η σωματική βία δεν περιορίζονται μονάχα στους ίδιους τους μάρτυρες, αλλά και στο συγγενικό και φιλικό περιβάλλον τους. Ως αποτέλεσμα πολλά από τα άτομα που έχουν περάσει από ακρόαση από τον εισαγγελέα αρνούνται να εμφανιστούν στη δίκη ή αναιρούν την κατάθεσή τους ενώπιον των δικαστών. Ο Αγκίμ Ζογκάι επρόκειτο να καταθέσει στη δίκη που κίνησε η EULEX με κατηγορούμενο τον Λιμάι. Πρώην επικεφαλής της στρατιωτικής αστυνομίας της 121ης ταξιαρχίας του UCK, διατέλεσε διευθυντής της παράνομης φυλακής στο Κλέτσκε, όπου πολλοί Σέρβοι και Αλβανοί πολίτες κρατήθηκαν, βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν το 1998 και το 1999, υπό τις διαταγές του Φατμίρ Λιμάι. Βρέθηκε απαγχονισμένος σε ένα πάρκο στο Ντούισμπουργκ της Γερμανίας, στις 27 Σεπτεμβρίου 2011. Παρ’ όλο που το ενδεχόμενο αυτοκτονίας δεν έχει επισήμως αποκλειστεί, η οικογένειά του κατήγγειλε τις ισχυρότατες πιέσεις που δεχόταν (11). Η γραπτή μαρτυρία που άφησε πίσω του, με συντριπτικά στοιχεία εναντίον του Λιμάι, δεν λήφθηκε υπόψη από τους δικαστές.

Λίγες εβδομάδες μετά τον Μάρτυ, ο βουλευτής του Μονακό Ζαν-Σαρλ Γκαρντέτο παρουσίαζε μια έκθεση ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με το φλέγον ζήτημα της προστασίας των μαρτύρων (12). Διαβεβαίωνε πως η διασφάλιση της προστασίας τους ήταν «εξαιρετικά δυσχερής» σε μια μικρή χώρα όπως το Κόσοβο, όπου όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους. Θεωρούσε ανεδαφική τη μετεγκατάσταση των μαρτύρων σε άλλες πόλεις ή περιφέρειες της χώρας, ενώ η υποδοχή τους από τρίτες χώρες θα ήταν αδύνατο να γίνει σε μεγάλη κλίμακα (13).

Η έναρξη λειτουργίας του Ειδικού Δικαστηρίου για το Κόσοβο καθυστέρησε για πολύ καιρό, πυροδοτώντας αμφιβολίες και γεννώντας εύλογα ερωτήματα. Θα μπορέσει να δικάσει τους πρωταίτιους ή θα προσαγάγει μονάχα τα εκτελεστικά όργανα; Οι πρώτες απαγγελίες κατηγοριών σε έναν βαθμό αίρουν τις ανησυχίες. Εν τούτοις, θα μπορέσει το Ειδικό Δικαστήριο να επιτύχει εκεί όπου το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία απέτυχε, κατοχυρώνοντας στην πράξη την αναγνώριση της επιτακτικής ανάγκης για μια μεταβατική δικαιοσύνη; Ο Νεγκομάν Μάριτς, επικεφαλής του συλλόγου οικογενειών εξαφανισμένων Σέρβων του Ράχοβετς, έχει χάσει κάθε εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη και με μεγάλη απροθυμία δέχεται να απαντήσει στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων. Για εκείνον, οι συλλήψεις έγιναν πολύ αργά, πάνω από είκοσι χρόνια μετά τα γεγονότα, ενώ πολλοί μάρτυρες έχουν εξαφανιστεί. Θα δεχθούν επιτέλους να μιλήσουν οι κατηγορούμενοι; Οι «μυημένοι» και οι «μετανοημένοι» θα έχουν το θάρρος να καταθέσουν; H κοινωνία του Κοσόβου έχει ακόμα πολύ δρόμο μπροστά της να διανύσει προκειμένου να συμφιλιωθεί με το παρελθόν της και να αποδεχτεί την αναγνώριση των εγκλημάτων που διέπραξαν ορισμένοι στο όνομα του απελευθερωτικού αγώνα.

Jean-Arnault Dérens & Laurent Geslin

Δημοσιογράφος του διαδικτυακού μέσου ενημέρωσης «Le Courier des Balkans».
Δημοσιογράφος του διαδικτυακού μέσου ενημέρωσης «Le Courier des Balkans».
Ελίνα Βέτση

(1Πρώτη αυτοπρόσωπη εμφάνιση στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση του Ειδικού Δικαστηρίου για την εκδίκαση των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν στο Κόσοβο, Χάγη, 28 Σεπτεμβρίου 2020.

(2Dick Marty, «Le traitement inhumain de personnes et le trafic illicite d’organes humains au Kosovo», έκθεση υπ’ αριθμ. 12462, Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, Στρασβούργο, 7 Ιανουαρίου 2011.

(3Βλ. Jean-Arnault Dérens, «Au Kosovo, la “sale guerre” de l’UCK», «Le Monde diplomatique», Μάρτιος 2011.

(4«Human rights in Kosovo: As seen, as told», τόμος II, 14 Ιουνίου – 31 Οκτωβρίου 1999, ΟΑΣΕ, Βιέννη, 5 Νοεμβρίου 1999.

(5Carla Del Ponte (με τον Chuck Sudetic), La Traque, les criminels de guerre et moi, Εκδόσεις Héloïse d’Ormesson, Παρίσι, 2009.

(6Βλ. «Trafic d’organes au Kosovo: un rapport accablant», La valise diplomatique, 4 Ιανουαρίου 2011, www.monde-diplomatique.fr

(7Nathalie Duclos, Courtiers de la paix. Les vétérans au cœur du statebuilding international au Kosovo, CNRS Éditions, Παρίσι, 2018.

(8Σχετικά με τη σύγκρουση, βλ. «Vingt ans après, les plaies ouvertes du Kosovo», Μάρτιος 2019.

(9Πρβ. «Kosovo. Les fantômes d’une guerre de gauche», «La Revue du crieur», τ. 12, Παρίσι, Φεβρουάριος 2019.

(10Βλ. Ana Otašević, «Αποτυχία της ευρωπαϊκής αποστολής στο Κόσοβο», «Le Monde diplomatique – ελληνική έκδοση», Ιούνιος 2015.

(11Jean Daville, «Crimes de guerre et protection des témoins au Kosovo: “Eulex m’a tuer”», Le Courrier des Balkans, 3 Οκτωβρίου 2011, www.courrierdesbalkans.fr

(12«La protection des témoins: pierre angulaire de la justice et de la réconciliation dans les Balkans», ψήφισμα υπ’ αριθμ. 1784 της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, 26 Ιανουαρίου 2011.

(13Σχόλια που καταγράφηκαν από τον Jean-Arnault Dérens, Le Courrier des Balkans, 26 Ιανουαρίου 2011.

Μοιραστείτε το άρθρο