«Το 2021, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους θα έχουν μια ευκαιρία που δεν παρουσιάζεται παρά μία φορά σε κάθε γενιά. Την ευκαιρία να ανατρέψουν την παγκόσμια αναδίπλωση της δημοκρατίας απέναντι σε αυταρχικά καθεστώτα όπως της Ρωσίας και της Κίνας. Αλλά για να γίνει κάτι τέτοιο, οι μεγάλες δημοκρατίες θα πρέπει να ενωθούν» (1). Αυτό ακριβώς που έκαναν πολλές από αυτές, την προηγούμενη γενιά, εισβάλλοντας στο Αφγανιστάν και μετά στο Ιράκ. Είναι λοιπόν ώρα να επιτεθούν σε πιο ισχυρούς αντιπάλους.
Αλλά από πού να ξεκινήσεις; Από τη στιγμή που η Ουάσινγκτον σκοπεύει να αναλάβει το «leadership» της δημοκρατικής σταυροφορίας –«Η Αμερική επέστρεψε, έτοιμη να καθοδηγήσει τον κόσμο», δήλωσε ο κύριος Μπάιντεν στις 24 Νοεμβρίου 2020– οι χώρες-δορυφόροι καλά θα κάνουν να κατανοήσουν ότι οι Αμερικανοί δεν συμφωνούν πια όσον αφορά την ταυτότητα του μεγαλύτερου αντιπάλου τους. Οι λόγοι λίγο έχουν να κάνουν με την παγκόσμια γεωπολιτική και πολύ περισσότερο με τις εσωτερικές διαμάχες τους. Για τους Δημοκρατικούς, ο εχθρός είναι πάνω από όλα Ρώσος, αφού εδώ και τέσσερα χρόνια οι ηγέτες του κόμματος επαναλαμβάνουν, όπως η Νάνσι Πελόσι, πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, ότι «με τον Τραμπ, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στον Πούτιν». Από τη μεριά των Ρεπουμπλικανών, στο πλαίσιο του «μία σου και μία μου», που θυμίζει καυγαδάκι νηπιαγωγείου, το σύνθημα «ο Μπάιντεν απ’ το Πεκίνο» είναι η απάντηση. Διότι ο δεύτερος γιος του νέου προέδρου, ο Χάντερ Μπάιντεν, είχε εμπορικές σχέσεις με την Κίνα –και η παγκοσμιοποίηση, που αποδίδεται στους Δημοκρατικούς, ευνόησε την ανάπτυξη της Κίνας. Όπερ έδει δείξαι.
Έτσι, στις 10 Δεκεμβρίου, ο υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, άρχισε να σκάβει για να βαθύνει περισσότερο το ρήγμα ανάμεσα στις δύο χώρες. Κάνοντας αναφορά, χωρίς να γελάει, στην ανησυχία του για τον σεβασμό της ιδιωτικότητας: ο άνθρωπος που διατέλεσε και διευθυντής της CIA αρχικά προειδοποίησε τον κόσμο: «Ο Σι Τζινπίνγκ παρακολουθεί τον καθένα μας». Στη συνέχεια επιτέθηκε με τη σειρά στους 400.000 Κινέζους φοιτητές που στέλνονται στις Ηνωμένες Πολιτείες κάθε χρόνο (αφού ένα μέρος τους υποτίθεται ότι πηγαίνει για να κλέψει βιομηχανικά και επιστημονικά μυστικά), στα ίδια τα αμερικανικά πανεπιστήμια (αφού «πολλά αγοράστηκαν από το Πεκίνο») και τέλος στα προϊόντα της εταιρείας Huawei (αφού οι χρήστες τους αφήνουν τον εαυτό τους «στα χέρια των κινεζικών υπηρεσιών ασφαλείας») (2). Ιδού το ρεφρέν που οι Ρεπουμπλικανοί θα επαναλαμβάνουν εναντίον του Τζο Μπάιντεν. Θα πάρει τη θέση των τεσσάρων ετών αντι-ρωσικής παράνοιας που τροφοδοτήθηκε από τους Δημοκρατικούς για να αντιπολιτευθούν τον Τραμπ. Η Θάλασσα της Κίνας, η Ταϊβάν, η μοίρα των Ουϊγούρων, το Χονγκ-Κονγκ: όλα αυτά θα αποτελέσουν τι προφάσεις προκειμένου να δοκιμαστεί η αντι-κινεζική αποφασιστικότητα της νέας κυβέρνησης.
Ο κύριος Ρασμούσεν είδε τουλάχιστον σωστά ένα σημείο: «Μια σειρά από ανήσυχους συμμάχους περιμένουν τον εκλεγμένο πρόεδρο Τζο Μπάιντεν στην πόρτα του». Όμως, παραμένοντας σε μια συμμαχία της οποίας ηγείται μια διανοητικά ταραγμένη δύναμη, δεν πρόκειται να ξαναβρούν σύντομα την ηρεμία τους.