el | fr | en | +
Accéder au menu

Η Σκωτία ονειρεύεται την ανεξαρτησία

Το Brexit, και επισήμως εφαρμοσμένο από τις αρχές του 2021, ξαναζωντανεύει τις ελπίδες του Εδιμβούργου για αυτονόμηση. Η Σκωτία παραμένει παγιδευμένη μεταξύ ενός βρετανικού μέλλοντος που δεν επιθυμεί πια και μιας ανεξαρτησίας που δεν μπορεί ακόμη να διεκδικήσει.

Παρ’ όλο που η Covid-19 δεν διαταράσσει το χρονοδιάγραμμα των εκλογών, πλησιάζοντας προς την 6η Μαΐου 2021 η Σκωτία θα βρεθεί ξανά στο επίκεντρο του ατελείωτου συνταγματικού δράματος που προσφέρει στον κόσμο το Ηνωμένο Βασίλειο εδώ και μερικά χρόνια. Το σενάριο είναι ήδη γραμμένο: παρά την πανδημία, οι έκτες κατά σειρά βουλευτικές εκλογές στη Σκωτία θα περιστραφούν, ακόμη περισσότερο από παλαιότερα, γύρω από το ζήτημα της ανεξαρτησίας.

Όχι μόνο το Εθνικό Κόμμα της Σκωτίας (SNP) οδεύει προς μια τέταρτη συνεχόμενη νίκη, αλλά και το «ναι» στην ανεξαρτησία προηγείται σε δεκαεπτά αλλεπάλληλες δημοσκοπήσεις, γεγονός χωρίς προηγούμενο. Εάν το SNP αποσπάσει την απόλυτη πλειοψηφία, όπως το 2011, θα ζητήσει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία. Σε αντίθετη περίπτωση, θα στηριχθεί στους Πράσινους της Σκωτίας για να το επιτύχει.

Ωστόσο, μόνο το Λονδίνο μπορεί να επιτρέψει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος με δεσμευτικό αποτέλεσμα. Επομένως, η αποφασιστικότητα του SNP θα μπορούσε να τσακιστεί στους τοίχους των ανακτόρων του Ουεστμίνστερ όπου στεγάζεται το βρετανικό Κοινοβούλιο, ο εγγυητής της βρετανικής κυριαρχίας. Ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον –του οποίου ο θρίαμβος στις βουλευτικές εκλογές του 2019 αναζωπύρωσε το αυτονομιστικό αίσθημα στην άλλη πλευρά του Αδριάνειου τείχους (1) – έχει δηλώσει ότι, μετά το δημοψήφισμα που ήδη διεξήχθη το 2014, δεν θα διοργανωθεί νέα ψηφοφορία για το ζήτημα πριν περάσουν 40 χρόνια.

Από τη μία πλευρά λοιπόν, βρίσκεται το SNP και ένας αστερισμός μικρότερων κομμάτων –οι Πράσινοι, το Σοσιαλιστικό Κόμμα Σκωτίας (SSP)– καθώς και οργανώσεις όπως η Εκστρατεία για μια Ριζοσπαστική Ανεξαρτησία ή ο συνασπισμός Yes Alba. Στον κόσμο του πολιτισμού, καλλιτέχνες και συγγραφείς προσθέτουν μια δόση λάμψης, ακόμη και αγωνιστικής κομψότητας, στις γκρίζες διακηρύξεις των πολιτικών κομμάτων υπέρ της ανεξαρτησίας. Το ζήτημα κυριαρχεί επίσης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καθώς και στα εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης. Μετά το δημοψήφισμα του 2014, κυκλοφόρησε η καθημερινή εφημερίδα«The National», ιδιοκτησίας της αμερικανικής εταιρείας Newsquest, για να εκμεταλλευθεί μια αγορά σε πλήρη άνθηση.

Απέναντι βρίσκεται η βρετανική κυβέρνηση και τα μεγάλα κόμματα της χώρας, τα οποία δεν έχουν άλλη απάντηση στη διάβρωση της νομιμοποίησής τους στη Σκωτία παρά τη μόνιμη υπενθύμιση της συνταγματικής κυριαρχίας του Κοινοβουλίου. Συντηρητικοί, Εργατικοί και Φιλελεύθεροι Δημοκράτες διαγκωνίζονται για τους όλο και λιγότερους «ενωτικούς» ψηφοφόρους, με την υπόσχεση ότι θα αντιταχθούν σε ένα δεύτερο δημοψήφισμα, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης Μαΐου. Το ρεύμα υπέρ της παραμονής της Σκωτίας στους κόλπους του Ηνωμένου Βασιλείου δυσκολεύεται πολύ να διοργανώσει δημόσιες συγκεντρώσεις –και ακόμη περισσότερο όταν προσπαθεί να προβάλει την υποστήριξη άλλων διασημοτήτων εκτός από τη συγγραφέα Τζ. Κ. Ρόουλινγκ. Ο παραδοσιακός σκεπτικισμός του Τύπου απέναντι στην ανεξαρτησία έχει πλέον υπερκεραστεί από την περιφρόνησή τους για το Brexit και για την κυβέρνηση Τζόνσον. Ακόμη και το BBC, του οποίου η κάλυψη του δημοψηφίσματος του 2014 είχε φανερώσει τη μεροληψία του κατά της ανεξαρτησίας, δέχεται τα πυρά των ενωτικών, που το βρίσκουν πολύ ήπιο προς το SNP.

Ανάμεσα στα παράπονά τους: ο τρόπος με τον οποίο το κανάλι αντιμετωπίζει την πρωθυπουργό της Σκωτίας Νίκολα Στέρτζον (SNP), η οποία, σύμφωνα με τους Σκωτσέζους, έχει χειριστεί την κρίση του κορωνοϊού με πολύ ικανοποιητικό τρόπο. Η δημοτικότητα της Στέρτζον εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τις εκλογικές επιτυχίες του SNP και οι συγκρίσεις μεταξύ του νηφάλιου και τεχνοκρατικού ύφους της διακυβέρνησής της με τον χονδροειδή εθνικισμό του Τζόνσον έχουν ενισχύσει το αίτημα για ανεξαρτησία κατά την περίοδο της πανδημίας.

Έλλειψη «σχεδίου Β»

Επομένως, η δυναμική των πραγμάτων μοιάζει να είναι υπέρ του διαζυγίου, κάτι που φαίνεται να επιβεβαιώνει τη στρατηγική της σταδιακής μετάβασης που υιοθέτησαν όλοι οι ηγέτες του SNP από τη δεκαετία του 1990. Η στρατηγική αυτή θέλησε να αξιοποιήσει όλα τα περιθώρια ελιγμών εντός των θεσμών του βρετανικού κράτους, ελέγχοντας το πρώτο Κοινοβούλιο της Σκωτίας το 1998, μετά τη μεταβίβαση εξουσιών που είχε νομοθετηθεί έναν χρόνο πριν, και, στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας τον διοικητικό μηχανισμό για να αποδείξει ότι η χώρα μπορεί να κυβερνηθεί μόνη της. Οι Κασσάνδρες προέβλεπαν τότε ότι, στην πραγματικότητα, η αποχώρηση της Σκωτίας από το Ηνωμένο Βασίλειο θα οδηγούσε στο χάος και στην απώλεια παραδοσιακών σημείων αναφοράς πολύ αγαπητών σε μερίδα του πληθυσμού. Το SNP πάντοτε απαντούσε ότι μια ανεξάρτητη Σκωτία θα ζητούσε την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση (παρ’ όλο που η Ισπανία αναμφίβολα θα ήταν αντίθετη σε μια τέτοια προοπτική, για να μην ενθαρρύνει τους Καταλανούς αυτονομιστές), θα διατηρούσε τη βρετανική λίρα ως νόμισμα και το βρετανικό στέμμα ως αρχηγό του κράτους (2) , ενώ θα παρέμενε μέλος του ΝΑΤΟ.

Η λογική πίσω από τη σταδιακή μετάβαση πάντοτε ήταν ότι η βαθμιαία συσσώρευση εκλογικής νομιμοποίησης τελικά θα έπειθε το Λονδίνο να υποχωρήσει στις απαιτήσεις του SNP. Λογική που επιβεβαιώθηκε από την απόφαση του Συντηρητικού πρώην πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον (2010-2016) να επιτρέψει τη διεξαγωγή δεσμευτικού δημοψηφίσματος το 2014. Ωστόσο, σε μια συγκυρία όπου η ανεξαρτησία φαίνεται πολύ πιο δημοφιλής, το Λονδίνο ίσως διστάσει να επαναλάβει μια τέτοια κίνηση. Η πολύ πιθανή άρνησή του ενισχύει την άποψη ότι η Σκωτία βρίσκεται περιθωριοποιημένη και ταπεινωμένη στους κόλπους του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά τροφοδοτεί και τις επικρίσεις απέναντι στη στρατηγική της σταδιακής μετάβασης.

Ορισμένα στελέχη (και μερικές φορές και απλά μέλη) του SNP δεν διστάζουν πλέον να καταγγέλλουν τη σιδηρά πειθαρχία για την οποία είναι γνωστό το κόμμα. Τον Ιανουάριο του 2021, ο Κένι Μακάσκιλ, ένας από τους 47 βουλευτές του κόμματος στο βρετανικό Κοινοβούλιο, επέκρινε την άρνηση της Στέρτζον να συζητήσει ένα «σχέδιο Β»: δηλαδή να φέρει ενδεχόμενη άρνηση του Λονδίνου ενώπιον της Δικαιοσύνης, να οργανώσει δημοψήφισμα χωρίς την έγκρισή του ή ακόμη και να ανακηρύξει μονομερώς την ανεξαρτησία. Όμως, η συζήτηση για μια πιο ριζοσπαστική στρατηγική πριν από τη νίκη στις εκλογές του Μαΐου θα έθετε σε κίνδυνο τη φήμη που τόσο δύσκολα απέκτησε το SNP: ενός σταθερού κόμματος που απεχθάνεται το ρίσκο. Η Στέρτζον δεν αγνοεί αυτή την πραγματικότητα. Μεγάλο μέρος της αποδοχής που απολαμβάνει απορρέει από τη διάχυτη αίσθηση ότι ο αγγλο-βρετανικός εθνικισμός απειλεί τη σταθερότητα περισσότερο από τον αντίστοιχο σκωτσέζικο.

Εξάλλου, όπως δείχνει η ανοιχτή σύγκρουση μεταξύ της Στέρτζον και του προκατόχου της Αλεξάντερ Σάλμοντ, το κίνημα υπέρ της ανεξαρτησίας διανύει περίοδο σοβαρής κρίσης. Και, μάλιστα, όχι παρά τις επιτυχίες του, αλλά εξαιτίας τους. Στο στρατηγικό πεδίο, η σταδιακή προσέγγιση δουλεύει θαυμάσια για τη διαμόρφωση μιας κοινωνικής βάσης που να στηρίζει το πολιτικό σχέδιο. Αλλά η βαρύτητα που αποδίδεται στην επίσημη εκλογική νομιμοποίηση είναι ταυτόχρονα και η αχίλλειος πτέρνα του σχεδίου: χωρίς την έγκριση του Λονδίνου, η πολιτική υποστήριξη είναι αδύνατον να μετασχηματιστεί σε πολιτική αλλαγή. Αντίστοιχα, η σχολαστική τήρηση των κανόνων, της νομοθεσίας και των διαδικασιών που συνεπάγεται η στρατηγική αυτή αποκλείει άλλες εναλλακτικές.

Το να γίνει η Σκωτία «μη κυβερνήσιμη», όπως προτείνουν πλέον ορισμένα στελέχη, προκειμένου να πιεστεί το Ηνωμένο Βασίλειο, μοιάζει μια τουλάχιστον παρακινδυνευμένη επιλογή: μετά την αποκέντρωση εξουσιών, η Σκωτία ελέγχεται σχεδόν αποκλειστικά από το SNP. Όταν όμως δεν υπάρχει άλλη επιλογή παρά η αναμονή για ένα υποθετικό πράσινο φως από το Λονδίνο, στο εσωτερικό ορισμένοι αρχίζουν να γίνονται πολύ ανυπόμονοι…

Για το SNP, το ιδανικό σενάριο θα ήταν μια συντριπτική νίκη στις εκλογές του Μαΐου. Σε μια τέτοια περίπτωση, το Λονδίνο θα έπρεπε να δώσει την έγκρισή του για τη διεξαγωγή ενός δεσμευτικού δημοψηφίσματος, την έκβαση του οποίου κανείς δεν μπορεί να προδικάσει αυτή τη στιγμή. Ορισμένα υψηλόβαθμα στελέχη των Συντηρητικών φοβούνται ότι ενδεχόμενη άρνηση του Ουέστμινστερ θα φουσκώσει κι άλλο τα πανιά των οπαδών της ανεξαρτησίας. Αλλά η όξυνση των πνευμάτων, που είναι φανερή και από τις αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό του SNP, ευνοεί την αδιαλλαξία των ενωτικών στον Νότο: αντιμέτωπο με ένα αδιαπέραστο τείχος προς τα έξω, το SNP θα μπορούσε να διασπαστεί, κάτι που θα διευκόλυνε την επιστροφή στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων.

Το Εργατικό Κόμμα, που κυριαρχούσε για πολλά χρόνια στη σκωτσέζικη πολιτική σκηνή, παρατηρεί την κατάσταση με ανησυχία. Την ώρα που οι Συντηρητικοί μπορούν να επιτυγχάνουν εκλογικές πλειοψηφίες «κορφολογώντας» τις πολλές και διάσπαρτες εκλογικές περιφέρειες της Αγγλίας, οι Εργατικοί δεν μπορούν να ελπίζουν σε ανάλογη τύχη. Οι 59 έδρες της Σκωτίας πάντα τους έδιναν ώθηση (από το 1983, οι Συντηρητικοί δεν κατάφεραν ποτέ να αποσπάσουν περισσότερες από 13). Ακόμη και χωρίς να απειλήσουν τα προπύργια του SNP (47 έδρες), οι Εργατικοί θα μπορούσαν να προσδοκούν την υποστήριξή του σε μεγάλο μέρος του προγράμματός τους εάν κέρδιζαν τις εκλογές χωρίς απόλυτη πλειοψηφία. Όμως, σε μια συγκυρία σαν τη σημερινή, το τίμημα θα ήταν η διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος… που θα μπορούσε να προκαλέσει την πτώση της κυβέρνησης. Με άλλα λόγια, οι προϋποθέσεις του ερχομού των Εργατικών στην εξουσία προετοιμάζουν την αποτυχία τους. Τελευταία ελπίδα των Εργατικών: ότι η αντίθεση των Συντηρητικών στη διεξαγωγή νέου δημοψηφίσματος θα προκαλέσει περισσότερους τριγμούς στο SNP παρά στο ίδιο το Ηνωμένο Βασίλειο.

Παρατηρώντας την τροχιά που ακολουθεί η πολιτική κρίση στο βασίλειο, φαίνεται να υπάρχουν λίγες πιθανότητες να εξομαλυνθούν σύντομα οι δομικές δυσλειτουργίες. Καθώς, ακόμη κι αν το Εργατικό Κόμμα κατάφερνε να έλθει στην εξουσία χωρίς να φοβάται την αποχώρηση της Σκωτίας, πιθανότατα δεν θα μετασχημάτιζε μια οικονομία που προκαλεί βαθιές ανισότητες. Ο νέος ορίζοντας των Εργατικών, έτσι όπως διαγράφεται από τον Κιρ Στάρμερ (3) , χαρακτηρίζεται για την ώρα από την εγκατάλειψη του φιλόδοξου οικονομικού προγράμματος του προηγούμενου ηγέτη του κόμματος Τζέρεμι Κόρμπιν, από την επιμονή στη «δημοσιονομική υπευθυνότητα» και από τη βούλησή του να πνίξει τις «εδαφικές διαφορές» σους κόλπους μιας «συνταγματικής επιτροπής». Με την ελπίδα να επανακτήσει τους ψηφοφόρους της βόρειας Αγγλίας, ο Στάρμερ υποστήριξε τη συμφωνία Τζόνσον για το Brexit. Έτσι όμως διεύρυνε ακόμη περισσότερο το δημοκρατικό έλλειμμα που καταγγέλλουν οι Σκωτσέζοι, οι οποίοι, καθώς είναι στη μεγάλη τους πλειονότητα φιλοευρωπαίοι, βρίσκονται ουσιαστικά χωρίς πολιτική εκπροσώπηση από τα δύο μεγάλα κόμματα του βασιλείου. Οι διαφορετικές πολιτικές κουλτούρες της χώρας γίνονται όλο και περισσότερο ασύμβατες, την ώρα που η Αγγλία ανακαλύπτει έναν μαχητικό εθνικισμό με αντίκτυπο και πέρα από τα σύνορά της.

Για τη Σκωτία, η παραμονή στο Ηνωμένο Βασίλειο θα σήμαινε παράταση της πολιτικής, πολιτιστικής και οικονομικής στασιμότητας που έχει σταδιακά επικρατήσει στη χώρα από την εποχή της συγκρότησης του κοινοβουλίου της Σκωτίας, εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια. Η μετριοπάθεια, χρήσιμη για τη διαμόρφωση μιας σταθερής συμμαχίας υπέρ της ανεξαρτησίας, δεν παρέχει αποτελεσματικά εργαλεία για την αντιμετώπιση της βιομηχανικής παρακμής που φέρνει τη Σκωτία σε κατάσταση εξάρτησης από τον τουριστικό και τον χρηματοπιστωτικό κλάδο, από την εξόρυξη ορυκτών καυσίμων, καθώς και από την απασχόληση στον δημόσιο τομέα. Το Εργατικό Κόμμα της Σκωτίας προσπάθησε να προωθήσει μια πιο φιλόδοξη στρατηγική για τα ζητήματα αυτά, αλλά υποφέρει πολιτικά λόγω της επιμονής του στην ενωτική γραμμή, που το αποξενώνει από μεγάλο μέρος του τοπικού εκλογικού σώματος.

Ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση;

Εξάλλου, η σκωτσέζικη κοινωνία, παραλυμένη από πολιτική άποψη, διανύει μια κρίση που ελάχιστοι αναγνωρίζουν: τα σκωτικά έντυπα μέσα ενημέρωσης καταρρέουν κάτω από την πίεση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ή μετά την εξαγορά τους από πολυεθνικές, ενώ αρκετά πανεπιστήμια εμφανίζονται μεταξύ των πιο επισφαλών και των πιο ιδιωτικοποιημένων σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο. Και χιλιάδες Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ) –πολλές από τις οποίες εξαρτώνται από επιδοτήσεις– προσπαθούν απεγνωσμένα να αντισταθμίσουν την υποχώρηση των, αποστεωμένων πια, δημόσιων υπηρεσιών. Αυτές οι ανησυχίες ωστόσο περνούν σε δεύτερο πλάνο, καθώς επισκιάζονται από τις φαντασμαγορικές αντιπαραθέσεις στις οποίες επιδίδονται οι πολιτικοί ηγέτες.

Η ανεξαρτησία θα μπορούσε άραγε να δώσει λίγη πνοή μέσα σε ένα τέτοιο τοπίο; Το σκωτσέζικο εργατικό κίνημα και η κοινοβουλευτική πτέρυγά του –ή ό,τι απομένει από αυτήν– θα απελευθερώνονταν από το βαρίδι της ενωτικής γραμμής τους. Θα μπορούσαν τότε να επαναβεβαιώσουν την αξία του πολιτικού και πολιτιστικού αγώνα τους υπέρ των λαϊκών στρωμάτων. Από το ίδιο φαινόμενο θα επωφελείτο όμως και η Δεξιά. Και η προοπτική μιας ενωτικής μειοψηφίας, ηττημένης αλλά σημαντικής, που θα άρχιζε να ανακαλύπτει συγγένειες με τη δεξιά πτέρυγα του σκωτσέζικου εθνικισμού θα πρέπει να αποτελέσει σημείο προβληματισμού για τους προοδευτικούς.

Στο οικονομικό πεδίο, ο οδικός χάρτης του SNP προς την ανεξαρτησία είναι νεοφιλελεύθερος χωρίς περιστροφές. Δεσμεύει τη χώρα στη διατήρηση της βρετανικής λίρας και προβλέπει τουλάχιστον μία δεκαετία αυστηρής μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος –δηλαδή εξασφαλισμένη καταστροφή για τον λαϊκό πληθυσμό. Οι ξένες επενδύσεις θα αναπροσανατολίζονταν προς μια «εθνική αστική τάξη», της οποίας η φυσική τάση θα οδηγούσε στη μεγαλύτερη εμπορευματοποίηση της εργατικής δύναμης, των φυσικών πόρων και των δημόσιων υπηρεσιών. Επιπλέον, η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση –μια υπόσχεση του SNP– θα περιόριζε αυτόματα την εθνική κυριαρχία της Σκωτίας. Όμως, όσοι επικρίνουν αυτή την άποψη περί «ανεξαρτησίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης» υποτιμούν, από την πλευρά τους, το κόστος ενός ταυτόχρονου διαζυγίου και με το Λονδίνο και με τις Βρυξέλλες.

Άλλωστε, η απόσχιση της Σκωτίας θα είχε επιπτώσεις και πέρα από τα σύνορά της. Στην Αγγλία, το Εργατικό Κόμμα και η Αριστερά γενικότερα θα έρχονταν για πρώτη φορά αντιμέτωποι με την ίδια τους την εθνική ταυτότητα. Εάν στερείτο το ένα τρίτο των εδαφών του, το Ηνωμένο Βασίλειο θα συνειδητοποιούσε ποια είναι η πραγματική ισχύς του, μεταξύ άλλων και στο γεωπολιτικό πεδίο. Το ότι θα έπρεπε να εγκαταλείψει τις φαντασιώσεις «μεγαλείου» δεν θα ήταν απαραίτητα κακή εξέλιξη. Αλλά η βίαιη συνειδητοποίηση των εδαφικών και πολιτισμικών ανισοτήτων του θα μπορούσε να οδηγήσει ένα από τα πιο συγκεντροποιημένα κράτη του δυτικού κόσμου σε περισσότερες διαιρέσεις. Το παράδειγμα της Σκωτίας όντως δεν θα περνούσε απαρατήρητο στην Ουαλία και στη Βόρεια Ιρλανδία.

Σε τελευταία ανάλυση, η ανεξαρτησία αποτελεί αναμφίβολα πολιτικό σχέδιο περισσότερο φιλελεύθερο-δημοκρατικό παρά ριζοσπαστικό. Θα προσέφερε στη Σκωτία την ευκαιρία να απαλλαγεί από ένα αγγλο-βρετανικό καθεστώς όλο και λιγότερο δημοκρατικό και φιλελεύθερο, του οποίου η διαρκής κρίση ταυτότητας αποκρύπτει τα συγκεκριμένα –και συχνά αρκετά ενοχλητικά– προβλήματα της σκωτσέζικης κυβέρνησης. Τουλάχιστον, θα ξεκαθάριζε το πολιτικό τοπίο μέσα στο οποίο θα έπρεπε να δράσει η τοπική Αριστερά. Χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει κατ’ ανάγκη μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμών.

Δεν πρόκειται όμως για επιχείρημα που θα συνεγείρει τα πλήθη. Για πολλούς στο στρατόπεδο υπέρ της ανεξαρτησίας –ιδιαίτερα για όσους έχουν βρει στη μάχη αυτή πεδίο για να ξεδιπλώσουν το υποκριτικό ταλέντο τους, καθώς και έναν αδιάλλακτο όσο και στείρο ριζοσπαστισμό– η ιδέα να αντικατασταθεί μια συντηρητική ελίτ από μια άλλη, πιο φιλελεύθερη, δεν αρκεί. Η ακαμψία τους θα μπορούσε να καταλήξει στην ενίσχυση της ενωτικής τάξης πραγμάτων.

«Ορισμένοι εθνικιστές χάνουν πολύ χρόνο θρηνώντας που η ιστορία της Σκωτίας δεν εξελίχθηκε με πιο μελοδραματικό τρόπο», έγραφε το 1981 ο Σκωτσέζος εθνικιστής διανοούμενος Στίβεν Μάξγουελ (4). Η ελπίδα ότι το μέλλον αποδεικνύεται πιο συναρπαστικό από το παρελθόν προκαλεί τον ενθουσιασμό πολλών. Αλλά το σκοτεινό δάσος της εθνικής ταυτότητας είναι επικίνδυνο μέρος για όλους εκείνους που αναζητούν τις έντονες συγκινήσεις.

Rory Scothorne

Συγγραφέας με έδρα το Εδιμβούργο. Έχει γράψει (μαζί με τους Cailean Gallagher και Amy Westwell) το «Roch Winds: A Treacherous Guide to the State of Scotland», Luath Press, Εδιμβούργο, 2016.
Χάρης Λογοθέτης

(1Η ρωμαϊκή οχύρωση που κατασκευάστηκε μεταξύ 122 και 128 μ.Χ. με εντολή του αυτοκράτορα Αδριανού και αποτελούσε, με σημερινούς όρους, το σύνορο Αγγλίας-Σκωτίας.

(2Βλ. Lucie Elven, «Η ανοξείδωτη Βρετανική μοναρχία», «Le Monde diplomatique – ελληνική έκδοση», 21 Φεβρουαρίου 2021.

(3Βλ. Owen Hatherley, «Ηνωμένο Βασίλειο: Εκκαθαρίσεις στους Εργατικούς», «Le Monde diplomatique – ελληνική έκδοση», 4 Απριλίου 2021.

(4Stephen Maxwell, «The case for left-wing nationalism», «SNP 79 Group Paper», No 6, Aberdeen People’s Press, 1981.

Μοιραστείτε το άρθρο