Πριν από περίπου δεκαπέντε χρόνια, ο Ζαν-Πιερ Σεβενεμάν ήδη ανέλυε την ιστορία της γαλλικής Αριστεράς και τη δική του εμπειρία στην κυβέρνηση, στις πιο διαφορετικές υπουργικές θέσεις: Βιομηχανίας, Παιδείας, Άμυνας, Εσωτερικών (1). Από τότε δεν έγινε ξανά υπουργός ούτε έβαλε υποψηφιότητα για την προεδρία, αλλά το πρώτο του βιβλίο απομνημονευμάτων προφανώς δεν εξάντλησε το θέμα. Το έργο που εμφανίζεται σήμερα, κάπως λιγότερο επίσημο και γραμμένο σε πιο αφηγηματικό ύφος, συμπληρώνει χρήσιμα το προηγούμενο (2).
Η προσωπικότητα του Φρανσουά Μιτεράν κατέχει κεντρική θέση στο βιβλίο. Είναι κατανοητό: ο άνθρωπος πέρασε δεκατέσσερα χρόνια στο προεδρικό μέγαρο και ήταν ταυτόχρονα εκείνος που απομάκρυνε τους Σοσιαλιστές από τις συμμαχίες τους με το κέντρο, επιτρέποντάς τους έτσι να έρθουν στην εξουσία, αλλά και εκείνος που τους έκανε πρώτα ξαδέλφια με τους ευρωπαϊστές φιλελεύθερους, που ενσαρκώνονταν από τον Ζισκάρ ντ’ Εστέν, τον οποίο ο Μιτεράν είχε εμποδίσει να πραγματοποιήσει δεύτερη προεδρική θητεία. Ο Σεβενεμάν αναλύει λαμπρά αυτήν την αλλαγή πολιτικής πλεύσης –και, σε κάποια σημεία, ισχυρίζεται ότι δεν του προκάλεσε έκπληξη. Όταν περιγράφει πώς ξεκίνησε το 1967 η συμμαχία μεταξύ της μικρής ομάδας φίλων του και του Μιτεράν, επισημαίνει την έλλειψη ενθουσιασμού με την οποία τον αντιμετώπιζαν τότε: «Στα μάτια μας, είχε κάποια κενά: δεν γνώριζε πολλά για τον σοσιαλισμό (…). Όσον αφορά την Αριστερά, η ρητορική του είχε μείνει στον Λαμαρτίνο. (…) Η οικονομική παιδεία του ήταν δυστυχώς μηδενική». Ωστόσο, ο Σεβενεμάν ανέλαβε το στοίχημα να βοηθήσει τον νέο του σύμμαχο «να καλύψει ή τουλάχιστον να αποκρύψει τα κενά του». Σήμερα παραδέχεται ότι είχε υποπέσει στο αμάρτημα της αλαζονείας: «Στην πολιτική, έπρεπε να μάθω εξαρχής τα πάντα –και έμαθα πολλά από τον Φρανσουά Μιτεράν».
Έμαθε πράγματι πολλά, αλλά με ποια αποτελέσματα, όταν το «υπέροχο δώρο» του Μιτεράν στο κόμμα του (η πολιτική εναλλαγή) αποδείχθηκε «τοξικό»; Ο Σεβενεμάν συνοψίζει: «Ο σοσιαλ-φιλελευθερισμός ήταν το τίμημα της μακροζωίας του Σοσιαλιστικού Κόμματος στην εξουσία, αλλά και η βαθιά πηγή της οριστικής απόρριψής του το 2017». Άλλωστε, δύο χρόνια πριν κερδίσει τις εκλογές, ο Μιτεράν είχε παραδεχθεί τις πολύ μέτριες συλλογικές φιλοδοξίες του: «Βασικά, Ζαν-Πιερ, πιστεύω ότι η Γαλλία, στην εποχή μας, δεν μπορεί –δυστυχώς– να κάνει κάτι διαφορετικό, παρά μόνο ίσα-ίσα να αποφύγει την καταστροφή».
Ωστόσο, οι αλλεπάλληλες παραιτήσεις του Σεβενεμάν από την κυβέρνηση, λόγω ουσιωδών διαφωνιών σχετικά με την οικονομική πολιτική (1983), με τον πόλεμο του Κόλπου (1991) ή με την παραχώρηση νομοθετικής εξουσίας στην Κορσική (2000), μας υποχρεώνει να αναρωτηθούμε για το κίνητρο πίσω από τις διαρκείς επιστροφές του. Όταν ξεκίνησε η «στροφή στη λιτότητα» το 1983, η οποία, όπως καταδεικνύει ο συγγραφέας, τελικά διευκόλυνε τον «θρίαμβο του νεοφιλελεύθερου μοντέλου στην ευρωπαϊκή ήπειρο», όταν εγκρίθηκε η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη το 1986, «ομόφωνα και χωρίς συζήτηση» από το Συμβούλιο Υπουργών (στο οποίο συμμετείχε…), όταν ένα άλλο Συμβούλιο Υπουργών τρία χρόνια αργότερα αποδέχθηκε μια ευρωπαϊκή οδηγία «για την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, πριν από την εναρμόνιση του φόρου επί των αποταμιεύσεων» (τότε ο Σεβενεμάν εξέφρασε την αντίθεσή του, αλλά παρέμεινε υπουργός Άμυνας), πώς μπορούσε ακόμα να πείθει τον εαυτό του ότι ήταν αρκετό να «καταπιεί το πικρό ποτήρι, με την ελπίδα ότι θα ήταν κάποτε δυνατόν να απαλλαχθεί από αυτό»;
Ο Πόλεμος του Κόλπου ήταν ένα από τα πικρά ποτήρια που δεν καταπινόταν με τίποτα. Και, σε αυτήν την υπόθεση, η διπροσωπία του Μιτεράν έπιασε ταβάνι. Μέχρι τον Ιανουάριο του 1991, ο πρόεδρος έκανε τον υπουργό Άμυνάς του να πιστεύει ότι αναζητούσε λύση μέσω διαπραγματεύσεων με τον Σαντάμ Χουσεΐν. Ωστόσο, ήδη από τον Αύγουστο του 1990, είχε υποσχεθεί στον Αμερικανό ομόλογό του Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο ότι θα δέσμευε στρατιωτικά τη Γαλλία στο πλευρό του… «“Φυσικά, οι αραβικές κυβερνήσεις σήμερα διαμαρτύρονται”»,εξήγησε μια μέρα στον Σεβενεμάν, «“αλλά να είστε σίγουρος ότι αύριο όλοι εδώ θα είναι για να ζητούν επιδοτήσεις, εδώ, από την παλάμη του χεριού μας”. Και έκανε τη χειρονομία…».
Δύο περίεργοι επισκέπτες στο υπουργείο Εσωτερικών
Ο συγγραφέας αναφέρεται επίσης στα προβλήματά του με τη «Le Monde». Υποστηρίζοντας τον πόλεμο του Κόλπου, όπως ο Μιτεράν, η εφημερίδα απέδιδε κακόβουλα τις επικρίσεις του υπουργού Άμυνας σε ένα «“φορτίο μπαχαρικών” από τη Βαγδάτη» (3). Η εφημερίδα συνέχισε ακόμη πιο μετωπικά την επίθεση όταν έγινε υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση του Λιονέλ Ζοσπέν. Ο συγγραφέας διηγείται ότι, στις 11 Φεβρουαρίου 1999, οι διευθυντές της «Monde» Ζαν-Μαρί Κολομπανί και Εντουί Πλενέλ τον επισκέφθηκαν στο υπουργείο για να του υποδείξουν τη γραμμή που έπρεπε να ακολουθήσει η κυβέρνηση εάν ήθελε να βασίζεται στην υποστήριξη της εφημερίδας τους. Ο Πλενέλ τού εξήγησε τότε: «Ο Λιονέλ Ζοσπέν έδωσε έμφαση στο κράτος και στο έθνος. Ωστόσο, η “Monde” είναι ευρω-φιλική, ευρω-κοινωνική, ευρω-πολιτική κ.λπ. Οι επικεφαλής της εκτιμούν ότι δεν θα πρέπει να εστιάζουμε στο έθνος-κράτος, αλλά στους τρόπους και στα μέσα που επιτρέπουν στη Γαλλία να εκπληρώσει τον ρόλο της στην ευρωπαϊκή ανάπτυξη». Ο συγγραφέας υποψιάζεται ότι στη συνέχεια η «Le Monde» άσκησε πίεση στον Ζοσπέν προκειμένου να υιοθετήσει, όσον αφορά την Κορσική, μια θέση που θα ανάγκαζε σε παραίτηση τον Σεβενεμάν. Σε αντάλλαγμα, ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός θα είχε την υποστήριξη της εφημερίδας στη μελλοντική προεδρική υποψηφιότητά του…
Δεν περιμένουμε να βρούμε στο τελευταίο βιβλίο του Ζοσπέν (4) την ανάλυση του καταστροφικού γι’ αυτόν αποτελέσματος των εκλογών του 2002. Με μια σειρά από γενικολογίες σχετικά με τη γαλλική πολιτική, τη δημοκρατία, τη μετανάστευση, την οικολογία, ένα τέτοιο σύγγραμμα ίσα που θα έπαιρνε τη βάση στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών. Όχι όμως και πολύ πάνω από αυτήν, καθώς ένας σωστός βαθμολογητής θα έκρινε ότι ο πρώην πρωθυπουργός είναι υπερβολικά επιεικής με τον εαυτό του.
Ίσως όπως και ο Σεβενεμάν με τον σημερινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας; Ο συγγραφέας πράγματι εξομολογείται ότι η «εκ των προτέρων θετική» άποψή του για τον Μακρόν θα τον είχε σχεδόν σπρώξει να ψηφίσει υπέρ του από τον πρώτο κιόλας γύρο των προεδρικών εκλογών του 2017, αν δεν φοβόταν τότε να βρεθεί στο ίδιο στρατόπεδο «με τους Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, Αλέν Μανκ και Ζακ Αταλί». Κάτι που, όπως παραδέχεται, «θα έβλαπτε τη συνοχή της ιδεολογικής και πολιτικής τοποθέτησής μου». Δεν θα μπορούσε να ειπωθεί καλύτερα… Θα πρέπει συνεπώς να αποδεχτούμε ότι, ακόμη και στην περίπτωση των πιο συγκροτημένων πολιτικών, οι αναμνήσεις και οι προσωπικές φιλίες δημιουργούν δαιδαλώδεις διαδρομές που η απλή λογική δεν είναι σε θέση να αποκρυπτογραφήσει; Έτσι, ακριβώς όπως ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να διακηρύξει την πίστη του στον Μιτεράν, αρχιτέκτονα της φιλελεύθερης Ευρώπης την οποία αντιμάχεται, ο Σεβενεμάν λέει ότι δεν καταλαβαίνει τη «βαθιά απόρριψη» που προκαλεί ο σημερινός πρόεδρος. Ώς το σημείο άραγε που εύχεται στον «Εμμανουέλ», όπως τον αποκαλεί, μια νέα πενταετή θητεία στο προεδρικό μέγαρο;