Τις πρώτες ημέρες του φθινοπώρου του 1878, ο Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, 27 ετών τότε, πέρασε δώδεκα ημέρες διασχίζοντας την οροσειρά Σεβέν, στην κεντρική-νότια Γαλλία. Ο μόνος του συνταξιδιώτης ήταν ένα θηλυκό γαϊδουράκι με το όνομα Μοντεστίν. Ο Στίβενσον δεν θα γνώριζε τη λογοτεχνική διασημότητα παρά πέντε χρόνια αργότερα, όταν εκδόθηκε Το Νησί των Θησαυρών. Στο μέσο της εξερεύνησής του, κατασκήνωσε σε ένα μικρό ξέφωτο περιστοιχισμένο από πεύκα. Μετά από ένα δυναμωτικό δείπνο, την ώρα που ο ήλιος μόλις είχε δύσει, απλώθηκε μέσα στον «υπνόσακό» του, καλύπτοντας τα μάτια του με μια τραγιάσκα. Όμως, αντί να κοιμηθεί συνεχόμενα μέχρι την αυγή, ξύπνησε λίγο μετά τα μεσάνυχτα, κάπνισε νωχελικά ένα τσιγάρο και απόλαυσε μία ώρα ρεμβασμού. Ποτέ πριν δεν είχε γευτεί «μια τελειότερη ώρα» –απελευθερωμένος, όπως έγραφε γεμάτος χαρά, από «τη φυλακή του πολιτισμού». «Από ποια απροσδιόριστη δύναμη, από ποιο λεπτό άγγιγμα της φύσης», αναρωτιόταν, «όλοι όσοι κοιμούνται επανέρχονται, γύρω στην ίδια ώρα, πίσω στη ζωή;» (1).
Εκείνο που αγνοούσε ο Στίβενσον είναι ότι η εμπειρία του εκείνη τη φθινοπωρινή νύχτα παραπέμπει σε μια μορφή ύπνου πολύ συνηθισμένη παλιότερα. Πράγματι, μέχρι τη νεότερη εποχή (2) , μία ώρα εγρήγορσης ή και περισσότερο διέκοπτε στο μέσον της νύχτας την ανάπαυση των περισσότερων κατοίκων της δυτικής Ευρώπης –και όχι μόνο των βοσκών και των ξυλοκόπων, που φημίζονταν για την αγάπη τους προς τον μεσημεριανό υπνάκο. Τα μέλη κάθε νοικοκυριού άφηναν το κρεβάτι για να ουρήσουν, να καπνίσουν ή ακόμη και να επισκεφτούν τους γείτονές τους. Πολλοί άνθρωποι έμεναν στο κρεβάτι και έκαναν έρωτα, προσεύχονταν ή, ακόμη σημαντικότερο, στοχάζονταν πάνω στο περιεχόμενο των ονείρων που συνήθως προηγούνταν της αφύπνισης αυτής, κατά τη διάρκεια του «πρώτου ύπνου» τους.
Διαπιστώνοντας την αδιαφορία των ιστορικών για το ζήτημα του ύπνου, συγκεντρώσαμε για το θέμα αποσπασματικές πληροφορίες, σε διάφορες γλώσσες, χάρη σε ποικίλες πηγές, από δικαστικές καταθέσεις έως προσωπικά ημερολόγια και έργα μυθοπλασίας. Με αφετηρία τέτοια υπολειμματικά κείμενα, είναι εφικτό να ανασυσταθεί αυτή η αινιγματική μορφή ύπνου (3). Η πρώτη περίοδος συνήθως περιγραφόταν με τον όρο «first sleep» ή, σπανιότερα, «first nap» («πρώτος ύπνος») ή ακόμη και «dead sleep» («βαθύς ύπνος»). Στα γαλλικά, η ανάλογη έκφραση που χρησιμοποιούνταν ήταν «premier sommeil» ή «premier somme», στα ιταλικά «primo sonno» ή «primo sono» και στα λατινικά «primo somno» ή «concubia nocte». Η ενδιάμεση περίοδος εγρήγορσης –την οποία ο Στίβενσον αποκαλεί ποιητικά «νυχτερινή έγερση»– έφερε τη γενική ονομασία «watch» ή «watching» («εγρήγορση»). Οι άνθρωποι ξυπνούσαν μετά τα μεσάνυχτα, πριν τελικά ξανακοιμηθούν για την υπόλοιπη νύχτα. Βέβαια, όλος ο κόσμος δεν κοιμόταν και δεν ξυπνούσε τις ίδιες ώρες, πράγμα που ίσχυε ακόμη και για όσους κοιμούνταν αρκετά νωρίς ώστε να απολαμβάνουν τον τμηματικό ύπνο. Και όταν κάποιος έπεφτε για ύπνο μετά τα μεσάνυχτα, το πιθανότερο είναι ότι δεν ξυπνούσε πριν ξημερώσει.
Μπουγάδα, σεξ ή λαθροθηρία
Σε πρώτη ανάγνωση, υπάρχει ο πειρασμός να θεωρήσουμε αυτόν τον τμηματικό ύπνο ως πολιτιστικό υπόλειμμα των πρώτων αιώνων της χριστιανικής εμπειρίας. Από τότε που ο Άγιος Βενέδικτος είχε απαιτήσει, τον 6ο αιώνα μ.Χ., οι μοναχοί να σηκώνονται μετά τα μεσάνυχτα για να απαγγέλλουν εδάφια και ψαλμούς, ο συγκεκριμένος κανόνας, όπως και άλλοι κανόνες του τάγματος των Βενεδικτίνων, εξαπλώθηκε σε όλο και περισσότερα γερμανικά και φραγκικά μοναστήρια. Ωστόσο, όχι μόνον προσωπικότητες που δεν είχαν σχέση με την Εκκλησία, όπως ο Παυσανίας ο Περιηγητής και ο Πλούταρχος, αναφέρουν τη συγκεκριμένη πρακτική στα γραπτά τους, αλλά το ίδιο συμβαίνει και με συγγραφείς της κλασικής εποχής, όπως ο Τίτος Λίβιος στη Ρωμαϊκή Ιστορία του ή ο Βιργίλιος στην Αινειάδα, έργα που γράφτηκαν και τα δύο τον 1ο αιώνα π.Χ., ή ακόμα με την Οδύσσεια του Ομήρου, η οποία γράφτηκε στα τέλη του 8ου ή στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ.! Εξάλλου, τον 20ό αιώνα, σε ορισμένες μη δυτικές και μη χριστιανικές κουλτούρες παρατηρείται μια παραδοσιακή μορφή τμηματικού ύπνου, εκπληκτικά παρόμοια με τον ύπνο των Ευρωπαίων της νεότερης εποχής (από τα τέλη του 15ου αι. έως τα τέλη του 18ου αι.).
Σε αντίθεση με όσα υπέθετε ο Στίβενσον, αυτή η νυχτερινή εγρήγορση έχει ελάχιστη σχέση με τον ύπνο στην ύπαιθρο, μολονότι βοσκοί και κυνηγοί αντλούσαν πάντοτε τα σχετικά οφέλη. Τη συνήθεια αυτή μοιραζόταν η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων της νεότερης εποχής. Όπως δείχνουν τα πειράματα που διεξήχθησαν κατά τη δεκαετία του 1990 στο National Institute of Mental Health (NIMH, Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας) στη Μπεθέσντα του Μέριλαντ των ΗΠΑ, η εξήγηση σχετίζεται πιθανότατα με το σκοτάδι που επικρατούσε στο περιβάλλον των περισσότερων οικογενειών της προβιομηχανικής εποχής. Ενώ προσπαθούσαν να ανασυστήσουν τις συνθήκες του «προϊστορικού» ύπνου, ο δρ. Τόμας Γουέρ και οι συνάδελφοί του ανακάλυψαν ότι οι άνθρωποι που συμμετείχαν στο πείραμα, όταν στερούνταν για μερικές εβδομάδες το τεχνητό φως μετά τη δύση του ήλιου, κατέληγαν τελικά να υιοθετήσουν μια τμηματική μορφή ύπνου –η οποία, προς γενική έκπληξη, ήταν σχεδόν ίδια με τον ύπνο των νοικοκυριών του 16ου ή του 17ου αιώνα. Έχοντας στερηθεί το τεχνητό φως για μέχρι και 14 ώρες συνολικά κάθε νύχτα, οι συμμετέχοντες στο πείραμα του Γουέρ πρώτα έμεναν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι τους για δύο ώρες. Στη συνέχεια, κοιμούνταν για τέσσερις ώρες. Στο τέλος αυτής της πρώτης περιόδου, ξυπνούσαν για δύο ή τρεις ώρες, κάνοντας ένα διάλειμμα γαλήνης και ρεμβασμού. Τέλος, κοιμούνταν ξανά άλλες τέσσερις ώρες, πριν ξυπνήσουν για τα καλά. Η ενδιάμεση περίοδος «εγρήγορσης χωρίς ένταση» διεπόταν από μια «ιδιαίτερη ενδοκρινολογία», με αυξημένα επίπεδα προλακτίνης, μιας ορμόνης που εκκρίνεται από την υπόφυση, πολύ γνωστής επειδή επιτρέπει στις κότες να κλωσούν τα αβγά τους με ηρεμία για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Για τον Γουέρ, αυτή η φάση εγρήγορσης θα μπορούσε να συγκριθεί με μια τροποποιημένη κατάσταση της συνείδησης, παρόμοια με τον διαλογισμό (4).
Ακόμη κι αν οι άνθρωποι που ξυπνούσαν μετά τα μεσάνυχτα, στη νεότερη εποχή, ξανακοιμούνταν πολύ πριν από την ολοκλήρωση της φάσης εγρήγορσης που βίωσαν όσοι συμμετείχαν στο πείραμα του ΝΜΙΗ, ορισμένοι σηκώνονταν από το κρεβάτι όταν ξυπνούσαν. Πολλοί ανάμεσά τους, βέβαια, είχαν απλώς ανάγκη να ανακουφίσουν την ουροδόχο κύστη τους. Άλλοι αξιοποιούσαν την ευκαιρία για να δουν τι ώρα είναι ή για να κρατήσουν αναμμένη τη φωτιά. Άλλους τους περίμεναν δουλειές. Τον 17ο αιώνα, ο αγρότης Χένρι Μπεστ από το Έλμσγουελ σηκωνόταν πάντοτε «γύρω στα μεσάνυχτα» για να εμποδίσει την καταστροφή των καλλιεργειών του από τα περιπλανώμενα ζώα. Εκτός από τη φροντίδα των παιδιών τους, οι γυναίκες σηκώνονταν από το κρεβάτι και για να κάνουν αρκετές επίπονες δουλειές του σπιτιού –ιδιαίτερα το πλύσιμο των ρούχων– οι οποίες θα διατάρασσαν τις δραστηριότητες του νοικοκυριού εάν γίνονταν κατά τη διάρκεια της ημέρας. «Συχνά από το κρεβάτι μας, τα μεσάνυχτα σηκωνόμαστε», έγραφε λυπημένα η Μέρι Κόλιερ στο ποίημα The Woman’s Labour («Ο Μόχθος της Γυναίκας») το 1739. Βεβαίως, η έγερση στο μέσον της νύχτας άνοιγε και τη δυνατότητα για δραστηριότητες εντελώς άλλου είδους. Καμία άλλη στιγμή δεν ήταν τόσο πρόσφορη για τη μικροεγκληματικότητα, σε όλες της τις μορφές, από εκείνη την ώρα όπου όλοι ήταν αποκομμένοι από τον κόσμο: κλοπές από τα μαγαζιά, τα ναυπηγεία ή από άλλους χώρους εργασίας στον αστικό ιστό και, στην ύπαιθρο, αρπαγή καυσόξυλων, φρούτων και καρπών, καθώς και λαθροθηρία.
Οι περισσότεροι άνθρωποι, όταν ξυπνούσαν, μάλλον δεν εγκατέλειπαν το κρεβάτι τους. Εκτός από το να προσεύχονται, συζητούσαν με τον/τη σύντροφό τους ή ασχολούνταν με την υγεία τη δική τους ή κάποιου παιδιού τους. Την ώρα της πρώτης αφύπνισης, τα ζευγάρια είχαν πολύ συχνά και σεξουαλικές συνευρέσεις. Τον 16ο αιώνα, ο Γάλλος ιατρός Λοράν Ζουμπέρ βεβαίωνε ότι οι ερωτοτροπίες των πρώτων πρωϊνών ωρών επέτρεπαν στους γεωργούς, τους τεχνίτες και άλλους ανθρώπους του μόχθου να κάνουν πολλά παιδιά. Καθώς η εξάντληση εμπόδιζε τους χειρώνακτες να συνευρεθούν σεξουαλικά την ώρα που έπεφταν για ύπνο, οι σεξουαλικές επαφές γίνονταν «μετά τον πρώτο ύπνο», όταν «τις απολαμβάνουν περισσότερο, τις κάνουν πιο άνετα και με περισσότερη χαρά».
Για κάθε ενεργό άνθρωπο, υπήρχαν άλλοι δύο που βρίσκονταν μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης. Εάν δεν είχε προηγηθεί κάποιο ανησυχητικό όνειρο, η πρώτη τους αφύπνιση συνήθως χαρακτηριζόταν από δύο όψεις: συγκεχυμένες σκέψεις που έρχονται και φεύγουν «από μόνες τους», σε συνδυασμό με ένα αίσθημα βαθιάς ικανοποίησης. Στη γλαφυρή περιγραφή που βρίσκουμε στο διήγημα The Haunted Mind («Το Στοιχειωμένο Μυαλό», 1835), ο Ναθάνιελ Χόθορν επέμενε: «Εάν θα μπορούσατε να διαλέξετε κάποια ώρα αφύπνισης, θα ήταν αυτή (…). Έχετε βρει έναν ενδιάμεσο χώρο, όπου οι υποθέσεις της ζωής δεν διεισδύουν, όπου η στιγμή που περνά επιμένει και γίνεται πραγματικά το παρόν». Οι πρώτες πρωινές ώρες μπορούσαν να είναι μια στιγμή αληθινής προσωπικής αυτοδιάθεσης.
Συχνά, όταν ξυπνούσαν από τον «ύπνο του μεσονυκτίου» τους, οι άνθρωποι παρατηρούσαν με προσοχή ένα καλειδοσκόπιο από μερικώς αποκρυσταλλωμένες εικόνες: τους κάπως παραμορφωμένους, αλλά πολύ ζωηρούς, πίνακες που είχαν ξεπηδήσει από τα όνειρά τους. Όπως και στις προγενέστερες ιστορικές περιόδους, στη νεότερη εποχή τα όνειρα έπαιζαν πολύ σημαντικό ρόλο στην καθημερινή ζωή. Σύμφωνα με την τότε επικρατούσα άποψη, αποκάλυπταν τόσο το μέλλον όσο και το παρελθόν. Οι περισσότεροι άνθρωποι εκτιμούσαν όχι μόνο τις προφητικές ιδιότητες των ονείρων, αλλά και τη βαθύτερη κατανόηση του σώματος και της ψυχής που επέτρεπαν. Ορισμένα όνειρα αντανακλούσαν την υγεία του σώματος, όπως υποστήριζαν ο Αριστοτέλης και ο Ιπποκράτης, ενώ άλλα έριχναν σπάνιο φως στα τρίσβαθα της ψυχής. Πολύ πριν από τους ρομαντικούς φιλοσόφους του 19ου αιώνα και τον Σίγκμουντ Φρόιντ, οι Ευρωπαίοι της σύγχρονης εποχής εξήραν τα όνειρα για τη βαθιά γνώση της προσωπικότητας που έφερναν –και ιδίως για όσα αποκάλυπταν για τη σχέση που ο καθένας διατηρεί με τον Θεό. Για τις κατώτερες τάξεις, τα όνειρα δεν έδιναν απλώς πρόσβαση στη συνείδηση του εαυτού, αλλά αποτελούσαν και έναν τρόπο φυγής από τα καθημερινά βάσανα.
Αυτές οι εικόνες είχαν τόσο σημαντικό αντίκτυπο ώστε, ορισμένες φορές, τα σύνορα μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας θόλωναν. Η σύγχυση ήταν πολύ συνηθισμένη σε όσους μόλις είχαν ξυπνήσει. «Πρόκειται λοιπόν για όνειρο, μετά τον πρώτο ύπνο μου;», ρωτά ο ήρωας Λόβελ στο θεατρικό έργο The New Inn («Το Καινούργιο Πανδοχείο») του Μπεν Τζόνσον. Στα κατώτερα και μεσαία κοινωνικά στρώματα, η δημοφιλής συνήθεια ακρόασης ιστοριών και θρύλων αναμφίβολα συνέβαλε ακόμη περισσότερο στη σύγχυση. Πράγματι, μία από τις αφηγηματικές τεχνικές που χρησιμοποιούνταν συχνά εκείνη την εποχή ήταν η διαμόρφωση ενός «κουβαριού», που προσέδιδε στους μύθους μια πιο συγκεχυμένη μορφή και, επομένως, την οικεία υφή ενός ονείρου, ίσως προκειμένου να ενισχύσει την αυθεντικότητά τους.
Εάν οι οικογένειες της προβιομηχανικής εποχής κοιμούνταν χωρίς διάλειμμα, πολλές από αυτές τις εικόνες μάλλον θα είχαν διαλυθεί έως το πρωί –«πετώντας μακριά όταν το φως επιστρέφει», σύμφωνα με τα λόγια του ποιητή Τζον Ουέλεϊ. Τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά για όσους ξυπνούσαν αμέσως μετά τον πρώτο ύπνο. Πολλοί ήταν πιθανότατα βυθισμένοι σε κάποιο όνειρο μόλις μερικές στιγμές πριν και έτσι κατακλύζονταν από πολύ ζωηρά ακόμη νυχτερινά οράματα, πριν αφεθούν και πάλι στην αγκαλιά του ύπνου. Με την αφύπνιση, οι άνθρωποι πιθανότατα είχαν στη διάθεσή τους και τον απαραίτητο χρόνο ώστε ένα όνειρο να αποκτήσει τη δομή του μέσα από το αρχικό χάος των συγκεχυμένων εικόνων του.
Απομάκρυνση από τα νυχτερινά οράματα
Έτσι γινόταν για εκατοντάδες, πιθανότατα για χιλιάδες χρόνια. Από τα τέλη του 18ου αιώνα, ο τμηματικός ύπνος, με το διάλειμμα της αφύπνισης γύρω στα μεσάνυχτα, θα γινόταν πιο σπάνιος, πρώτα στα πιο εύπορες κοινωνικές τάξεις, εκείνες που κατοικούσαν σε ένα καλύτερα φωτισμένο αστικό περιβάλλον, και στη συνέχεια, σιγά-σιγά, σε όλα τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα, με εξαίρεση τις πιο απομονωμένες κοινότητες. Όμως, η εξαφάνιση του τμηματικού ύπνου δεν συνέβη από τη μία ημέρα στην άλλη.
Η υποχώρηση του σκοταδιού δεν εκδηλώνεται παρά στην αυγή του 19ου αιώνα, στις πιο αναπτυγμένες περιοχές της Αγγλίας, με την εκβιομηχάνιση και τη συνεχή διεύρυνση της αφθονίας και των ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων των ανώτερων και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων των πόλεων. «Η ζωή συνεχίζεται όλες τις ώρες της νύχτας», έλεγε ένας παρατηρητής στο Λονδίνο το 1801. Η επαγγελματική συγκρότηση της αστυνομίας, οι νυχτερινές εμπορικές δραστηριότητες, η προσφυγή στη νυχτερινή εργασία και, κυρίως, η βελτίωση του φωτισμού σε σπίτια και δημόσιους χώρους άρχισαν να κάνουν τη νύχτα όλο και λιγότερο σκοτεινή. Η φωτεινότητα μίας και μόνο λάμπας γκαζιού είναι δώδεκα φορές μεγαλύτερη από τη φωτεινότητα ενός κεριού ή ενός λυχναριού. Και η φωτεινότητα μιας ηλεκτρικής λάμπας στα τέλη του 19ου αιώνα ήταν εκατό φορές πιο έντονη.
Στους κόλπους της επιστημονικής κοινότητας, υπάρχει ευρεία συναίνεση ως προς τον τεράστιο αντίκτυπο του τεχνητού φωτισμού –ή, αντίθετα, της έλλειψής του– στην ανθρώπινη φυσιολογία. «Κάθε φορά που ανάβουμε μια λάμπα», παρατηρεί ο χρονοβιολόγος Τσαρλς Α. Τσέισλερ, «παίρνουμε, χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, ένα ναρκωτικό που επηρεάζει τον ύπνο μας» –και του οποίου οι πιο εμφανείς επιπτώσεις είναι οι μεταβολές στα επίπεδα μελατονίνης στον εγκέφαλο, αλλά και στη θερμοκρασία του σώματος.
Η ανακάλυψη της νύχτας που διακόπτεται από ένα επεισόδιο εγρήγορσης συνεπάγεται ότι ο συνεχόμενος ύπνος που γνωρίζουμε εδώ και δύο αιώνες στην πραγματικότητα αποτελεί ένα εκπληκτικά πρόσφατο φαινόμενο, ένα προϊόν του σύγχρονου πολιτισμού. Η συγκεκριμένη ανακάλυψη θα μπορούσε να επιτρέψει την καλύτερη κατανόηση των πιο συνηθισμένων διαταραχών ύπνου. Από ιστορική σκοπιά, είναι τεράστιας σημασίας να εξακριβωθεί εάν, όπως υποθέτει ο Γουέρ, «η ρύθμιση αυτή προσέφερε έναν δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ των ονείρων και της συνειδητής ζωής, δίαυλο που σταδιακά αποκόπηκε λόγω της συμπίεσης και της ενοποίησης του ανθρώπινου ύπνου». Σε αντίθεση με κάποιες μη δυτικές κοινωνίες που έχουν θεσμοποιήσει τα όνειρά τους, η γνώση που εμείς κατέχουμε για τις νυχτερινές εικόνες μας σταδιακά αποδυναμώνεται και, μαζί της, η κατανόηση των πιο προσωπικών συναισθημάτων και παρορμήσεών μας. Υπάρχει μια δόση ειρωνείας στο γεγονός ότι η σύγχρονη τεχνολογία, μετατρέποντας τη νύχτα σε ημέρα, συνέβαλε στη συσκότιση μιας από τις πιο αρχαίες οδούς πρόσβασης στον ανθρώπινο ψυχισμό, η οποία επιπλέον επιτρέπει και την εξερεύνηση των μεγαλύτερων μυστηρίων του ανθρώπινου εγκεφάλου.