Όπως απέδειξαν ο πρόεδρος της Βραζιλίας Ζαΐρ Μπολσονάρο και ο τέως Αμερικανός ομόλογός του Ντόναλντ Τραμπ, οι επονομαζόμενοι «λαϊκιστές» ηγέτες δεν διαχειρίζονται σωστά την πανδημία για τουλάχιστον τρεις λόγους. Κατ’ αρχάς, η κλίση τους στη δημαγωγία και στους εθνικιστικούς παλικαρισμούς τούς ωθεί να απορρίπτουν τις εγγενείς δεσμεύσεις της υγειονομικής πολιτικής προς όφελος των πρακτικών της «διασάλευσης». Κατά δεύτερον, η περιφρόνησή τους για τους ειδικούς, που τους εξισώνουν με το κατεστημένο των «καλλιεργημένων», τους κάνει να προωθούν κομπογιαννίτικα γιατροσόφια. Τέλος, η μεγαλομανία τούς σπρώχνει να παραμερίζουν περιφρονητικά ακόμα και την παραμικρή αντίρρηση και να περιτριγυρίζονται από ανίκανους αυλοκόλακες που δεν τολμούν να πουν την αλήθεια ή που δεν έχουν την παραμικρή ιδέα για την πανδημία.
Το συγκεκριμένο κοκτέιλ, σε συνδυασμό με την ελεεινή κατάσταση του ινδικού δημόσιου συστήματος υγείας, για το οποίο η κεντρική κυβέρνηση ποτέ δεν αφιέρωσε πάνω από το 5% του ετήσιου προϋπολογισμού της (έναντι του παραπάνω από 11% της Γαλλίας, για παράδειγμα) βρίσκεται πίσω από την αποτυχία της κυβέρνησης του Ναρέντρα Μόντι –ενός πραγματικού λαϊκιστή (1) – απέναντι στο δεύτερο κύμα της πανδημίας.
Ο Μόντι έδειξε πόσο φανφαρόνος εθνικιστής είναι στην αρχή της χρονιάς, όταν εξήγησε στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός πως η Ινδία νίκησε την Covid-19 και πλέον θα «οδηγούσε» τον κόσμο στην έξοδο από το τούνελ χάρη στα δύο «δικά της» εμβόλια (με το ένα να αποτελεί μια ινδική εκδοχή του σουηδο-βρετανικού AstraZeneca). Το Νέο Δελχί ξεκίνησε έτσι μια «διπλωματία του εμβολίου» ταυτόχρονα γενναιόδωρη (υποτίθεται ότι θα συνέβαλε περισσότερο από κάθε άλλον στο πρόγραμμα Covax για βοήθεια στις φτωχές χώρες) και απερίσκεπτη, αφού έως τα τέλη Μαρτίου είχαν εξαχθεί 68 εκατομμύρια δόσεις (στην πλειονότητά τους σε εμπορική βάση), ενόσω είχαν εμβολιαστεί μόλις 120 εκατομμύρια Ινδοί από τα 1,34 δισεκατομμύρια του συνολικού πληθυσμού. Εξ ου και η απότομη παύση όλων των πωλήσεων στο εξωτερικό στις 30 Μαρτίου.
Καθώς περιφρονεί τους επιστήμονες, η κυβέρνηση δεν συγκάλεσε την επιτροπή των ειδικών, που υποτίθεται ότι θα την συμβούλευε, από τον Ιανουάριο έως τον Απρίλιο του 2021, τη στιγμή που το δεύτερο κύμα ξεκίνησε από τα τέλη Φεβρουαρίου. Αντ’ αυτού, ο υπουργός Υγείας ενέκρινε φάρμακα τάχα προερχόμενα από την αγιουβερδική παράδοση, την οποία εκ πεποιθήσεως αποθεώνουν οι ινδουιστές εθνικιστές, παρά τις διαμαρτυρίες του ιατρικού κλάδου. Το χειρότερο, οι κυβερνώντες υπάκουσαν στις συστάσεις των αστρολόγων για την επίσπευση κατά έναν χρόνο του Κουμπ Μελά, ενός προσκυνήματος που κατά κανόνα διεξάγεται κάθε τρία χρόνια, εναλλάξ σε μία από τις τέσσερις ιερές πόλεις του ινδουισμού. Από τα μέσα Μαρτίου μέχρι τα μέσα Απριλίου συγκεντρώθηκαν στο Μαριντβάρ, στις όχθες του Γάγγη, πάνω από 7 εκατομμύρια άτομα. Λίγοι επίσημοι τόλμησαν να ισχυριστούν πως τηρήθηκαν τα μέτρα ασφάλειας!
Εκτός από τους γιατρούς που είδαν τα νοσοκομεία να γεμίζουν, κανείς δεν άσκησε κριτική, ούτε στη δημόσια διοίκηση ούτε στα μέσα ενημέρωσης, που όλο και περισσότερο ελέγχονται από την κυβέρνηση. Είναι αλήθεια πως η ικανότητα των κυβερνώντων να αρνούνται την πραγματικότητα ισοφαρίστηκε μονάχα από την αποφασιστικότητά τους, έντονα ισχυροποιημένη από το εκλογικό χρονοδιάγραμμα και τις κάλπες σε τέσσερα κρατίδια που είχαν προγραμματιστεί για τον Απρίλιο. Ανάμεσά τους και οι εκλογές στη Δυτική Βεγγάλη, που μονοπώλησαν το ενδιαφέρον του Μόντι για πολλές εβδομάδες, ενόσω διογκωνόταν η καμπύλη των κρουσμάτων: η επιθυμία του για επικράτηση σε αυτό το προπύργιο της αντιπολίτευσης έφτασε στα όρια της ιδεοληψίας. Χωρίς αμφιβολία, η ύβρις δεν υπήρξε ποτέ τόσο κακή σύμβουλος.
Άραγε θα σηματοδοτήσει μια καμπή η υγειονομική κρίση της άνοιξης του 2021; Στο πεδίο της οικονομίας μάλλον εμβάθυνε τις τάσεις που υφίστανται ήδη από το 2017: η Ινδία στην ουσία συνεχίζει τη φθίνουσα αναπτυξιακή πορεία της.
Η καμπή θα μπορούσε να είναι πολιτική. Ο κυβερνητικός σχηματισμός, το Κόμμα Μπαρατίγια Τζανάτα (BJP), όχι μόνο δεν κατέκτησε τη Δυτική Βεγγάλη, όπου επανεκλέχτηκε ο κακός δαίμονάς του, η Μάματα Μπάνερτζι (η οποία κατατάσσεται μάλλον στην Αριστερά), αλλά είδε και την πλειοψηφία του να συρρικνώνεται στο Άσαμ. Στην Ταμίλ Ναντού ο σύμμαχός του εκτοπίστηκε από έναν συνεργάτη του Κόμματος του Κογκρέσου και στην Κεράλα δεν κέρδισε καμία έδρα. Σε αυτές τις εκλογές επίσης παρατηρήθηκε η επιστροφή της τάξης και, σε μικρότερο βαθμό, της κάστας ως προσδιοριστικού παράγοντα της ψήφου, αντί της θρησκευτικής ταυτότητας, που μέχρι τώρα ευνοούσε τον ινδουιστικό εθνικισμό. Επιπλέον, εδραιώθηκε η ψήφος των γυναικών, σε βάρος του BJP. Ίσως ακόμα πιο σημαντικό: το ποσοστό δημοτικότητας του Μόντι, για πρώτη φορά μετά την άνοδό του στην εξουσία στις 26 Μαΐου 2014, έπεσε κάτω από το ψυχολογικό όριο του 50%.
Είναι ωστόσο πολύ νωρίς για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τις εξελίξεις. Απομένουν τρία χρόνια έως το τέλος της δεύτερης θητείας του Μόντι και στο μεταξύ μπορεί να ξαναγίνει δημοφιλής. Η εικόνα του ισχυρού άνδρα που προβάλλει θα μπορούσε να τον κάνει να ορθοποδήσει εφ’ όσον ξεκινήσουν εκ νέου προστριβές με το Πακιστάν ή την Κίνα, ενώ ταυτόχρονα πασχίζει να αποφύγει κάθε υποχρέωση να δώσει λογαριασμό, ποζάροντας ως πατέρας του έθνους, υπεράνω των αντιπαραθέσεων. Αυτό μαρτυρά το καινούργιο του κομμωτικό και ενδυματολογικό στυλ, αλλά και ο τρόπος ομιλίας του, που μοιάζουν με εκείνα των ινδουιστών γκουρού.
Μια διάσπαρτη αντιπολίτευση
Εξάλλου, πολλά μέσα ενημέρωσης, ιδίως τα τηλεοπτικά κανάλια, συνεχίζουν να μιλούν για οτιδήποτε άλλο εκτός από τη συνεχιζόμενη υγειονομική κρίση και να μεταδίδουν την κυβερνητική προπαγάνδα. Η παραπληροφόρηση εξηγείται από τον φόβο, την ανησυχία για οικονομικά αντίποινα και την ύπαρξη κοινών οικονομικών συμφερόντων ή ακόμα και ιδεολογικών συμπαθειών (2). Μέχρι ποιο σημείο θα ξεγελιούνται οι Ινδοί, ιδίως από τα επίσημα νούμερα, που μειώνουν κατά πολύ τον ανθρώπινο απολογισμό της Covid-19; Ωστόσο, ορισμένοι δημοσιογράφοι πασχίζουν να τους ανοίξουν τα μάτια, ακόμα και με κίνδυνο της ζωής τους –κυρίως όταν κάνουν έρευνες γύρω από εγκαταστάσεις αποτέφρωσης νεκρών (3).
Τέλος, η αντιπολίτευση δεν βρίσκεται σε διάταξη μάχης. Της λείπει ο ηγέτης και η στρατηγική, πριν καν να γίνει λόγος για πρόγραμμα. Έτσι, τα κόμματα που συνασπίστηκαν για να συνυπογράψουν μια επιστολή στον πρωθυπουργό προκειμένου να αλλάξει τον τρόπο διαχείρισης της πανδημίας, την ίδια στιγμή ανταγωνίζονται σε πολλά από τα κρατίδια της Ινδικής Ένωσης. Ωστόσο, ένα τέτοιο μειονέκτημα θα μπορούσε να μην είναι απαγορευτικό εάν κάποια στιγμή οι πολίτες απλώς επιζητήσουν να απαλλαχθούν από την κυβέρνησή τους χωρίς να είναι πολύ σχολαστικοί σχετικά με την ποιότητα της εναλλακτικής που τους προσφέρεται –όπως το 1977, όταν έστειλαν την Ίντιρα Γκάντι στην αντιπολίτευση μετά από 21 μήνες μιας τυραννικής κατάστασης έκτακτης ανάγκης.
Η επανάληψη ενός τέτοιου σεναρίου εμποδίζεται όμως από τον τρόπο διεξαγωγής των εκλογών, που γίνονται όλο και λιγότερο αμερόληπτες. Τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης παρέχουν μια συχνά διαστρεβλωμένη κάλυψη και η Εκλογική Επιτροπή, που έχει την ευθύνη της οργάνωσης των ψηφοφοριών, έχει χάσει μέρος της ανεξαρτησίας της. Επιπλέον, οι οικονομικοί πόροι που διαθέτει το BJP, κυρίως χάρη στη στήριξη των μεγάλων ολιγαρχών, υπερτερούν κατά πολύ από εκείνους της αντιπολίτευσης.
Μόνο οι εξωτερικές πιέσεις θα μπορούσαν να αλλάξουν τα δεδομένα. Όχι μόνο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε ένα ψήφισμα που ανοίγει τον δρόμο για το θέμα των ανθρώπινων δικαιωμάτων πριν από τη σύνοδο κορυφής με την Ινδία, στις 8 του προηγούμενου Μαΐου, αλλά και ο Τζο Μπάιντεν σίγουρα δεν θα φανεί τόσο διαλλακτικός όσο ο Τραμπ.