el | fr | en | +
Accéder au menu

Πόλεμοι δίχως τέλος κατά των Παλαιστινίων

Μετά από δώδεκα ημέρες συγκρούσεων με 230 νεκρούς Παλαιστίνιους και 12 νεκρούς Ισραηλινούς, το Ισραήλ και η Χαμάς κατέληξαν σε μια κατάπαυση του πυρός χωρίς προϋποθέσεις. Η παύση των εχθροπραξιών δεν κατεύνασε τις εντάσεις στην Ανατολική Ιερουσαλήμ και στη Δυτική Όχθη, καθώς δεν διευθετεί κανένα από τα φλέγοντα ζητήματα. Όσο δεν διαθέτουν βιώσιμο κράτος και όσο υφίστανται τον εποικισμό, οι Παλαιστίνιοι θα συνεχίσουν να μάχονται για τα δικαιώματά τους

Στην Παλαιστίνη, η ιστορία επαναλαμβάνεται. Τακτικά, αδυσώπητα, ανελέητα. Και πάντα πρόκειται για την ίδια τραγωδία: μια τραγωδία που μπορούσαμε να προβλέψουμε, αφού τα δεδομένα στο πεδίο είναι ολοφάνερα, και που ωστόσο εξακολουθεί να εκπλήσσει όσους εκλαμβάνουν τη σιωπή των μέσων ενημέρωσης ως συγκατάθεση των θυμάτων. Κάθε φορά, η κρίση αποκτά μια ξεχωριστή πολυπλοκότητα και παίρνει εντελώς νέους δρόμους, συνοψίζεται όμως σε μια πεντακάθαρη αλήθεια: τη διατήρηση εδώ και δεκαετίες της ισραηλινής κατοχής, της απόρριψης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του παλαιστινιακού λαού και της βούλησης να εκδιωχθεί από τα εδάφη του.

Πριν από πολύ καιρό, την επομένη του πολέμου του Ιουνίου του 1967, ο στρατηγός Σαρλ ντε Γκωλ είχε προσδιορίσει αυτό που θα συνέβαινε: «Το Ισραήλ οργανώνει, στα εδάφη που έχει καταλάβει, μια κατοχή που δεν θα μπορέσει να υπάρξει χωρίς καταπίεση, καταστολή και απελάσεις. Και εκεί εμφανίζεται μια αντίσταση εναντίον του την οποία το Ισραήλ με τη σειρά του χαρακτηρίζει τρομοκρατία» (1). Με τον ίδιο τρόπο, το 1969 δήλωνε, με αφορμή την αεροπειρατεία σε ένα ισραηλινό αεροσκάφος, ότι δεν γινόταν να βάλουμε στο ίδιο ζύγι τη δράση μιας παράνομης ομάδας, του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης(PFLP), που εκείνη την εποχή χαρακτηριζόταν «τρομοκρατικό», με τα «αντίποινα» από ένα κράτος όπως το Ισραήλ, που το 1968 είχε καταστρέψει τον αεροπορικό στόλο του Λιβάνου στο αεροδρόμιο της Βηρυτού. Ως συνέπεια αυτής της εκτίμησης, επέβαλε ολοκληρωτικό εμπάργκο στις πωλήσεις όπλων στο Τελ Αβίβ. Άλλη εποχή, άλλη ματιά.

Το πιο πρόσφατο κεφάλαιο αυτής της εσαεί επαναλαμβανόμενης καταστροφής άνοιξε λοιπόν στην Ιερουσαλήμ. Τα συστατικά στοιχεία του είναι γνωστά: η βάναυση καταστολή νεαρών Παλαιστινίων, που διώχθηκαν από τους δημόσιους χώρους της Πύλης της Δαμασκού και της Πλατείας των Τζαμιών, όπου γιόρταζαν κάθε βράδυ τη διακοπή της νηστείας του Ραμαζανιού. Απολογισμός: πάνω από τριακόσιοι τραυματίες, εισβολή στην ίδια πλατεία από την ισραηλινή αστυνομία που δεν δίστασε ούτε να πετάξει δακρυγόνα στους πιστούς ούτε να πυροβολήσει με σφαίρες δήθεν από «καουτσούκ» (2) , προγραμματισμένη έξωση ολόκληρων οικογενειών από τη συνοικία Σέιχ Ζαρά, επιδρομές, συνοδευόμενες από την κραυγή «Θάνατος στους Άραβες», υπέρμαχων της εβραϊκής φυλετικής υπεροχής, ενθαρρυμένων από την πρόσφατη εκλογική νίκη τους χάρη στην υποστήριξη του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου. Προσβολή του ιερού μήνα του Ραμαζανιού, βεβήλωση ενός ιερού τόπου του Ισλάμ, χρήση ωμής δύναμης: πολλές φωνές στο Ισραήλ κατήγγειλαν, κατόπιν εορτής, τα «λάθη» που έγιναν.

Λάθη; Μάλλον τυφλή αλαζονεία και περιφρόνηση απέναντι στους «εποικισμένους». Όπως παρατηρούσε ένας δημοσιογράφος του CNN, τι μπορεί να φοβούνταν άραγε οι αρχές, που χρησιμοποιούν «μια τεχνολογία που τους επιτρέπει να ακολουθούν τις μετακινήσεις των κινητών τηλεφώνων, δρόνους για την επιτήρηση των κινήσεων εντός και πέριξ της παλιάς πόλης, όπως και εκατοντάδες κάμερες βιντεοεπιτήρησης»; Ιδίως όταν στηρίζονταν στους «χιλιάδες οπλισμένους αστυνομικούς που αναπτύχθηκαν προκειμένου να καταστείλουν τις ταραχές, με τη συνδρομή φορτηγών που ξερνούσαν εκείνο που οι Παλαιστίνιοι αποκαλούν “νερό του υπονόμου”, ένα εξαιρετικά δύσοσμο υγρό το οποίο ψεκάζεται επάνω στους διαδηλωτές, στους περαστικούς, στα αυτοκίνητα, στα καταστήματα και στα σπίτια» (3).

Μόνο που δεν υπολογίστηκε η αποφασιστικότητα των νέων της Ιερουσαλήμ οι οποίοι, έξω από κάθε πολιτική οργάνωση, αντιστάθηκαν στις δυνάμεις καταστολής. Άλλη μια «έκπληξη»: το έκαναν με την υποστήριξη των αδελφών τους από τις παλαιστινιακές πόλεις του Ισραήλ, από τη Ναζαρέτ έως την Ουμ Αλ-Φαμ, τινάζοντας στον αέρα τον μύθο ενός Ισραήλ που ισχυρίζεται ότι αντιμετωπίζει ισότιμα τους πολίτες του. Για την πρόβλεψη αυτών των εξεγέρσεων αρκούσε παρ’ όλα αυτά μια ανάγνωση των αναφορών που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα από δύο μεγάλες οργανώσεις υπεράσπισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων, το ισραηλινό Μπ’Τσελέμ (B’Tselem, Ισραηλινό Κέντρο Πληροφοριών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στα Κατεχόμενα) και το αμερικανικό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch). Διαπιστώνουν ότι το σύστημα διακυβέρνησης σε ολόκληρη την επικράτεια της Παλαιστίνης υπό Βρετανική Εντολή, όχι μόνο στις κατεχόμενες περιοχές, είναι ένα σύστημα απαρτχάιντ σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει ο ΟΗΕ, και που μπορούμε να συνοψίσουμε σε μία φράση: στο ίδιο έδαφος συνυπάρχουν, κάποτε σε απόσταση μερικών μέτρων μεταξύ τους, πληθυσμοί που δεν διαθέτουν τα ίδια δικαιώματα, δεν έχουν τις ίδιες δικαιοδοσίες, δεν τυχαίνουν ίδιας μεταχείρισης (4). Αυτή η ανισότητα οδηγεί στα ίδια αποτελέσματα με εκείνα που παρατηρήθηκαν στη Νότια Αφρική πριν από την πτώση του καθεστώτος του απαρτχάιντ: ανυποταξία, εξέγερση και ταραχές.

Στις πόλεις όπου πλειοψηφούν, οι Παλαιστίνιοι του Ισραήλ υποφέρουν από την πλήρη απουσία επενδύσεων του κράτους, την έλλειψη υποδομών, την άρνηση των αρχών να αντιμετωπίσουν την εγκληματικότητα. Στις πόλεις με ανάμεικτο πληθυσμό είναι παραγκωνισμένοι σε πυκνοκατοικημένες συνοικίες, ωθούνται στην εξορία υπό την πίεση του εβραϊκού εποικισμού και ξέρουν ότι ο τελικός σκοπός της ισραηλινής κυβέρνησης είναι να απαλλαγεί από όλους αυτούς τους «μη Εβραίους». Ένας νεαρός Παλαιστίνιος από το Ισραήλ εξηγεί έτσι την αλληλεγγύη του προς τη Σέιχ Ζαρά: «Αυτό που συμβαίνει στην Ιερουσαλήμ είναι ακριβώς αντίστοιχο με εκείνο που συμβαίνει στη Γιάφα και στη Χάιφα. Η αραβική κοινωνία στο Ισραήλ υφίσταται συστηματική έξωση. Έχουμε φτάσει στο σημείο βρασμού. Κανείς δεν νοιάζεται να μάθει εάν μπορούμε να συνεχίσουμε να υπάρχουμε. Κάθε άλλο. Μας αναγκάζουν να φύγουμε» (5).

Στη Λοντ, μια πόλη 75.000 κατοίκων, οι συγκρούσεις μεταξύ Εβραίων και Παλαιστινίων –που αντιπροσωπεύουν το ένα τέταρτο του πληθυσμού– ήταν ιδιαίτερα σκληρές. Τους τελευταίους στοιχειώνει ακόμη η εθνοκάθαρση του 1948, όταν οι ένοπλες ομάδες των σιωνιστών είχαν εκδιώξει διά της βίας 70.000 εξ αυτών (6). Ο ίδιος σκοπός παραμένει και σήμερα, παρ’ όλο που εκδηλώνεται με άλλες μορφές: πρέπει να «τελειώσει η δουλειά» με την απομάκρυνσή τους. Οι 8.000 ανεγειρόμενες κατοικίες προορίζονται όλες για τους Εβραίους. Κι εδώ, όπως και στην Ιερουσαλήμ ή τη Δυτική Όχθη, είναι πρακτικά αδύνατο για έναν Παλαιστίνιο να πάρει οικοδομική άδεια. Το γεγονός ότι είναι κάτοχος ισραηλινού διαβατηρίου δεν αλλάζει τίποτα στην κατάσταση.

Μια ακόμη πιο διχασμένη Ιερουσαλήμ

Η πρώτη πράξη του δράματος έκλεισε στις 10 Μαΐου. Οι ισραηλινές αρχές αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, τουλάχιστον μερικώς. Η παλαιστινιακή νεολαία επανέκτησε τον έλεγχο του δρόμου, το Τέμενος Αλ-Άκσα εκκενώθηκε, το Ανώτατο Δικαστήριο, που επρόκειτο να επικυρώσει την εκδίωξη πολλών οικογενειών από τη Σέιχ Ζαρά –καθώς προσυπογράφει τακτικά την ιουδαιοποίηση της Παλαιστίνης (7) – ανέβαλε τη λήψη απόφασης για έναν μήνα. Ακόμα και η διαδήλωση που είχε προγραμματιστεί για τον εορτασμό της «απελευθέρωσης» της πόλης και των ιερών τόπων της το 1967 μετατράπηκε σε φιάσκο. Το δρομολόγιό της τροποποιήθηκε προκειμένου να παρακαμφθούν οι παλαιστινιακές συνοικίες, επιβεβαιώνοντας τη διαίρεση στα δύο της «ενωμένης και αιώνιας πρωτεύουσας του Ισραήλ» και την ανθεκτικότητα των Παλαιστινίων: αντιπροσωπεύουν το 40% του πληθυσμού –μολονότι ο δήμος δεν τους αφιερώνει παρά το 10% του προϋπολογισμού του (8) – ενώ ήταν μόνο 25% το 1967.

Την ίδια ακριβώς ημέρα, αφού πρώτα είχε θέσει τελεσίγραφο απαιτώντας την απόσυρση των αστυνομικών από την Ιερουσαλήμ, η Χαμάς, που κατέχει την εξουσία στη Γάζα, εκτόξευσε μια ομοβροντία ρουκετών κατά των ισραηλινών πόλεων, εγκαινιάζοντας μια νέα πράξη της εξέγερσης. Αμέσως σημειώθηκε ένας καταιγισμός πυρών από τα μέσα ενημέρωσης ενάντια στην «τρομοκρατική οργάνωση», πιόνι του Ιράν, της οποίας η προσφυγή στη βία φέρεται να εμποδίζει κάθε πολιτική λύση. Πότε ακριβώς όμως οι «περίοδοι ηρεμίας» (δηλαδή εκείνες όπου σκοτώνονται μόνο Παλαιστίνιοι, χωρίς ποτέ αυτό να γίνεται πρωτοσέλιδο) ώθησαν την κυβέρνηση του Νετανιάχου να διαπραγματευτεί μια πραγματική ειρήνη; Όπως υπενθύμιζε ο Νέλσον Μαντέλα στα Απομνημονεύματά του, «πάντα είναι ο καταπιεστής και όχι ο καταπιεζόμενος εκείνος που καθορίζει τη μορφή του αγώνα. Εάν ο καταπιεστής χρησιμοποιήσει βία, ο καταπιεζόμενος δεν έχει άλλη επιλογή από την απάντηση με βία» (9).

Εξάλλου, ούτε ο βίαιος χαρακτήρας της Χαμάς ούτε ο χαρακτηρισμός της ως «τρομοκρατικό» κίνημα εμπόδισαν τον Νετανιάχου να την κάνει επανειλημμένως προνομιούχο συνομιλητή του από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε πρωθυπουργός, το 1996, προκειμένου να εξασθενήσει την Παλαιστινιακή Αρχή. Ήλπιζε ότι με αυτόν τον τρόπο θα κατακερμάτιζε τον παλαιστινιακό αγώνα ανάμεσα στη Γάζα και στη Ραμάλα –πράγμα που επιπλέον του επέτρεπε να εξηγεί ότι δεν ήταν δυνατές οι διαπραγματεύσεις με διχασμένους Παλαιστίνιους! Η δική του κυβέρνηση ήταν εκείνη που επέτρεψε τη μεταφορά εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων από το Κατάρ στη Γάζα για τη μερική ανασυγκρότηση της περιοχής, η οποία είναι αποκλεισμένη από το 2007 και ρημαγμένη από τον πόλεμο του 2014 (10). Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ένα μέρος αυτών των χρημάτων επέτρεψε στη Χαμάς, με τη βοήθεια του Ιράν και της λιβανικής Χεζμπολάχ, να αναπληρώσει και να αναπτύξει το στρατιωτικό οπλοστάσιο και τις μαχητικές ικανότητές της.

Ο ισραηλινός στρατός, πεπεισμένος πως κατάφερε θανάσιμα πλήγματα στη Χαμάς κατά την επίθεση του 2014 και πως ταυτόχρονα «αγόρασε την ειρήνη» για μια χούφτα δολάρια, αιφνιδιάστηκε από την είσοδό της στη μάχη της Ιερουσαλήμ –άλλη μια απόδειξη της αλαζονείας του και της ανικανότητάς του να κατανοήσει τη «νοοτροπία των εποικισμένων». Όλοι οι Παλαιστίνιοι, χριστιανοί ή μουσουλμάνοι, θεωρούν την Ιερουσαλήμ καρδιά της ταυτότητάς τους. Φωτογραφίες ή ζωγραφικοί πίνακες της πόλης, μερικές φορές ακόμα και ομοιώματα του Τεμένους Αλ-Άκσα ή του Παναγίου Τάφου, διακοσμούν τα σπίτια τους. Η έκταση του κινήματος για τη Σέιχ Ζαρά, το οποίο έφτασε μέχρι και τους Παλαιστίνιους του Ισραήλ, ώθησε τη Χαμάς να ρίξει το βάρος της στη μάχη, καθώς μάλιστα η προοπτική πολιτικής προόδου είχε εμποδιστεί από την απόφαση του προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής Μαχμούντ Αμπάς να αναβάλει τις βουλευτικές και τις προεδρικές εκλογές –μια απόφαση υποκινημένη από τον φόβο της απόρριψής του από τη λαϊκή ψήφο και από την άρνηση του Ισραήλ να επιτρέψει τη διεξαγωγή των εκλογών στην Ανατολική Ιερουσαλήμ.

Λαμβάνοντας μέρος στην αντιπαράθεση, η Χαμάς συνέβαλε στην επανένωση των Παλαιστινίων: εκείνων της Παλαιστίνης υπό Βρετανική Εντολή, εκείνων των στρατοπέδων προσφύγων, αλλά και εκείνων που ζουν διάσπαρτοι σε όλο τον κόσμο. Απόδειξη αποτελεί η γενική απεργία στην οποία πήραν μέρος ταυτόχρονα οι Παλαιστίνιοι της Ιερουσαλήμ, των κατεχόμενων περιοχών και του Ισραήλ στις 18 Μαΐου –κάτι που συνέβη για πρώτη φορά ύστερα από τριάντα και πλέον χρόνια. Η επιτυχία αυτή κατέστη δυνατή παρά τους διαρκείς πολιτικούς διχασμούς, τόσο μεταξύ Χαμάς και Παλαιστινιακής Αρχής όσο και στο ίδιο το εσωτερικό της Φατάχ. Οι διχασμοί αυτοί θα επηρεάσουν τον τρόπο με τον οποίον οι Παλαιστίνιοι θα μπορούν να παγιώνουν τα κεκτημένα τους.

Μια ανύπαρκτη στρατιωτική νίκη

Στο στρατιωτικό επίπεδο, ο ισραηλινός στρατός έκανε εκείνο που ξέρει να κάνει: εφάρμοσε το δόγμα του στρατηγού Γκαντί Έιζενκοτ, που αναπτύχθηκε μετά τον πόλεμο κατά του Λιβάνου το 2006. Αποκαλούμενο «δόγμα Νταχίγια», από το όνομα μιας συνοικίας στα νότια της Βηρυτού όπου βρίσκονταν τα γραφεία της Χεζμπολάχ, το συγκεκριμένο δόγμα προωθεί δυσανάλογες αντεπιθέσεις και «αντίποινα» κατά των περιοχών αμάχων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βάσεις από τον εχθρό. Κανένας άλλος στρατός στον κόσμο δεν τόλμησε να διατυπώσει ανοικτά παρόμοιο «τρομοκρατικό δόγμα» –μολονότι, εξυπακούεται, πολλοί στρατοί δεν διστάζουν να το εφαρμόσουν, είτε πρόκειται για τους Αμερικανούς στο Ιράν είτε για τους Ρώσους στην Τσετσενία. Επιπλέον, ο ισραηλινός στρατός έχει μια ιδανική πρόφαση: εφόσον η Χαμάς ελέγχει τη Γάζα από το 2007, οποιαδήποτε υπηρεσία, είτε πρόκειται για εφορία είτε για σχολείο είτε για γραφείο κοινωνικής πρόνοιας, μπορεί να χαρακτηριστεί θεμιτός στόχος. Ο απολογισμός είναι τρομακτικός: περισσότεροι από 230 Παλαιστίνιοι νεκροί, εξήντα περίπου από τους οποίους παιδιά, 1.800 τραυματίες, εξακόσια σπίτια και δώδεκα περίπου ουρανοξύστες πλήρως κατεστραμμένα. Χτυπήθηκαν ιατρικά κέντρα, πανεπιστήμια και σταθμοί παραγωγής ηλεκτρισμού. Ένας απολογισμός που σίγουρα θα ενδιαφέρει το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, το οποίο έχει βάλει στην ημερήσια διάταξή του την κατάσταση στην Παλαιστίνη.

Και τι επετεύχθη με όλα αυτά; Πρόκειται για «την πιο αποτυχημένη και την πιο άχρηστη επιχείρηση του Ισραήλ στη Γάζα», καταγγέλλει ο Αλούφ Μπεν, αρχισυντάκτης της ισραηλινής εφημερίδας «Haaretz». Όχι μόνο ο στρατός δεν προέβλεψε τίποτα –ο στρατός που καυχιέται σε κάθε νέο κύκλο επιθέσεων ότι «εξάλειψε τις τρομοκρατικές οργανώσεις και τις υποδομές τους»– αλλά «δεν έχει την παραμικρή ιδέα για το πώς θα παραλύσει και πώς θα αποσταθεροποιήσει τη Χαμάς. Η καταστροφή των στοών της με ισχυρές βόμβες (…) δεν επέφερε κανένα σοβαρό πλήγμα στις μαχητικές ικανότητες του εχθρού» (11). Το ακόμα πιο σοβαρό είναι ότι, αν και ο «Σιδερένιος Θόλος», το σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας, επέτρεψε να περιοριστεί στους δώδεκα ο αριθμός των νεκρών μεταξύ των κατοίκων των ισραηλινών πόλεων, δεν εμπόδισε την αναστάτωση της καθημερινότητάς τους, αφού αναγκάστηκαν να κρυφτούν σε καταφύγια, ακόμα και στο Τελ Αβίβ και στην Ιερουσαλήμ. Ρουκέτες και πύραυλοι αλλάζουν τα δεδομένα: πλέον, καμία πόλη του Ισραήλ δεν βρίσκεται στο απυρόβλητο –αυτό είχε ήδη διαπιστωθεί στον πόλεμο που διεξήχθη κατά της Χεζμπολάχ το 2οο6. Και μπορεί κάποιος να φανταστεί αύριο έναν πολυμέτωπο πόλεμο: με τη Γάζα και τον Λίβανο, και ακόμα και την Υεμένη, όπου οι Χούθι, που έχουν μια σημαντική ικανότητα πληγμάτων με πυραύλους –καθώς χρησιμοποιήθηκαν ως ανταπάντηση στους σαουδαραβικούς βομβαρδισμούς– απείλησαν να τους χρησιμοποιήσουν ενάντια στο Ισραήλ.

Ήδη, κατά τον πόλεμο του 2014, οι παρατηρητές είχαν διαπιστώσει την αυξημένη στρατιωτική απόδοση της Χαμάς. Η απόδοση αυτή έχει αυξηθεί περαιτέρω στον βαλλιστικό τομέα. «Ο αριθμός των υψηλόβαθμων διοικητών της Χαμάς που σκότωσε ο ισραηλινός στρατός αποδεικνύει ότι δεν πρόκειται για κάποια “εφήμερη οργάνωση”, όπως ισχυρίζονται πολλοί αναλυτές», παρατηρεί ο Ζβι Μπαρ’έλ στη «Haaretz». «Ορισμένοι από εκείνους τους ανθρώπους κατείχαν εντυπωσιακά αξιώματα –διοικητής της ταξιαρχίας της πόλης της Γάζας, προϊστάμενος της μονάδας κυβερνητικής και ανάπτυξης πυραύλων, προϊστάμενος του τμήματος σχεδιασμού και ανάπτυξης, προϊστάμενος του τμήματος μηχανολογίας, διοικητής του τεχνικού τμήματος της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών και προϊστάμενος της παραγωγής βιομηχανικού εξοπλισμού. Πρόκειται για έναν στρατό που έχει προϋπολογισμό, ιεραρχία και οργάνωση, και του οποίου τα μέλη κατέχουν τον βαθμό κατάρτισης και την τεχνογνωσία που είναι απαραίτητα για τη διαχείριση των υποδομών, τόσο όσον αφορά την επιβίωση όσο και τις επιθέσεις» (12). Η δολοφονία μερικών στελεχών της Χαμάς δεν θα αλλάξει τίποτα: μια νέα γενιά αγωνιστών βγαίνει ήδη μέσα από τα ερείπια, εμφορούμενη από μια οργή ακόμη πιο άσβεστη απέναντι στον «ισραηλινό εχθρό».

Η οργή αυτή δεν περιορίζεται μόνο ανάμεσα στους Παλαιστίνιους. Η κινητοποίηση υπέρ τους στον αραβικό κόσμο είχε να πάρει τέτοια έκταση από τη δεύτερη Ιντιφάντα (2000-2005). Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι έκαναν πορείες στην Υεμένη και στο Ιράκ –γεγονός ειρωνικό, αν θυμηθούμε ότι ένας από τους στόχους του αμερικανικού πολέμου το 2003 ήταν η ενθάρρυνση της σύναψης διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Βαγδάτης και Τελ Αβίβ. Σημειώθηκαν επίσης διαδηλώσεις στον Λίβανο, στην Ιορδανία, στο Κουβέιτ, στο Κατάρ, στο Σουδάν και στο Μαρόκο. Το παλαιστινιακό ζήτημα, αντί να έχει περιθωριοποιηθεί με την υπογραφή των Συμφωνιών Αβραάμ από το Ισραήλ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν (13) , παραμένει στην καρδιά της αραβικής ταυτότητας. Οι ελπίδες «ομαλοποίησης» με τη Σαουδική Αραβία ή με τη Μαυριτανία έχουν (προσωρινά ίσως;) παγώσει. Ακόμα και στην Αίγυπτο, η οργή εκφράστηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και στον επίσημο Τύπο. Και το τουίτ υπέρ των Παλαιστινίων από τον Μοχάμεντ Σαλάχ, τον διάσημο επιθετικό της Λίβερπουλ, αναμεταδόθηκε ευρέως.

Διαδίδεται η λέξη «απαρτχάιντ»

Παραμελημένη από τους δυτικούς διπλωμάτες, η Παλαιστίνη έχει επανέλθει στο κέντρο του δημόσιου διαλόγου. Κανένας άλλος αγώνας, από τη μάχη κατά του απαρτχάιντ στη Νότιο Αφρική και μετά, δεν προκαλεί τέτοιο ξέσπασμα αλληλεγγύης σε ολόκληρο τον κόσμο, από τη Λατινική Αμερική έως την Αφρική. Στις ίδιες τις ΗΠΑ, πολλοί Δημοκρατικοί αιρετοί πήραν θέση κατά της αμήχανης συνενοχής του Τζο Μπάιντεν, με λέξεις που ήταν ανεπίτρεπτες ώς τότε.

Πολλές προσωπικότητες της αμερικανικής Αριστεράς δεν διστάζουν πλέον να χρησιμοποιούν όρους όπως «κατοχή», «απαρτχάιντ» ή «εθνοτικός εθνικισμός». Έτσι, η Αλεξάνδρια Οκάσιο-Κορτέζ, μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων εκλεγμένη στη Νέα Υόρκη, δήλωνε στις 13 Μαΐου στο Twitter: «Παρεμβαίνοντας μόνο για να μιλήσει για τις ενέργειες της Χαμάς –που είναι καταδικαστέες– και αρνούμενος να αναγνωρίσει τα δικαιώματα των Παλαιστινίων, ο Μπάιντεν ενισχύει την παρανόηση ότι οι Παλαιστίνιοι είναι η αιτία αυτού του κύκλου βίας. Αυτό δεν είναι ουδέτερη γλώσσα. Είναι μεροληψία υπέρ ενός στρατοπέδου –εκείνου της κατοχής.» Την προηγουμένη, συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους είκοσι πέντε Δημοκρατικούς αιρετούς που είχαν ζητήσει από τον υπουργό Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν να ασκήσει πίεση στην ισραηλινή κυβέρνηση ώστε να εμποδιστεί η εκδίωξη σχεδόν δύο χιλιάδων Παλαιστινίων από την Ανατολική Ιερουσαλήμ. «Οφείλουμε να προστατεύουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα παντού», τουίταρε η Μαρί Νιούμαν, μία από τους συνυπογράφοντες. Απεναντίας, στην Ευρώπη, και κυρίως στη Γαλλία, παρατηρείται –παρά τις κινητοποιήσεις υπέρ της Παλαιστίνης– ευθυγράμμιση με το Ισραήλ και με τη ρητορική του περί «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» ή περί «νόμιμης άμυνας».

Άραγε θα έχει διάρκεια η κατάπαυση του πυρός που εφαρμόστηκε στις 23 Μαΐου; Τι θα απογίνουν οι οικογένειες στη Σέιχ Ζαρά που απειλούνται με εκδίωξη; Η Παλαιστινιακή Αρχή θα επιβιώσει άραγε από την πολιτική χρεοκοπία της; Ασφαλώς αυτή δεν είναι η τελευταία πράξη του έργου που μόλις παίχτηκε. Οι Παλαιστίνιοι, ανεξάρτητα από τον τόπο διαμονής τους, έδειξαν για ακόμα μία φορά την απόφασή τους να μην εξαφανιστούν από τον διπλωματικό και τον γεωγραφικό χάρτη. Θα πρέπει μήπως να περιμένουμε την επόμενη κρίση, με τις καταστροφές, τους θανάτους και τον πόνο που θα φέρει, για να το αντιληφθούμε;

Το 1973, μετά την αποτυχία των προσπαθειών τους να ανακτήσουν διά της διπλωματικής οδού τα εδάφη που έχασαν το 1967, η Αίγυπτος και η Συρία πυροδότησαν τον πόλεμο του Οκτωβρίου κατά του Ισραήλ. Ερωτηθείς σχετικά με αυτή την «επιθετικότητα», ο Μισέλ Ζομπέρ, ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών, είχε απαντήσει: «Όταν προσπαθείς να ξαναμπείς στο σπίτι σου είναι πράξη επιθετικότητας;» Άραγε όταν προσπαθείς να διεκδικήσεις τα δικαιώματά σου είναι πράξη επιθετικότητας;

Alain Gresh

Διευθυντής της διαδικτυακής εφημερίδας Orient XXI
Γιάννης Κυπαρισσιάδης

(1Πρβλ. Hélène Aldeguer και Alain Gresh, «Un chant d’amour. Israël-Palestine, une histoire française», «La Découverte», Παρίσι, 2017.

(2Πρβλ. Jean-Pierre Filiu, «Le mythe des “balles en caoutchouc” israéliennes», «Un si proche Orient», 16 Μαΐου 2021.

(3Ben Wedeman και Kareem Khadder, «Israel holds all the cards in Jerusalem, yet the city has never been more divided», CNN, 12 Μαΐου 2021.

(5Nir Hasson, «There’s systematic expulsion of Arab society in Israel, and we’ve reached a boiling point», «Haaretz», Τελ Αβίβ, 12 Μαΐου 2021.

(6Πρβλ. Ari Shavit, «Lydda, 1948», «The New Yorker», 14 Οκτωβρίου 2013.

(7Πρβλ. Sylvain Cypel, «En Israël, la Cour suprême conforte les partisans de la colonisation», «Orient XXI», 27 Απριλίου 2015.

(9Βλ. «L’Évangile selon Mandela», «Le Monde diplomatique», Ιούλιος 2010.

(10Βλ. Olivier Pironet, «À Gaza, un peuple en cage», «Le Monde diplomatique», Σεπτέμβριος 2019.

(11Aluf Benn, «This is Israel’s most failed and pointless Gaza operation ever. It must end now», «Haaretz», 18 Μαΐου 2021.

(12Zvi Bar’el, «Looking for Gaza victory against Hamas, Israel lost the battle for Jerusalem», «Haaretz», 15 Μαΐου 2021.

(13Βλ. Akram Belkaïd, «Ρήγμα στον αραβικό κόσμο για το παλαιστινιακό ζήτημα», «Le Monde diplomatique», Δεκέμβριος 2020.

Μοιραστείτε το άρθρο