el | fr | en | +
Accéder au menu

Βραζιλία, μια στρατιωτικοποιημένη δημοκρατία

Χάρη στον πρόεδρο Ζαΐρ Μπολσονάρο, οι στρατιωτικοί απολαμβάνουν μια άνευ προηγουμένου συμμετοχή στην κυβέρνηση και στη δημόσια διοίκηση της Βραζιλίας. Οι πρόσφατες διαφωνίες μεταξύ του αρχηγού του κράτους και ορισμένων στρατηγών πυροδότησαν φήμες περί πραξικοπήματος. Για ποιον λόγο όμως οι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί να εγκαταλείψουν ένα όχημα που εκείνοι δημιούργησαν και κατευθύνουν;

JPEG - 1008.7 kio

Πρόκειται για την ιστορία μιας μεγάλης παρανόησης. Στις 30 Μαρτίου, οι αρχηγοί της Αεροπορίας, του Στρατού Ξηράς και του Ναυτικού της Βραζιλίας ανακοινώνουν την από κοινού παραίτησή τους. Ο βραζιλιάνικος Τύπος πανηγυρίζει: θεωρεί ότι ο πρόεδρος Ζαΐρ Μπολσονάρο –τον οποίο απεχθάνεται– μόλις εγκαταλείφθηκε από τις ένοπλες δυνάμεις. Έτσι, το «Αποστολή εξετελέσθη» είναι ο τίτλος της εφημερίδας «Folha de São Paulo» στις 31 Μαρτίου, με την κυριότερη ανταγωνίστριά της «Estado de São Paulo» να υπογραμμίζει την «αντίσταση που έδειξε το Γενικό Επιτελείο στην απαίτηση του Ζαΐρ Μπολσονάρο να το συμπεριλάβει σε μια αυταρχική περιπέτεια» (1). Μία εβδομάδα νωρίτερα, ο πρόεδρος διαβεβαίωνε τους υποστηρικτές του: «Ο λαός μπορεί να βασίζεται στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας για την υπεράσπιση της δημοκρατίας και της ελευθερίας» –εννοώντας την υπεράσπιση του δικαιώματος εναντίωσής του στην επιβολή περιοριστικών μέτρων για την πανδημία Covid-19 από ορισμένους κυβερνήτες Πολιτειών της χώρας. Όμως, αυτή τη φορά ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι, διαβεβαιώνουν τα βραζιλιάνικα μέσα ενημέρωσης, που πολύ συχνά αναπαράγονται από τον διεθνή Τύπο: η παραίτηση των αρχηγών και των τριών κλάδων των ενόπλων δυνάμεων καταδεικνύει ότι οι στρατιωτικοί δεν θα αφήνουν πλέον την εκτελεστική εξουσία να υπαγορεύει τις κινήσεις τους. Και έτσι, η οικονομική εφημερίδα «Valor» συμπεραίνει ότι στις μέρες μας δεν υφίσταται «κανένας κίνδυνος πολιτικοποίησης των ενόπλων δυνάμεων» (2).

Η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. «Είναι βέβαιο ότι οι στρατιωτικοί αξιοποίησαν τις επαφές τους στον Τύπο για να βγάλουν αυτή την εικόνα προς τα έξω, η οποία όμως είναι ελάχιστα αξιόπιστη σε σχέση με τα γεγονότα», εκτιμά ο Κρίστοφ Χάριγκ, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Χέλμουτ Σμιτ του Αμβούργου. Στόχος αυτής της επικοινωνιακής επιχείρησης ήταν να παρουσιαστούν οι ένοπλες δυνάμεις με τον τρόπο ακριβώς που οι ίδιες επιθυμούν: ως εγγυήτριες της δημοκρατίας, οι μόνες ικανές να βάλουν φρένο σε εκείνο που η ελίτ της πολιτικής και των μέσων ενημέρωσης καταγγέλλουν ως «μπολσοναρική παραφροσύνη». Η Μοντ Σιριό, Γαλλίδα ιστορικός ειδική στους Βραζιλιάνους στρατιωτικούς, εξηγεί: «Υπάρχουν πράγματι ορισμένες διαφωνίες μεταξύ του προέδρου και των στρατιωτικών. Όμως αυτοί βρίσκονται ήδη στην εξουσία. Είναι πολιτικοποιημένοι όσο ποτέ και δεν έχουν καμία πρόθεση να εγκαταλείψουν τα πόστα τους». Συνεπώς, η «ρήξη» που ανακοινώθηκε από τον Τύπο μάλλον μοιάζει με απλό καβγαδάκι. Το οποίο διόλου δεν διατάραξε τον βραδινό ύπνο του Μπολσονάρο: τρεις εβδομάδες μετά τις παραιτήσεις που υποτίθεται πως θα άλλαζαν τα πάντα, απειλούσε και πάλι να εξαπολύσει «τον στρατό [του]» εναντίον των κυβερνητών που έκρινε ότι δεν ήταν όσο πειθήνιοι θα ήθελε (3).

Η ανάδειξη των ενόπλων δυνάμεων σε υπέρμαχους της δημοκρατίας είναι μια πολύ συχνά επαναλαμβανόμενη επωδός στη Βραζιλία. Η 31η Μαρτίου, επέτειος του στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1964 και της εγκαθίδρυσης μιας δικτατορίας με εικοσαετή διάρκεια, προσφέρει παραδοσιακά την ευκαιρία να διακηρυχθεί ο δημοκρατικός ρόλος των ενόπλων δυνάμεων, μέσω της ημερήσιας διαταγής του υπουργού Άμυνας, η οποία διαβάζεται σε όλα τα στρατόπεδα της χώρας. Έτσι, φέτος ο νεοδιορισθείς υπουργός –ο προκάτοχός του είχε αντικατασταθεί από τον πρόεδρο δύο ημέρες νωρίτερα, στο πλαίσιο ενός ανασχηματισμού– διακήρυσσε: «Εδώ και πενήντα επτά χρόνια, οι ένοπλες δυνάμεις έχουν αναλάβει την ευθύνη να ειρηνεύσουν τη χώρα προκειμένου να εγγυηθούν τις δημοκρατικές ελευθερίες που απολαμβάνουμε σήμερα». Τότε, η απειλή ήταν κομμουνιστική. Σήμερα, οι ένοπλες δυνάμεις συμπαρατάσσονται με τον Μπολσονάρο στο όνομα της «καταπολέμησης της διαφθοράς» και ενάντια στην «αποσάθρωση των αξιών», εκτιμά ο Πάολο Τσάγκας, στρατηγός της Εθνοφυλακής και υποστηρικτής του προέδρου.

Η ανάδειξη της «γενιάς της Αϊτής»

Αν και οι ένοπλες δυνάμεις δεν είναι οι μόνες υπεύθυνες για την άνοδο του Μπολσονάρο στην εξουσία (4) , έπαιξαν εντούτοις έναν ρόλο-κλειδί. Η πιο σημαντική (και πιο αποτελεσματική) περίπτωση που έλαβαν θέση ήταν όταν συνέβαλαν στον αποκλεισμό του Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα από τις προεδρικές εκλογές του 2018, ενόσω οι δημοσκοπήσεις τον παρουσίαζαν ως το μεγάλο φαβορί. Στο Twitter, στις 4 Απριλίου 2018, την παραμονή της έκδοσης μιας κρίσιμης απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου επί της προσφυγής που είχε κάνει ο Λούλα προκειμένου να αποφύγει τη φυλάκιση, ο τότε επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων, στρατηγός Εδουάρδο Βίλας Μπόας, είχε απειλήσει τη χώρα με στρατιωτική επέμβαση σε περίπτωση ευνοϊκής απόφασης για τον πρώην πρόεδρο. Σήμερα γνωρίζουμε ότι το τουΐτ αυτό συντάχθηκε με τη σύμφωνη γνώμη του συνόλου του Γενικού Επιτελείου: άρα δεν αντιπροσώπευε μονάχα τη γνώμη του συγκεκριμένου ανώτατου αξιωματικού, στον οποίο ο Μπολσονάρο απέδιδε τιμές έναν χρόνο μετά, ως «ένα από τα πρόσωπα που συνέβαλαν αποφασιστικά στην εκλογή [του]» (5). Σύμφωνα με μια έρευνα (6) για τους στρατιωτικούς που ακολουθούν τον λογαριασμό του Βίλας Μπόας στο Twitter, τουλάχιστον 115 εν ενεργεία στρατιωτικοί, με σχεδόν 670.000 ακολούθους συνολικά, έκαναν 3.427 τουΐτ πολιτικού χαρακτήρα μεταξύ Απριλίου 2018 και Απριλίου 2020. Μια τέτοιου τύπου πολιτική κινητοποίηση κανονικά απαγορεύεται από τη στρατιωτική πειθαρχία, όπως και η προεκλογική καμπάνια υπέρ του Μπολσονάρο στους στρατώνες. Παρ’ όλα αυτά, ουδεμία κύρωση επιβλήθηκε.

Με την άνοδο στην εξουσία του εκλεκτού τους, οι στρατιωτικοί αύξησαν την παρουσία τους στη δημόσια διοίκηση σε επίπεδα πρωτόγνωρα, ακόμα και σε σχέση με την περίοδο της δικτατορίας. Σύμφωνα με έκθεση του Ομοσπονδιακού Ελεγκτικού Συνεδρίου της Βραζιλίας (TCU), τον Ιούλιο του 2020, 6.157 στρατιωτικοί, εκ των οποίων πάνω από τους μισούς εν ενεργεία, απασχολούνταν σε θέσεις που κανονικά προορίζονταν για πολίτες. Το 2016, επί προεδρίας Ντίλμα Ρούσεφ, ο αντίστοιχος αριθμός ήταν 2.957 (χωρίς στο διάστημα αυτό να έχει μεσολαβήσει αξιοσημείωτη αύξηση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων). Η ενίσχυση του ειδικού βάρους των στρατιωτικών υπήρξε σταθερή επί των κυβερνήσεων του Κόμματος των Εργατών (PT, Αριστερά). Ο πρώην πρόεδρος Λούλα (2003-2010) προτίμησε να διακόψει τη συνεργασία του με τον πρώτο υπουργό Άμυνας της κυβέρνησής του παρά να έρθει σε ευθεία αντιπαράθεση μαζί του, ενώ κανένας στρατηγός δεν τιμωρήθηκε για τις –συνήθως εντονότατες– επικρίσεις προς την κυβέρνησή του, ιδίως σχετικά με το ζήτημα της οριοθέτησης των εδαφών των αυτόχθονων πληθυσμών. Η Ντίλμα Ρούσεφ, πρόεδρος από το 2011 έως το 2016, ενέκρινε τη συμμετοχή τους σε «ειρηνευτικές» αποστολές στις φαβέλες του Ρίο ντε Τζανέιρο, κυρίως στο πλαίσιο επιχειρήσεων «ασφαλείας» που σχετίζονταν με το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου του 2014 και τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2016 (7).

Υπάρχει λοιπόν μια συνέχεια σε αυτό το φαινόμενο, με τη διαφορά ότι οι αρμοδιότητες που ανατίθενται στους στρατιωτικούς έχουν πλέον αποκτήσει άλλη βαρύτητα: επτά από τους εικοσιτρείς υπουργούς της σημερινής κυβέρνησης είναι αξιωματικοί και στα καθήκοντά τους περιλαμβάνεται η διοίκηση των δεκαέξι από τις σαράντα έξι επιχειρήσεις των οποίων το κράτος διατηρεί τον έλεγχο, αρχίζοντας από τη σημαντικότερη, την πετρελαϊκή εταιρεία Petrobras. «Υπάρχουν περισσότεροι στρατιωτικοί στη δημόσια διοίκηση της Βραζιλίας παρά σε εκείνη της Βενεζουέλας, παρ’ ότι για την Μπραζίλια η τελευταία αποτελεί “στρατιωτικό καθεστώς”», σημειώνει ο Μάρσιαλ Σουάρεζ, καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο Φλουμινένσε (UFF) του Ρίο ντε Τζανέιρο. «Στην πραγματικότητα, δεν μπορώ να σκεφτώ καμία άλλη δημοκρατία σήμερα που να μετρά τόσους πολλούς βαθμοφόρους σε τόσο υψηλές θέσεις.»

Για την Αντριάνα Απαρεσίδα Μαρκές, ερευνήτρια σε ζητήματα άμυνας στο Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο του Ρίο ντε Τζανέιρο, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι «η γενιά της Αϊτής», όπως είναι ευρύτερα γνωστή, κρατά τα ηνία της χώρας. Εννέα υψηλόβαθμοι αξιωματικοί της Εθνοφυλακής, που καταλαμβάνουν σήμερα κορυφαία αξιώματα στην Μπραζίλια, συμμετείχαν στην Αποστολή των Ηνωμένων Εθνών για τη Σταθεροποίηση στην Αϊτή (MINUSTAH), την οποία διοικούσε η Βραζιλία, από το 2004 έως το 2017. «Ένας από τους στόχους της αποστολής ήταν ακριβώς η αποφυγή πολιτικοποίησης των ενόπλων δυνάμεων μέσω της απομάκρυνσής τους από την τοπική πολιτική σκηνή. Όμως έφερε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα, καθώς τα καθήκοντα που τους ανέθεσε ο ΟΗΕ ήταν όχι μόνο στρατιωτικού αλλά και πολιτικού χαρακτήρα», εξηγεί η ερευνήτρια.

Μετά το πέρας της αποστολής, την οποία θεωρούν επιτυχημένη (8) , ενώ έχει προκαλέσει πλημμυρίδα επικρίσεων, και πρώτα απ’ όλα από μη κυβερνητικές οργανώσεις της Αϊτής, οι Βραζιλιάνοι στρατιωτικοί δήλωσαν διαθέσιμοι να υπηρετήσουν την πατρίδα τους. Μια βολική τροπή για τον Μπολσονάρο που, καθώς του έλειπε ένας πολιτικός φορέας αντάξιος του χαρακτηρισμού «κόμμα», αναζητούσε απεγνωσμένα στελέχη για την κυβέρνησή του. Και, όπως επισημαίνει ο Ζοάο Ρομπέρτο Μάρτινς Φίλιο, καθηγητής κοινωνικών επιστημών στο Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο του Σάο Κάρλος και συντονιστής ενός πρόσφατου έργου με θέμα τον στρατό της Βραζιλίας και την κρίση που μαστίζει τη χώρα (9) , «οι στρατιωτικοί ακολουθούν, εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία, μια στρατηγική επαγγελματοποίησης. Οι ανώτεροι αξιωματικοί εμπλουτίζουν την εκπαίδευσή τους με πτυχία διοίκησης, επικοινωνίας ή μάνατζμεντ, κυρίως από τις δύο μεγαλύτερες οικονομικές σχολές του φιλελεύθερου δόγματος, το Ίδρυμα Ζετούλιο Βάργκας και το Ίδρυμα Ντομ Καμπράλ».

Από το 2014, παρατηρήθηκε μια αύξηση του αριθμού των στρατιωτικών υποψήφιων στις τοπικές και τις ομοσπονδιακές εκλογές. «Η προσέλκυση των στρατιωτικών στην πολιτική είναι κάτι πολύ καλό για τη Βραζιλία, διότι είναι ικανοί και αδιάφθοροι», δηλώνει μπροστά μας, χωρίς καν να βλεφαρίσει, ο Αλέσιο Ριμπέιρο Σόουτο, στρατηγός της Εθνοφυλακής. Φαίνεται να ξεχνά ότι οι αθέμιτες σχέσεις που συνδέουν τον πολιτικό κόσμο με τις εταιρείες κατασκευών και δημοσίων έργων –και βρίσκονται στο επίκεντρο των σκανδάλων διαφθοράς– ξεκίνησαν κατά την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας. «Δεν επιθυμούν μονάχα την εξουσία», παρατηρεί η Σιριό, «θέλουν να εξυπηρετήσουν και την εξέλιξη της καριέρας τους. Η νέα γενιά βαθμοφόρων θεωρεί πως υφίσταται κακή μεταχείριση και πως είναι κακοπληρωμένη, τη στιγμή που θεωρεί τον εαυτό της ως την ελίτ του έθνους. Στην πραγματικότητα, θέλουν το μερίδιό τους από την πίτα». Έτσι ίσως εξηγείται και η πολύ πιο φιλελεύθερη οπτική τους στα ζητήματα οικονομίας συγκριτικά με τους προκατόχους τους (10) : εντός της κυβέρνησης Μπολσονάρο, οι σχέσεις των στρατιωτικών με τον υπερφιλελεύθερο υπουργό Οικονομικών Πάουλο Γκέντες είναι άριστες. «Έχουν προετοιμάσει σημαντικές ιδιωτικοποιήσεις, όπως του ενεργειακού ομίλου Electrobras και των μεταφορικών υποδομών. Και υποστηρίζουν ένθερμα την πώληση των διυλιστηρίων της Petrobras και των πετρελαϊκών αποθεμάτων», υπενθυμίζει ο Εδουάρδο Κόστα Πίντο, καθηγητής οικονομικών στο Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο του Ρίο ντε Τζανέιρο.

Ωστόσο, μετά από δυόμισι χρόνια παρουσίας των ενόπλων δυνάμεων στην κορυφή της εξουσίας, τα μέλη τους δεν έχουν διακριθεί για τις ικανότητές τους. Η μάχη ενάντια στην αποψίλωση του Αμαζονίου, υπό τη διεύθυνση του αντιπροέδρου και στρατηγού της Εθνοφυλακής Χάμιλτον Μουράο, δεν έχει φέρει κανένα αποτέλεσμα και προκαλεί την ανησυχία της διεθνούς κοινότητας. Η διαχείριση της πανδημίας για σχεδόν δέκα μήνες από τον εν ενεργεία στρατηγό Εδουάρδο Παζουέλο ήταν καταστροφική και στοίχισε τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες Βραζιλιάνους. Το 2021, η εμπιστοσύνη του πληθυσμού στις ένοπλες δυνάμεις έπεσε θεαματικά κατά δεκαοκτώ μονάδες (11) , ενώ μέχρι πρότινος αποτελούσαν έναν από τους πολύ λίγους θεσμούς, μαζί με την Εκκλησία, που διατηρούσαν σταθερά την αξιοπιστία τους.

«Η παραίτηση των τριών αρχηγών των ενόπλων δυνάμεων δεν θα αλλάξει τον βαθμό εμπλοκής τους σε αυτή την κυβέρνηση», συνοψίζει ο Μάρτινς Φίλιο. «Τους επιτρέπει όμως παρ’ όλα αυτά να έχουν έτοιμη μια έξοδο κινδύνου αν η κατάσταση οξυνθεί ακόμη περισσότερο». Μετά την επιστροφή στο πολιτικό προσκήνιο του πρώην προέδρου Λούλα, απαλλαγμένου πλέον από τις κατηγορίες διαφθοράς που τον βάρυναν, και λαμβάνοντας υπ’ όψη τη φθίνουσα δημοτικότητα του σημερινού προέδρου, οι στρατιωτικοί επικαλούνται έναν «τρίτο δρόμο»: μια υποψηφιότητα της κεντροδεξιάς που θα ανταποκρινόταν στην ιδεολογία τους, θα απέτρεπε την επιστροφή της μισητής Αριστεράς στην εξουσία και προπαντός θα τους επέτρεπε να διατηρήσουν τα καινούργια προνόμιά τους. «Θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να αποστρατιωτικοποιηθεί το βραζιλιάνικο κράτος»,καταλήγει η Σιριό, «καθώς κάτι τέτοιο θα προϋπόθετε ότι χιλιάδες στρατιωτικοί θα δέχονταν ο μισθός τους να μειωθεί στο ένα δέκατό του». Ορισμένοι, όπως ο αντιπρόεδρος Μουράο, ήδη επιζητούν εναγωνίως μια θέση στη Γερουσία.

Φυσικά, οι απειλητικοί λόγοι του Μπολσονάρο περί στρατιωτικής επέμβασης σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της χώρας έχουν διπλασιαστεί μετά τα γεγονότα στο αμερικανικό Καπιτώλιο, τον περασμένο Ιανουάριο. Είναι παρ’ όλα αυτά μάλλον απίθανο οι ένοπλες δυνάμεις να ακολουθήσουν τον πρόεδρο σε μια αντισυνταγματική περιπέτεια, ακόμα κι αν η βραζιλιάνικη δημοκρατία αποδεικνύεται πιο εύθραυστη από εκείνη των ΗΠΑ και ακόμα κι αν ο Μπολσονάρο παρουσιάζει τον Ντόναλντ Τραμπ ως μια αστείρευτη πηγή σοφίας.

Πέρα από το καθεαυτό στράτευμα, η ολοένα αυξανόμενη πολιτικοποίηση των αστυνομικών –οι οποίοι είναι πάνω από 700.000 (με, επιπλέον, πάνω από 250.000 εφέδρους) και έντονα στρατευμένοι στο μπολσοναρικό κίνημα– προκαλεί περισσότερες ανησυχίες. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη (12) , βασισμένη στη δραστηριότητά τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το 35% των αξιωματικών της στρατιωτικής αστυνομίας και το 41% των απλών αστυνομικών είχαν κάποιου τύπου αλληλεπίδραση με ιστοσελίδες υπέρ του Μπολσονάρο, συμπεριλαμβανομένων και των πιο ακραίων. Το ποσοστό αυτό μειώνεται σε 12% στους αστυνομικούς επιθεωρητές και σε 13% στους ομοσπονδιακούς αστυνομικούς. Η βιαιότητα των σχολίων, κυρίως εναντίον των άλλων συνταγματικών εξουσιών (Ανώτατο Δικαστήριο και Κογκρέσο), τους οποίους ο Μπολσονάρο τακτικά στοχοποιεί, υποδηλώνει μια ριζοσπαστικοποίηση. «Θεωρώ πως υπάρχουν αρκετές πιθανότητες τα σώματα αυτά να ακολουθήσουν τον Μπολσονάρο σε έκνομες ενέργειες, όπως συνέβη τον Φεβρουάριο του 2020 στην Πολιτεία της Σεαρά, όπου η αστυνομία στασίασε προκειμένου να αποσταθεροποιήσει έναν κυβερνήτη που αντιτασσόταν στον πρόεδρο», δηλώνει o Άντιλσον Παές ντε Σόουζα, έφεδρος συνταγματάρχης της στρατιωτικής αστυνομίας του Σάο Πάολο και ειδικός στα αστυνομικά σώματα. Μετά από δεκατρείς ημέρες και περισσότερους από 240 θανάτους στη Φορταλέζα, την πρωτεύουσα της Πολιτείας, ο Μπολσονάρο είχε αποφανθεί ότι επρόκειτο μονάχα για μια απεργία και είχε περιορίσει την αποστολή στρατιωτών στην περιοχή για την αποκατάσταση της τάξης. Αυτή η άνευ προηγουμένου στήριξη σε μια παράνομη και βίαιη ανταρσία δημιουργεί ένα σοβαρό προηγούμενο.

Anne Vigna

Δημοσιογράφος στο Ρίο ντε Τζανέιρο.
Θανάσης Κούτσης

(1«Entre golpistas e velhacos», «O Estado de São Paulo», 31 Μαρτίου 2021.

(2Andrea Jubé, Fabio Murakawa και Matheus Schuch, «Cresce temor de politização das Forças Armadas», «Valor Econômico», Σάο Πάολο, 31 Μαρτίου 2021.

(3Συνέντευξη στον τηλεοπτικό σταθμό «A Crítica», Μανάους, 23 Απριλίου 2021.

(4Βλ. Renaud Lambert, «Είναι η Βραζιλία φασιστική;», «Le Monde diplomatique – ελληνική έκδοση», 2 Δεκεμβρίου 2018, https://bit.ly/3fPwOJT

(5Δήλωση του Μπολσονάρο κατά την ανάληψη καθηκόντων του υπουργού Άμυνας, στρατηγού Φερνάντο Αζεβέδο ε Σίλβα, 2 Ιανουαρίου 2019.

(6Marcelo Godoy, «Soldados influenciadores: os guerreiros digitais do bolsonarismo e os tuítes de Villas Bôas», στο João Roberto Martins Filho (επιμ.), «Os militares e a crise brasileira», Αλαμέντα, Σάο Πάολο, 2021.

(7Βλ. «Pacification musclée», «Le Monde diplomatique», Ιανουάριος 2013.

(8Πρβ. Celso Castro και Adriana Marques, «Missão Haiti: a visão dos force commanders», FGV, Ρίο ντε Τζανέιρο, 2019.

(9João Roberto Martins Filho (επιμ.), «Os militares e a crise brasileira», ό.π.

(10Βλ. Raúl Zibechi, «Τι θέλουν οι Βραζιλιάνοι στρατιωτικοί;», «Le Monde diplomatique – ελληνική έκδοση», 3 Μαρτίου 2019, https://bit.ly/3CzgxT8

(11Έρευνα Exame/IDEA, 10 Απριλίου 2021.

(12«Política e fé entre os policiais militares, civis e federais do Brasil», Fórum de Segurança Pública, Σάο Πάολο, 2020.

Μοιραστείτε το άρθρο