Καμία άλλη χώρα δεν αξίζει τόσο το προσωνύμιό της –το «νεκροταφείο των αυτοκρατοριών». Αφού έδιωξε τους Μογγόλους και τους Πέρσες, το Αφγανιστάν πέταξε έξω από το έδαφός του το Ηνωμένο Βασίλειο τον 19ο αιώνα, τη Σοβιετική Ένωση τον 20ό και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής τον 21ο.
Στο τέλος το πιο μακροχρόνιου πολέμου της ιστορίας τους –δύο δεκαετίες– και αφού στρατολόγησαν στη σταυροφορία τους ούτε λίγο ούτε πολύ 38 χώρες υπό την ηγεσία του ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ αποσύρθηκαν μέσα σε ένα απόλυτο φιάσκο. Με έναν ιδιαίτερα συμβολικό τρόπο, τα στρατεύματά τους αποχώρησαν μέσα σε ένα γενικευμένο «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», λίγο πριν από την 20ή επέτειο των τρομοκρατικών επιθέσεων στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου και το Πεντάγωνο, τα οποία αποτέλεσαν την αφορμή για την εισβολή στην Καμπούλ. Η απόσυρσή τους, που προαναγγέλθηκε από τον πρώην πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ για τον Μάιο του 2021, εφαρμόστηκε από τον Τζο Μπάιντεν, μονάχα λίγους μήνες αργότερα.
Κι όμως, ένας από τους προκατόχους τους, ο Τζορτζ Μπους ο νεώτερος, που ξεκίνησε εκείνο που θα ήταν μια «επιχείρηση-αστραπή», επίχαιρε για τη νίκη μετά την πτώση του καθεστώτος των Ταλιμπάν στα τέλη του 2001: η Αμερική είχε πάρει την εκδίκησή της. Δεν έμενε πια παρά να οικοδομήσει ένα κράτος (state–building) όσο το δυνατό πιο συμβατό με τα αμερικανικά σχέδια. Ένα καθήκον στο ύψος της μεγαλύτερης παγκόσμιας δύναμης, που είχε καταφέρει να συντρίψει τον κομμουνιστικό εχθρό και που, με τη δύναμη των «δημοκρατικών αξιών» της, διεκδικούσε το ρόλο του κεντρικού υπερασπιστή των ελευθεριών σε ολόκληρο τον πλανήτη. Οι κυβερνήσεις όλου του δυτικού κόσμου είχαν τότε ευθυγραμμιστεί με αυτό.
Δέκα χρόνια αργότερα, ο Μπαράκ Ομπάμα, που είχε υποσχεθεί την απεμπλοκή της χώρας, αποφάσισε τελικά να στείλει ενισχύσεις (surge) για μια επίθεση που θα ήταν η τελειωτική και στη συνέχεια χαιρέτισε τη δολοφονία του Οσάμα Μπιν Λάντεν στο άντρο του στο Πακιστάν: «Η μεγαλύτερη επιτυχία μας στη μάχη ενάντια στην Αλ Κάιντα», που «μαρτυρά το μεγαλείο» των ΗΠΑ, έλεγε εκείνη την 1η Μαΐου του 2011 σε ένα πανηγυρικό διάγγελμα.
Εννέα χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 2020, η συμφωνία της Ντόχα ανάμεσα στην κυβέρνηση Τραμπ και τις οργανώσεις των Ταλιμπάν σφράγισε την πλήρη συνθηκολόγηση της Αμερικής (1). Και μάλιστα χωρίς καμία διαπραγμάτευση με την κυβέρνηση της Καμπούλ, η οποία μέχρι τότε στηριζόταν οικονομικά και πολιτικά από την Ουάσιγκτον. Και φυσικά χωρίς διαβούλευση με τον αφγανικό λαό. Χωρίς καν έναν κάποιο συντονισμό με τα μέλη του ΝΑΤΟ που διατηρούσαν εκεί 7.100 στρατιώτες (1.300 η Γερμανία, 1.100 το Ηνωμένο Βασίλειο, 900 η Ιταλία, μερικές εκατοντάδες η Γεωργία, η Πολωνία κ.ο.κ., με τη Γαλλία να έχει αποχωρήσει το 2014), επιπλέον των 2.500 Αμερικανών στρατιωτών. Όσο για τους 17.000 Αμερικανούς, Αφγανούς και άλλους πολίτες με σύμβαση συνεργασίας (contractors), βρέθηκαν και αυτοί μπροστά σε τετελεσμένο γεγονός. Η αυτοκρατορία αποφασίζει, οι υποτελείς υποκλίνονται. Να κάτι που θα έπρεπε προκαλέσει δεύτερες σκέψεις σε όλους εκείνους που ονειρεύονται να μπουν κάτω από τη σημαία ενός «ασιατικού ΝΑΤΟ» για να υπερασπιστούν τις ίδιες «δημοκρατικές αξίες» ενάντια σε έναν νέο εχθρό, την Κίνα (2).
Είναι αλήθεια πως οι ΗΠΑ δεν επέβαλαν μόνο τη στρατηγική τους: πλήρωσαν και ένα μεγάλο μέρος του –τεράστιου– λογαριασμού, ξοδεύοντας 2 τρισεκατομμύρια δολάρια (3). Περίπου 775.000 στρατιώτες πέρασαν από κει, από τους οποίους οι 100.000 στο απόγειο του surge του Ομπάμα (ο οποίος κέρδισε το Νόμπελ Ειρήνης το 2009), χωρίς να υπολογίζουμε τον υπερμοντέρνο στρατιωτικό εξοπλισμό, τους δολοφονικούς δρόνους, τις δεκάδες ΜΚΟ που χρηματοδοτήθηκαν μαζικά… Ένα εξωφρενικό κόστος για ένα αποτέλεσμα τελεσίδικο, παρ’ όλο που δεν είναι ακόμα τελικό: τουλάχιστον 160.000 νεκροί Αφγανοί σύμφωνα με τον ΟΗΕ, 2.400 Αμερικανοί στρατιώτες, 1.500 στρατιώτες του ΝΑΤΟ (εκ των οποίων 90 Γάλλοι) και 1.000 πολίτες με σύμβαση συνεργασίας.
Αυτή η ανθρώπινη και οικονομική καταστροφή άφησε τη χώρα σε ακόμα χειρότερη κατάσταση από ό,τι προηγουμένως, εκτός από τις γυναίκες, των οποίων η μοίρα στο μεταξύ βελτιώθηκε –τουλάχιστον στις πόλεις. Όμως οι πιέσεις των Ταλιμπάν να παραμείνουν σε κλειστό οικογενειακό περιβάλλον, οι απειλές προς τις συγγραφείς, τις δημοσιογράφους, τις γιατρούς, τις καθηγήτριες, που υποχρεώνονται να εξοριστούν όταν δεν δολοφονούνται, εντάθηκαν τους τελευταίους μήνες, πριν καν την πτώση της Καμπούλ. Χωρίς να αναφέρουμε τις δολοφονικές επιθέσεις του Ισλαμικού Κράτους. Όσο για τα υπόλοιπα, η «εκστρατεία εκπολιτισμού» της Δύσης κατάφερε το επίτευγμα να φέρει το Αφγανιστάν στην πρώτη θέση των παραγωγών οπίου του κόσμου: εξασφαλίζει το 90% των παγκόσμιων ποσοτήτων –κάτι που αντιπροσωπεύει το 15% του ΑΕΠ της χώρας.
Η χώρα μεταμορφώθηκε σε μια απέραντη κλεπτοκρατία, όπως περιέγραψε ανελέητα ο συνταγματάρχης Κρίστοφερ Κόλεντα, ένας από τους συμβούλους του αμερικανικού στρατού: «Μου αρέσει να χρησιμοποιώ την αναλογία με τον καρκίνο. Η μικροδιαφθορά είναι όπως ο καρκίνος του δέρματος: έχουμε τα μέσα να τον αντιμετωπίσουμε. Η διαφθορά σε υψηλότερο επίπεδο, μέσα στο υπουργείο, είναι όπως ο καρκίνος του εντέρου: είναι πιο σοβαρός, αλλά αν γίνει έγκαιρα η επέμβαση, θα θεραπευθείς. Όσο για την κλεπτοκρατία, είναι σαν τον καρκίνο στον εγκέφαλο: είναι μοιραία» (4). Η διαπίστωση αυτή χρονολογείται από το 2006. Από τότε δεν άλλαξε τίποτα. Δεν είναι περίεργο λοιπόν που οι Ταλιμπάν έκαναν περίπατο. Ο πόλεμος της Δύσης τούς ξαναέβαλε στο παιχνίδι, ενώ τις παραμονές της επέμβασης, μετά από πέντε χρόνια στην εξουσία, «δεν μπορούσαν πλέον να υπολογίζουν στην λαϊκή στήριξη», υπενθυμίζει ένας Πακιστανός δημοσιογράφος (5). Σήμερα ξαναπαίρνουν θριαμβευτές τα ηνία.
Κι όμως, αυτός ο «καλός πόλεμος», σύμφωνα με τον Μπους (2001), αυτός ο «δίκαιος πόλεμος», σύμφωνα με τον Ομπάμα (2011), ενάντια στον «σκοταδισμό και τον τρόμο», σύμφωνα με τον Νικολά Σαρκοζί (2008), με δυο λόγια ο «δικός μας πόλεμος», σύμφωνα με τη χορωδία των μόνιμων επιδιορθωτών των κακών του κόσμου, όπως ο Μπερνάρ-Ανρί Λεβί, ο Πασκάλ Περινό, η Στεφανί Κουρτουά και μερικοί άλλοι, είχε στόχο να προστατέψει τον κόσμο από τις τρομοκρατικές επιθέσεις και να βγάλει τους Αφγανούς από τη βαρβαρότητα. Έπρεπε «να κερδίσουμε τις καρδιές μ’ ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο», όπως έλεγε ο Μπερνάρ Κουσνέρ, τότε υπουργός Εξωτερικών (6). Σαν να γινόταν να πολεμήσουμε την τρομοκρατία με τον τρόμο και να επιβάλουμε τη δημοκρατία με κανόνια και με δολάρια. Στο στρατόπεδο των υποστηρικτών του πολέμου, ποιος αναγνωρίζει ότι παραπλανήθηκε, ακόμα και μπροστά στην προφανή ήττα; Αντίθετα, κάνουν τη μία έκκληση για επέμβαση μετά την άλλη: μετά το Αφγανιστάν το Ιράκ, κατόπιν η Λιβύη, η Συρία, η υποσαχάρια ζώνη του Σαχέλ και χωρίς αμφιβολία σύντομα ένα άλλο «κράτος-παρίας», με σημαία την υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων (εξαιρούνται οι «φίλες» χώρες όπως η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία) και με τη συνείδηση πάντα ήσυχη, αφού επιλέγουν το στρατόπεδο του καλού.
Ωστόσο, όχι μόνο το «καλό» δεν ήρθε στο ραντεβού, αλλά και οι επεμβάσεις αυτές προκάλεσαν το χάος, την εδραίωση ομάδων όπως το Ισλαμικό Κράτος, την αποδιάρθρωση των κοινωνιών και των κρατικών μηχανισμών, τη μετακύλιση των συγκρούσεων σε εθνοτικό επίπεδο, τον διχασμό των πληθυσμών, μερικές φορές τον εμφύλιο πόλεμο και, σε όλες τις περιπτώσεις, την καταστρατήγηση των θεμελιωδών δημοκρατικών αρχών. Το τελευταίο συνέβη και στις δυτικές χώρες, όπου τα ψέματα, η διαφθορά, τα βασανιστήρια, οι κακόβουλες ενέργειες και οι καταπατημένες ελευθερίες συνόδευσαν αυτούς τους πολέμους που ήταν αδύνατο να κερδηθούν.
Γνωρίζαμε το σκάνδαλο του Γκουαντάναμο, όπου ακόμα σαπίζουν χωρίς δίκη περίπου 40 φυλακισμένοι. Όπως και το σκάνδαλο των εξωχώριων κέντρων βασανιστηρίων… Ο Τζούλιαν Ασάνζ με τα WikiLeaks είχε ήδη ανασηκώσει μία άκρη από το πέπλο μυστικότητας –και γι’ αυτό παραμένει έγκλειστος σαν να είναι ένας οποιοσδήποτε στυγερός τρομοκράτης. Η «Washington Post» έριξε ακόμα περισσότερο φως στις ενέργειες των Αμερικανών αξιωματούχων, με τη δημοσίευση στις 9 Δεκεμβρίου 2019 των «Afghanistan Papers»: περισσότερες από 2.000 σελίδες συνεντεύξεων με τους άμεσα εμπλεκόμενους, που διεξήχθησαν από το γραφείο του Γενικού Επιθεωρητή Αρμόδιου για την Ανοικοδόμηση του Αφγανιστάν (SIGAR). Διαδοχικοί πρόεδροι, υπουργοί και επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου είπαν σκοπίμως ψέματα στους συμπολίτες τους και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Έτσι, έξι μήνες μετά την έναρξη των επιχειρήσεων, στις 17 Απριλίου 2002, ο υπουργός Άμυνας Ντόναλντ Ράμσφελντ (που πέθανε τον περασμένο Ιούνιο) εκτιμούσε σε ένα από τα εμπιστευτικά σημειώματά του, τα οποία ποιητικά αποκαλούσε «χιονονιφάδες»: «Δεν θα καταφέρουμε ποτέ να αποσύρουμε τον αμερικανικό στρατό από το Αφγανιστάν, εκτός εάν (…) συμβεί κάτι που θα μας εξασφαλίζει τη σταθερότητα. Βοήθεια!». Λίγους μήνες αργότερα (8 Σεπτεμβρίου 2003) διαβεβαίωνε: «Δεν γνωρίζω καθόλου ποιοι είναι οι κακοί». Κι όμως, την ίδια ώρα δημοσίευε στον ιστότοπο του Πενταγώνου ένα έγγραφο που κατέγραφε «πολλά καλά νέα» και κατέληγε: «Παρ’ όλο που έχει γίνει της μόδας να μιλάμε για τον “ξεχασμένο πόλεμο” στο Αφγανιστάν ή να λέμε ότι οι ΗΠΑ έχουν χάσει από τα μάτια τους τον στόχο, τα γεγονότα καταρρίπτουν τους μύθους».
Τα «Afghanistan Papers» μάς έμαθαν επίσης ότι οι επικεφαλής των «πληροφοριοδοτών» – στρατιώτες, μέλη των αποστολών πληροφοριών ή των ΜΚΟ κ.ο.κ.– απαιτούσαν την παροχή μόνο «καλών πληροφοριών». Μέχρι του σημείου να εκνευριστεί ο στρατηγός Μάικλ Φλιν: «Από τους πρεσβευτές μέχρι τα χαμηλότερα κλιμάκια, όλοι μας λένε πόσο καλή δουλειά κάνουμε. Αλήθεια; Αν κάνουμε τόσο καλή δουλειά, γιατί έχουμε την εντύπωση ότι χάνουμε τον πόλεμο;». Βρισκόμαστε στο 2015. Σε υψηλό επίπεδο κανείς δεν έχει ψευδαισθήσεις, αλλά όλοι διαβεβαιώνουν, σαν εθισμένοι τζογαδόροι, ότι το επόμενο χτύπημα θα είναι το καλό, ότι η επόμενη μάχη θα είναι η τελευταία.
Το διεθνές δίκαιο αναποδογυρίζεται. Στην αρχή, η Ουάσιγκτον αποφασίζει μόνη της να βομβαρδίσει την Καμπούλ και έπειτα ζητά τη στήριξη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο μεταξύ 12 και 20 Σεπτεμβρίου 2001 υιοθετεί μια σειρά από ψηφίσματα που έχουν εγκριθεί ομόφωνα (συμπεριλαμβανομένων της Ρωσίας και της Κίνας). Κι όμως, δεν πρόκειται πια για χρήση βίας εναντίον ενός κράτους που επιτέθηκε –μια αρχή που βρίσκεται στα ίδια τα θεμέλια των διεθνών σχέσεων– αλλά για τη μάχη «ενάντια στην τρομοκρατία», κάτι που επιτρέπει την επίθεση σε μια χώρα που πιθανόν να προστατεύει τζιχαντιστές. Έτσι επισημοποιείται το δόγμα του «προληπτικού πολέμου», το οποίο στη συνέχεια επιτρέπει τις επεμβάσεις στο Ιράκ, τη Λιβύη και, για τη Γαλλία, στο Μάλι, χωρίς ωστόσο να διακόπτει τα κύματα των τρομοκρατικών επιθέσεων.
Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας –και πρόκειται παράλληλα για συνέπεια του δημοκρατικού ελλείμματος– πολλαπλασιάζονται οι νόμοι που περιορίζουν τις ελευθερίες, από τον αμερικανικό Patriot Act μέχρι την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η οποία στη Γαλλία ενσωματώνεται στη νομοθεσία: αυθαίρετες συλλήψεις, απαγόρευση διαδηλώσεων ανάλογα με την καλή θέληση του κάθε αστυνομικού διευθυντή, νομάρχη ή ενοίκου του προεδρικού μεγάρου κ.λπ. (7).
Εν τω μεταξύ, στο Αφγανιστάν το χάος γίνεται ακόμα μεγαλύτερο επειδή η χώρα παραμένει το καζάνι που βράζει στο «μεγάλο ασιατικό παιχνίδι». Εκεί βρίσκουμε το Πακιστάν, σύμμαχο των ΗΠΑ και υπερασπιστή μέρους των Ταλιμπάν, αλλά και την Ινδία, που βοήθησε τις ομάδες αντιπακιστανών μουτζαχεντίν στο Βαλουχιστάν, την Κίνα, που φοβάται μια αποσταθεροποίηση του Σιντσιάνγκ από το Ισλαμικό Κίνημα του Ανατολικού Τουρκεστάν (ETIM) και έχει το βλέμμα στραμμένο, όπως και το Νέο Δελχί, στο πλούσιο αφγανικό υπέδαφος. Χωρίς να ξεχνάμε τη Ρωσία, που κάνει μια απρόσμενη επιστροφή, ή το Ιράν, που υποδέχεται τους διωκόμενους Χαζάρους πρόσφυγες…
Στην πραγματικότητα, το Αφγανιστάν συμπυκνώνει τις αποτυχίες της Δύσης. Αποτυχία στρατιωτική, επειδή εδώ και δεκαετίες οι ΗΠΑ δεν έχουν κερδίσει καμία ένοπλη σύγκρουση. Αποτυχία στρατηγική, επειδή ο «πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία» αποδεικνύεται χειρότερος από το ίδιο το κακό. Αποτυχία ηθική, επειδή τα καθεστώτα που εγκαθιδρύονται (από την Καμπούλ ώς τη Βαγδάτη) είναι διεφθαρμένα και το δικαίωμα της ψήφου έχει υποβαθμιστεί. Αποτυχία δημοκρατική, επειδή αυτές οι αποστολές αποφασίστηκαν από ένα μόνο άτομο. Τέλος, αποτυχία πολιτική, επειδή οι χώρες καταστρέφονται και οι δυνάμεις που υποτίθεται ότι θα εκμηδενίζονταν επιστρέφουν πιο δυναμικές από ποτέ.
Η απόσυρση των στρατευμάτων, που έχει πλέον εξασφαλίσει συναίνεση στις Ηνωμένες Πολιτείες, σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής, εκείνης των άμεσων επεμβάσεων και των «ατέρμονων πολέμων». Είναι άραγε προάγγελος μιας νέας εποχής, όπου οι Αμερικανοί δεν θα θεωρούν πλέον τον εαυτό τους ως τον περιούσιο λαό που είναι προορισμένος να κυβερνήσει τον πλανήτη; Ο τίτλος του προγράμματος του Τζο Μπάιντεν μάς δίνει την απάντηση: «Να καθοδηγήσουμε τον δημοκρατικό κόσμο» (8). Η βούληση της ηγεμονίας επιβίωσε από την ήττα στο Βιετνάμ. Δεν θα εξαφανιστεί μετά το μάθημα στο Αφγανιστάν.