el | fr | en | +
Accéder au menu

Ο δρόμος για την Καμπούλ

Το φιάσκο των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν θα πρέπει να οδηγήσει τη Δύση σε επανεκτίμηση των πρακτικών της. Κάτι τέτοιο όμως δεν μοιάζει ορατό στο άμεσο μέλλον.

Ένας δυτικός στρατός δεν μπορεί να νικηθεί. Η ήττα του προκαλείται μόνο από πολιτικούς χωρίς σπονδυλική στήλη και από τις ντόπιες βοηθητικές δυνάμεις που το βάζουν στα πόδια χωρίς μάχη. Εδώ και πάνω από έναν αιώνα, αυτός ο μύθος του πισώπλατου χτυπήματος θρέφει τη ρητορική που μηρυκάζουν τα γεράκια του πολέμου, όπως και την επιθυμία τους για εκδίκηση (1). Μια τέτοια προσβολή ξεπλένεται με την προετοιμασία της σύγκρουσης που θα επακολουθήσει. Για να επουλώσει το «σύνδρομο του Βιετνάμ» και ιδίως το τραύμα από την επίθεση στη Βηρυτό, που κόστισε τη ζωή σε 241 Αμερικανούς στρατιώτες στις 12 Οκτωβρίου 1983, ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρήγκαν εισέβαλε στη Γρενάδα δύο μέρες αργότερα. Τι θα προκαλέσουν οι εικόνες από το αεροδρόμιο στην Καμπούλ, τόσο ταπεινωτικές για τους Αμερικανούς, τόσο τρομακτικές για όσους τις υπηρέτησαν;

«Πρόκειται για την μεγαλύτερη πανωλεθρία του ΝΑΤΟ από ιδρύσεώς του», σημείωσε ο Άρμιν Λάσετ, ο άνθρωπος που η Άνγκελα Μέρκελ θα επιθυμούσε να την διαδεχθεί στη γερμανική καγκελαρία. Πράγματι, ο πόλεμος του Αφγανιστάν αποτέλεσε την πρώτη επέμβαση της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας με βάση το άρθρο 5 του καταστατικού της: ένα κράτος-μέλος είχε δεχθεί επίθεση στις 11 Σεπτεμβρίου 2001 (όχι όμως από τους Αφγανούς) και έτσι τα άλλα μέλη της έσπευσαν να το συνδράμουν. Η εμπειρία αυτή είχε το προσόν να θυμίσει σε όλους πως, όταν η Ουάσιγκτον και το Πεντάγωνο διεξάγουν στρατιωτικές επιχειρήσεις, συμπεριφέρονται στους συμμάχους τους σαν να ήταν υποτελείς στους οποίους ο ηγεμόνας εκχωρεί το δικαίωμα να πολεμήσουν –και να πεθάνουν– και όχι το δικαίωμα να εκφράσουν τη γνώμη τους για το τέλος των εχθροπραξιών. Ακόμα και το Λονδίνο, κατά τα άλλα εξασκημένο σε τέτοιου είδους υποτιμητική συμπεριφορά, ενοχλήθηκε απέναντι σε τόσο μεγάλη περιφρόνηση. Ας ελπίσουμε σήμερα ότι το αφγανικό φιάσκο δεν θα οδηγήσει το ΝΑΤΟ να συγκεντρώσει τις παραπαίουσες δυνάμεις του για να ακολουθήσει τις ΗΠΑ σε νέες περιπέτειες. Ανοίγοντας μέτωπο, για παράδειγμα, στην Ταϊβάν ή στην Κριμαία, ενάντια στην Κίνα ή στη Ρωσία…

Ο κίνδυνος είναι ακόμα πιο ορατός αφού οι καταστροφές που προκλήθηκαν από τους νεοσυντηρητικούς στο Ιράκ, τη Λιβύη και το Αφγανιστάν δεν έχουν διόλου εξαντλήσει τη δυνατότητά τους να προκαλέσουν κακό. Άλλωστε, οι ανθρώπινες απώλειες δεν πληρώνονται από τους ίδιους: στη Δύση όλο και πιο συχνά οι πόλεμοι διεξάγονται από τους προλετάριους. Οι περισσότεροι Αμερικανοί που πολέμησαν στο Αφγανιστάν προέρχονται από τις αγροτικές κομητείες της βαθιάς Αμερικής, πολύ μακριά από τους κύκλους όπου αποφασίζονται οι πόλεμοι και όπου καθαρογράφονται τα πολεμοχαρή άρθρα των εφημερίδων. Ποιος φοιτητής, ποιος δημοσιογράφος, ποιος πολιτικός ηγέτης γνωρίζει σήμερα προσωπικά έναν στρατιώτη που έπεσε στη μάχη; Η υποχρεωτική θητεία είχε τουλάχιστον το πλεονέκτημα να εμπλέκει το σύνολο του έθνους στις συγκρούσεις που εξαπέλυαν οι αντιπρόσωποί του.

Όταν βεβαίως οι πολίτες του έθνους έχουν τη δυνατότητα να εκφραστούν… Μετά τον Σεπτέμβριο του 2001, ο πρόεδρος των ΗΠΑ μπορεί να ξεκινήσει οποιαδήποτε στρατιωτική επιχείρηση επιθυμεί, χωρίς να απαιτείται έγκριση του Κογκρέσου, με πρόσχημα τον πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία. Ο εχθρός δεν προσδιορίζεται, ούτε ο γεωγραφικός χώρος και η διάρκεια της επιχείρησης. Έτσι, πριν από τέσσερα χρόνια, οι Αμερικανοί γερουσιαστές ανακάλυψαν ότι 800 στρατιώτες τους βρίσκονταν στον Νίγηρα –και αυτό μονάχα επειδή υπήρχαν τέσσερις νεκροί ανάμεσά τους. Με την έγκριση του Τζο Μπάιντεν, μια διακομματική ομάδα βουλευτών ανέλαβε την ανάκληση αυτής της λευκής επιταγής που έχει δοθεί στην εκτελεστική εξουσία. Ο πόλεμος δεν θα έπρεπε να κηρύσσεται με ηγεμονικά διατάγματα, ιδίως όταν υποκρινόμαστε ότι τον κάνουμε στο όνομα των δημοκρατικών αξιών.

Το ίδιο ισχύει και για μια χώρα όπως η Γαλλία, της οποίας ο στρατός διεξάγει επιχειρήσεις στην Αφρική. Τα πάντα συνηγορούν υπέρ μιας σοβαρής συζήτησης για τη γεωπολιτική, τις συμμαχίες, τη στρατηγική του μέλλοντος. Ιδίως μετά το Αφγανιστάν. Αν κρίνουμε όμως από τα πρόσφατα σχόλια αρκετών υποψηφίων στις προεδρικές εκλογές του ερχόμενου Απριλίου, κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να γίνει. Ο Εμμανουέλ Μακρόν άνοιξε τον χορό της δημαγωγίας για την ασφάλεια προσομοιώνοντας τους Αφγανούς που προσπαθούν να γλιτώσουν από τον ολοκληρωτισμό των Ταλιμπάν με «σημαντικές παράτυπες μεταναστευτικές ροές». Ελπίζει ότι, μετατρέποντας με αυτόν τον τρόπο τους πρόσφυγες εξαιτίας μιας δικτατορίας σε δυνητικούς τρομοκράτες, θα προσελκύσει συντηρητικούς ψηφοφόρους. Φυσικά, οι δύο υποψήφιοι της Δεξιάς, ο Ξαβιέ Μπερτράν και η Βαλερί Πεκρές, υπερθεμάτισαν, με την κυρία Πεκρές μάλιστα να συμπληρώνει ότι «ένα κομμάτι της ελευθερίας του κόσμου» διακυβεύεται στην Καμπούλ. Όσο για τη σοσιαλίστρια δήμαρχο του Παρισιού, την Ανν Ινταλγκό, ξεκίνησε την ανάλυσή της για την πανωλεθρία της Δύσης με μια φράση πραγματικά τρομακτική: «Όπως γίνεται συχνά για το Αφγανιστάν, ο Μπερνάρ-Ανρί Λεβί ήταν που με ειδοποίησε». Εξ ου, χωρίς αμφιβολία, και το συμπέρασμά της ότι «θα πρέπει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να πάρουμε και πάλι τον δρόμο για την Καμπούλ» (2).

Serge Halimi

Διευθυντής της "Le Monde diplomatique"
Βάλια Καϊμάκη

(1Στην πραγματικότητα, ο αφγανικός στρατός είχε 27 φορές μεγαλύτερες απώλειες (66.000 νεκροί στρατιώτες) από ό,τι ο αμερικανικός στρατός (2.443 νεκροί), κάτι που δεν εμπόδισε πέρσι την Ουάσιγκτον να διαπραγματευτεί απευθείας με τους Ταλιμπάν, αγνοώντας την αφγανική κυβέρνηση.

(2Anne Hidalgo, «L’esprit de Massoud ne doit pas disparaître», «Le Monde», 16 Αυγούστου 2021.

Μοιραστείτε το άρθρο