Προγραμματιστές της Σίλικον Βάλεϊ και κατασκευαστές ημιρυμουλκούμενων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η εταιρεία παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών ΜακΚίνσεϊ, ο Τζο Μπάιντεν και ο Σι Τζινπίνγκ, οι Βρετανοί Φιλελεύθεροι και οι Γερμανοί Πράσινοι: απέναντι στην κλιματική επείγουσα ανάγκη σχηματίστηκε μια παγκόσμια ιερή συμμαχία γύρω από μια πίστη. Την πίστη σε μια μεγάλη στροφή προς τον διαδικτυακό κόσμο για το καλό του πλανήτη. «Σε τέτοιο βαθμό ώστε να θεωρούμε όλο και περισσότερο πως δεν θα μπορέσουμε να θέσουμε υπό έλεγχο την κλιματική αλλαγή χωρίς μια μαζική καταφυγή στην ψηφιακότητα», τονίζει η οργάνωση The Shift Project που δεν συμμερίζεται αυτή την άποψη (1). Ένα καινούργιο ευαγγέλιο υπόσχεται τη σωτηρία μέσω των «έξυπνων» πόλεων, γεμάτες από αισθητήρες και αυτόνομα ηλεκτρικά οχήματα. Η ιερή αυτή πεποίθηση μπορεί να υπολογίζει στη συνδρομή μερικών πολύ αποτελεσματικών αποστόλων για τη διάδοσή της. Όπως το Global eSustainability Initiative (GeSI), ένα εργοδοτικό λόμπι με έδρα τις Βρυξέλλες για το οποίο «οι εκπομπές που αποφεύγονται με τη χρήση τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών είναι σχεδόν δέκα φορές πιο σημαντικές από εκείνες που προξενεί η εγκατάστασή τους» (2). Όμως, ανεξάρτητοι ερευνητές αμφισβητούν τόσο τη γνησιότητα αυτών των μετρήσεων που αναπαράγονται παντού όσο και την αμεροληψία των δημιουργών τους.
Πέρα από τις προσπάθειες του «πράσινου μάρκετινγκ» που έχουν αναπτύξει οι επιχειρηματίες και τα φερέφωνά τους, ποιος είναι ο περιβαλλοντικός αντίκτυπος των ψηφιακών εργαλείων; Είναι αυτά τα νέα δίκτυα επικοινωνίας συμβατά με την «οικολογική μετάβαση»; Έχοντας ολοκληρώσει μια έρευνα που μας οδήγησε σε δεκάδες χώρες, ιδού η πραγματικότητα: η ψηφιακή ρύπανση είναι κολοσσιαία –και μάλιστα είναι εκείνη που αυξάνεται με τους ταχύτερους ρυθμούς.
«Από τη στιγμή που ανακάλυψα τα μεγέθη αυτής της ρύπανσης, είπα στον εαυτό μου: “Πώς είναι δυνατόν;”», θυμάται η Φρανσουάζ Μπερτού, ερευνήτρια σε θέματα πληροφορικής. Οι βλάβες στο περιβάλλον προέρχονται κατ’ αρχάς από δισεκατομμύρια μέσα διασύνδεσης (τάμπλετ, υπολογιστές, έξυπνα τηλέφωνα) που μας ανοίγουν την πόρτα του διαδικτύου. Προέρχονται εξίσου από τα δεδομένα που παράγουμε ανά πάσα στιγμή: καθώς μεταφέρονται, αποθηκεύονται, επεξεργάζονται μέσα σε τεράστιες εγκαταστάσεις που καταναλώνουν πόρους και ενέργεια, οι πληροφορίες αυτές θα επιτρέψουν τη δημιουργία νέου ψηφιακού περιεχομένου, για το οποίο θα απαιτούνται… διαρκώς περισσότερα μέσα διασύνδεσης!
Προκειμένου να πραγματοποιήσουμε ενέργειες τόσο ανεπαίσθητες όπως η αποστολή ενός μέιλ στο Gmail, ενός μηνύματος στο WhatsApp, ενός ιμότζι στο Facebook, ενός βίντεο στο TikTok ή μιας σειράς φωτογραφιών με γατάκια στο Snapchat, έχουμε δημιουργήσει, σύμφωνα με την Greenpeace, μια υποδομή που πολύ σύντομα «πιθανώς να καταστεί η μεγαλύτερη κατασκευή του ανθρώπινου είδους» (3).
Οι αριθμοί είναι διαφωτιστικοί: η παγκόσμια ψηφιακή βιομηχανία καταναλώνει τόσο νερό, πρώτες ύλες και ενέργεια ώστε το αποτύπωμά της είναι τριπλάσιο εκείνου μιας χώρας όπως η Γαλλία ή το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι ψηφιακές τεχνολογίες χρησιμοποιούν σήμερα το 10% της παγκόσμιας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και αποβάλλουν σχεδόν το 4% των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2), δηλαδή λίγο λιγότερο από το διπλάσιο των εκπομπών της πολιτικής αεροπορίας σε ολόκληρο τον κόσμο (4). «Εάν οι ψηφιακές εταιρείες αποδειχθούν πιο ισχυρές από τις αρχές που τις επιθεωρούν, υπάρχει ο κίνδυνος να μην είμαστε πλέον σε θέση να ελέγξουμε τον οικολογικό αντίκτυπό τους», προειδοποιεί ο Γιαν Ταλίν, ιδρυτής του Skype και του ινστιτούτου Future of Life, που ασχολείται με τη δεοντολογία των τεχνολογιών (5).
Ακόμα και σήμερα, ο Γενς Τόιμπλερ, ερευνητής στο Ινστιτούτο Βούπερταλ, θυμάται την έντονη έκπληξή του. Πριν από μερικά χρόνια, ο Γερμανός επιστήμονας συμμετείχε σε ένα συνέδριο που διεξήχθη στο ερευνητικό κέντρο με έδρα την ομώνυμη πόλη, στη Βεστφαλία της δυτικής Γερμανίας. Τότε, θυμάται, έμεινε «άναυδος μπροστά στην εικόνα ενός άνδρα που φορούσε μια βέρα και κουβαλούσε ένα τεράστιο σακίδιο στην πλάτη, το οποίο ανταποκρινόταν στο πραγματικό υλικό αποτύπωμα του μικρού χρυσού κρίκου του. Αυτή η εικόνα με σημάδεψε». Με αυτή την αναπαράσταση, το ινστιτούτο παρουσίαζε μια πρωτότυπη μέθοδο υπολογισμού της υλικής επίπτωσης του τρόπου με τον οποίο καταναλώνουμε, που αναπτύχθηκε από τους ερευνητές του κατά τη δεκαετία του 1990: το material input per service unit (MIPS), δηλαδή την ποσότητα των υλικών πόρων που απαιτούνται για τη δημιουργία ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας (6).
Προκειμένου να υπολογιστεί ο περιβαλλοντικός αντίκτυπος, η βιομηχανία ενδιαφέρεται κυρίως για τις εκπομπές της σε διοξείδιο του άνθρακα. Αυτή όμως η μέθοδος υπολογισμού συχνά επισκιάζει άλλες μορφές ρύπανσης όπως η επίπτωση της αποβολής χημικών προϊόντων στην ποιότητα των υδάτων. Από τη δεκαετία του 1990, το MIPS εστίαζε περισσότερο στην περιβαλλοντική υποβάθμιση που έχει να κάνει με την παραγωγή εμπορευμάτων και υπηρεσιών. Ιδού μια πλήρης αντιστροφή της προοπτικής: να παρατηρούμε τι εισάγεται στη διαδικασία παραγωγής ενός αντικειμένου παρά τι εξάγεται από αυτήν.
Πιο συγκεκριμένα, το MIPS υπολογίζει το σύνολο των πόρων που κινητοποιήθηκαν και μετακινήθηκαν κατά την παραγωγή, τη χρήση και την ανακύκλωση ενός ρούχου, ενός μπουκαλιού πορτοκαλάδας, ενός χαλιού, ενός smartphone… Υπολογίζονται τα πάντα: οι ανανεώσιμοι (φυτικοί) ή μη ανανεώσιμοι (ορυκτοί) πόροι, οι μεταβολές του εδάφους που προκαλούν οι γεωργικές εργασίες, το νερό και οι χημικές ουσίες που καταναλώνονται κ.ο.κ. Ας πάρουμε ένα μπλουζάκι: η παραγωγή του σε μια ινδική βιοτεχνία απαίτησε ηλεκτρισμό, ο οποίος με τη σειρά του παρήχθη από κάρβουνο, για την εξαγωγή του οποίου αποψιλώθηκε ένα πευκόδασος…