Κάθε γεγονός που συνδέεται με τον μουσουλμανικό κόσμο μετριέται πλέον με γνώμονα την έννοια της «τρομοκρατίας». Μετά την πτώση της Καμπούλ τον Αύγουστο του 2021, τα μέσα ενημέρωσης και πολλοί δυτικοί παρατηρητές δεν έχουν πάψει να αναρωτιούνται εάν η επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία θα μπορούσε να οδηγήσει στην αναβίωση των ισλαμιστικών επιθέσεων στον κόσμο. Ουδόλως όμως προβληματίζονται σχετικά με δύο άλλα σημεία: γιατί οι Ταλιμπάν κατάφεραν να κυριεύσουν την αφγανική πρωτεύουσα χωρίς να ρίξουν σχεδόν ούτε έναν πυροβολισμό; Ενεπλάκησαν άραγε ποτέ άμεσα σε κάποια πράξη βίας εκτός Αφγανιστάν; Ομολογουμένως παρείχαν άσυλο στον Οσάμα Μπιν Λάντεν μεταξύ 1996 και 2001, και πλήρωσαν το τίμημα γι’ αυτό εκδιωκόμενοι από την εξουσία στο τέλος ενός πολέμου μερικών εβδομάδων. Ποτέ όμως δεν κατηγορήθηκαν από τους Αμερικανούς ότι ήταν ενήμεροι για την προετοιμασία των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη και στην Ουάσινγκτον.
Αυτή η εστίαση στην ένοπλη βία εμποδίζει την κατανόηση των φαινομένων της ριζοσπαστικοποίησης και του περάσματος στην πράξη. Προϋποθέτει μάλιστα μια συνέχεια μεταξύ της θρησκευτικής ριζοσπαστικοποίησης, της αναγγελίας της τζιχάντ και της διεθνούς τρομοκρατίας, σαν να υπάρχει μια αναγκαστική μετάβαση από το πρώτο στάδιο στο τρίτο και σαν, αντιστρόφως, η διεθνής τρομοκρατία να δημιουργεί τον τοπικό τζιχαντισμό. Η συλλογιστική αυτή οδηγεί στην ερμηνεία κάθε αναφοράς στη σαρία και κάθε καλέσματος σε ιερό πόλεμο ως προπομπό επιθέσεων σε παγκόσμια κλίμακα.
Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης, η πολιτική της Δύσης απέναντι στα ισλαμιστικά κινήματα καθορίζεται με μοναδικό κριτήριο την υποτιθέμενη εγγύτητά τους με την τρομοκρατία. Η εγγύτητα αυτή έχει οριστεί τόσο με βάση μια «κλίμακα έντασης» των θρησκευτικών αναφορών, όσο και εξίσου –αν όχι περισσότερο– από την πραγματική πρακτική της προσφυγής στη βία: σε γενικές γραμμές, όσο περισσότερο οι ισλαμιστικές ομάδες μιλούν για σαρία, όσο περισσότερο αμφισβητούν την πολιτική των μεγάλων δυνάμεων, τόσο περισσότερο συνιστούν τρομοκρατική απειλή. Εξ ου και το δόγμα του προληπτικού πολέμου: τους κάνουμε επίθεση προτού περάσουν εκείνοι στην πράξη.
Ωστόσο, μια πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση των τζιχαντιστικών κινημάτων δείχνει ότι αυτή η υποτιθέμενη αδιάσπαστη συνέχεια όχι μόνο δεν έχει νόημα, αλλά οδηγεί στην κινούμενη άμμο των εδαφικών πολέμων, οι οποίοι στην καλύτερη περίπτωση δεν χρησιμεύουν σε τίποτα και στη χειρότερη ενισχύουν τη διεθνοποίηση τοπικών συγκρούσεων και επομένως τη σύνδεσή τους με τον παγκόσμιο τζιχαντισμό.
Αυτό το πλαίσιο ανάλυσης αποκλείει κάθε πολιτική προσέγγιση που θα επέτρεπε την αποτροπή του αδιεξόδου της τρομοκρατίας και την επανένταξη των ένοπλων ομάδων στο παιχνίδι της νομιμότητας. Φυσικά, μπορούμε να αναρωτηθούμε γιατί επιβάλλεται μια τέτοια επανένταξη. Η απάντηση είναι απλή: όταν αυτά τα κινήματα διαθέτουν κοινωνική βάση και ικανότητα κινητοποίησης, η αντιτρομοκρατική και η στρατιωτική δράση δεν αρκούν από μόνες τους να τις περιορίσουν. Το Αφγανιστάν και το Μάλι δείχνουν ότι η θεμελίωση της πολιτικής για την καταστολή της εξέγερσης αποκλειστικά στο μοντέλο της προσφυγής στην ένοπλη βία δεν λειτουργεί. Το ίδιο ισχύει και για την αντιμετώπιση που συνίσταται στη διατήρηση των ριζοσπαστών σε απόσταση κατά τη διάρκεια της οικοδόμησης ενός κράτους δικαίου σταθερού, δημοκρατικού και πιστού στους κανόνες της καλής διακυβέρνησης. Όλες οι απόπειρες προς αυτήν την κατεύθυνση έχουν αποτύχει. Δεν αναρωτιόμαστε για τους λόγους αυτών των αποτυχιών, παρά μόνο προωθούνται επιχειρήματα πολιτισμικού τύπου: το κράτος δικαίου παρουσιάζεται ως ένα δυτικό μοντέλο που δεν προσαρμόζεται στις μουσουλμανικές κοινωνίες. Δεν βλέπουμε ότι πολλές από αυτές τις κοινωνίες έχουν όντως δική τους κρατική παράδοση, ικανή να οδηγήσει σε κράτος δικαίου, αρχίζοντας από το Αφγανιστάν.
Προφανώς η τρομοκρατία είναι υπαρκτή. Η Αλ-Κάιντα την έχει κάνει αποκλειστική πρακτική της και το Ισλαμικό Κράτος (ΙΚ ή ISIS) την έχει συνδέσει συστηματικά με την τζιχάντ. Ωστόσο η τελευταία δεν είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την τρομοκρατία, ούτε στο θεολογικό επίπεδο (υπάρχει μια νομική παράδοση που ελέγχει τη βία) ούτε στο πολιτικό (οι Αφγανοί μουτζαχεντίν ποτέ δεν μπήκαν στον χορό της διεθνούς τρομοκρατίας εναντίον σοβιετικών στόχων). Χωρίς να είναι λανθασμένη, η ιδέα ότι η τρομοκρατία αποτελεί μια αντίδραση απέναντι στον στρατιωτικό παρεμβατισμό της Δύσης στη Μέση Ανατολή (αυτό ήταν πάντα το επιχείρημα της Αλ-Κάιντα) παραμένει ελλιπής. Δεν εξηγεί τη διαφορετική απήχηση ορισμένων πολέμων: γιατί άραγε η Τσετσενία, όπου η Δύση δεν είχε εμπλακεί, και η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, όπου το ΝΑΤΟ πολεμούσε στο πλευρό των μουσουλμάνων, προκάλεσαν μεγαλύτερη αλληλεγγύη ανάμεσα στους ριζοσπαστικοποιημένους μουσουλμάνους νέους της Ευρώπης απ’ ό,τι η υποσαχάρια ζώνη του Σαχέλ, όπου ο γαλλικός στρατός παρεμβαίνει από το 2013;
Οφείλουμε συνεπώς να εξετάσουμε πολύ πιο προσεκτικά το θέμα. Δεν υπάρχει συστηματική σύνδεση μεταξύ τοπικής τζιχάντ και διεθνούς τρομοκρατίας. Έχουμε ήδη αναφερθεί στους Ταλιμπάν: ποτέ δεν εξήγαγαν τη βία εκτός Αφγανιστάν και η ευθύνη για την πλειονότητα των τυφλών επιθέσεων κατά πολιτών ή σιιτών στην Καμπούλ κατά τη διάρκεια των είκοσι χρόνων της αμερικανικής παρουσίας αναλήφθηκε από τζιχαντιστικές ομάδες, μεταξύ των οποίων, πρόσφατα, ήταν και το τοπικό παρακλάδι του ΙΚ.
Η περίπτωση του Μάλι μοιάζει ακόμα πιο παράδοξη. Ενώ η Γαλλία μάχεται στην πρώτη γραμμή εναντίον των ομάδων του Σαχέλ, ενώ ο στρατός επιδεικνύει τα κατορθώματά του κατά των τρομοκρατών –όπως έπραξε πρόσφατα μετά την εξουδετέρωση του Αντνάν Αμπού Ουαλίντ Αλ-Σαχράουι, του εμίρη του Ισλαμικού Κράτους της Μεγάλης Σαχάρας (ISGS)– ενώ το κράτος του Μάλι διατηρείται όρθιο με νύχια και με δόντια από το Παρίσι και ενώ υπάρχει ένα αναγνωρισμένο αποικιοκρατικό παρελθόν, πώς είναι δυνατό κανένας τρομοκράτης να μην έχει υποκινηθεί από τη γαλλική παρουσία εκεί; Όλοι τους, ή σχεδόν όλοι, ανέφεραν είτε τη Συρία και το Ιράκ (όπως ο Σαλάχ Αμπντεσλάμ κατά τις πρώτες ημέρες της δίκης για τις επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου 2015 στο Παρίσι) είτε την υποστήριξη των γαλλικών αρχών στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Charlie Hebdo» αφότου δημοσίευσε τις γελοιογραφίες με τον προφήτη Μωάμεθ. Ασφαλώς, οι Μαλιανοί μετανάστες στη Γαλλία δεν αποτελούν πλειοψηφία και προέρχονται από εθνοτικές ομάδες που δεν συμμετέχουν στην τζιχάντ. Αλλά και εκείνοι που έχουν έρθει από τη Φαλούτζα ή τη Μοσούλη δεν υπερτερούν κατά πολύ σε αριθμό. Γιατί άραγε τόσοι δεύτερης γενιάς Βορειοαφρικανοί νέοι κινητοποιούνται για τη Συρία και το Ιράκ, αλλά όχι για το Σαχέλ το οποίο, μολαταύτα, είναι γεωγραφικά εγγύτερο στη χώρα καταγωγής των γονέων τους; Γιατί ένας προσήλυτος στο Ισλάμ από τη Νορμανδία, τη Βρετάνη ή τη Ρεϋνιόν δεν αναφέρει ποτέ το Μάλι, αλλά πάντοτε το Ιράκ ή τη Συρία, όπου οι γαλλικές δυνάμεις έπαιξαν δευτερεύοντα ρόλο; Όπως και να έχει το πράγμα, έως σήμερα, περισσότερα από οκτώ χρόνια πολέμου της Γαλλίας στο Μάλι δεν προκάλεσαν τρομοκρατικές δράσεις στο γαλλικό εθνικό έδαφος.
Άνοδος «αποπολιτισμένων» γενεών
Προκειμένου να επιλύσουμε αυτόν τον γρίφο, είναι απαραίτητο να κάνουμε διάκριση μεταξύ των τοπικών και της παγκόσμιας τζιχάντ, παρ’ ότι οι δυο τους ενδέχεται να διασταυρώνονται. Τοπική τζιχάντ θεωρείται η βούληση μιας ομάδας να εγκαθιδρύσει ένα ισλαμικό εμιράτο κυβερνώμενο σύμφωνα με τη σαρία σε έναν δεδομένο γεωγραφικό χώρο, με επικεφαλής έναν εμίρη (μόνο το ΙΚ έχει ορίσει χαλίφη, δηλαδή έναν ηγέτη που έχει ως αποστολή να διοικήσει το σύνολο της ούμμα, συγκεντρώνοντας τους πιστούς όλου του κόσμου) (1). Αυτές οι τοπικές οντότητες αναπτύσσονται κυρίως σε ζώνες επικράτησης μιας φυλής με την ευρεία έννοια (2). Προκύπτουν από τοπικές εντάσεις και μεταλλαγές: εκδίκηση μικρότερων φατριών απέναντι στην αριστοκρατία της φυλής, διενέξεις για θέματα νερού και γης, ανικανότητα του κράτους απέναντι στη διαφθορά και στη βία και άνοδος πιο «αποπολιτισμένων» νέων γενεών, δηλαδή γενεών που έχουν αποστασιοποιηθεί από τους κώδικες της παράδοσης και από τα έθιμα. Χωρίς να ξεχνάμε την επίκληση του Ισλάμ προκειμένου να απονομιμοποιηθεί το κράτος, αλλά και άλλοι θεσμοί (τοπικές ηγεμονίες, φυλές, θρησκευτικές αδελφότητες). Από το Μάλι έως τη Μοζαμβίκη, περνώντας από τη Νιγηρία, το Τσαντ και το Σουδάν, από τις επικράτειες των φυλών του Αφγανιστάν και του Πακιστάν έως την Υεμένη, περνώντας από τη Βορειοανατολική Συρία και το αιγυπτιακό Σινά, η εμφάνιση τζιχαντιστικών ομάδων είναι πάντοτε ριζωμένη στην πολιτική ανθρωπολογία των τοπικών κοινωνιών.
Η ανάπτυξη τοπικών τζιχάντ προηγείται ή συνοδεύει την άνοδο δύο παγκόσμιων οργανώσεων, της Αλ-Κάιντα και του ΙΚ. Αμφότερες εκκινούν από το ίδιο σκεπτικό: η νίκη δεν μπορεί ποτέ να είναι τοπική, καθώς είτε τα απελευθερωμένα εδάφη σύντομα θα κυριευθούν και πάλι είτε το νέο κράτος θα αποκηρύξει την παγκόσμια τζιχάντ προκειμένου να αναγνωριστεί από τις μεγάλες δυνάμεις. Συνεπώς, πρώτα πρέπει να «γονατίσει» η Δύση ώστε να είναι εφικτή η ελπίδα ένωσης των διαφορετικών εμιράτων σε ένα ενιαίο σύνολο. Οι τοπικοί τζιχαντιστές, μπροστά σε αυτή την πρόταση να παγκοσμιοποιηθεί ο δικός τους ιερός πόλεμος, βρίσκονται μπροστά σε μια επιλογή: να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους (όπως κάνουν οι Ταλιμπάν) ή να αυτοανακηρυχθούν δικαιοδόχοι μίας εκ των δύο οργανώσεων, ορκιζόμενοι πίστη στον εμίρη της Αλ-Κάιντα ή στον χαλίφη του ΙΚ, όπως έκαναν η Αλ-Κάιντα του Ισλαμικού Μαγκρέμπ (AQIM) ή η εξτρεμιστική ισλαμιστική οργάνωση Άνσαρ Μπέιτ Αλ-Μάκντις στο Σινά. Η στρατηγική αυτή προσφέρει ένα πλεονέκτημα και ένα μειονέκτημα. Η διεθνοποίηση τούς προσφέρει ευρύτερη νομιμοποίηση σε σχέση με ενδεχόμενους τοπικούς ανταγωνιστές, παρέχοντας παράλληλα τη δυνατότητα υποδοχής αλλοδαπών εθελοντών, κάτι που ενισχύει την επίδραση του φόβου στον υπόλοιπο πληθυσμό. Ενέχει όμως και τον κίνδυνο μιας έξωθεν στρατιωτικής επέμβασης.
Ασφαλώς η επιλογή μεταξύ Αλ-Κάιντα και ΙΚ μπορεί να αιτιολογηθεί από προσωπικές διασυνδέσεις (για παράδειγμα τη συμμετοχή τοπικών ηγετών σε προηγούμενους πολέμους), εντούτοις στηρίζεται κυρίως σε διαφορετικές θεωρήσεις της σχέσης μεταξύ Ισλάμ και εδαφικής επικράτειας. Η Αλ-Κάιντα πάντα αρνούνταν την εδαφική επιλογή και έβλεπε τα εμιράτα απλώς ως έναν χώρο όπου θα έβρισκε καταφύγιο: ο Μπιν Λάντεν δήλωσε υποταγή στον εμίρη των Ταλιμπάν, τον μουλά Ομάρ, και όχι το αντίστροφο. Η οργάνωσή του δεν επενέβη στη διαχείριση του πολιτικού καθεστώτος τους –τέθηκε μάλιστα στην υπηρεσία τους στο εσωτερικό της χώρας, δολοφονώντας τον κύριο αντίπαλό τους, τον διοικητή Μασούντ (στις 9 Σεπτεμβρίου 2001), προκειμένου να έχει μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στο πρόγραμμά της για διεθνή τρομοκρατία. Για τον Μπιν Λάντεν, η παγκόσμια τζιχάντ υπερτερούσε έναντι της δράσης τοπικού χαρακτήρα. Ο διάδοχός του Αϊμάν Αλ-Ζαουάχρι κατήγγειλε, τον Ιούνιο του 2013, τον σχηματισμό του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και του Λεβάντε από τον Αμπού Μπακρ Αλ-Μπαγκντάντι. Οι αρχηγοί της Αλ-Κάιντα θεωρούσαν πως η κατοχή εδαφικής επικράτειας ήταν μια παγίδα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μαζική επίθεση από επαγγελματικούς στρατούς με απόλυτη εναέρια κυριαρχία. Η συνέχεια τούς δικαίωσε.
Όσο για το ΙΚ, παραμένει η μοναδική οργάνωση που συνδύασε εδαφική επικράτεια και παγκοσμιοποίηση, βασιζόμενη ταυτόχρονα στην παράδοση των τοπικών εμιράτων και στην κληρονομιά της Αλ-Κάιντα, και προσφεύγοντας σε τρομοκρατικές επιθέσεις αυτοκτονίας. Έτσι, το χαλιφάτο που ανακηρύχθηκε το 2014 εμφανίζει μια πρωτόγνωρη σύνθεση: ενόσω κατακτούσε συνεχώς νέα εδάφη, εξαπέλυσε τρομοκρατικές εκστρατείες στη Δύση προκειμένου να πιέσει την κοινή γνώμη να εναντιωθεί στις στρατιωτικές επεμβάσεις εναντίον του. Διεξήγαγε επίσης έναν πόλεμο-αστραπή στη Μέση Ανατολή, με την ελπίδα ότι τα καθεστώτα θα κατέρρεαν σαν χάρτινοι πύργοι. Όμως, η στρατηγική αυτή δεν ήταν βιώσιμη: η οργάνωση, διευρύνοντας συνεχώς την επικράτειά της, αγνοώντας τα σύνορα, εφαρμόζοντας ιδεολογικές εκκαθαρίσεις και καταλήγοντας να στραφεί εναντίον των φυλών, που θα μπορούσαν να την είχαν δεχθεί ευνοϊκά στην αρχή, επέσπευσε την ήττα της. Εξάλλου, οι μακροπρόθεσμοι υπολογισμοί της είχαν ένα λάθος: ο αμερικανικός στρατός δεν βρέθηκε σε τέλμα, όπως στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν. Μόλις ηττήθηκε το χαλιφάτο, παρέδωσε τα κλειδιά στις σιιτικές πολιτοφυλακές και στις κουρδικές δυνάμεις και αποχώρησε.
Πλέον, ακόμη και εάν ο κίνδυνος επιθέσεων στη Δύση παραμένει υψηλός, η διεθνής τρομοκρατία φαίνεται να παρουσιάζει κάμψη, αφού πρώτα κυριάρχησε στη σκηνή για περισσότερα από είκοσι χρόνια. Από το 1995 έως το 2015, υπάρχει μια απρόσκοπτη συνέχεια στα χαρακτηριστικά των τρομοκρατών που δρουν στη Δύση: από τον Χαλέντ Κελκάλ –εμπλεκόμενο στo κύμα επιθέσεων που διαπράχθηκαν στη Γαλλία το 1995– έως τον Σαλάχ Αμπντεσλάμ, συναντούμε μουσουλμάνους δεύτερης γενιάς και προσηλυτισμένους (3). Από το 2016, τα προφίλ τους γίνονται πιο ετερόκλητα, οι επιθέσεις πιο μεμονωμένες και πιο αυτοσχέδιες, τα κίνητρα πιο ασαφή και αποσυνδεδεμένα από τα μεγάλα στρατηγικά διακυβεύματα. Η εξέλιξη αυτή υποδηλώνει ότι η παγκόσμια τζιχάντ δεν είχε ποτέ βαθιά κοινωνική αγκύρωση. Οι «τρομοκράτες» δεν έχουν επαρκείς εφεδρείες στη γαλλική κοινωνία: συνεπώς ηττήθηκαν αρκετά εύκολα λόγω της αυτοκτονικής στάσης τους και λόγω της βελτίωσης της αστυνομικής συνεργασίας και των τεχνολογιών ασφαλείας.
Μπορούμε λοιπόν να μιλήσουμε για μια παρακμή της παγκόσμιας τζιχάντ. Όχι όμως και των τοπικών τζιχάντ, όπως καταδεικνύει η νίκη των Ταλιμπάν και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Γαλλία στο Μάλι. Αυτές οι εδαφικές συγκρούσεις δεν πρέπει πλέον να θεωρούνται απλά παρακλάδια ενός παγκοσμιοποιημένου ιερού πολέμου αλλά, αντιθέτως, αναταραχές με βαθιές ρίζες μέσα στις κοινωνίες όπου εκδηλώνονται. Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητη λίγη πολιτική ανθρωπολογία: όλες οι τοπικές τζιχάντ που αντέχουν δεν περιορίζονται στις δολοφονίες ή στην επιβολή του τρόμου. Οι Ταλιμπάν οφείλουν την επιρροή τους κυρίως στην ικανότητα που έχουν να διαχειρίζονται μικροδιενέξεις (για θέματα γης ή νερού, βεντέτες κ.λπ.) (4). Οι μετακινούμενοι τζιχαντιστές στο Σαχέλ δεν μπορούν να κατανοηθούν παρά μόνο μέσα από τη σύνδεσή τους με ήδη υπάρχουσες διενέξεις τις οποίες τα κράτη αποδεικνύονται ανίκανα να διευθετήσουν (γη, νερό, βοσκότοποι, εθνοτικές και κοινωνικές εντάσεις). Αυτές οι τοπικές αντιπαραθέσεις μικρή έλξη προκαλούν στους ξένους εθελοντές και δεν οδηγούν σε εκείνο που ήταν κάποτε η κύρια δύναμη της Αλ-Κάιντα και του ΙΚ: την κατασκευή ενός μεγάλου εσχατολογικού αφηγήματος που μεταμορφώνει νεαρούς διεθνιστές ριζοσπάστες δυσαρεστημένους με την κοινωνία σε ήρωες ενός νέου κόσμου. Η ιστορία των Ταλιμπάν, όπως κι εκείνη του αποσχισθέντος παρακλαδιού της Αλ-Κάιντα στη Συρία (της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση του Λεβάντε), αποδεικνύει ότι οι τοπικές τζιχάντ υπόκεινται σε πολιτικούς περιορισμούς που ενδέχεται να τις οδηγήσουν σε διαπραγματεύσεις και σε έλεγχο μιας εδαφικής επικράτειας, εντός ενός πλαισίου αποδεκτού από τη «διεθνή κοινότητα» (σεβασμός των συνόρων, απόρριψη της παγκόσμιας τρομοκρατίας). Αυτό έκαναν οι Ταλιμπάν, δίνοντας έτσι ένα μάθημα στους τζιχαντιστές κάθε απόχρωσης, όπως και στους αντιπάλους τους: δεν υπάρχει στρατιωτική νίκη, υπάρχουν μόνο πολιτικές νίκες.