Τον Μάρτιο του 2017, ο Τζούλιαν Ασάνζ ολοκληρώνει την πέμπτη χρονιά του εγκλεισμού του στην πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο. Η ηγεσία της CIA είναι αποφασισμένη να τον συλλάβει και εξετάζει το ενδεχόμενο να τον δολοφονήσει: τα Wikileaks, των οποίων συνιδρυτής υπήρξε ο Ασάνζ, μόλις είχαν αποκαλύψει ποια εργαλεία χρησιμοποιεί η CIA για να παρακολουθεί τις ηλεκτρονικές συσκευές. Η διαρροή είναι αποφασιστικής σημασίας. Τα στελέχη της υπηρεσίας σκέφτηκαν κατ’ αρχάς να απαγάγουν τον ένοχο. Όμως η παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας του Ισημερινού στην πρεσβεία του προκειμένου να συλληφθεί ένας Αυστραλός υπήκοος που έχει καταφύγει στο Λονδίνο, από διπλωματική άποψη, θα ήταν μια πολύ ευαίσθητη υπόθεση. Στη συνέχεια, πείθουν τον εαυτό τους ότι ο Ασάνζ ετοιμάζεται να το σκάσει στη Ρωσία, με τη βοήθεια του Ισημερινού και του Κρεμλίνου. Καταστρώνουν τότε ακόμα πιο εξωφρενικά σχέδια: «Ένοπλες συγκρούσεις στους δρόμους του Λονδίνου με τους πράκτορες του Κρεμλίνου, πρόκληση καραμπόλας με το ρωσικό διπλωματικό αυτοκίνητο που θα μεταφέρει τον Ασάνζ προκειμένου να επιτευχθεί η σύλληψή του, πυροβολισμοί στα λάστιχα του ρωσικού αεροσκάφους που θα τον μεταφέρει, έτσι ώστε να εμποδιστεί η απογείωσή του με προορισμό τη Μόσχα. (…) Μία από αυτές τις υποθέσεις έφτανε μάλιστα να προβλέπει ότι ο Ασάνζ θα προσπαθούσε να διαφύγει κρυμμένος μέσα σε ένα καρότσι με άπλυτα». Τελικά, η αντίθεση του Λευκού Οίκου σε μια επιχείρηση η οποία ήταν εντελώς αδύνατον να δικαιολογηθεί από νομική άποψη σήμανε το τέλος αυτών των σχεδίων.
Όλα αυτά τα στοιχεία, προερχόμενα από ένα μακροσκελές άρθρο που ανάρτησε στο Διαδίκτυο στις 26 Σεπτεμβρίου 2021 μια ομάδα δημοσιογράφων του Yahoo News, παρουσιάζονται διεξοδικά μέσα από συνομιλίες με μια τριανταριά στελέχη των αμερικανικών υπηρεσιών ασφαλείας (1). Τον Απρίλιο του 2017, ο τότε διευθυντής της CIA Μάικ Πομπέο δεν είχε κρύψει το παιχνίδι του: «Τα Wikileaks είναι μια υπηρεσία πληροφοριών εχθρική προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία συχνά ενισχύεται από τη Ρωσία. (…) Δεν θα επιτρέψουμε στους συναδέλφους του Ασάνζ να προβάλλουν την ελευθερία της έκφρασης για να μας τσακίσουν με κλεμμένα μυστικά. Θα γίνουμε μια πολύ πιο μοχθηρή υπηρεσία. Και θα στείλουμε τους πλέον ανελέητους πράκτορές μας στα πλέον επικίνδυνα σημεία για να τους συντρίψουμε».
Η έρευνα του Yahoo News θα έπρεπε λογικά να προκαλέσει αντιδράσεις στα μέσα ενημέρωσης: αγανακτισμένα κύρια άρθρα που θα επικαλούνταν το «δικαίωμα στην ενημέρωση», τη «δημοκρατία που κινδυνεύει», το «καθεστώς ανελευθερίας που ανορθώνεται», τη «μήτρα του ολοκληρωτισμού που είναι ακόμα γόνιμη» κ.ο.κ. Ειδικά από τη στιγμή που κανείς δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει τον Μάικλ Ίσικοφ, βασικό ερευνητή της ομάδας, για αντιαμερικανισμό ή για συμπάθεια προς τη Μόσχα: τον Μάρτιο του 2018 είχε εκδώσει ένα βιβλίο με τίτλο «Ρώσικη Ρουλέτα: Η μυστική ιστορία του πολέμου του Πούτιν εναντίον της Αμερικής».
Κι όμως, παρ’ όλα αυτά, μετά τις αποκαλύψεις του Yahoo News, ούτε η «Wall Street Journal» ούτε η «Washington Post» ούτε οι «New York Times» αφιέρωσαν έστω και μία γραμμή (2). Ούτε και η «Monde», η «Figaro», η «Libération», η «Echos» ή το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων (AFP) στη Γαλλία. Βέβαια, η είδηση δημοσιεύτηκε στον «Guardian», στο «Courrier International», στο «Point», στο Médiapart και στο CNews, τις περισσότερες φορές όμως χωρίς ιδιαίτερη έμφαση. Πράγμα που σημαίνει ότι σχεδόν κανείς δεν την πρόσεξε. Το πρακτορείο Bloomberg ξεπέταξε την είδηση μέσα σε εικοσιοκτώ λέξεις.
Ας θυμηθούμε τώρα τον διεθνή σάλο που προκλήθηκε από την απόπειρα δολοφονίας του δικηγόρου Αλεξέι Ναβάλνι (3). Άλλος ένας θαρραλέος αντιφρονών, ένας μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος τον οποίο απειλεί και καταδιώκει ένα κράτος. Αυτός όμως είναι έγκλειστος σε ρωσικό μπουντρούμι και όχι σε λονδρέζικη φυλακή. Η διαφοροποιημένη αντιμετώπιση των δύο ηρώων από τα μέσα ενημέρωσης είναι αρκετά διαφωτιστική για την ελαστικότητα των εννοιών «ανθρώπινα δικαιώματα» και «ελευθερία του Τύπου», που ανακινούνται με κάθε ευκαιρία από τα δυτικά μέσα ενημέρωσης.
Στο κλασικό έργο τους «Η κατασκευή της συναίνεσης» του 1988 (4) , ο Νόαμ Τσόμσκυ και ο Έντουαρντ Χέρμαν κατέδειξαν ότι «ένα σύστημα προπαγάνδας» παρουσιάζει με διαφορετικό τρόπο «τα θύματα ωμοτήτων σε μια εχθρική χώρα» και εκείνα «στα οποία η κυβέρνηση της συγκεκριμένης χώρας ή ενός υποτελούς κράτους της επιφυλάσσει την ίδια ακριβώς μοίρα». Έφερναν ως απόδειξη την εξόφθαλμη δυσαναλογία στην αντιμετώπιση δύο φόνων ιερωμένων που διαπράχθηκαν την ίδια περίπου εποχή από αστυνομικούς ή από παραστρατιωτικές ομάδες: τη δολοφονία του Όσκαρ Ρομέρο, αρχιεπισκόπου του Σαν Σαλβαδόρ, τον Μάρτιο του 1980 και τη δολοφονία του Πολωνού ιερέα Γιέρζυ Ποπιελούσκο τον Οκτώβριο του 1984, γνωστοί και οι δύο για την αντίθεσή τους στην εξουσία. Μετά από μια εξαντλητική έρευνα στους κυριότερους τίτλους του αμερικανικού Τύπου, ο Τσόμσκι και ο Χέρμαν κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι «ένα θύμα όπως ο Ποπιελούσκο άξιζε 137 ως 179 φορές περισσότερο από κάποιον που έπεφτε θύμα ενός κράτους υποτελούς στις ΗΠΑ». Όλοι θυμούνται ότι εκείνη την εποχή η Πολωνία ήταν ενταγμένη στη σοβιετική σφαίρα επιρροής, δηλαδή στην «Αυτοκρατορία του Κακού».
Αυτή η διαφορά είναι λιγότερο εντυπωσιακή στην περίπτωση που μας απασχολεί. Από τη στιγμή που κατέφυγε στην πρεσβεία του Ισημερινού, στις 19 Ιουνίου του 2012, ο Ασάνζ αναφέρθηκε σε 225 άρθρα της «Monde», σύμφωνα με τα αρχεία της εφημερίδας. Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, ο Ναβάλνι εμφανίζεται σε 419 κείμενα. Όμως, πέρα από τους αριθμούς, οι δύο αντιφρονούντες αντιμετωπίζονται μέσα από μια διαφορετική οπτική. Έτσι, τρία από τα πέντε κύρια άρθρα της «Monde» που είναι αφιερωμένα στον Αυστραλό χάκερ δίνουν έμφαση στην «αμφιλεγόμενη πορεία του Τζούλιαν Ασάνζ». Αυτός ήταν ο τίτλος του κύριου άρθρου της 19ης Απριλίου 2019, τυπωμένου τη μεθεπομένη της σύλληψής του στο Λονδίνο από τις βρετανικές υπηρεσίες: «Προτού αναφερθούμε στη μοίρα των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος που μάχονται ενάντια στα κρατικά μυστικά, θα πρέπει να σταθούμε σε δύο προφανή σημεία. Πρώτον, απέναντι στη δικαιοσύνη, ο Τζούλιαν Ασάνζ είναι ένας πολίτης που δεν μπορεί να έχει διαφορετική μεταχείριση από τους υπόλοιπους συμπολίτες του. (…) Δεύτερον, ο Τζούλιαν Ασάνζ δεν είναι φίλος των ανθρώπινων δικαιωμάτων». Και από πού προκύπτει αυτό; «Ο αντιαμερικανός ακτιβιστής επιτίθεται στα μυστικά των δημοκρατικών και σπανίως σε εκείνα των ολοκληρωτικών χωρών.» Με λίγα λόγια, θα έπρεπε να βάζει συχνότερα στο στόχαστρό του την ενδέκατη παγκόσμια δύναμη και να αφήνει περισσότερο στο απυρόβλητο την πρώτη δύναμη.
Ξανασυναντάμε την ίδια ιδέα σε ένα κύριο άρθρο που δημοσιεύτηκε στη «Monde» έναν χρόνο αργότερα, στις 26 Φεβρουαρίου 2020. Βεβαίως, «ο Τζούλιαν Ασάνζ δεν θα πρέπει να εκδοθεί στις ΗΠΑ», εκτιμά η εφημερίδα, ωστόσο «δεν έχει συμπεριφερθεί ούτε ως υπερασπιστής των ανθρώπινων δικαιωμάτων ούτε ως πολίτης που σέβεται τη δικαιοσύνη. (…) Πάντα έτοιμος να επιτεθεί στα μυστικά των δημοκρατικών χωρών, έχει φανεί λιγότερο πρόθυμος να στραφεί ενάντια στις αυταρχικές χώρες». Η «Wall Street Journal», που εδώ και πολλά χρόνια έχει δηλώσει ανοιχτά ότι εφαρμόζει μια τακτική «δύο μέτρων και δύο σταθμών» υπέρ της Δύσης, είχε διατυπώσει μια πανομοιότυπη κριτική: «Ο κ. Ασάνζ δεν υπήρξε ποτέ ήρωας της διαφάνειας ή του αισθήματος δημοκρατικής ευθύνης. Οι στόχοι του μοιάζουν να είναι πάντα οι θεσμοί των δημοκρατικών χωρών, ποτέ οι αντίστοιχοί τους στις αυταρχικές χώρες» (12 Απριλίου 2019).
Αντίθετα, στον Ναβάλνι παρέχεται ανεπιφύλακτη υποστήριξη. Κανένα από τα πέντε κύρια άρθρα που του αφιερώνει η «Monde» (από τα 13 στα οποία αναφέρεται το όνομά του) δεν επιμένει στην «αμφιλεγόμενη πορεία» του ή ότι «είναι ένας πολίτης που δεν μπορεί να έχει διαφορετική μεταχείριση από τους υπόλοιπους συμπολίτες του». Ωστόσο, η στράτευσή του σε μια εθνικιστική οργάνωση, η συμμετοχή του στις ξενοφοβικές διαδηλώσεις των «ρωσικών πορειών», οι ρατσιστικές δηλώσεις του ενάντια στους μετανάστες από τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία είχαν ως αποτέλεσμα να χάσει το καθεστώς του «κρατουμένου συνείδησης» που του είχε αναγνωρίσει η Διεθνής Αμνηστία, «λόγω ανησυχιών σχετικών με δηλώσεις που πυροδοτούν διακρίσεις, τις οποίες έκανε το 2007 και το 2008 και θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν απολογία του μίσους» (αυτό το καθεστώς τελικά τού αναγνωρίστηκε και πάλι τον περασμένο Μάιο, μετά την κυνική χρησιμοποίηση της ανάκλησής του από τις ρωσικές αρχές).
Μόλις αναφερθεί το όνομα του «δικηγόρου-μπλόγκερ που κατακεραυνώνει την διαφθορά του κράτους (…) και εξελίσσεται στον υπ’ αριθμόν ένα αντίπαλο του Βλαντιμίρ Πούτιν», εξανεμίζεται η αυστηρότητα που επιφυλάσσεται στον Ασάνζ. Σε σημείο ώστε ο Ναβάλνι να ακτινοβολεί στην τελευταία σελίδα της «Monde», παρουσιαζόμενος ως σύγχρονος μαιτρ των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (16 Ιουνίου 2017). Ακόμα και ως συνάδελφος: «Η ερευνητική δημοσιογραφία που ασκούσε καταγγέλλει το σύμπαν της διαφθοράς με αξιοζήλευτη αποτελεσματικότητα, μέσα από βίντεο με πάρα πολλές διαδικτυακές προβολές» (22 Αυγούστου 2020). Και κάνει την ίδια εφημερίδα να αφιερώνει στον Ρώσο αντιφρονούντα ένα τμήμα του πρωτοσέλιδού της, ένα κύριο άρθρο της, ένα υμνητικό άρθρο –και όλα αυτά συνοδευόμενα από ένα άρθρο γνώμης του Ναβάλνι που κατακεραυνώνει τον ηγέτη του Κρεμλίνου ως «επικεφαλής ηθικό αυτουργό των διεφθαρμένων». Εξάλλου, η εφημερίδα θα παροτρύνει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να «βάλουν τέλος σε κάθε επιείκεια απέναντι στον Πούτιν» (21 Ιανουαρίου 2021).
Το ίδιο μοντέλο και στη «Γεωπολιτική», την καθημερινή εκπομπή του δημόσιου ραδιοσταθμού France Inter. Όταν ο γνωστός δημοσιογράφος Πιέρ Ασκί αναφέρεται στον Ασάνζ, καταγγέλλει τις διώξεις που επιχειρούν εναντίον του οι Αμερικανοί και τάσσεται κατά της έκδοσής του. Όμως, ο Ασκί υπενθυμίζει στους ακροατές του «τη σκοτεινή πλευρά, τόσο προσωπική όσο και πολιτική», μιας «προσωπικότητας που έγινε δαιμονική». Στις οκτώ εκπομπές που αφιερώνει στον Ναβάλνι την περίοδο μεταξύ 1ης Οκτωβρίου 2018 και 21ης Οκτωβρίου 2021 (έναντι δύο αφιερωμένων στον Ασάνζ), δεν εκδηλώνεται η παραμικρή επιφύλαξη αυτού του είδους. Σε αυτές προβάλλεται μονάχα το θάρρος και η μαχητικότητα του Ρώσου αντιφρονούντα –δύο αναμφισβήτητες αρετές του, τις οποίες ωστόσο δεν φαίνεται να στερείται και ο ιδρυτής των Wikileaks.
«Η τραγωδία του Τζούλιαν Ασάνζ»,συνόψιζε το 2019 ο δημοσιογράφος Ζακ Ντιόν, «είναι πως είναι Αυστραλός και όχι Ρώσος. Εάν διωκόταν από το Κρεμλίνο, (…) οι κυβερνήσεις θα διαγκωνίζονταν για το ποια θα έχει την τιμή να του προσφέρει πολιτικό άσυλο. Το πρόσωπό του θα προβαλλόταν στην πρόσοψη του δημαρχείου του Παρισιού και η δήμαρχος Ανν Ινταλγκό θα διέταζε να κυματίζει μεσίστια η σημαία στον Πύργο του Άιφελ μέχρι την ημέρα της απελευθέρωσής του» (5).
Οι δυτικοί δημοσιογράφοι είχαν λατρέψει τον Αυστραλό χάκερ, που είχε χριστεί «προσωπικότητα της χρονιάς» το 2010 από το περιοδικό «Time», καθώς τους πρόσφερε πολυάριθμες εντυπωσιακές ειδήσεις και αποκλειστικότητες μέσα σε ένα πολύ πιο ήρεμο γεωπολιτικό κλίμα. Τον κατακεραυνώνουν από το 2016, όταν τα Wikileaks δημοσίευσαν την ηλεκτρονική αλληλογραφία του Δημοκρατικού Κόμματος, μια διαρροή που η CIA αποδίδει σε ρωσική υποκλοπή. «Μήπως όταν εκφράζεται ο Ασάνζ μιλάει ο Πούτιν;»: αυτός ήταν ο τίτλος του κύριου άρθρου της διεθνούς έκδοσης των «New York Times» στις 2 Σεπτεμβρίου 2016. Όταν όμως η ρωσική κυβέρνηση επέβαλε τη δυσφημιστική ταμπέλα «ξένοι πράκτορες» σε ορισμένες μη κυβερνητικές οργανώσεις, ο δυτικός Τύπος εξέφρασε δικαίως την αγανάκτησή του για αυτή τη συνταύτιση ετερογενών δράσεων.
Πριν από μερικές εβδομάδες, το βρετανικό εφετείο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση, κάνοντας δεκτό το σχετικό αμερικανικό αίτημα, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την έκδοση του Ασάνζ στις ΗΠΑ. Πριν από μερικούς μήνες, ένας θαρραλέος Ρώσος δημοσιογράφος τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης επειδή υπερασπίζεται την ελευθερία της έκφρασης που βρίσκεται υπό διωγμό στη χώρα του. Του χρόνου θα απονεμηθεί στον Ασάνζ;