Στην ομιλία του κατά το άνοιγμα του φόρουμ Boao για την Ασία, του κινεζικού αντιστοίχου του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (του Νταβός), ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ αναφέρθηκε, τον Απρίλιο του 2021, σε μια νέα παγκόσμια τάξη. Με τους υπαινιγμούς του να αφορούν τις ΗΠΑ, απέρριψε κάθε ιδέα περί «ψυχρού πολέμου» και «ηγεμονίας», προτού δηλώσει: «Οφείλουμε να προωθήσουμε τη φιλελευθεροποίηση και τη διευκόλυνση του εμπορίου και των επενδύσεων, να εμβαθύνουμε την ενσωμάτωση των περιφερειακών οικονομιών και να ενισχύσουμε τις αλυσίδες εφοδιασμού (…) με προοπτική να οικοδομήσουμε μια ανοικτή παγκόσμια οικονομία. (…) Στην εποχή της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, το άνοιγμα και η ενσωμάτωση αποτελούν μια ακαταμάχητη ιστορική τάση. Η ύψωση τειχών ή η “αποσύζευξη” αντιβαίνουν στους οικονομικούς νόμους και στις αρχές της αγοράς» (1).
Αυτός ο ύμνος στον οικονομικό φιλελευθερισμό έχει γίνει ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στις επίσημες κινεζικές διατυπώσεις. Απέναντι στις προσπάθειες προστατευτισμού των ΗΠΑ με στόχο την αναδιάρθρωση των διακρατικών αλυσίδων εφοδιασμού και τον περιορισμό της πρόσβασης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΛΔΚ) στις στρατηγικές τεχνολογίες, το κόμμα-κράτος παρουσιάζεται ως φανατικός υπέρμαχος του ελεύθερου εμπορίου και του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Υπολογίζοντας στον περιορισμένο πατριωτισμό και στην απεριόριστη όρεξη των διακρατικών ομίλων, ήρε τα εμπόδια που απέκλειαν την πρόσβαση σε ορισμένα τμήματα των εθνικών κεφαλαιαγορών και χορήγησε άδειες σε μεγάλους αμερικανικούς ομίλους ώστε να είναι σε θέση να εκμεταλλευτούν με πλειοψηφική ή και 100% συμμετοχή θυγατρικές εταιρείες σε εξειδικευμένες αγορές (διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, πληρωμές, έκδοση ομολόγων, ασφάλιση, αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας κ.λπ.).
«Η Κίνα κάνει άνοιγμα ενώ οι ΗΠΑ κλείνουν», γράφουν οι «Global Times» (14 Ιουνίου 2020), αναφερόμενοι στις άδειες που χορήγησε η Τράπεζα της Κίνας, το 2019 και το 2020, στις Goldman Sachs, BlackRock, JPMorgan Chase, Citibank, Morgan Stanley, American Express, PayPal και Mastercard, μεταξύ άλλων. Ένα άρθρο της «China Daily» (18 Μαρτίου 2021) σημειώνει με ικανοποίηση ότι «η Wall Street δεν θα παραλείψει να κάνει εκείνο που κάνει καλύτερα: να αναζητήσει το κέρδος». Εκτίμηση που συμμερίζεται ο «Economist» (5 Σεπτεμβρίου 2020): «Η Κίνα δημιουργεί ευκαιρίες [τις οποίες το ξένο κεφάλαιο δεν] περίμενε, τουλάχιστον όχι τόσο γρήγορα. Πολλοί παρατηρητές επικεντρώνονται στην αποσύζευξη ΗΠΑ και Κίνας. Εντούτοις, για όσους διαχειρίζονται τα τρισεκατομμύρια δολάρια που κυκλοφορούν καθημερινά στις παγκόσμιες αγορές, η κυρίαρχη τάση μάλλον θυμίζει σύζευξη». «Όταν πρόκειται για κέρδη», γράφουν οι «Financial Times» (4 Φεβρουαρίου 2021), «μια θεμελιώδης αλήθεια σχετικά με τον στρατηγικό ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας είναι πως υπάρχουν πολλά περισσότερα πράγματα που δημιουργούν έλξη από εκείνα που απωθούν».
Σύμφωνα με τις επίσημες εκτιμήσεις (2) , οι αμερικανικές εισροές στην Κίνα έφτασαν συνολικά τα 620 δισεκατομμύρια δολάρια την περίοδο της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, στις οποίες θα πρέπει να προστεθούν δεκάδες κινεζικές εταιρείες εισηγμένες στο χρηματιστήριο στις θέσεις αμερικανικών. Στα τέλη του 2019, οι Αμερικανοί επενδυτές κατείχαν τουλάχιστον 813 δισεκατομμύρια δολάρια κινεζικών μετοχών και ομολόγων, έναντι 368 δισεκατομμυρίων το 2016. Σήμερα το σύνολο φέρεται να αγγίζει τα 1.100 δισεκατομμύρια. Το 2020, τα ξένα περιουσιακά στοιχεία σε μετοχές αυξήθηκαν κατά 50% και τα ομόλογα κατά 28% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Οι αριθμοί αυτοί υποεκτιμούν τις εισροές κεφαλαίων, καθώς πολλές κινεζικές εταιρείες που εκδίδουν μετοχές έχουν θυγατρικές εγκατεστημένες σε υπεράκτιους φορολογικούς παραδείσους. Εβδομήντα τρεις θυγατρικές στις Νήσους Κέιμαν: «Περισσότερες από κάθε άλλη χώρα, μετά τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ταϊβάν», σύμφωνα με μια μελέτη του Ιουλίου του 2021, που διευκρινίζει: «Το 2017, οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί επενδυτές, καθώς και οι προερχόμενοι από την ευρωζώνη, κατείχαν 830 δισεκατομμύρια δολάρια σε μετοχές κινεζικών εταιρειών μέσω φορολογικών παραδείσων, από τα οποία τα 705 δισεκατομμύρια ήταν αποκλειστικά μέσω των Νήσων Κέιμαν» (3). Μια πρόσφατη έκθεση συμπεραίνει ότι «η ενσωμάτωση της Κίνας στις παγκόσμιες οικονομικές αγορές επιταχύνεται» (4).
Η εξέλιξη αυτή συνοδεύεται από μια πιο μαχητική διπλωματία, τη λεγόμενη «διπλωματία των λύκων πολεμιστών», και από μια αδιάλλακτη υποστήριξη των εθνικών συμφερόντων (εδαφικές διεκδικήσεις στην Ασία, περιοριστικά οικονομικά μέτρα ή κυρώσεις στις χώρες και στα άτομα που επικρίνουν τις επιδόσεις της ΛΔΚ σε θέματα ανθρώπινων δικαιωμάτων στο Σιντζιάνγκ και το Χονγκ Κονγκ κ.λπ.). Η στάση αυτή, που συνδυάζει ένταξη στην παγκοσμιοποίηση και σθεναρή υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας, είναι λιγότερο παράδοξη απ’ όσο μοιάζει. Η άνοδος της Κίνας κατέστη δυνατή μέσα από μια ελεγχόμενη ενσωμάτωση στην παγκόσμια αγορά. Η διεθνοποίηση όχι μόνο δεν την εγκλώβισε σε μια πορεία εξαρτημένης ανάπτυξης, αλλά συνέβαλε στο κτίσιμο της ισχύος της.
Νέες συγκεντρώσεις εξουσίας
Το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο. Παρ’ όλο που κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα η ενσωμάτωση διαφορετικών γεωγραφικών ζωνών στην ευρωκεντρική παγκόσμια οικονομία ενίοτε μεταφράστηκε σε καταποντισμό των ευάλωτων κοινωνιών, ταυτόχρονα προκάλεσε νέες συγκεντρώσεις οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Έτσι, οι ροές κεφαλαίων διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των βρετανικών αποικιών. Ήταν καίριας σημασίας για τις ΗΠΑ, καθώς συνέβαλαν στην ενοποίηση της ηπείρου και στην ανάδυση μιας μεγάλης βιομηχανικής δύναμης. Οι Ευρωπαίοι –και κυρίως η Βρετανία– χρηματοδότησαν το αμερικανικό εξωτερικό εμπόριο και επένδυσαν στη γη, στη γεωργία, στο ζωικό κεφάλαιο, στις εθνικές και τις τοπικές αρχές, στις εμπορικές τράπεζες και στις υποδομές (οδικά δίκτυα, κανάλια και σιδηροδρόμους).
Από το τέλος του αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου, το 1865, έως το 1900, οι επενδύσεις προς τις ΗΠΑ ανέρχονταν κατά μέσο όρο στο 22% του συνόλου των βρετανικών επενδύσεων στον κόσμο. Και το 1913, παρά την προστασία των «αναπτυσσόμενων βιομηχανιών» και τους επαναλαμβανόμενους χρηματοπιστωτικούς πανικούς στις ΗΠΑ, αντιπροσώπευαν «πολύ περισσότερο από το ένα τρίτο του συνόλου των βρετανικών επενδύσεων εκτός Αυτοκρατορίας» (5). Οι ροές αυτές έπαιξαν σημαντικό –και ενίοτε αποφασιστικό– ρόλο στον σχηματισμό του κεφαλαίου, συμβάλλοντας στην «ταχεία ανάπτυξη του πρώτου διαπεριφερειακού συστήματος μεταφορών» και στην ανάπτυξη της «αμερικανικής Δύσης και την ενσωμάτωσή της στην εθνική οικονομία… [και ιδίως] στη βιομηχανική οικονομία της Ανατολικής Ακτής» (6).
Στην Ιαπωνία, οι εντατικές προσπάθειες βιομηχανικού και στρατιωτικού εκσυγχρονισμού κατά την περίοδο Μέιτζι (1868-1912) επίσης έλαβαν μια ζωτικής σημασίας βοήθεια από Βρετανούς και Αμερικανούς επενδυτές. Ο ιστορικός Χέρμπερτ Φάις σημειώνει πως «η Ιαπωνία την χρειαζόταν προκειμένου να αποκτήσει όπλα και να διεξάγει πολέμους, να ενοποιήσει τους σιδηροδρόμους της κάτω από μια αποτελεσματική ενιαία εθνική διοίκηση, να ενθαρρύνει τη βιομηχανία μεγάλης κλίμακας, να προσαρτήσει και να αναπτύξει την Κορέα και τη Μαντζουρία [στην Κίνα], να δημιουργήσει δημόσιες υπηρεσίες στις πόλεις της. Σχεδόν το ήμισυ του συνολικού δημόσιου χρέους της κατά τα χρόνια που προηγήθηκαν του πολέμου [με τη Ρωσία, από τον Φεβρουάριο του 1904 έως τον Σεπτέμβριο του 1905] αποτελείτο από εξωτερικά δάνεια. Χρησιμοποίησε τις τεχνικές γνώσεις και τον εξοπλισμό από όλο τον κόσμο, ωστόσο τα κεφάλαια προέρχονταν κυρίως από το Ηνωμένο Βασίλειο. Μπορούμε να πούμε ότι χάρη σε αυτό το κεφάλαιο, όπως και χάρη στην πολιτική εξάρτησή της, το Ηνωμένο Βασίλειο έκανε την Ιαπωνία μεγάλη δύναμη» (7).
Στην περίπτωση της Κίνας, το κράτος έπαιξε πρωταρχικό ρόλο, με ένα βαθμιαίο άνοιγμα που περιλάμβανε ελέγχους στο είδος και στον όγκο των ξένων κεφαλαίων, όπως και με μεταφορές τεχνολογίας μέσω κοινοπραξιών στις οποίες οι ξένοι συνήθως κατείχαν μειοψηφικό μερίδιο. Στους βιομηχανικούς τομείς-κλειδιά, υπαγόρευσε τους δικούς του όρους στους μετόχους, ευνοώντας παράλληλα την εμφάνιση «εθνικών πρωταθλητών» όπως η Huawei, ικανών να αντιμετωπίσουν τον παγκόσμιο ανταγωνισμό (8). Ακόμα και η φιλελευθεροποίηση των επενδυτικών καθεστώτων και η πώληση μέσω μετοχών ορισμένων δημόσιων εταιρειών, στα τέλη της δεκαετίας του 2000, δεν προκάλεσαν απώλεια του ελέγχου: το κράτος διατήρησε «την ιδιοκτησία των βασικών περιουσιακών στοιχείων, το δικαίωμα στους διορισμούς του προσωπικού, θεμέλιο ενός ισχυρού συστήματος πατρονίας, καθώς και μιας πλήρους επιτήρησης και σχεδιασμού από τους κεντρικούς φορείς του κόμματος και του κράτους» (9). Κάτι που εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα, όπως μαρτυρούν τα εντυπωσιακά πειθαρχικά μέτρα εναντίον των κινεζικών ψηφιακών γιγάντων Alibaba και Tencent, οι οποίοι κατά την άποψη του κράτους έγιναν πολύ σημαντικοί και αυτόνομοι στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, καθώς και σε πολλές άλλες επιχειρήσεις, των οποίων ο κατάλογος συνεχώς διευρύνεται.
Η σχετικά περιορισμένη πρόσβαση στην αγορά που έχει παραχωρηθεί στις ξένες χρηματοπιστωτικές εταιρείες, οι οποίες επίσης υφίστανται το μακρύ ρυθμιστικό χέρι του κράτους, συνεπάγεται περιορισμένους κινδύνους για την Κίνα, καθώς ο χρηματοπιστωτικός τομέας της κυριαρχείται από τεράστιες εμπορικές τράπεζες συνδεόμενες με το κράτος. Το ελεγχόμενο άνοιγμα προσφέρει σημαντικά δυνητικά πλεονεκτήματα. Επιτρέπει την είσοδο παικτών με τεχνογνωσία ικανή να συμβάλει στην ανάπτυξη σινοκεντρικών χρηματοπιστωτικών κέντρων, με την προοπτική της διεθνοποίησης του γουάν. Ταυτόχρονα, εδραιώνει και διευρύνει τον κύκλο των ιδιωτικών φορέων που έχουν άμεσο όφελος από την επιτυχία της κινεζικής οικονομίας.
Με αυτόν τον τρόπο, το κινεζικό κράτος κινητοποιεί το διακρατικό κεφάλαιο, το οποίο πηγαίνει αντίθετα στο ρεύμα των αμερικανικών στρατηγικών συμφερόντων, προκειμένου να μετριάσει τις κινήσεις προστατευτισμού εκ μέρους του ανταγωνιστή του. Οι κυριότεροι χρηματοπιστωτικοί φορείς εμπλέκονται στο έργο της οικοδόμησης του κινεζικού κράτους, όπως έκαναν πριν από εκείνους οι διακρατικές βιομηχανικές επιχειρήσεις. Κάποιοι παίζουν εσκεμμένα το παιχνίδι: «Οι αυτοκρατορίες αναπτύσσονται εφόσον είναι παραγωγικές, οικονομικά υγιείς, όταν κερδίζουν περισσότερα από όσα δαπανούν… [και] όταν ο λαός τους έχει καλή μόρφωση, εργάζεται σκληρά και συμπεριφέρεται με πολιτισμένο τρόπο», δηλώνει με ενθουσιασμό ο διευθυντής του αμοιβαίου κεφαλαίου αντιστάθμισης κινδύνου (hedge fund) Bridgewater Associates (10).
Μολονότι βαθιά αλληλοεξαρτώμενοι (εμπορικά, χρηματοπιστωτικά και τεχνολογικά), ο κινεζικός και ο αμερικανικός πόλος του παγκόσμιου καπιταλισμού είναι εγκλωβισμένοι σε έναν έντονο και διαρκή στρατηγικό ανταγωνισμό. Όσο και αν το Πεκίνο λέει ότι «η τροποποίηση του οικονομικού νόμου μέσω της πολιτικής ισχύος είναι ανέφικτη», η κρατική ισχύς κερδίζει και πάλι έδαφος στις ΗΠΑ. Και η αντίφαση ανάμεσα στα στρατηγικά συμφέροντα του μηχανισμού εθνικής ασφάλειας και σε εκείνα της διακρατικής οικονομίας γίνεται όλο και πιο σαφής: ωθεί την Ουάσινγκτον να εγκαταλείψει την παγκόσμια φιλελευθεροποίηση –κεντρική έως τώρα στόχευση της διεθνούς οικονομικής πολιτικής– και επαναφέρει το κράτος του προστατευτισμού και του παρεμβατισμού.
Στις 3 Ιουνίου 2021, η κυβέρνηση Μπάιντεν αποφάσισε να ανανεώσει και να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του διατάγματος 13959 της κυβέρνησης Τραμπ, το οποίο αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της «απειλής που θέτει το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα της ΛΔΚ», ποινικοποιώντας τα άτομα και τις επιχειρήσεις που έχουν διασυνδέσεις μαζί του (11). Η απόφαση αυτή ακολουθεί την ανακοίνωση, στις 8 Απριλίου 2021, του Γραφείου Βιομηχανίας και Ασφάλειας του υπουργείου Εμπορίου, που προσθέτει κινεζικές εταιρείες υπερυπολογιστών στην επονομαζόμενη λίστα των οντοτήτων με εμπλοκή «σε δραστηριότητες αντίθετες με τα συμφέροντα της εθνικής ασφάλειας ή της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ».
Αποκλίνουσες λογικές
Μια έκθεση του Λευκού Οίκου σχετική με τις εφοδιαστικές αλυσίδες της Αμερικής εκτιμά ότι τρωτά σημεία υπάρχουν «στην κατασκευή ημιαγωγών και την προηγμένη συσκευασία, στις μπαταρίες μεγάλης χωρητικότητας όπως εκείνες των ηλεκτρικών οχημάτων, σε αποφασιστικής σημασίας μεταλλεύματα και πρώτες ύλες, στα φαρμακευτικά προϊόντα και τα προηγμένα φαρμακευτικά υλικά (API)» (12). Σημειώνει τους «έξι βασικούς βιομηχανικούς τομείς που αποτελούν το υπόβαθρο της οικονομικής και της εθνικής ασφάλειας της Αμερικής: τη βιομηχανική βάση της άμυνας, της δημόσιας υγείας και των βιολογικών παρασκευασμάτων, των τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών, του ενεργειακού τομέα, των μεταφορών και τις αλυσίδες εφοδιασμού για την παραγωγή γεωργικών πρώτων υλών και τροφίμων».
Στις 8 Ιουνίου του 2021, η Γερουσία υιοθέτησε τον «Αμερικανικό Νόμο για την Καινοτομία και τον Ανταγωνισμό», μια διακομματική πρωτοβουλία που επέτρεψε τη χορήγηση 250 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σε διάστημα πέντε ετών, στην ιδιωτική και δημόσια έρευνα και ανάπτυξη στο πεδίο της υψηλής τεχνολογίας. Η απόκλιση μεταξύ της λογικής του κεφαλαίου και της λογικής του κράτους θυμίζει τις συνθήκες που είχαν ανακόψει, στα τέλη του 19ου αιώνα, την πρώτη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση.