Η ζωή του Χιούαλ Κλαρκ έχει αλλάξει τους τελευταίους έξι μήνες. Προς το καλύτερο. «Πριν από δύο χρόνια, είχα πει στη φίλη μου: “Εάν ξεκινούσα πάλι τη ζωή μου, δεν θα γινόμουν φορτηγατζής”», θυμάται αυτός ο χαμογελαστός πενηντάρης που ζει στα απομακρυσμένα βόρεια προάστια του Λονδίνου. «Εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια, η δουλειά ήταν κακοπληρωμένη και, κυρίως, είχε πολύ κακή φήμη: όταν έλεγα στις γυναίκες που συναντούσα στις ιστοσελίδες γνωριμιών ότι είμαι φορτηγατζής εξαφανίζονταν, βρίσκοντας μια δικαιολογία για να τελειώσουν τη συνάντηση μέσα στα επόμενα λεπτά. Δυστυχώς, είχα καταλήξει να προσποιούμαι ότι είμαι πιλότος αεροπορικής εταιρείας…». Εδώ και έξι μήνες, ο Κλαρκ δεν έχει πια ανάγκη να καταφύγει σε τέτοια τεχνάσματα. «Σήμερα», μας εξηγεί γελώντας, «μου λένε ότι είμαι ήρωας και ότι σώζω τον κόσμο όταν σηκώνομαι το πρωί για να πάω για δουλειά. Και έχω πάρει και αύξηση: με κάποιες υπερωρίες, θα βγάζω 50.000 βρετανικές λίρες τον χρόνο [περίπου 60.000 ευρώ], αντί για 40.000 [περίπου 48.000 ευρώ] που παίρνω τώρα». Δεν έχει ξαναγίνει σε είκοσι χρόνια σταδιοδρομίας.
Το Ηνωμένο Βασίλειο από την άνοιξη υποφέρει από σοβαρή έλλειψη αυτοκινητιστών βαρέων οχημάτων. Η κρίση υπέβοσκε για καιρό. Όλοι οι άνθρωποι του κλάδου γνωρίζουν ότι το επάγγελμα δεν είναι πλέον περιζήτητο. «Με το πέρασμα των δεκαετιών, το επάγγελμα έχει χάσει την ελκυστικότητά του, μετά την απόφαση των μεταφορικών εταιρειών να προσλαμβάνουν Ευρωπαίους με πολύ χαμηλές απολαβές, γεγονός που οδήγησε στην καθήλωση των μισθών», αναγνωρίζει ο Ροντ Μακένζι, υπεύθυνος στρατηγικής της Ένωσης Οδηγών Χερσαίων Μεταφορών.
Όπως και ο Στιβ Γκράναϊτ, διευθυντής της εταιρείας Abbey Logistics, με έδρα το Σαιντ Έλενς, μια κωμόπολη μεταξύ Μάντσεστερ και Λίβερπουλ, όλοι ανέμεναν μεγάλο πλήγμα την επομένη του δημοψηφίσματος της 23ης Ιουνίου 2016, στο οποίο το 51,1% των Βρετανών ψήφισε υπέρ της αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση. «Θεωρούσα ότι το Brexit θα προκαλούσε τη φυγή πολλών Ευρωπαίων οδηγών», εκμυστηρεύεται. «Αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Και έτσι αναστενάξαμε ανακουφισμένοι». Στα τέλη Ιουνίου του 2016, 316.000 φορτηγατζήδες, μεταξύ τους και 31.000 Ευρωπαίοι, εργάζονταν στο Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με τη βρετανική στατιστική υπηρεσία. Στα τέλη Μαρτίου του 2020, επιπλέον 6.000 Ευρωπαίοι οδηγούσαν βαρέα οχήματα στη χώρα.
Όμως, η πανδημία επιβεβαίωσε τελικά τους χειρότερους φόβους του Γκράναϊτ. «Ενώ θεωρούσαμε ότι είχαμε ξεπεράσει μια δύσκολη στιγμή και ότι οι αποχωρήσεις θα κατανέμονταν πιο ομαλά σε βάθος χρόνου, η πανδημία αποδείχθηκε καταστροφική: αυτή τη στιγμή, το 10% από τα 350 οχήματα του στόλου μας είναι σταθμευμένα, λόγω έλλειψης διαθέσιμων οδηγών», συνεχίζει. «Και δυσκολεύομαι να κρατήσω τους υπόλοιπους, παρά μια αύξηση κατά 20% των μισθών από την αρχή της χρονιάς, η οποία τους επιτρέπει πλέον να αμείβονται με 35.000 έως 50.000 λίρες ετησίως [41.200 έως 59.000 ευρώ]».
Πλειοδοσία στους μισθούς
Έτσι, δεκαπέντε μήνες μετά τον πρώτο γενικό περιορισμό μετακινήσεων λόγω Covid-19, 13.000 Ευρωπαίοι και 54.000 Βρετανοί οδηγοί έχουν αφήσει το τιμόνι της νταλίκας τους. Πέρα από τις προβλεπόμενες αποχωρήσεις λόγω συνταξιοδότησης και της επιστροφής Ευρωπαίων οδηγών κοντά στους δικούς τους ανθρώπους για όσο κρατά η πανδημία, πολλοί φορτηγατζήδες αντάλλαξαν τη νταλίκα τους με όχημα τροφοδοσίας σουπερμάρκετ. Δύσκολο να χάσει κάποιος τέτοια ευκαιρία: οι διαδρομές περιορίζονται σε τοπική κλίμακα, τα ωράρια αποδεικνύονται λιγότερο επίπονα και οι απολαβές μεγαλύτερες. Πολύ περισσότερο όταν η νέα νομοθεσία, που άρχισε να ισχύει από τον Απρίλιο του 2021, καθιστά το επάγγελμα του φορτηγατζή λιγότερο ελκυστικό σε οικονομικό επίπεδο, υποχρεώνοντας σχεδόν όλους τους οδηγούς να γίνουν μισθωτοί, ενώ το καθεστώς του αυτοαπασχολούμενου μειώνει τις ασφαλιστικές εισφορές (αλλά με τίμημα αρκετά περιορισμένη κοινωνική προστασία). Εξάλλου, 40.000 δοκιμασίες εξετάσεων για την απόκτηση διπλώματος οδήγησης βαρέων οχημάτων ακυρώθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Τέλος, το Brexit επιβάρυνε τη δυναμική του μείγματος: λόγω των νέων κανόνων για τη μετανάστευση που επιβλήθηκαν την 1η Ιανουαρίου 2021, κανένας κάτοικος Ευρώπης δεν κατόρθωσε να προσληφθεί για να καλυφθούν οι αποχωρήσεις, καθώς καμία επαγγελματική βίζα δεν εκδόθηκε για το συγκεκριμένο επάγγελμα, το οποίο κρίθηκε ότι απαιτεί υπερβολικά χαμηλά προσόντα.
Η έλλειψη οδηγών βαρέων οχημάτων αρχίζει να γίνεται εμφανής στις αρχές του καλοκαιριού του 2021. Εκείνη την περίοδο, τα σουπερμάρκετ δεν καταφέρνουν πλέον να γεμίσουν όλα τα ράφια τους. Η αλυσίδα γρήγορου φαγητού McDonald’s αφαιρεί από τον κατάλογό της ορισμένα προϊόντα λόγω «προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδα», όπως εξηγεί λακωνικά δελτίο Τύπου της εταιρείας στις 24 Αυγούστου. Ο όμιλος Nando, ειδικευμένος στο καρυκευμένο κοτόπουλο, κλείνει προσωρινά δεκαπέντε καταστήματα μετά από ελλείψεις στα… κοτόπουλα Οι παραγωγοί πουλερικών υποφέρουν κι αυτοί από ελλείψεις σε εργατικά χέρια.
Με μια πρώτη ματιά επομένως, η οικονομική καταστροφή που είχαν προαναγγείλει οι οπαδοί της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά την εκστρατεία πριν από το δημοψήφισμα μοιάζει να παίρνει σάρκα και οστά: η βρετανική οικονομία υποτίθεται ότι αρχίζει να παραλύει (1). Κοιτάζοντας όμως λίγο πιο προσεκτικά, το Brexit και η πανδημία αποκαλύπτουν κυρίως ένα από τα πιο καταστροφικά σφάλματα των βρετανικών επιχειρήσεων και κυβερνήσεων εδώ και τριάντα χρόνια: την εγκατάλειψη της προσπάθειας παραγωγής και κατάρτισης νέων εργαζομένων σε πολλά επαγγέλματα που θεωρούνται χαμηλών προσόντων, λόγω της δυνατότητας προσέλκυσης Ευρωπαίων εργαζομένων ήδη εκπαιδευμένων και έτοιμων να δεχθούν χαμηλούς μισθούς (2). Οι βρετανικές επιχειρήσεις, οι οποίες δεν μπορούν πλέον να έχουν πρόσβαση στα εργατικά χέρια της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς, είναι υποχρεωμένες να επανεξετάσουν τον τρόπο λειτουργίας τους. Έστω κι αν οι πιο ισχυρές, όπως οι μεγάλες αλυσίδες διανομής, αντιστέκονται, αυξάνοντας τους μισθούς και προσλαμβάνοντας εργαζόμενους από μικρότερες εταιρείες, οι οποίες δεν είναι σε θέση να ακολουθήσουν σε μια τέτοια πλειοδοσία.
Η Ένωση Οδηγών Χερσαίων Μεταφορών επωφελείται από τον μαρασμό για να ζητήσει «προσωρινές επαγγελματικές βίζες για τους ήδη εξειδικευμένους ξένους οδηγούς, προκειμένου να καλυφθούν οι επείγουσες ανάγκες», επιμένει μπροστά μας ο Μακένζι. Αλλά η κυβέρνηση αντιστέκεται. Στις 27 Αυγούστου, ο υπουργός Εμπορίου Κουάζι Κουάρτενγκ παραδέχεται σε μήνυμά του προς την εργοδοτική ένωση ότι αυτές οι βίζες «θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια προσωρινή, βραχυπρόθεσμη λύση». Επισημαίνει όμως ότι με την πανδημία «πολλοί εργαζόμενοι που είναι εγκατεστημένοι στο Ηνωμένο Βασίλειο αντιμετωπίζουν πλέον αβέβαιο μέλλον και πρέπει να βρουν νέες πηγές απασχόλησης». Και προσθέτει: «Είμαι σίγουρος ότι συμφωνείτε πόσο μεγάλης σημασίας είναι να χρησιμοποιηθεί η δύναμη του δικού μας εθνικού εργατικού δυναμικού και τον τρόπο με τον οποίο οι μεταναστευτικές πολιτικές μας οφείλουν να εξετάζονται παράλληλα με τις στρατηγικές μας ώστε να εγγυηθούμε ότι οι εργαζόμενοι που είναι εγκατεστημένοι στο Ηνωμένο Βασίλειο θα βρίσκονται στην καλύτερη δυνατή θέση προκειμένου να αποκτήσουν αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας».
Έναν μήνα αργότερα, ο υπουργός αναγκάζεται να υποχωρήσει. Οι Βρετανοί οδηγοί, ανήσυχοι για ενδεχόμενες ελλείψεις στα καύσιμα μετά από μια χιονοστιβάδα σχετικών τηλεοπτικών αναφορών στο θέμα, σχηματίζουν ουρές στα πρατήρια βενζίνης ολόκληρης της χώρας: έχοντας τροφοδοτηθεί από τα μέσα ενημέρωσης, η ανησυχία τελικά προκαλεί τις τόσο επίφοβες ελλείψεις. Οι εφοδιαστικές αλυσίδες, ήδη ευρισκόμενες κάτω από πίεση, αποδιαρθρώνονται. Τα πρατήρια βενζίνης δεν εφοδιάζονται πλέον με καύσιμα, οι ουρές πολλαπλασιάζονται σε ολόκληρη τη χώρα, ο θυμός βράζει. Ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον ενεργεί γρήγορα. Χωρίς αμφιβολία, θυμάται ότι ο προκάτοχός του Άντονι Μπλερ είχε δει τη δημοτικότητά του να βυθίζεται τον Νοέμβριο του 2000 κάτω από παρόμοιες συνθήκες. Τότε, φορτηγατζήδες και αγρότες, δυσαρεστημένοι από την άνοδο στην τιμή των καυσίμων, είχαν αποκόψει την πρόσβαση στα διυλιστήρια και στα βενζινάδικα. Έτσι, ο πρώην δήμαρχος του Λονδίνου διατάσσει να εκδοθούν 5.000 προσωρινές επαγγελματικές βίζες για οδηγούς βαρέων οχημάτων.
Ωστόσο, ο Τζόνσον, με την ευκαιρία της ομιλίας του που έκλεισε τις εργασίες του συνεδρίου του Συντηρητικού Κόμματος, στις 6 Οκτωβρίου 2021, ήταν εξαιρετικά σαφής. Οι διαταραχές στην τροφοδοσία «συνδέονται κυρίως με την ανάπτυξη και την οικονομική ανάκαμψη». Προκειμένου να απαντηθούν οι προκλήσεις αυτές, είναι ανώφελο «να ενεργοποιηθεί ο συνηθισμένος μοχλός της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης με στόχο τη διατήρηση των μισθών σε χαμηλά επίπεδα» και «να χρησιμοποιηθεί η μετανάστευση προκειμένου να αποφύγουμε να επενδύσουμε στους ανθρώπους, στις δεξιότητες και στον εξοπλισμό, στις εγκαταστάσεις και στα μηχανήματα που έχουν ανάγκη προκειμένου να κάνουν τη δουλειά τους». Στο ίδιο συνέδριο, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ντόμινικ Ράαμπ εκφράζει την αγανάκτησή του για τον «εθισμό» των επιχειρήσεων «στο φθηνό και ανειδίκευτο ξένο εργατικό δυναμικό». Πρόκειται για μια ρητορική που μόνο ο Τζέρεμι Κόρμπιν, πρώην πρόεδρος του Εργατικού Κόμματος, και μάλιστα από την αριστερή του πτέρυγα, είχε το θάρρος να αναπτύξει προηγουμένως.
Το μήνυμα αυτό, που επιτρέπει στην κυβέρνηση να δικαιολογήσει εκ των υστέρων μια κρίση που δεν είχε προβλέψει, δεν απέτρεψε το πλήγμα στο σύνολο της αλυσίδας παραγωγής και διανομής. Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2021, οι επιχειρήσεις αναζητούσαν 1,1 εκατομμύρια εργαζομένους, δηλαδή 271.000 περισσότερους από ό,τι τον Σεπτέμβριο του 2019. Πρόκειται για ρεκόρ. Οι κλάδοι με τις χαμηλότερες αμοιβές, των οποίων η βιωσιμότητα στηρίζεται στην απασχόληση πολλών Ευρωπαίων, πλήττονται ιδιαίτερα: 17.000 επιπλέον κενές θέσεις εργασίας στην οικοδομή, 29.000 επιπλέον κενά στη μεταποίηση, 32.000 στην υγεία, 37.000 στον κλάδο της φιλοξενίας και της εστίασης.
«Το κυνήγι των σερβιτόρων ξεκίνησε», προειδοποιεί ο Τζόρνταν Σκλερ, αρχιμάγειρας του Chotto Matte, ενός περουβιανο-ιαπωνικού εστιατορίου στο Σόχο, τη μοδάτη συνοικία του κέντρου του Λονδίνου. Μπροστά του, τρεις κομψοί σερβιτόροι χειρίζονται τα δέκα γεμάτα τραπέζια στη βεράντα. «Είναι τόσο περίπλοκο να βρεις καλούς σερβιτόρους», υποστηρίζει, «ώστε, εδώ και αρκετές εβδομάδες, κάποιοι ανταγωνιστές έρχονται να γευματίσουν ή να δειπνήσουν σε εμάς για να παρατηρήσουν το προσωπικό μας. Στο τέλος του γεύματος, δίνουν την κάρτα τους σε όσους τους γυάλισαν και τους ψιθυρίζουν: “Έλα να δουλέψεις σε μένα, θα σου δώσω μεγαλύτερο μισθό”».
Η νέα αυτή μόδα κάνει τον πανύψηλο Άγγλο σεφ να γελάει, με έναν μορφασμό ελαφράς ενόχλησης. Εκτός από το προσωπικό της σάλας, πασχίζει να κρατήσει τους μάγειρες και τους ζαχαροπλάστες του και να προσλάβει κι άλλους. «Μέχρι τώρα, οι εργοδότες αποφάσιζαν για τις συνθήκες εργασίας, ειδικά όσον αφορά τους μισθούς», υποστηρίζει. «Σήμερα, οι εργαζόμενοι έχουν πάρει το πάνω χέρι και απειλούν να φύγουν εάν οι συνθήκες εργασίας τους δεν βελτιωθούν θεαματικά». Από την εποχή που ξανάνοιξαν τα εστιατόρια, τον Απρίλιο του 2021, ο Σκλερ έχει αυξήσει δύο φορές τους μισθούς, από 12 έως 14 βρετανικές λίρες (από 14 έως 16,50 ευρώ) την ώρα, ανάλογα με τη θέση, σε 14 έως 20 βρετανικές λίρες (σε 16,50 έως 23,60 ευρώ) σήμερα. Επίσης, έχει δώσει στους εργαζομένους επιπρόσθετα ανταλλάγματα σε είδος και μεγαλύτερη ευελιξία στο ωράριο.
Οι μισθολογικές αυξήσεις, που ενθαρρύνονται από τον Τζόνσον και παρουσιάζονται ως ένα από τα οφέλη του Brexit, δεν φέρνουν χαμόγελα σε όσους προσδοκούσαν ότι η αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα αποδυνάμωνε το πλαίσιο κοινωνικών ρυθμίσεων και θα επιτάχυνε τον μετασχηματισμό του Ηνωμένου Βασιλείου σε φιλελεύθερο εργαστήριο. Ανάμεσά τους, ο Ντάμπλα ΜακΟυίλιαμς, ιδρυτής του Centre for Economics and Business Research (Κέντρο Οικονομικής και Επιχειρηματικής Έρευνας), μιας φιλελεύθερης δεξαμενής σκέψης. Δηλώνει ικανοποιημένος που «η άφιξη των Ανατολικοευρωπαίων, μετά τη διεύρυνση του 2004, μετασχημάτισε τη βρετανική οικονομία και κράτησε χαμηλά το κόστος εργασίας. Το γεγονός αυτό επέτρεψε στην οικονομία να ανακάμψει για πέντε χρόνια, τη στιγμή που είχε αρχίσει να χάνει κάπως τον δυναμισμό της». Δεν προκαλεί έκπληξη ότι είναι αντίθετος με την «αβάσιμη και εσφαλμένη» στρατηγική της κυβέρνησης: «Η αύξηση των μισθών χωρίς αύξηση της παραγωγικότητας οδηγεί, στην καλύτερη περίπτωση, σε αύξηση της ανεργίας και, στη χειρότερη, σε ενίσχυση του φαύλου κύκλου αυξήσεων σε τιμές-μισθούς. Μόνο μια ύφεση θα έβαζε τέλος σε κάτι τέτοιο».
Πέρα από τις απόψεις αυτές, μπορούν άραγε οι επιχειρήσεις και η οικονομία να αντέξουν τη μισθολογική πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση; Ήδη διαγράφεται μια πρώτη απάντηση. «Λόγω της έλλειψης διαθέσιμου ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, φέτος το καλοκαίρι επενδύσαμε 100.000 λίρες [117.900 ευρώ] σε ένα μηχάνημα γερμανικής κατασκευής, προκειμένου να διευκολύνουμε τον τεμαχισμό και τη συσκευασία των πουλερικών», λέει ο Ρίτσαρντ Νίκλες, υπεύθυνος λειτουργίας της μεγάλης φάρμας πουλερικών Castlemead Poultry. «Δεν γνωρίζουμε όμως πότε θα μας παραδοθεί: παρόμοιες κινήσεις κάνει το σύνολο του κλάδου και έτσι όλοι κινδυνεύουν να περιμένουν πολύ».
Ωστόσο, δεν διαθέτουν όλοι μια τέτοια ευχέρεια ή, πιο απλά, τη δυνατότητα να επενδύσουν, όπως υπογραμμίζει ο Τζόναθαν Πόρτες, καθηγητής Οικονομίας στο πανεπιστήμιο King’s College του Λονδίνου. «Οι κλάδοι που έχουν πληγεί περισσότερο είναι η φιλοξενία-εστίαση, τα μπαρ κ.λπ., όπου οι δυνατότητες αύξησης της παραγωγικότητας είναι βραχυπρόθεσμα περιορισμένες. Λόγω των περιορισμών αυτών, δεν βλέπω πώς η συγκεκριμένη πολιτική αναδιανομής προς όφελος των χαμηλότερων μισθών δεν θα οδηγήσει σε αύξηση των τιμών». Πολύ περισσότερο που, λόγω του μεγάλου βαθμού εξάρτησης της χώρας από τις εισαγωγές, ειδικά στα αγροδιατροφικά προϊόντα (45% της κατανάλωσης), οι αλυσίδες διανομής πλήττονται ιδιαίτερα από την άνοδο των τιμών στις μεταφορές και την αύξηση κόστους που τις συνοδεύει. Η σημερινή συγκυρία διαταραχής των εμπορικών ροών φωτίζει το πραγματικό κόστος της αποβιομηχάνισης της χώρας. Έτσι, ο Πόρτες φοβάται ότι «λόγω των πληθωριστικών πιέσεων, η αναδιανομή προς όφελος των χαμηλόμισθων θα μειώσει το εισόδημα όλου του υπόλοιπου πληθυσμού, περιορίζοντας τελικά και την αύξηση του πραγματικού μισθού όσων θεωρητικά ωφελούνται».
Μεταξύ Αυγούστου 2019 και Αυγούστου 2021, οι μισθοί στο Ηνωμένο Βασίλειο αυξήθηκαν κατά 7,5%. Οι εργαζόμενοι στη μεταποίηση (+2,7%), στις κατασκευές (+4,4%), στη φιλοξενία-εστίαση και στις λιανικές πωλήσεις (+4,9%) είναι οι λιγότερο ωφελημένοι, ενώ οι υπηρεσίες (+8,7%) και ο χρηματοπιστωτικός τομέας (+12,5%) μοιάζουν να είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι. Ωστόσο, το 5,2% του πληθωρισμού κατά την ίδια περίοδο έχει περιορίσει τις πραγματικές αυξήσεις. Ο πραγματικός μισθός (δηλαδή ο ονομαστικός μισθός μείον τον πληθωρισμό) είναι το καθοριστικό μέγεθος για να κατανοήσουμε την αληθινή βελτίωση του επιπέδου ζωής των Βρετανών. Εδώ όμως τα στοιχεία δεν είναι πολύ ευχάριστα: ο μέσος εβδομαδιαίος πραγματικός μισθός τον Αύγουστο του 2021 (521 λίρες, δηλαδή 614 ευρώ) μόλις που αγγίζει το επίπεδο του Φεβρουαρίου του 2008, λίγο πριν από την εκδήλωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Η υποχώρηση του βιοτικού επιπέδου πολλών κοινωνικών στρωμάτων επί 13 χρόνια επιτρέπει να κατανοήσουμε γιατί η στρατηγική που ακολουθεί ο πρωθυπουργός είναι τόσο δημοφιλής. Και γιατί η αισιοδοξία του μπροστά σε κάθε δοκιμασία τού επέτρεπε μέχρι πρόσφατα να προσελκύει ψηφοφόρους από όλες τις γωνιές του βρετανικού πολιτικού χάρτη, την ώρα που το Εργατικό Κόμμα του Κιρ Στάρμερ συνεχίζει τη δεξιά στροφή του.