Στο περιθώριο της βιομηχανίας των νέων τεχνολογιών, κατά τη δεκαετία του 1990, ένας άλλος ψηφιακός κόσμος αναδύεται. Εθελοντές προγραμματιστές, γεωγραφικά απομακρυσμένοι μεταξύ τους, σχηματίζουν κοινότητες προκειμένου να κατασκευάσουν συνεργατικά λογισμικό ανταγωνιστικό στις αποκαλούμενες «ιδιοκτησιακές» προσφορές: το λειτουργικό σύστημα Linux, ο διαδικτυακός διακομιστής Apache και το πρόγραμμα αναπαραγωγής πολυμέσων VLC είναι μερικά από τα γνωστότερα παραδείγματα. Αποποιούνται τα αποκλειστικά δικαιώματα πάνω στα προϊόντα τους όχι μόνο επειδή λαμβάνουν μη χρηματικά οφέλη (ικανοποίηση, εκμάθηση, φήμη, προσφορές απασχόλησης), αλλά και για ηθικούς λόγους: η επονομαζόμενη άδεια «copyleft» (δηλαδή το αντίθετο των «κλειστών» πνευματικών δικαιωμάτων του copyright, όπως λ.χ. η GPL –Γενική Δημόσια Άδεια ή General Public License) παραχωρεί στους χρήστες της τα δικαιώματα εκτέλεσης, αντιγραφής, τροποποίησης και διανομής του κώδικα προγραμματισμού. Επιβάλλει επίσης τη διατήρηση αυτών των ελευθεριών σε όλες τις παράγωγες εκδόσεις του λογισμικού (1). Πού βρίσκεται όμως σήμερα το κίνημα του ελεύθερου λογισμικού;
Η απάντηση δεν προκαλεί καμία αισιοδοξία: απορροφήθηκε, ενσωματώθηκε και οικειοποιήθηκε από τους κολοσσούς της Σίλικον Βάλεϊ: Google, Apple, Facebook, Amazon και Microsoft (GAFAM). Στο σημείο που το λογισμικό open source (δηλαδή «ανοιχτός πηγαίος κώδικας», ένας όρος που υιοθετήθηκε στον κλάδο ώστε να μιλούν για ελεύθερο λογισμικό χωρίς να κάνουν λόγο για… ελευθερίες! (2) ) βρίσκεται έκτοτε στην καρδιά της ψηφιακής οικονομίας. Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε το 2018 σε 1.200 επαγγελματίες της πληροφορικής, πάνω από εννέα στις δέκα εφαρμογές συμπεριλαμβάνουν αποσπάσματα κώδικα από προγράμματα που προέρχονται από τον «ελεύθερο» κόσμο (3). Η ενσωμάτωση αρχίζει στις αρχές της δεκαετίας του 2000 στην ΙΒΜ και ολοκληρώνεται το 2018 με την εξαγορά της πλατφόρμας συλλογικής ανάπτυξης λογισμικού GitHub από τη Microsoft για 7,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι εταιρείες πληρώνουν ορισμένους προγραμματιστές, ωφελούνται από τη δωρεάν δουλειά των εθελοντών και οι κριτικοί διανοούμενοι, που έβλεπαν στο ελεύθερο λογισμικό ένα εργαλείο χειραφέτησης, δεν επαληθεύθηκαν (4).
Σε αυτή τη διαδικασία ιδιοποίησης, δύο παράγοντες έπαιξαν θεμελιώδη ρόλο γέφυρας ανάμεσα στον κόσμο των επιχειρήσεων και στον κόσμο των προγραμματιστικών πρότζεκτ (5). Καταρχάς, το GitHub, η πλατφόρμα αποθήκευσης σειρών ελεύθερου κώδικα, που ξεκίνησε τη λειτουργία της το 2005 για να γίνει ένας κεντρικός κόμβος με περίπου 40 εκατομμύρια χρήστες και 190 εκατομμύρια καταχωρίσεις. Αυτή μάλιστα η κεντρική θέση απέτρεψε τους ακτιβιστές του ελεύθερου λογισμικού να την εγκαταλείψουν μετά την εξαγορά της από τη Microsoft. Η επιτυχία του GitHub απορρέει από το συνεργατικό μοντέλο και από το γεγονός πως οι εθελοντικές συνεισφορές, που καταγράφονται στα προσωπικά προφίλ των προγραμματιστών, στην πραγματικότητα αποτελούν το βιογραφικό τους.
Ο άλλος παράγοντας-κλειδί είναι το Ίδρυμα Linux. Ιδρύθηκε το 2000 για να εξασφαλίσει ανεξάρτητη απασχόληση στον Λίνους Τόρβαλντς, τον Αμερικανο-φινλανδό δημιουργό του λειτουργικού συστήματος Linux, και αποστολή είχε να προφυλάξει το πρότζεκτ από κάθε τύπου εξάρτηση από μία μόνο εταιρεία. Η δραστηριότητά του έγκειται στη διευκόλυνση της χρήσης του Linux, δημιουργώντας τεχνικές προδιαγραφές, κώδικα και επαγγελματικές πιστοποιήσεις. Νομικά, πρόκειται για μια κοινοπραξία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που προασπίζεται τα ενδιαφέροντα των εταιρειών-μελών, ανάμεσα στις οποίες βρίσκονται… οι περισσότερες από τις GAFAM. Η εξέλιξη της δραστηριότητάς του προκαλεί ίλιγγο: ενώ το 2013 διαχειριζόταν 10 πρότζεκτ, είχε έσοδα 23 εκατομμυρίων δολαρίων και απασχολούσε 39 υπαλλήλους, πέντε χρόνια αργότερα το Ίδρυμα Linux μετρούσε 156 πρότζεκτ, έσοδα 81 εκατ. δολαρίων και 178 υπαλλήλους (6).
Στο πλούσιο υλικό επικοινωνίας του, το ίδρυμα επιμένει στη σημασία της τεκμηρίωσης και της ασφάλειας ώστε να «επαγγελματοποιήσει» τον προγραμματισμό και να καθησυχάσει τις μη τεχνολογικές εταιρείες που χρησιμοποιούν ελεύθερο λογισμικό. Το ίδρυμα φροντίζει να βγάζει προς τα έξω μια εικόνα ενότητας: στα υψηλού προϋπολογισμού συνέδριά του, ομιλητές από την Intel και το GitHub υπερασπίζονται τους καημένους τους Κινέζους «devs» (developers, προγραμματιστές), που οι αρχές δεν τους επιτρέπουν να συνεισφέρουν στα κοινά αγαθά. Πάνω απ’ όλα, το Ίδρυμα Linux επαναλαμβάνει σε όλους τους τόνους την αντίληψη πως οι εταιρείες και τα συνεργατικά πρότζεκτ σχηματίζουν μια «κοινότητα». Ο ίδιος όρος, το community, εμφανίζεται συστηματικά στις παρουσιάσεις ομιλητών από εμπορικές εταιρείες προκειμένου να υπογραμμίσουν την σύγκλιση συμφερόντων μεταξύ άμισθων εθελοντών και μισθωτών υπαλλήλων που συνεισφέρουν στο ίδιο πρότζεκτ (7). Οι εταιρείες που δημοσιεύουν κώδικα στο GitHub επιμένουν εξίσου στην «κοινοτική διακυβέρνηση» των πρότζεκτ τους, καθώς οποιοσδήποτε μπορεί να υποβάλει μια τροποποίηση προς έγκριση από τον αρχικό δημιουργό –κάτι που επιτρέπει σε εμπορικές εταιρείες να διατηρούν την τελευταία λέξη ενόσω μιμούνται τον οριζόντιο, ισότιμο χαρακτήρα του ελεύθερου λογισμικού… Τέλος, βρίσκουμε το ίδιο όραμα μιας «ενωμένης κοινότητας» στα άρθρα των εξειδικευμένων μέσων ενημέρωσης που ασχολούνται με τη συμπαραγωγή μεταξύ εμπορικών εταιρειών και αφιλοκερδών πρότζεκτ.
Μια τέτοια εναρμόνιση της ορολογίας δεν χρωστάει τίποτα στην τύχη. Αυτή η οργουελική αναστροφή εννοιών συσχετισμένων με θετικούς όρους, όπως «κοινότητα», «συνεργασία» και «άνοιγμα», αποτελεί χαρακτηριστικό του καπιταλισμού της παρακολούθησης (8). Στην πραγματικότητα, τα ενδιαφέροντα των αφιλοκερδών κοινοτήτων και των αρπακτικών εταιρειών συμπίπτουν μόνο στο μέτρο που οι πρώτες υφίστανται την αυξανόμενη ψηφιακή αρπακτικότητα εκ μέρους των δευτέρων. Για παράδειγμα, οι GAFAM ιδιοποιούνται τις έρευνες που γίνονται σε συνεργασία με τον πανεπιστημιακό κόσμο: μεταξύ 2014 και 2019, το 78,3% των 17.405 δημοσιεύσεων από υπαλλήλους της Microsoft συγγράφηκαν από κοινού με πανεπιστημιακούς ερευνητές. Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, η εταιρεία κατοχύρωσε 76.109 ευρεσιτεχνίες, από τις οποίες μόνο το 0,2% ήταν μοιρασμένες με κάποιον άλλο (9). Μια άλλη τεχνική των εταιρειών είναι να πληθαίνουν τις προσφορές έρευνας και ανάπτυξης (R&D, Research & Development) προς νέους προγραμματιστές και, μόλις οι δημιουργοί αποκαλύψουν τις καινοτομίες τους, η εταιρεία να κόβει τις γέφυρες και να δημιουργεί τη δική της εκδοχή. Οι τομείς R&D της Alphabet (μητρική εταιρεία της Google), τα εργαστήρια Google ATAP και Google X έχουν ειδικευτεί σε αυτή την πρακτική, αλλά και το Facebook δεν πάει πίσω (10).
Γιατί οι άδειες «copyleft» όπως η GPL δεν μπόρεσαν να προστατεύσουν τον «ελεύθερο» κόσμο από τις επιθέσεις των GAFAM; Κατ’ αρχάς επειδή η Google τις οικειοποιήθηκε –πριν τις τορπιλίσει. Η καλιφορνέζικη εταιρεία στην πραγματικότητα εδραίωσε την κυριαρχία της κάνοντας το Linux θεμέλιο για το λογισμικό των τηλεφώνων Android. Όμως, η δημόσια άδεια υποχρέωνε την Google να δημοσιεύει τον πηγαίο κώδικα των τροποποιήσεων που έκανε σε αυτό το ελεύθερο λογισμικό. Τουλάχιστον μέχρι η εταιρεία που ιδρύθηκε από τον Λάρρυ Πέιτζ και τον Σεργκέι Μπριν να αναπτύξει το δικό της λειτουργικό σύστημα, το Fuchsia, και να του εξασφαλίσει μια άδεια έξω από τη σφαίρα τού copyleft.
H GPL επίσης υπέφερε από την ανάπτυξη της τεχνολογίας του υπολογιστικού νέφους (cloud), δηλαδή της αποθήκευσης και της επεξεργασίας δεδομένων σε συγκεντρωμένους διακομιστές αντί στους ίδιους τους υπολογιστές των χρηστών. Στην πραγματικότητα, οι περισσότερες άδειες copyleft, συμπεριλαμβανομένης και της GPL, εγγυώνται την πρόσβαση, την τροποποίηση και την αναδιανομή του πηγαίου κώδικα μόνο όταν τα προγράμματα βρίσκονται στην κατοχή των χρηστών, με άλλα λόγια μόνο αν λήφθηκαν και εγκαταστάθηκαν στους υπολογιστές τους. Παύουν όμως να ισχύουν όταν το λογισμικό τρέχει σε διακομιστές των GAFAM: η άδεια copyleft δεν ενεργοποιείται επειδή το λογισμικό δεν έχει εγκατασταθεί, αλλά χρησιμοποιείται εξ αποστάσεως. Ο κόσμος του ελεύθερου λογισμικού επιχείρησε πολλές φορές να δημιουργήσει αποτελεσματικές άδειες copyleft ενάντια στη «νεφοποίηση» (cloudification), λόγου χάρη με τη γενική άδεια δημόσιας χρήσης Affero, αλλά η Google την πολέμησε με νύχια και με δόντια. Εάν αρκετές εταιρείες την υιοθετούσαν, η άδεια αυτή θα ανάγκαζε την Google και την παρέα της της να μοιράζονται τον πηγαίο κώδικα των προγραμμάτων που τρέχουν στους διακομιστές τους, ακόμα και για υπολογιστές που αλληλεπιδρούν εξ αποστάσεως με τα προγράμματα. Έτσι λοιπόν, ο κολοσσός της Σίλικον Βάλλεϋ πολύ απλά απαγόρευσε τη χρήση της στα δικά της προϊόντα (11).
Οι εταιρείες τεχνολογίας δεν έχουν μονολιθική στάση απέναντι στο ελεύθερο λογισμικό. Αν εξετάσουμε τις εισηγήσεις των υπαλλήλων τους σε τρία μεγάλα συνέδρια για τον ανοιχτό κώδικα, θα δούμε ότι υπάρχει μια ξεκάθαρη διάσταση μεταξύ των μεγάλων ομίλων τύπου GAFAM από τη μια μεριά και των εταιρειών μικρότερου μεγέθους από την άλλη. Απέναντι στο οικονομικό μοντέλο και στην προσποίηση «κοινοτικότητας» των πρώτων, οι δεύτεροι προτάσσουν μια εστιασμένη και κριτική ματιά σε σχέση με τη βιωσιμότητα των πρότζεκτ. Οι εκπρόσωποί τους επιμένουν στη σημασία των αδειών και του σεβασμού των αρχών του ελεύθερου λογισμικού, όταν οι υπάλληλοι των GAFAM επαναλαμβάνουν πως το ζήτημα δεν παρουσιάζει σήμερα σχεδόν κανένα ενδιαφέρον για την πλειονότητα όσων συνεισφέρουν στα πρότζεκτ.
Ο διαμερισμός και η διαφάνεια αποτελούν δύο θεμελιώδεις αξίες του ελεύθερου λογισμικού. Εάν οι GAFAM αφιερώνουν τόσον χρόνο και τόσους πόρους για να τροφοδοτήσουν την ψευδαίσθηση πως ανήκουν σε ένα αφιλοκερδές συμμετοχικό σύμπαν, είναι επειδή έχουν επίγνωση ότι η θέση τους δεν μπορεί να υποστηριχθεί ηθικά. Προκειμένου λοιπόν να αντιμετωπιστούν, θα πρέπει να επαναλαμβάνεται αυτή η αλήθεια: οι συγκεκριμένες εταιρείες, συστηματικά και κυνικά, περιφρονούν τις θεμελιώδεις αρχές του ελεύθερου λογισμικού. Προς ποιον στόχο όμως πρέπει να προωθηθεί αυτή η κριτική; Προς το ευρύ κοινό; Προς τους προγραμματιστές;
Το ευρύ κοινό λίγο ανησυχεί για τις αρχές του ελεύθερου λογισμικού –από την άλλη όμως, εμφανίζεται ευαίσθητο σε θέματα ιδιωτικής ζωής και παρακολούθησης. Με αφορμή τα σκάνδαλα που αμαυρώνουν τη φήμη των GAFAM, θα μπορούσε σταδιακά να υιοθετήσει αποκεντρωμένες πλατφόρμες και υπηρεσίες με προέλευση από τον κόσμο του ελεύθερου λογισμικού, όπως τη «δημιουργία αρχιπελάγους» που προτείνει η ένωση Framasoft για να σχηματιστούν συμπράξεις μεταξύ δομών διαφορετικής φύσης, του ανοιχτού προτύπου Matrix για την ασφαλή και αποκεντρωμένη επικοινωνία σε πραγματικό χρόνο ή ακόμα και του NextCloud, μιας λύσης με ανοιχτή αρχιτεκτονική για τη φιλοξενία των αρχείων και τη συνεργασία (12). Η πραγματικότητα απαιτεί ωστόσο να αναγνωρίσουμε πως αυτές οι λύσεις, παρά τις όποιες επιτυχίες τους σε ορισμένα σημεία, δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τη σχεδόν απεριόριστη προσφορά υπηρεσιών που προτείνουν οι GAFAM.
Αν και η μάχη πότε δεν ήταν ισότιμη, το γεγονός ότι ορισμένοι προγραμματιστές ανοιχτού κώδικα είναι υπάλληλοι μεγάλων εταιρειών, μαζί με την κυρίαρχη ρητορική, που ορίζει την καινοτομία αποκλειστικά με όρους ιδιωτικών επενδύσεων και νεοφυών επιχειρήσεων, παραλύουν την αντίσταση. Οι κοινότητες των προγραμματιστών ελεύθερου λογισμικού είναι παραδοσιακά δομημένες σαν συλλογικές οντότητες ώστε να αντιδρούν σε απόπειρες ιδιοποίησης των προγραμμάτων. Η κατάσταση απαιτεί πλέον μια μεγάλη εσωτερική συζήτηση μέσα στους κόλπους τους. Όταν η Oracle αποκτά τη Sun Microsystems το 2010, η αλλαγή απειλεί μερικά πρότζεκτ ανοιχτού κώδικα που υποστήριζε η Sun και τα μέλη της κοινότητας αποφασίζουν να δημιουργήσουν μια εναλλακτική ελεύθερη εκδοχή του συστήματος διαχείρισης βάσεων δεδομένων MySQL, ξαναβαπτίζοντάς το ως MariaDB. Όμως, η χρήση αυτού του τρόπου για να εξαιρεθεί από την ιδιοποίηση κάθε ψηφιακή υποδομή του Διαδικτύου που έχει χτιστεί πάνω σε ελεύθερο λογισμικό (όπως το Linux, το Kubernetes και γενικότερα όλη η στοίβα λογισμικού πάνω στην οποία εδράζονται τα εμπορικά cloud) και, από εκεί και πέρα, ακόμα και οι μηχανές αναζήτησης, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και άλλες πλατφόρμες παροχής υπηρεσιών προς τις εταιρείες ή το ευρύ κοινό, είναι αδιανόητη χωρίς τη δημόσια υποστήριξη.
Το θέμα σήμερα είναι να συνδεθεί η κοινότητα του ελεύθερου με το κράτος, ξεπερνώντας την αντίληψη της ασυμβατότητας μεταξύ τους. Μέσα σε ένα πλαίσιο όπου αυξάνεται η αυτοματοποίηση και η ανεργία, τίθενται τα ερωτήματα της αναγνώρισης των εθελοντικών συνεισφορών και της συνάρθρωσης των συνεργατικών τομέων, κρατικών και ιδιωτικών. Λόγου χάρη, οι Économistes atterrés (13) και ο Bernard Stiegler πρότειναν παραλλαγές των «κοινών δικαιωμάτων της εργασίας», που θα επέτρεπαν σε εκείνες και εκείνους που συνεισφέρουν στα κοινά να αποκτούν δικαιώματα πρόσβασης σε κοινωνικές υπηρεσίες (14). Μπορεί άραγε η κοινότητα του ελεύθερου λογισμικού να συγκροτηθεί σε μια πολιτική οντότητα που στοχάζεται, πέρα από το λογισμικό, πάνω στο σύνολο της κοινωνίας; Μπορεί άραγε να αντιπαρατεθεί στις ορθοδοξίες της αυξανόμενης παραγωγικότητας, στην αέναη ανάπτυξη της υπολογιστικής ισχύος; Το παρελθόν υποδεικνύει το αντίθετο. Ωστόσο, η επιτυχία του ακόμη παίζεται.