el | fr | en | +
Accéder au menu

Η παράξενη εξαφάνιση του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος

Διεκδικώντας έως και τρία εκατομμύρια πιστούς υποστηρικτές, το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα υπήρξε επί μακρόν ο ισχυρότερος κομμουνιστικός σχηματισμός της Δυτικής Ευρώπης, προκαλώντας ανατριχίλα στις ΗΠΑ. Έπαψε να υπάρχει τον Απρίλιο του 1991, παρασύροντας μαζί του μια ολόκληρη πολιτική ταυτότητα.

Εάν ο αριστερισμός είναι η παιδική ασθένεια του κομμουνισμού, ο κομφορμισμός είναι η ασθένεια της ωριμότητάς του. Ειδάλλως, πώς εξηγείται η παράξενη εξαφάνιση του πιο ισχυρού κομμουνιστικού κόμματος της Δύσης, μια ωραία ημέρα του Φεβρουαρίου του 1991; Ουσιαστικά, μετά από ένα τελευταίο συνέδριο, ύστερα από εβδομήντα χρόνια ύπαρξης, το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCI, ΚΚΙ), το κόμμα του Αντόνιο Γκράμσι και των δοξασμένων παρτιζάνων, εγκατέλειπε το όνομά του, και ως εκ τούτου την ταυτότητα και την ιστορία του, για να αυτοδιαλυθεί –με αντίτιμο μερικά δάκρυα, αλλά με τη δική του θέληση.

Προκειμένου να γίνει αντιληπτό το μέγεθος αυτού του γεγονότος, επιβάλλεται μια χρονική αναδρομή, ξεκινώντας από την επομένη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Την περίοδο εκείνη, παρατηρεί ο Πέρι Άντερσον, η ιταλική Αριστερά αποτελεί «το πιο σημαντικό και το πιο εντυπωσιακό λαϊκό κίνημα υπέρ της κοινωνικής αλλαγής στη Δυτική Ευρώπη» (1). Κατά την Απελευθέρωση, ο Παλμίρο Τολιάτι, ξαναπαίρνοντας τα ηνία της οργάνωσης, εγκατέλειψε κάθε ευσεβή πόθο για επανάσταση προς όφελος της εθνικής ενότητας και του σχεδίου να πραγματωθεί μια νέου τύπου Δημοκρατία, που θα επέτρεπε στην εργατική τάξη να διαδραματίσει πολιτικό ρόλο και να επιτύχει σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές προόδους. Εκείνη την εποχή το ΚΚΙ εμφανίζεται ως πρότυπο «μαζικού κόμματος», διακρινόμενο από μια σπάνια λαϊκή εδραίωση («μια τοπική οργάνωση για κάθε ενορία») και από μια εξαίσια πνευματική και πολιτιστική ακτινοβολία.

Η ισχύς αυτή φoβίζει ολοφάνερα τους φύλακες της τάξης. «Από την αρχή της αντιπαράθεσης Ανατολής-Δύσης το 1947», υπογραμμίζει ο ιστορικός Έρικ Χομπσμπάουμ, «ήταν σαφές ότι οι ΗΠΑ δεν θα επέτρεπαν σε καμία περίπτωση οι κομμουνιστές να φτάσουν στην εξουσία στην Ιταλία» (2). Δεύτερη εκλογική δύναμη στη χώρα, το κόμμα κρατιέται έξω από την κυβέρνηση, μέσα σε ένα σύστημα που κυριαρχείται από τη Χριστιανική Δημοκρατία, η οποία ελέγχει όλα τα παρακλάδια του κράτους και επιβάλλει πελατειακές, έως και μαφιόζικες, λογικές.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και έπειτα, μια ενδημική αμφισβήτηση τραντάζει την Ιταλία και επηρεάζει το σύνολο των τομέων της κοινωνίας. Η ιδιαιτερότητά της βρίσκεται στην ένταση και στη διάρκειά της: απεργίες, καταλήψεις και συγκρούσεις με τις δυνάμεις της τάξης σημαδεύουν μια ολόκληρη δεκαετία και η χώρα μοιάζει να φλέγεται. Τα κινήματα ξεφεύγουν από τα συνδικάτα και τα κόμματα. Νέες οργανώσεις (η Lotta Continua ή το Potere Operaio, για παράδειγμα) πρωτοστατούν σε μια ανατροπή, κάτω από τα χρώματα της κόκκινης σημαίας. Ένα μικρό κομμάτι της ριζοσπαστικής Αριστεράς εντάσσεται στον ένοπλο αγώνα, ενώ το κράτος χρησιμοποιεί μια κατασταλτική βία εκτός ορίων προκειμένου να ανακόψει την ανατροπή.

Αν και, την εποχή εκείνη, οι τρομοκρατικές δραστηριότητες γκρουπούσκουλων όπως οι Ερυθρές Ταξιαρχίες είναι εκείνες με τον μεγαλύτερο αντίκτυπο, τελικά οι πράξεις βίας οφείλονται κυρίως σε ομάδες της άκρας Δεξιάς (3) , συνδεόμενες άλλες σε μεγαλύτερο και άλλες σε μικρότερο βαθμό με σκοτεινά κέντρα. Αυτή η «στρατηγική της έντασης» δημιουργούσε ανησυχίες για μια αυταρχική εξέλιξη του καθεστώτος –ακόμη και το 1980 πραγματοποιήθηκε μια βομβιστική επίθεση στον σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολόνια, έντεκα χρόνια ύστερα από εκείνη της Πιάτσα Φοντάνα στο Μιλάνο.

Μετά το πραξικόπημα στη Χιλή το 1973, ο γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ενρίκο Μπερλινγκουέρ πρότεινε μια νέα γραμμή, εκείνη του «ιστορικού συμβιβασμού» (compromesso storico) με τον αντίπαλο, τη Χριστιανική Δημοκρατία, προκειμένου να διασωθούν οι δημοκρατικοί θεσμοί και να γίνουν κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Ο αντικομμουνισμός διαποτίζει όλη την πολιτική ζωή και το ΚΚΙ δεν επωφελείται παρά μόνο εν μέρει από το κλίμα της εξέγερσης. Βέβαια, κατά τις εκλογές του 1976 για τη Βουλή των Αντιπροσώπων, έλαβε 12.614.650 ψήφους, δηλαδή ποσοστό 34,37% –η υψηλότερη επίδοσή του: είχε τότε 1.850.000 μέλη. Εντούτοις, η ηγεμονία του στην ιταλική Αριστερά αποδεικνύεται εύθραυστη και αμφισβητούμενη, καθώς πολλές φορές του προσάπτεται πως είναι μια γραφειοκρατική οργάνωση που φρενάρει αντί να ενθαρρύνει την αμφισβήτηση.

Ενώ η οικονομική κρίση εγκαθίσταται στην Ευρώπη, στην Ιταλία όπως και αλλού δρομολογείται μια συντηρητική στροφή: το φθινόπωρο του 1980, η μεγάλη απεργία στα εργοστάσια της Fiat (τριάντα πέντε ημέρες) αποτυγχάνει. Με την εγκαθίδρυση του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος, μια νέα ορθοδοξία καταλήγει να επαναπροσδιορίσει το πλαίσιο του διαλόγου γύρω από την οικονομική πολιτική: οι ηγέτες του εργατικού κινήματος βρίσκονται τότε παρασυρμένοι στη «μάχη κατά του πληθωρισμού», που επιτάσσει μετριασμό των μισθολογικών απαιτήσεων σε μια συγκυρία αυξανόμενης ανεργίας (4).

Το 1984, ο πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου Μπετίνο Κράξι βάζει τέλος στη λειτουργία του μηχανισμού αναπροσαρμογής των μισθών με βάση τον πληθωρισμό. Το ΚΚΙ απαιτεί δημοψήφισμα, το χάνει όμως θεαματικά. Εκείνη η χρονιά αποτελεί ένα σημείο καμπής –ή, εκ των υστέρων, ένα είδος κορύφωσης– το οποίο συμβολίζεται από τις εικόνες της κηδείας του Μπερλινγκουέρ, με το τεράστιο, βαθιά συγκινημένο πλήθος, που έχει έρθει να αποτίσει φόρο τιμής σαν να επρόκειτο για κάποιο αγαπημένο πρόσωπο.

Η κρίση του σοβιετικού συστήματος επισπεύδει τη δράση των μεταρρυθμιστών

Οι καιροί αλλάζουν και το ίδιο το κόμμα εξελίσσεται, διακριτικά. Στο εσωτερικό του μηχανισμού διεξάγεται μια ανανέωση των στελεχών. Η γενιά των παρτιζάνων σβήνει και μαζί της σβήνει και η μνήμη. Άτομα με διαφορετικά χαρακτηριστικά αποκτούν πρόσβαση στα ηγετικά όργανα, άτομα πιο απομακρυσμένα από τον εργατικό κόσμο, καθώς η οργάνωση στηρίζεται στους δήμους και στη διαχειριστική κουλτούρα τους και προάγει επαγγελματίες της πολιτικής. Αναπτύσσεται το όραμα ενός «πολυσυλλεκτικού» κόμματος, που θα μπορούσε να απευθυνθεί σε όλες τις τάξεις (5). Όπως συμβαίνει συχνά, η παρουσία των εργατών περιθωριοποιείται, καθώς οι μετασχηματισμοί της βιομηχανίας και του εργατικού κόσμου ροκανίζουν την επιρροή τους (6).

Η εποχή εκείνη είναι επίσης η εποχή της έκρηξης της τηλεόρασης και των μέσων μαζικής ενημέρωσης, που συνθλίβουν τις αναφορές στην πολιτική και στον πολιτισμό, τις οποίες το κόμμα είχε υπερασπιστεί με συνέπεια. Ένας τεράστιος συμβολισμός: ο εκδοτικός οίκος Einaudi, που είχε εκδώσει έργα του Γκράμσι και τόσων άλλων μεγάλων συγγραφέων, περνά στα χέρια της μιντιακής αυτοκρατορίας του επιχειρηματία Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ιδρυτή του Canale 5, του πρώτου ιδιωτικού τηλεοπτικού καναλιού της Ιταλίας.

Έτσι, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, τα μόνιμα στελέχη του κόμματος έχουν την αίσθηση ότι βιώνουν μια παρακμή, την οποία θα ενισχύσει η αστάθεια του κομμουνιστικού μπλοκ και οι απογοητεύσεις που προκαλεί. Η υποχώρηση που σημειώθηκε στις βουλευτικές εκλογές του 1987 βιώθηκε ως σοκ: παρ’ όλα αυτά, το ΚΚΙ έλαβε το 26,5% των ψήφων. Εκείνο όμως που καταγράφεται στην κοινή γνώμη είναι η πτωτική τάση και, κυρίως, η άνοδος του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSI). Υπό αυτές τις συνθήκες, επιβάλλεται η αναγκαιότητα μιας ανανέωσης. Ένας άνδρας θα είναι η αιχμή του δόρατος και ο ενσαρκωτής της: ο Ακίλε Οκέτο, ο νέος γραμματέας που ορίζεται το 1988. Άνθρωπος του μηχανισμού του κόμματος, γίνεται ο πρωτεργάτης ενός στρατηγικού μετασχηματισμού, κατευθυνόμενου από μεταρρυθμιστές που η έγνοια τους είναι να φανούν μοντέρνοι.

Οι ιδέες του Οκέτο υιοθετούν, αναμφισβήτητα, το νέο πνεύμα των καιρών –το φιλελεύθερο. «Είμαστε τα παιδιά του ’89», λέει εκστατικά ο ηγέτης κατά τον εορτασμό της επετείου των διακοσίων χρόνων της Γαλλικής Επανάστασης –και όχι τα κακά τέκνα των επαναστατών του 1793. Στη θέση ενός οράματος επικεντρωμένου στις κοινωνικές συγκρούσεις, προωθεί μια γλυκανάλατη ρητορική που εξυμνεί τη δημοκρατική πρόοδο –εκείνη που γίνεται με μικρά βήματα και δεν ενοχλεί τα κέντρα της εξουσίας. Αφού λοιπόν πρέπει να λυθούν οι κάβοι, πετά στη θάλασσα τον παλιομοδίτικο, γερασμένο μαρξισμό. Ο πολιτικός ρεφορμισμός έχει την τιμητική του και ο Οκέτο θέλει να εντάξει το κόμμα του στη Σοσιαλιστική Διεθνή. Το μέλλον έχει τη γαλαζωπή αύρα των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», του «ευρωπαϊκού δρόμου προς τον σοσιαλισμό» που χάραξε ο Ζακ Ντελόρ. Αν κάποιος θέλει να γίνει «μοντέρνος», μία ακόμη προϋπόθεση είναι να επανεξετάσει τον ρόλο του κράτους: «Η χώρα χρειάζεται ένα κράτος που θα διευθύνει λιγότερο», ισχυρίζεται ο ηγέτης, «και το οποίο, αντιθέτως, θα είναι ικανότερο να εκπονεί σχέδια και να ορίζει τους κανόνες για ένα πλήθος θεμάτων, δημόσιων και ιδιωτικών» (7).

Για τους μεταρρυθμιστές, η υπό εξέταση στροφή (svolta) πρέπει να συγκρατήσει τη φθίνουσα πορεία του κόμματος, να το βοηθήσει να γοητεύσει ένα ευρύτερο εκλογικό σώμα, να συνασπιστεί με εξωτερικές δυνάμεις και να του επιτρέψει να επωφεληθεί από μια αξιοπιστία που θα ανοίξει τις πόρτες της κυβέρνησης. Στον δρόμο αυτού του μετασχηματισμού, η αναφορά στον κομμουνισμό προκαλεί κακή εντύπωση, όπως δεν παραλείπει να υπογραμμίζει ο αστικός Τύπος. Η βύθιση του σοβιετικού συστήματος σε κρίση είναι εκείνη που θα επισπεύσει τη δράση των μεταρρυθμιστών και θα τους προσφέρει την ευκαιρία να κατευθύνουν το κόμμα σε έναν δρόμο χωρίς επιστροφή: τον δρόμο της διάλυσης.

Έτσι, το φθινόπωρο του 1989, και ενώ δεν είχε γίνει κανένας εσωτερικός διάλογος επί του θέματος, ο Οκέτο φέρνει στο τραπέζι την ανάγκη αλλαγής του ονόματος. Η ανακοίνωση ξεσηκώνει το κόμμα, ωστόσο η ηγεσία διατηρεί ακλόνητη την πορεία της. Ξεκινά μια εντατική συζήτηση σε όλα τα επίπεδα. Οι εικόνες που μπορεί να δει κάποιος στα ντοκιμαντέρ –ανάμεσά τους το «La cosa» του Νάνι Μορέτι (1990)– μαρτυρούν τον φλογερό χαρακτήρα των διαλόγων: οι φιλονικίες αφθονούν, τα δάκρυα κυλούν ποτάμι. Άραγε η λέξη «κομμουνισμός» είναι ένα άχρηστο βάρος που πρέπει να αφεθεί πίσω ή μια κληρονομιά που οφείλει να αναγνωριστεί με υπερηφάνεια; Η αλλαγή ονόματος δεν ισοδυναμεί με εγκατάλειψη της ταυτότητάς του, της ιστορίας του; Για τους ενεργούς υποστηρικτές, αυτή η προοπτική είναι δύσκολη, οδυνηρή, καθώς συχνά η δέσμευσή τους στο κόμμα είναι η ζωή τους –και η λέξη «κομμουνιστής» ολόκληρη η ταυτότητά τους.

Τον Μάρτιο του 1990, στο συνέδριο της Μπολόνια, η ηγεσία κερδίζει τη συναίνεση μιας μεγάλης πλειοψηφίας των εκπροσώπων υπέρ της οικοδόμησης ενός νέου σχηματισμού. Ο ιστορικός Γκουίντο Λιγκουόρι, σε μια μελέτη του (8) , υπογραμμίζει την αποφασιστική βαρύτητα της νομιμοφροσύνης, που συντηρεί τη φυσιολογική λειτουργία της οργάνωσης –την τάση να διατηρηθεί η ενότητα απορρίπτοντας τους διχασμούς, την εμπιστοσύνη απέναντι στην ηγετική ομάδα… «Εν ολίγοις», γράφει ο Λιγκουόρι, «η τάση προς τον κομφορμισμό» ήταν ένας από τους καθοριστικούς λόγους για την επιτυχία του σχεδίου των μεταρρυθμιστών, «με τη σιωπηρή λιποταξία χιλιάδων αγωνιστών, που “γύρισαν σπίτι τους” χωρίς να δώσουν μάχη». Την επόμενη χρονιά, δημιουργείται το Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς (PDS), με ένα καινούργιο σύμβολο, τη βελανιδιά. Μια μειοψηφία αποφασίζει να αποσχιστεί προκειμένου να δημιουργήσει ένα νέο σχήμα, το Κόμμα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης (PRC), ωστόσο τα μέλη του παραμένουν λίγα σε σχέση με εκείνα του PDS.

Σε αυτό το λουτρό ανανέωσης, οι λαϊκές τάξεις πνίγονται. Ασφαλώς, το PDS καταφέρνει τελικά να ασκήσει εξουσία μέσω των συνασπισμών της κεντροαριστεράς –τις κυβερνήσεις του Ρομάνο Πρόντι (1996-1998) και κατόπιν του Μάσιμο Ντ’ Αλέμα (1998-2000). Με τίμημα όμως την αποκήρυξη όσων θεμελίωναν την ύπαρξή του.

Έτσι, με το τέλος του ΚΚΙ, οι ικανότητες αντίστασης της ιταλικής Αριστεράς κατέρρεαν, κυριολεκτικά, αφήνοντάς την αφοπλισμένη μπροστά στην ανάδυση μιας νέας επιθετικής Δεξιάς που έφερε ο Μπερλουσκόνι με την ίδρυση του Forza Italia το 1994. «Είναι αξιοσημείωτο», είχε ήδη παρατηρήσει ο πολιτικός φιλόσοφος Ραλφ Μίλιμπαντ, «ότι οι ειδικοί που επιδιώκουν να ερμηνεύσουν την προσήλωση μεγάλων τμημάτων των τάξεων του μόχθου στη συντηρητική ιδεολογία δεν ενδιαφέρθηκαν να τονίσουν περισσότερο τη συμβολή των σοσιαλδημοκρατών ηγετών στην πολιτική αποστράτευση, η οποία ήταν αποτέλεσμα τόσο των λόγων όσο και των έργων τους» (9).

Πράγματι, πέρα από ένα κόμμα ή ένα σύμβολο, αυτή η αποκήρυξη αποδυνάμωσε μια ολόκληρη σφαίρα επιρροής, σε πολιτικό, συνδικαλιστικό, πνευματικό επίπεδο, ένα ολόκληρο οικοσύστημα που άλλοτε ήταν ικανό να σχεδιάζει τις δικές του αντιλήψεις για τον κόσμο, να διαδίδει στην κοινωνία την αγάπη του για την καλλιέργεια, να υπερασπίζεται ψυχή τε και σώματι την προσδοκία του για έναν καλύτερο κόσμο.

Antoine Schwartz

Ερευνητής στις Πολιτικές Επιστήμες στο πανεπιστήμιο Paris Nanterre και συγγραφέας, μαζί με τον François Denord, του «L’Europe sociale n’aura pas lieu», Raisons d’agir, Παρίσι, 2009.
Γιάννης Κυπαρισσιάδης

(1Perry Anderson, «An invertebrate left», London Review of Books, τόμος 31, αρ. 5, Λονδίνο, 12 Μαρτίου 2009.

(2Eric Hobsbawm, «Interesting Times. A Twentieth Century Life», Pantheon Books, Νέα Υόρκη, 2003.

(3Πρβλ. Frédéric Attal, «Histoire de l’Italie depuis 1943 à nos jours», Armand Colin, Παρίσι, 2004.

(4Πρβλ. David Broder, «The Italian left’s long divorce from the working class», «Jacobin», 14 Φεβρουαρίου 2021.

(5Piero Ignazi, «Dal PCI al PDS», Il Mulino, Μπολόνια, 1992.

(6Βλ. Julian Mischi, «Comment un appareil s’éloigne de sa base», «Le Monde diplomatique», Ιανουάριος 2015.

(7Achille Occhetto, «Un indimenticabile ’89», Feltrinelli, Μιλάνο, 1990.

(8Guido Liguori, «Qui a tué le PCI?», Delga, Παρίσι, 2011.

(9Ralph Miliband, «L’État dans la société capitaliste», Maspero, Παρίσι, 1973 (1η έκδοση: 1969).

Μοιραστείτε το άρθρο