Αυτή είναι η στρατηγική που υιοθέτησαν οι ΗΠΑ στις 6 Μαρτίου προκειμένου να τιμωρήσουν τη Μόσχα για τη στρατιωτική εισβολή της στην Ουκρανία: αποφάσισαν να στοχεύσουν την «κυριότερη αρτηρία που αιμοδοτεί τη ρωσική οικονομία», απαγορεύοντας την εισαγωγή πετρελαίου, φυσικού αερίου και των λοιπών ενεργειακών προϊόντων ρωσικής προέλευσης (1). «Δεν θα συμμετάσχουμε στη χρηματοδότηση του πολέμου του Πούτιν», δήλωσε ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, προτού διευκρινίσει ότι οι Αμερικανοί εισαγωγείς είχαν προθεσμία 45 ημερών για να ακυρώσουν τις συμβάσεις προμήθειας αυτών των προϊόντων. Οι Ευρωπαίοι, με επικεφαλής τη Γερμανία, δεν ακολούθησαν πλήρως αυτήν την οδό, όσο κι αν ανήγγειλαν ότι επιθυμούν να τερματίσουν την εξάρτησή τους από τις ρωσικές προμήθειες ενεργειακών πόρων. «Δεν είναι δυνατόν να εξαρτώμαστε από έναν προμηθευτή που μας απειλεί ανοιχτά», δήλωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν (8 Μαρτίου) (2). Και στις δύο περιπτώσεις, κυριαρχεί η ίδια πρόθεση: η επιβολή εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο μακροπρόθεσμα θα αποκτήσει ουσιαστικό και μόνιμο χαρακτήρα, όσο κι αν το Βερολίνο ελπίζει ότι, εάν επανέλθει σύντομα η ειρήνη στην Ουκρανία, θα καταστεί εφικτή η επιστροφή στην κατάσταση που υπήρχε πριν την εισβολή. Προδιαγράφεται συνεπώς μια ευρύτατη αναδιοργάνωση του παγκόσμιου εμπορίου υδρογονανθράκων, με τους δυτικούς να είναι αναγκασμένοι να βρουν νέους προμηθευτές και την Μόσχα να είναι υποχρεωμένη να βρει νέους πελάτες.
Η πρόκληση αποδεικνύεται ιδιαίτερα πολύπλοκη για την Ευρώπη, καθώς το 62% των εισαγωγών της από τη Ρωσία αφορούν την ενέργεια. Κατά μέσο όρο, η Γηραιά Ήπειρος αγοράζει από τη Μόσχα το 20% των αναγκών της σε πετρέλαιο, το 40% σε φυσικό αέριο και το 50% σε άνθρακα. Η Γερμανία, η σημαντικότερη οικονομική δύναμη της ευρύτερης περιφέρειας, είναι ακόμα περισσότερο εξαρτημένη, δεδομένου ότι το 55% του φυσικού αερίου που καταναλώνει προέρχεται από τη Ρωσία (και αντίστοιχα το 42% του πετρελαίου και το 45% του άνθρακα). Το Βερολίνο αποφάσισε ότι θα πρέπει να έχει σταματήσει τον εφοδιασμό του με ρωσικό πετρέλαιο και άνθρακα μέχρι το τέλος του έτους. Ωστόσο, σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, δεν θα μπορέσει να πράξει το ίδιο και όσον αφορά το φυσικό αέριο, εκτός κι αν υιοθετήσει δραστικά μέτρα (διακοπές στη θέρμανση, περιορισμός του δημόσιου φωτισμού, μείωση των οικονομικών δραστηριοτήτων κ.λπ.), που είναι ικανά να πυροδοτήσουν μια σοβαρή ενεργειακή-οικονομική κρίση. Όσον αφορά τη Γαλλία, είναι λιγότερο εκτεθειμένη, δεδομένου ότι το αργό πετρέλαιο που αγοράζει από τη Ρωσία αντιστοιχεί στο 8,7% των εισαγωγών της (το αντίστοιχο ποσοστό όσον αφορά το φυσικό αέριο είναι 17%).
Εντούτοις, η ευρωπαϊκή επιθυμία για απαγκίστρωση από τη Μόσχα προσκρούει στο παγιωμένο τοπίο της αγοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου, το οποίο θα δυσκολευτεί να αλλάξει τόσο γρήγορα όσο απαιτεί η επιβολή ενός περισσότερο ή λιγότερο άμεσου εμπάργκο. Η Νορβηγία για παράδειγμα, που αυτή τη στιγμή καλύπτει το 20% της ευρωπαϊκής κατανάλωσης, φαντάζει ως η ιδανική καταφυγή, κυρίως από πολιτική άποψη –θα δυσκολευτεί όμως να ανταποκριθεί σε μια αυξημένη ζήτηση. «Η κυβέρνηση βρίσκεται σε επαφή με τις επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με την παραγωγή και τις εξαγωγές μέσω αγωγών αερίου: παραδίδουν αέριο στο μέγιστο της παραγωγικής ικανότητάς τους», προειδοποιεί ο Νορβηγός πρωθυπουργός Γιόνας Γκαρ Στόρα (8 Μαρτίου) (3). Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ειδικών, στην καλύτερη περίπτωση, θα απαιτούνταν διάστημα εννέα μηνών για να μπορέσει να αυξηθεί ουσιαστικά η νορβηγική παραγωγή. Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και για την Ολλανδία, τον άλλο παραγωγό της Βόρειας Θάλασσας.
Και άλλοι προμηθευτές της Ευρώπης αδυνατούν να αυξήσουν σε μόνιμη βάση την παραγωγή υδρογονανθράκων και συνεπώς, αντί να αποτελούν ένα μακροπρόθεσμο υποκατάστατο των ρωσικών προμηθειών, μπορούν απλώς να προσφέρουν συμπληρωματικές ποσότητες. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Αλγερίας, η οποία ήδη δυσκολεύεται να παραγάγει το σύνολο της ποσότητας πετρελαίου που της αναλογεί στο πλαίσιο του Οργανισμού Πετρελαιοπαραγωγών Εξαγωγικών Κρατών (ΟΠΕΚ), ενώ η παραγωγή της όσον αφορά το φυσικό αέριο έχει φτάσει στο μέγιστο των δυνατοτήτων της. Βέβαια, η Αλγερία, τρίτος προμηθευτής αερίου της Ε.Ε. (7,6% των εισαγωγών της) διαθέτει μια συμπληρωματική δυναμικότητα 10-15 δισ. κυβικών μέτρων ετησίως. Ωστόσο, δύο παράγοντες περιορίζουν την προσφυγή σε αυτά τα αποθέματα.
Ενέργεια, όπλα, πρώτες ύλες: ένα κουβάρι αλληλεξαρτήσεων
Καταρχάς, η εγχώρια κατανάλωση ενέργειας αυξάνεται εδώ και μια δεκαετία με ετήσιο ρυθμό 5%, με αποτέλεσμα ένα διαρκώς αυξανόμενο μερίδιο του παραγόμενου φυσικού αερίου να διατίθεται για την τροφοδοσία της εθνικής αγοράς. Επιπλέον, σε μια συγκυρία εντάσεων με το γειτονικό Μαρόκο, οι αλγερινές αρχές δεν σκοπεύουν να δυσαρεστήσουν τη Ρωσία, τον κυριότερο προμηθευτή της χώρας σε όπλα. Η στάση αυτή που υπαγορεύεται από γεωπολιτικά κίνητρα ισχύει και για την Αίγυπτο, ανερχόμενη δύναμη στον τομέα του φυσικού αερίου (στην 16η θέση της παγκόσμιας κατάταξης, με αποθέματα 2 τρισ. κυβικών μέτρων), η οποία όμως εξαρτάται κατά 90% από τη Ρωσία και την Ουκρανία για τις εισαγωγές δημητριακών.
Αντίθετα από την Αλγερία, η οποία απείχε, στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το Κάιρο τάχθηκε υπέρ του ψηφίσματος για την καταδίκη της ρωσικής στρατιωτικής επέμβασης στην Ουκρανία (2 Μαρτίου). Όμως, η διατροφική ασφάλεια της χώρας, που είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας σιταριού παγκοσμίως, την αναγκάζει να κρατάει μια προσεκτική και συνετή στάση απέναντι στη Μόσχα. Όσο για τη Λιβύη, χώρα κομμένη στα δύο, με τη μία από τις δύο φατρίες να υποστηρίζεται στρατιωτικά από τη Μόσχα, οι πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της βρίσκονται συχνά εκτός λειτουργίας, εξαιτίας μαχών ή απεργιών. Επιπλέον, η απουσία κάθε πολιτικής λύσης στον εμφύλιο πόλεμο εμποδίζει την εξομάλυνση του συγκεκριμένου οικονομικού κλάδου. Τέλος, η απομακρυσμένη γεωγραφική θέση άλλων παραγωγών όπως η Νιγηρία και η Αγκόλα, σε συνδυασμό με την έως και οριακή παλαιότητα των παραγωγικών εγκαταστάσεών τους, δεν τους επιτρέπει να συγκαταλεγούν στις αξιόπιστες εναλλακτικές λύσεις απέναντι στη Ρωσία.
«Η αντικατάσταση του εφοδιασμού με ρωσικούς υδρογονάνθρακες δεν είναι ανέφικτη», μας δηλώνει ένας έμπορος πρώτων υλών με έδρα τη Γενεύη, την πόλη όπου πραγματοποιείται το 80% των συναλλαγών που αφορούν το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο. «Κάτι τέτοιο όμως απαιτεί ένα συντονισμένο εγχείρημα εκ μέρους των Ευρωπαίων, έως και μια συγκεντρωτική διαχείριση των αναγκών. Αυτό βεβαίως αντιβαίνει ριζικά στην πολιτική φιλελευθεροποίησης του κλάδου που έχουν επιβάλει οι Βρυξέλλες εδώ και τουλάχιστον τρεις δεκαετίες.» Στο μεταξύ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιθυμεί να υποχρεώσει τα κράτη-μέλη να φροντίζουν ώστε, την 1η Οκτωβρίου κάθε έτους, τα στρατηγικά αποθέματά τους να ανέρχονται στο 90% της αποθηκευτικής ικανότητάς τους.
Τα περιθώρια ελιγμών είναι πολύ μεγαλύτερα για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ουσιαστικά, οι ρωσικές εξαγωγές αντιστοιχούν μονάχα στο 8% των αμερικανικών εισαγωγών ενέργειας. Από την άποψη της διαφοροποίησης του ανεφοδιασμού της, η Ουάσιγκτον μπορεί να υπολογίζει στον Καναδά, τον κυριότερο ενεργειακό εταίρο της, για να αντισταθμίσει τη διακοπή των εισαγωγών της από τη Ρωσία. Πολλά πετρελαιοφόρα κοιτάσματα στην Αλμπέρτα και στο Σασκατσουάν υπολειτουργούσαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών και η άνοδος των τιμών του αργού πετρελαίου καθιστά την εκμετάλλευσή τους πιο συμφέρουσα. Εντούτοις, η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν εξετάζει –για την ώρα τουλάχιστον– το ενδεχόμενο να υπαναχωρήσει όσον αφορά την απόφασή της να απαγορεύσει την έναρξη της λειτουργίας του πετρελαιαγωγού Keystone XL, που επρόκειτο να συνδέσει τον δυτικό Καναδά με τα διυλιστήρια του Κόλπου του Μεξικού. Οι ΗΠΑ μπορούν επίσης να κινητοποιήσουν ένα πλήθος μικρών ιδιωτών παραγωγών, κυρίως στο Τέξας, οι οποίοι επιστρέφουν στην αγορά μονάχα όταν οι τιμές είναι ελκυστικές, όπως συμβαίνει αυτή την περίοδο, όπου η τιμή του βαρελιού κάποια στιγμή φλέρταρε με το ρεκόρ του Ιουλίου 2018 (140 δολάρια).
Σημειωτέον ότι η Ουάσιγκτον άρχισε τις επαφές και με τη Βενεζουέλα. Αυτή η αναθέρμανση, μετά από πολλά χρόνια εξοβελισμού του καθεστώτος του Νικολά Μαδούρο, εντάσσεται στην προοπτική της μερικής άρσης των κυρώσεων και της επανάληψης της παράδοσης βενεζουελάνικου αργού πετρελαίου, που είχε διακοπεί από το 2019, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 2010 έφτανε το ένα εκατομμύριο βαρέλια ημερησίως. Ωστόσο, θα χρειαστούν αρκετοί μήνες και σημαντικές επενδύσεις μέχρις ότου αναβαθμιστούν οι απαρχαιωμένες εγκαταστάσεις του Καράκας (4).
Η ουκρανική κρίση και η αντίδραση της Ουάσιγκτον αναδεικνύουν τρεις προτεραιότητες της αμερικανικής ενεργειακής και βιομηχανικής πολιτικής. Η πρώτη συνίσταται στην εγγύηση της μόνιμης ενεργειακής ασφάλειας της χώρας –εξ ου και η προσέγγιση, όσον αφορά το πετρέλαιο, με τη Βενεζουέλα και με τους παραγωγούς της Δυτικής Αφρικής. Η δεύτερη αποσκοπεί στην αποτροπή έλλειψης ή ελάττωσης των υδρογονανθράκων στη διεθνή αγορά, ώστε να αποφευχθεί η ανεξέλεγκτη αύξηση της τιμής του αργού πετρελαίου και των καυσίμων στα πρατήρια.
Οι μπίζνες με το υγροποιημένο φυσικό αέριο
Σε αυτό το πεδίο, το έργο της Ουάσιγκτον θα είναι πιο δύσκολο. Οι πετρομοναρχίες του Περσικού κόλπου –με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ– δυσανασχετούν απέναντι στην πίεση να ανοίξουν τις βάνες των εγκαταστάσεών τους και, κυρίως, να διακόψουν τη συνεργασία τους με τη Ρωσία στο πλαίσιο του ΟΠΕΚ+ (5). Η συμφωνία με το Ιράν για τα πυρηνικά, με αντάλλαγμα την άρση των κυρώσεων, θα μπορούσε να επιτρέψει στην Τεχεράνη να εξάγει περισσότερο πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Ωστόσο, η Ισλαμική Δημοκρατία δεν επιθυμεί να έλθει σε αντιπαράθεση με τον Ρώσο εταίρο της, με τον οποίο αναπτύσσει κοινή στρατιωτική δράση στη Συρία. Από την πλευρά της, η Μόσχα εξαρτά την εκ μέρους της αποδοχή της συμφωνίας από την εγγύηση ότι οι εμπορικές σχέσεις της με το Ιράν δεν θα επηρεαστούν από τις δυτικές κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας. Αυτή η εξέλιξη ωθεί τους δυτικούς, οι οποίοι μέχρι τώρα ελάχιστα βιάζονταν για τη σύναψη της συμφωνίας αλλά άρχισαν ξαφνικά να ενδιαφέρονται για την ευημερία του ιρανικού λαού, να καταγγέλλουν τον κίνδυνο να «καταρρεύσει η συμφωνία».
Τέλος, η τρίτη αμερικανική προτεραιότητα είναι να υπάρξουν εγγυημένες διεθνείς αγορές για τους Αμερικανούς παραγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου. Με την παρούσα κρίση, προκύπτει γι’ αυτούς μια σημαντική ευκαιρία: το αμερικανικό φυσικό αέριο μπορεί να αντικαταστήσει το ρωσικό στην ευρωπαϊκή αγορά, υπό την προϋπόθεση ότι ορισμένες χώρες όπως η Γερμανία θα προβούν σε επενδύσεις, ώστε να είναι σε θέση να υποδεχθούν σημαντικές ποσότητες αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου.
Όσον αφορά τις ρωσικές εξαγωγές υδρογονανθράκων, το μέλλον τους βρίσκεται στην Κίνα, η οποία ήδη απορροφά το 32,8% του συνόλου τους. Τον Φεβρουάριο, το Πεκίνο και η Μόσχα υπέγραψαν μια σύμβαση παροχής 10 δισ. κυβικών μέτρων φυσικού αερίου και παρέτειναν κατά δέκα χρόνια μια παλαιότερη συμφωνία που προβλέπει την παράδοση 200.000 βαρελιών αργού πετρελαίου ημερησίως (6). Παρά το γεγονός ότι το Κρεμλίνο πάντοτε επεδίωκε τη επέκταση του πελατολογίου του, αναγκάζεται τώρα να αυξήσει τις πωλήσεις στον ισχυρό γείτονα.