Το τάνγκο είναι, βέβαια, ένας χορός. Και επίσης μουσική, τραγούδι, ποίηση. Συνήθως του αποδίδουμε, λιγότερο ή περισσότερο αόριστα, αργεντίνικη καταγωγή, αλλά, βλέποντας τα ζευγάρια να ζωγραφίζουν μέσα στον χώρο ένα είδος χορογραφίας της εξυψωμένης επιθυμίας, μάλλον σπάνια αναρωτιόμαστε πώς γεννήθηκε και, ακόμη λιγότερο, εάν η ιστορία του συνδέεται κατά κάποιον τρόπο με την πολιτική. Ωστόσο, το τάνγκο αποτελεί ταυτόχρονα προϊόν μιας συγκεκριμένης πολιτικής και, από τη γέννησή του, τον ένα πόλο μιας συχνά θυελλώδους σχέσης με τους εκπροσώπους των διάφορων εξουσιών.
Όλα ξεκινούν γύρω στο 1870. Οι δύο χώρες στις όχθες του Ρίο δε λα Πλάτα, η Αργεντινή και η Ουρουγουάη, είναι ακόμη περιοχές σε μεγάλο βαθμό αγροτικές και οι κυβερνήσεις τους αποφασίζουν τότε να ακολουθήσουν μια πολιτική εκσυγχρονισμού και εποικισμού –κάτι που συνεπάγεται μαζική πρόσκληση ξένου εργατικού δυναμικού. Οι μετανάστες που θα δοκιμάσουν την τύχη τους, κυρίως άνδρες από την Ιταλία και την Ισπανία, θα είναι πάρα πολλοί. Το 1870, το Μπουένος Άιρες αριθμεί 250.000 κατοίκους. Μέσα σε τρεις δεκαετίες, 1,5 εκατομμύριο μετανάστες καταφθάνουν και αποβιβάζονται από καράβια που δένουν στα λιμάνια του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβιδέο. Στοιβάζονται στα περίχωρα της πόλης, σε άθλιες κοινές κατοικίες, τα conventillos: γύρω από μια κεντρική αυλή όπου βρίσκεται η βρύση, μικρές κάμαρες δέκα τετραγωνικών μέτρων, που θυμίζουν τα κελιά όπου ζουν οι καλόγριες (1). Αυτό το ανθυγιεινό περιβάλλον, όπου ανθούσαν η σεξουαλική ελευθεριότητα και η πορνεία, θα συνεχίσει να υπάρχει μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1920.
Παρόλο που οι μετανάστες αυτοί σχηματίζουν ομάδες με βάση την καταγωγή τους, έρχονται σε επαφή, για παράδειγμα στα conventillos ή στη δουλειά, με άλλες γλώσσες, με άλλες μουσικές, με άλλα όργανα. Συναντούν έναν μαύρο πληθυσμό που χορεύει τις δικές του μουσικές, αν και φθίνει λόγω της πολύ υψηλής παιδικής θνησιμότητας, των επιδημιών (χολέρα, κίτρινος πυρετός) και των πολέμων, όπου μαύροι, μιγάδες και αυτόχθονες πολύ συχνά χρησίμευσαν ως κρέας για τα κανόνια. Οι μαύροι, απόγονοι των σκλάβων που είχαν φτάσει από παλιά στο Ρίο δε λα Πλάτα, με ρυθμό 100.000 ετησίως, αντιπροσώπευαν ακόμη, στα μέσα του 19ου αιώνα, το ένα τρίτο του πληθυσμού της Αργεντινής (0,4% σήμερα), ενώ περίπου το ίδιο ίσχυε για την Ουρουγουάη (γύρω στο 8% του πληθυσμού σήμερα). Οι νεοφερμένοι έρχονταν επίσης σε επαφή με τα φτωχότερα στρώματα των criollos, όνομα που είχε δοθεί στους απογόνους των Ισπανών εποίκων, και τους εσωτερικούς μετανάστες, τους gauchos και τους payadores, αυτούς τους πλανόδιους τραγουδιστές, κορυφαίους στους αυθόρμητους στιχουργικούς αυτοσχεδιασμούς (την payada) –φαινόμενο, αρχικά, της υπαίθρου και στη συνέχεια της πόλης– που επιβιώνουν ακόμη και σήμερα στη Λατινική Αμερική ως φολκλορικοί ερμηνευτές.
Έτσι, η κουβανέζικη χαμπανέρα, το αφρικανικό καντόμπε, του οποίου η συνεισφορά είχε για πολύ καιρό αποσιωπηθεί (2) , το ιταλικό τραγούδι και οι απόηχοι των καντάδων των payadores θα αναμειχθούν στο ίδιο μουσικο-χορογραφικό χωνευτήρι, που θα τα μεταμορφώσει. Ως μουσική για χορό, το τάνγκο, όπως και η μιλόνγκα, παλαιότερο είδος με πιο ζωηρό ρυθμό, και στη συνέχεια το βαλς, σταδιακά εδραιώνονται στις academias (τις σχολές χορού), στα καμπαρέ, στους οίκους ανοχής. Στις αυλές των conventillos, ή ακόμη και στον δρόμο, όπου παίζουν οι ρομβίες, μερικές φορές ακούγεται ένα πιάνο ή ένα τρίο με κιθάρα, βιολί και φλάουτο (το τελευταίο θα αντικατασταθεί πολύ γρήγορα από το μπαντονεόν, που ήρθε από τη Γερμανία και έμελλε να γίνει εμβληματικό όργανο του τάνγκο). Εκεί, το αρσενικό προλεταριάτο του Ρίο δε λα Πλάτα, ανεξαρτήτως καταγωγής, έρχεται το βράδυ να χαλαρώσει, χορεύοντας συνήθως με τις μόνες γυναίκες που συναντά εκεί: οι πόρνες θα γίνουν έτσι οι πρώτες χορεύτριες του τάνγκο.
Οι γυναίκες, μουσικοί ή τραγουδίστριες, θα είναι αρχικά υποχρεωμένες να μεταμφιέζονται σε άντρες για να μπορούν να εμφανιστούν μπροστά στο κοινό, σταδιακά όμως θα παίξουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στο τραγούδι και τη μουσική του τάνγκο, έχοντας κατακτήσει σήμερα μια κεντρική θέση που κανείς δεν τους αρνείται πια. Μάλιστα, από ένα σημείο και μετά, εξέλιξαν τη σχέση καλέσματος-απάντησης στον χορό… Εκείνη την εποχή όμως δεν είναι σπάνιο το θέαμα δύο ανδρών να χορεύουν μαζί για να μάθουν τα βήματα που έχουν επινοήσει, να προπονηθούν για τον βραδινό χορό, πρακτική που διήρκεσε για πολλά χρόνια, ακόμη και στις περιόδους που ήταν απαγορευμένη.
Επομένως, δεν προκαλεί καμία έκπληξη το γεγονός ότι, στις αρχές του 20ού αιώνα, το τάνγκο, αστική δημιουργία των φτωχών, με μια ιδιαίτερα ανδροκρατική-μάτσο τάση και αρκετά απομακρυσμένο από την υπεράσπιση των αστικών αρετών, αντιμετωπιζόταν από τις κυρίαρχες ελίτ είτε με περιέργεια είτε με καχυποψία, εάν όχι με ανησυχία. Τελικά, δημιούργησε την εντύπωση ότι ικανοποιεί τους πάντες, καθώς κάποιος μπορούσε να υποθέσει ότι, όσο χόρευαν, τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα δεν σκέφτονταν τίποτε άλλο. Έτσι, έγινε της μόδας και εξαπλώθηκε αρκετά γρήγορα πέρα από το περιβάλλον όπου γεννήθηκε, για να γοητεύσει ένα τμήμα των μεσαίων και ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Η κίνηση θα είναι εντελώς αντίθετη στη Γαλλία, η οποία, ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, θα γίνει η δεύτερη πατρίδα του τάνγκο.
Ο ενθουσιασμός ξεκινά ένα βράδυ του 1911, σε ένα σαλόνι της υψηλής παρισινής κοινωνίας. Ένας νεαρός Αργεντίνος συγγραφέας, ο Ρικάρδο Γουιράλδες, έχει προσκληθεί για να δείξει τι είναι αυτός ο χορός για τον οποίο έχει αρχίσει να γίνεται λόγος. Με τη βοήθεια μιας κοπέλας από το υπηρετικό προσωπικό, διαγράφει μερικά βήματα. Και προκαλεί ένα είδος συλλογικής υστερίας, με όλους τους παρευρισκόμενους να ζητούν να μάθουν. Με τις διηγήσεις για εκείνη τη βραδιά να κάνουν τον γύρο του Παρισιού, εκείνο που θα ονομαστεί «τανγκομανία» εξαπλώνεται πρώτα στο σύνολο της υψηλής κοινωνίας και, στη συνέχεια, σταδιακά σε όλα τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα, μετατρέποντας τους χορευτές του Ρίο δε λα Πλάτα (3) σε βασιλιάδες της παρισινής ζωής, έστω κι αν δέχονται επικρίσεις από κάποιους ζηλόφθονους ξενοφοβικούς. Οι δριμύτερες επιθέσεις ενάντια στον «καταραμένο χορό» θα προέλθουν από συντηρητικούς κύκλους, ιδίως της Καθολικής Εκκλησίας, από τον αρχιεπίσκοπο του Παρισιού Αμέτ μέχρι τους ιερείς που αναθεματίζουν το τάνγκο από τον άμβωνα. Έτσι, η «Le Figaro» (10 Ιανουαρίου 1914) δημοσιεύει την καταδίκη από τον επίσκοπο της Ντιζόν αυτής «της μόδας που προήλθε από τους γελαδάρηδες του Μπουένος Άιρες», «στο όνομα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ηθικής και της θρησκείας».
Στην αντίπερα όχθη, η ομορφότερη υπεράσπιση έρχεται από τον ποιητή και μυθιστοριογράφο, μέλος της γαλλικής Ακαδημίας, Ζαν Ρισπέν (1849-1926). Κάτω από τον θόλο της Ακαδημίας, ο Ρισπέν εκφωνεί λόγο στον οποίο καταρρίπτει προσφυώς τις κύριες επικρίσεις που δέχεται στη Γαλλία ο συγκεκριμένος χορός: ξένες και λαϊκές καταβολές, ανάρμοστες κινήσεις έως και έκδηλη σεξουαλικότητα. Ο πρόεδρος Ρεϊμόν Πουανκαρέ σίγουρα δεν δυσανασχετεί όταν βρίσκεται με τη σύζυγό του ανάμεσα σε χορευτές του τάνγκο, στον χορό του Αγρονομικού Ινστιτούτου. Και, είκοσι χρόνια αργότερα, ο Σαρλ ντε Γκωλ, αντισυνταγματάρχης ακόμη, θα μάθει τάνγκο στη διάσημη σχολή George et Rosy, στο Παρίσι. Τελικά η Εκκλησία έχασε την παρτίδα, όμως ο «καταραμένος χορός» δεν γίνεται αποδεκτός παρά μόνο πολύ εξευγενισμένος και απλουστευμένος, ως τάνγκο του σαλονιού ή ως χορός του ελαφρού ρεπερτορίου. Η επιχείρηση απονεύρωσης θα διαρκέσει μέχρι τη δεκαετία του 1980, όταν, χάρη σε θεάματα όπως το Tango argentino, το γαλλικό κοινό θα (ξανα)ανακαλύψει πώς χορεύουν στο Ρίο δε λα Πλάτα.
Την ώρα που στη Γαλλία συνεχίζεται η εξάπλωση του τάνγκο μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και ο χορός κατακτά μεγάλο μέρος του κόσμου από τη δεκαετία του 1920 (ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ θα χορέψει τάνγκο στην τελετή ανάληψης της προεδρίας της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923), στην Αργεντινή, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των δικτατοριών –μεταξύ τους και η πολιτική και στρατιωτική δικτατορία της «σκοτεινής δεκαετίας» (1930-1943)– το τάνγκο γίνεται αντικείμενο λογοκρισίας. Πρώτα απ’ όλα, για την ίδια τη γλώσσα στην οποία συχνά τραγουδιέται, το lunfardo. Αυτή η αργκό των αλητών και των φτωχών, που εδραιωνόταν όλο και περισσότερα στην ποίηση του τάνγκο, περιφρονούσε τα επίσημα ισπανικά, τη γλώσσα της εθνικής ενότητας, ενώ αφομοίωνε λέξεις περίπου από παντού και μαρτυρούσε μια «υβριδοποίηση» αντίθετη με την εικόνα που οι κυβερνώντες ήθελαν να δώσουν για την εθνική ταυτότητα.
Το τάνγκο λογοκρίθηκε επίσης και για τα συχνά «ανατρεπτικά» κείμενά του. Το Cambalache (που μπορεί να μεταφραστεί ως «αχούρι» ή, ακριβέστερα, ως «μπάχαλο») του μεγάλου Ενρίκε Σάντος Ντισέπολο αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα ειρωνικής περιγραφής του πολιτικού κλίματος της εποχής (4). Παράλληλα όμως θριαμβεύει το tango canción, με εμβληματική φυσιογνωμία τον Κάρλος Γαρδέλ, ο οποίος πεθαίνει το 1935. Ο Γαρδέλ αφήνει τη σεξουαλικότητα να γλιστρήσει προς τον συναισθηματισμό, ενώ εμφανίζεται ένας ρυθμός που οφείλεται στον μαέστρο Χουάν ντ’ Αριένσο και γεμίζει τις μέχρι τότε εγκαταλειμμένες πίστες. Πρόκειται για την αρχή της επονομαζόμενης «χρυσής εποχής».
Σύντομα, το τάνγκο θα προαχθεί σε εθνική μουσική από έναν στρατιωτικό, τον πρόεδρο Χουάν Περόν, ο οποίος, έχοντας εκλεγεί το 1946 από τα λαϊκά στρώματα, θα ακολουθήσει κοινωνική πολιτική προς όφελός τους. Ο Περόν, που συχνά διανθίζει τους λόγους του με στίχους από τάνγκο και στηρίζει το άνοιγμα αιθουσών χορού σε κάθε συνοικία, κατανοεί τη σημασία αυτής της μουσικής και αυτού του χορού για όλον τον λαό, ο οποίος δεν βλέπει το τάνγκο μόνο ως διασκέδαση, αλλά και ως μέσο έκφρασης, ακόμη και ως τρόπο ζωής. Και δεν είναι τυχαίο ότι οι ποιητές εκείνης της εποχής, όπως ο Ομέρο Μάνσι ή ο Ντισέπολο, που διψούν για κοινωνικές κατακτήσεις, θα αποτελέσουν ισχυρά στηρίγματα της πολιτικής Περόν, πριν από τη σκλήρυνση του καθεστώτος.
Το πραξικόπημα του 1955, με το οποίο ανατρέπεται ο Περόν, σηματοδοτεί την προσωρινή έκλειψη του τάνγκο: οι στρατιωτικοί απαγορεύουν κάθε λαϊκή εκδήλωση, συμπεριλαμβανομένου και του τάνγκο. Έτσι, προδιαγράφεται ο ερχομός του nuevo tango με τον Άστορ Πιατσόλα –το οποίο θα είναι περισσότερο ακουστικό παρά χορευτικό. Ορισμένες ορχήστρες θα συνεχίσουν να παίζουν, όπως η ορχήστρα του πιανίστα και συνθέτη Οσβάλδο Πουγλιέσε (1905-1995), στρατευμένου κομμουνιστή, του πρώτου που οργάνωσε συνδικαλιστικά το επάγγελμά του και γνώρισε τη φυλακή πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον Περόν… «Κάθε φορά που αλλάζαμε κυβέρνηση, αναρωτιόμασταν εάν ο Πουγλιέσε θα καταφέρει να δουλέψει είκοσι μέρες. Εάν γινόταν κάτι τέτοιο, τότε επρόκειτο αναμφίβολα για δημοκρατική κυβέρνηση» (5). Από το 1955 έως το 1983, η χώρα γνωρίζει μια τρομερή περίοδο αστάθειας και βίας, ιδιαίτερα κατά τη στρατιωτική δικτατορία μεταξύ 1976 και 1983: θα υπάρξουν 30.000 «εξαφανίσεις» και 15.000 εκτελέσεις. Οι μουσικοί αυτοεξορίζονται: ο κιθαρίστας και τραγουδιστής Χουάν Σεδρόν, ο οποίος, όπως και πολλοί άλλοι (Χουάν Χοσέ Μοσαλίνι, Γουστάβο Μπέιτελμαν), εγκαθίσταται στη Γαλλία, δημιουργεί με το Κουαρτέτο του μια μουσική που ξεχειλίζει μελαγχολία και αντίσταση, πάνω σε στρατευμένα κείμενα συγγραφέων όπως οι Χούλιο Χουάσι, Ραούλ Γκονσάλες Τουνιόν, Χουάν Χέλμαν και Λουίς Αλπόστα. Το σχήμα αυτό θα αποτελέσει σταθερό καλλιτεχνικό συνοδοιπόρο της γαλλικής Αριστεράς και το τάνγκο των εξόριστων θα βρει φιλόξενο βήμα στα μέσα ενημέρωσης και γενικότερα στη δημόσια σφαίρα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 δημιουργείται το «σήμα κατατεθέν Μπουένος Άιρες», με λογότυπό του το τάνγκο. Το 2009, το τάνγκο εντάσσεται στην άυλη κληρονομιά της ανθρωπότητας από την Unesco. Ενώ κάποτε θεωρούνταν ακάθαρτο, χυδαίο, υπερβολικά διαποτισμένο από ξένες επιρροές, το τάνγκο κατέληξε να αναδειχθεί σε σύμβολο της αργεντίνικης εθνικής ταυτότητας και σε ισχυρό τουριστικό πλεονέκτημα.