Τον περασμένο Φεβρουάριο, λίγες ημέρες πριν από τη ρωσική εισβολή, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν ειδοποίησε τους Αμερικανούς να φύγουν από την Ουκρανία εντός σαράντα οκτώ ωρών. Έκτοτε, οι Ηνωμένες Πολιτείες επέστρεψαν στη χώρα, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Χωρίς να διακινδυνεύσουν ούτε μία ζωή στρατιώτη, εκμεταλλεύονται τις διαδοχικές καταστροφές που προκάλεσε ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν για να συσσωρεύσουν στρατηγικές νίκες: μια μακροπρόθεσμα αποδυναμωμένη Ρωσία, μια Κίνα σε αμηχανία από τις αποτυχίες της γειτονικής της χώρας, ένα ΝΑΤΟ που ενισχύεται από την επικείμενη προσχώρηση της Σουηδίας και της Φινλανδίας, μια συγκομιδή συμβολαίων για τους Αμερικανούς εξαγωγείς σιτηρών, όπλων και φυσικού αερίου, με δυτικά μέσα ενημέρωσης που επαναλαμβάνουν εν χορώ την προπαγάνδα του Πενταγώνου. Για ποιο λόγο οι Αμερικανοί στρατηγοί θα ήθελαν να τελειώσει ένας τόσο βολικός πόλεμος;
Γι’ αυτό και δεν το θέλουν. Εδώ και μερικές εβδομάδες, φαινόταν μάλιστα ότι η μόνη κατάληξη της σύγκρουσης που θα αποδέχονταν πραγματικά οι ΗΠΑ θα ήταν ένας ρωμαϊκός θρίαμβος, με τις στρατιές της Δύσης να παρελαύνουν στη Μόσχα, τον Τζο Μπάιντεν στο βήμα και τον Βλαντιμίρ Πούτιν σε σιδερένιο κλουβί. Προκειμένου να επιτύχουν τον διακηρυγμένο πλέον στόχο τους, δηλαδή την «αποδυνάμωση της Ρωσίας», στην πραγματικότητα την αφαίμαξή της, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν τσιγκουνεύονται πια την παροχή μέσων: παράδοση πιο επιθετικών και εξελιγμένων όπλων στην Ουκρανία, πιθανή βοήθεια προς τη χώρα ώστε να μπορεί να εντοπίσει και να εξοντώσει Ρώσους στρατηγούς, ακόμη και να βυθίσει τη ναυαρχίδα του ρωσικού στόλου. Χωρίς να αναφέρουμε το γεγονός ότι τους τελευταίους τρεις μήνες το αμερικανικό Κογκρέσο ψήφισε βοήθεια ύψους 54 δισεκατομμυρίων δολαρίων προς το Κίεβο, δηλαδή πάνω από το 80% του ρωσικού στρατιωτικού προϋπολογισμού.
Αρχικά, ο πρόεδρος Μπάιντεν φοβόταν ότι η αμερικανική εμπλοκή στην Ουκρανία θα επιτάχυνε «έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο». Φαίνεται ότι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο πυρηνικός εκβιασμός της Μόσχας δεν ήταν παρά μπλόφα και ότι η Ρωσία, της οποίας τη στρατιωτική ισχύ είχε υπερεκτιμήσει, μπορούσε να στριμωχτεί χωρίς κίνδυνο για τις ΗΠΑ. Δεν διαφέρει έτσι από τους νεοσυντηρητικούς Ρεπουμπλικανούς, για τους οποίους οποιαδήποτε παραχώρηση στον επεκτατισμό του προέδρου Πούτιν «θα ήταν σαν να πληρώνουμε έναν κανίβαλο για να μας φάει τελευταίους» (1). Η αμερικανική κλιμάκωση είναι τόσο έντονη ώστε, απευθυνόμενος στους εργάτες της Lockheed Martin που κατασκευάζουν στην Αλαμπάμα τους αντιαρματικούς πυραύλους Javelin, την τρομερή αποτελεσματικότητα των οποίων έχουν δοκιμάσει πολλά πληρώματα ρωσικών τανκς, ο Μπάιντεν δήλωνε ιδιαίτερα χαρούμενος επειδή «οι Ουκρανοί δίνουν το όνομα Javelin ή Javelina στα νεογέννητα παιδιά τους»…
Στις 21 Μαΐου, ο πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι δήλωσε ότι ο πόλεμος θα τερματιστεί μόνο «στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων». Όμως, ο ρωσικός στρατός συνεχίζει την καταστροφική κατάκτηση των πόλεων του Ντονμπάς και οι Αμερικανοί ηγέτες επωφελούνται από τη διεύρυνση της σύγκρουσης. Η Ευρώπη φαίνεται να διχάζεται ανάμεσα σε έναν μάλλον απομονωμένο Γάλλο πρόεδρο, που σωστά παρατήρησε ότι «η ειρήνη δεν θα επιτευχθεί με την ταπείνωση της Ρωσίας», και έναν Εσθονό πρωθυπουργό που του απάντησε σκληρά: «Δεν πρέπει να προσφέρουμε διέξοδο στον Βλαντιμίρ Πούτιν. (…) Η λύση δεν μπορεί παρά να είναι στρατιωτική. Η Ουκρανία πρέπει να κερδίσει αυτόν τον πόλεμο» (2). Για την ώρα, η διπλωματία έχει χάσει το παιχνίδι. Και οι εγγαστρίμυθοι της Ουάσιγκτον σέρνουν τον χορό στη Γηραιά Ήπειρο.