«Στην Ιερουσαλήμ, ο Μπάιντεν υπογράφει το πιστοποιητικό θανάτου των Παλαιστινίων» (1). Με αυτόν τον τίτλο, ο Ισραηλινός δημοσιογράφος Γκίντεον Λεβί αποτύπωνε το βασικό μήνυμα της επίσκεψης του Αμερικανού προέδρου στη Μέση Ανατολή τον Ιούλιο του 2022. Ο Μπάιντεν, με μισή καρδιά, είχε υποστηρίξει τη λύση των δύο κρατών, αλλά «όχι σε βραχυπρόθεσμη βάση», όπως διευκρίνιζε. Τι θα συμβεί τότε δηλαδή; «Οι Ισραηλινοί θα το αποφασίσουν μόνοι τους; Οι έποικοι θα επιστρέψουν στα σπίτια τους οικειοθελώς; Όταν ο αριθμός τους θα αγγίξει το ένα εκατομμύριο αντί των 700.000 θα είναι ικανοποιημένοι;» Γυρίζει η σελίδα όπου, συνέχιζε ο αρθρογράφος της «Χααρέτζ», οι Παλαιστίνιοι έπαιξαν το χαρτί της μετριοπάθειας και της Δύσης. Πλέον, με τους νέους νόμους κατά του κινήματος Μποϊκοτάζ, Αποεπένδυση και Κυρώσεις (BDS) και τους παραμορφωμένους ορισμούς του αντισιωνισμού που τείνουν να τον εξομοιώνουν με τον αντισημιτισμό, οι ΗΠΑ και η Ευρώπη έχουν χαθεί για τους Παλαιστίνιους, των οποίων «το πεπρωμένο κινδυνεύει να μοιάσει με εκείνο των αυτόχθονων πληθυσμών των ΗΠΑ».
Θα καταλήξουν άραγε οι Παλαιστίνιοι να στοιβαχτούν σε καταυλισμούς «ερυθρόδερμων» και να χορεύουν νταμπκέ (2) για μερικούς τουρίστες που λαχταρούν εξωτισμό; Ποτέ άλλοτε, μετά τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του Ιουνίου 1967, η πολιτική, διπλωματική και κοινωνική κατάστασή τους δεν έμοιαζε τόσο απελπιστική. Οι Παλαιστίνιοι είχαν ήδη διαβεί μια έρημο μετά τη δημιουργία του Ισραήλ το 1948 και είχαν ζήσει την εξόντωση των πολιτικών ηγεσιών τους και την εκδίωξη πολλών εκατοντάδων χιλιάδων εξ αυτών, που διασκορπίστηκαν στους καταυλισμούς προσφύγων. Ωστόσο, μεταξύ 1967 και 1969, οι οργανώσεις των φενταγίν (3) είχαν κάνει την έκπληξη και είχαν καταλάβει το κενό που άφησαν οι ήττες των αραβικών χωρών: μια νέα γενιά έπαιρνε τα όπλα και διακήρυσσε ότι η απελευθέρωση θα ήταν έργο των ίδιων των Παλαιστινίων. Η αναγέννηση της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ, PLO) είχε υπογράψει την πολιτική επιστροφή ενός λαού που το Ισραήλ είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να εξαφανίσει, και είχε επιτρέψει στην Παλαιστίνη να ξαναβρεί τη θέση της στον γεωπολιτικό χάρτη. Μέσα σε λίγα χρόνια, η ΟΑΠ εγκαταστάθηκε στους καταυλισμούς της εξορίας, κυρίως στην Ιορδανία και στον Λίβανο, και στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη της Δυτικής Όχθης, της Γάζας και της Ανατολικής Ιερουσαλήμ. Σταδιακά, θα αναγνωριστεί ως ο «μόνος εκπρόσωπος του παλαιστινιακού λαού», γεγονός που θα επιβεβαιώσει η παρέμβαση του Γιάσερ Αραφάτ στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1974.
Ούτε οι αεροπειρατείες που σημειώθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ούτε η δολοφονία Ισραηλινών αθλητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου (1972) ούτε οι επιθέσεις κατά πολιτών στο Ισραήλ επιβράδυναν αυτήν την ανοδική πορεία. Όπως παρατηρούσε ο Ζερόμ Λεντόν, διευθυντής του εκδοτικού οίκου Les Éditions de Minuit (που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής στη Γαλλία) και ένθερμος υπερασπιστής της αλγερινής ανεξαρτησίας: «Γιατί θα έπρεπε να υπακούν [οι Παλαιστίνιοι] στους κανόνες του παιχνιδιού του σύγχρονου πολέμου, που θεσπίστηκαν από τα εδραιωμένα έθνη προς ίδιον όφελος;» (4). Άρχιζε να γίνεται κατανοητό, ακόμα και στην Ευρώπη, ακόμα και στο επίσημο επίπεδο, ότι η «τρομοκρατία» δεν ήταν ασθένεια, αλλά το σύμπτωμα ενός πολιτικού αποκλεισμού. Το 1975, ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν έκανε δεκτό το άνοιγμα ενός γραφείου της ΟΑΠ στο Παρίσι.
Ωστόσο, η ιδέα ότι η απελευθέρωση βρίσκεται στην άκρη του όπλου ξεθώριασε σιγά-σιγά. Έχοντας εκδιωχθεί από την Ιορδανία το 1970-1971, η ΟΑΠ εκδιώχθηκε εκ νέου από τον Λίβανο το 1982. Μπορεί η πολιορκία της Βηρυτού το καλοκαίρι του 1982 να μετατόπισε μερικώς τη γνώμη των Ευρωπαίων υπέρ των Παλαιστινίων –έζησαν σε απευθείας μετάδοση τους τυφλούς βομβαρδισμούς της λιβανικής πρωτεύουσας με τα κανόνια, τα αεροσκάφη και τα τανκς του ισραηλινού στρατηγού Αριέλ Σαρόν, για να μην αναφέρουμε τις σφαγές της Σάμπρα και της Σατίλα (16 με 18 Σεπτεμβρίου 1982)– επέφερε όμως ένα θανάσιμο πλήγμα στην ένοπλη επιλογή. Ειδικά από τη στιγμή που τα αραβικά καθεστώτα είχαν εγκαταλείψει τη σύγκρουση με το Ισραήλ και που το ισχυρότερο ανάμεσά τους, η Αίγυπτος, σύναψε ξεχωριστή ειρήνη μαζί του το 1979. Οι τακτικές ένοπλες επιχειρήσεις γίνονταν όλο και πιο αναποτελεσματικές, καθώς οι μαχητές της ΟΑΠ ήταν διεσπαρμένοι μακριά από τα σύνορα της Παλαιστίνης, μεταξύ Τυνησίας και Υεμένης. Ωστόσο, η ΟΑΠ είχε στα χέρια της δύο χαρτιά: την υποστήριξη του λαού της, που θα ενίσχυε η Πρώτη Ιντιφάντα (1987-1993) (5) , και τη συνειδητοποίηση σε διεθνές επίπεδο, ιδίως σε ευρωπαϊκό, ότι καμία ειρήνη δεν ήταν εφικτή χωρίς εκείνη. Κάτι που επιβεβαιώθηκε με τη Διακήρυξη της Βενετίας της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) τον Ιούνιο του 1980, η οποία αναγνώριζε το δικαίωμα των Παλαιστινίων στην αυτοδιάθεση και την ανάγκη να συμμετέχει η ΟΑΠ σε όλες τις διαπραγματεύσεις στη Μέση Ανατολή.
Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και η κατάρρευση του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου», η αισιοδοξία που δημιουργήθηκε με τη διευθέτηση διαφόρων διενέξεων από τη Νότιο Αφρική έως την Κεντρική Αμερική, η κόπωση της ισραηλινής κοινωνίας ύστερα από την πολύχρονη Ιντιφάντα και η αγανάκτηση της κοινής γνώμης της Δύσης για την καταπίεση των Παλαιστινίων θα οδηγούσαν στις συμφωνίες του Όσλο της 13ης Σεπτεμβρίου του 1993, που υπογράφηκαν από τον Αραφάτ και τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Γιτζάκ Ράμπιν, υπό την αιγίδα του Αμερικανού προέδρου Μπιλ Κλίντον. Το σκεπτικό τους θα μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής: απόδοση παλαιστινιακής αυτονομίας που θα πρέπει να οδηγήσει, στο τέλος μιας μεταβατικής περιόδου πέντε ετών, στη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους. Εγκαταλείποντας την ιδέα ενός δημοκρατικού κράτους σε ολόκληρη την ιστορική επικράτεια της Παλαιστίνης, όπου θα συνυπήρχαν μουσουλμάνοι, εβραίοι και χριστιανοί (6) , η ΟΑΠ συντάχθηκε –ωθούμενη από τη Δύση, πρέπει να υπενθυμίσουμε– με το σχέδιο των δύο κρατών που θα συμβίωναν πλάι-πλάι.
Καμία «γενναιόδωρη προσφορά» από το Ισραήλ στο Καμπ Ντέιβιντ
Όμως, οι συμφωνίες του Όσλο δεν ήταν ένα συμβόλαιο μεταξύ δύο εταίρων με ίσα δικαιώματα: αντιπροσώπευαν έναν διακανονισμό που επιβλήθηκε από έναν κατακτητή σε έναν κατακτημένο και με έναν συσχετισμό δυνάμεων πολύ δυσμενή για τον δεύτερο. Τα κείμενα ήταν ασαφή, διφορούμενα, ευνοϊκά για το Ισραήλ –για παράδειγμα, δεν προέβλεπαν καμία διακοπή του εποικισμού των εδαφών που την ίδια στιγμή θα έπρεπε να επιστραφούν στους Παλαιστινίους (7). Θα μπορούσαν, παρόλα αυτά, να δώσουν άραγε το έναυσμα για μια δυναμική ειρήνης;
Όχι, καθώς ο κατακτητής επέβαλε, σε κάθε στάδιο, μόνο τη δική του άποψη, με τη στήριξη των ΗΠΑ και την ανεκτικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφαρμόστηκε μόνο ένα μικρό μέρος των υποχρεώσεων που υπήρχαν στα κείμενα: δεν απελευθερώθηκαν όλοι οι Παλαιστίνιοι πολιτικοί κρατούμενοι, το λιμάνι της Γάζας δεν χτίστηκε, η «ασφαλής δίοδος» μεταξύ Δυτικής Όχθης και Γάζας άνοιξε εν μέρει, με καθυστέρηση πέντε χρόνων. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Γιτζάκ Ράμπιν διακήρυττε ότι «καμία ημερομηνία δεν είναι ιερή» και ο αποικισμός συνεχίστηκε με αυξημένο ρυθμό. Το Τελ Αβίβ επέβαλε μια καφκική διαίρεση της Δυτικής Όχθης. Οι συσσωρευμένες καθυστερήσεις θα φθείρουν την υπομονή των Παλαιστινίων και θα ενισχύσουν τη Χαμάς, η οποία επέκρινε τη διαπραγματευτική οδό που είχε επιλέξει ο Αραφάτ… Η «ειρήνη», που θα έπρεπε να οδηγήσει στην ανεξαρτησία και στην ευημερία, έγινε πάνω απ’ όλα ένα όχημα οργής και στερήσεων.
Όταν, τον Ιούλιο του 2000, άνοιξε η σύνοδος κορυφής του Καμπ Ντέιβιντ μεταξύ του Ισραηλινού πρωθυπουργού Εχούντ Μπάρακ, του Γιάσερ Αραφάτ και του προέδρου Κλίντον, προκειμένου να επιλυθούν τα εκκρεμή προβλήματα (σύνορα, πρόσφυγες, μέλλον των εποικισμών, Ιερουσαλήμ), η Παλαιστινιακή Αρχή δεν έλεγχε παρά ένα σύνολο μικρών εδαφικών τεμαχίων διασκορπισμένων στο 40% της Δυτικής Όχθης. Είναι γνωστό, από τις διάφορες μαρτυρίες των πρωταγωνιστών, ότι δεν υπήρξε καμία «γενναιόδωρη προσφορά» εκ μέρους του Ισραήλ κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Το Τελ Αβίβ ήθελε να προσαρτήσει τουλάχιστον το 10% της Δυτικής Όχθης και να εξακολουθήσει να έχει το επάνω χέρι στην Ιερουσαλήμ, να διατηρήσει τον έλεγχο των συνόρων και να προστατεύσει τους κυριότερους εποικισμούς (8). Η αποτυχία ήταν αναπόφευκτη, ωστόσο ο Μπάρακ ισχυριζόταν ότι υπεύθυνος γι’ αυτό ήταν ο Αραφάτ. Μια δεύτερη Ιντιφάντα, αναπόφευκτη και αυτή, ξέσπασε τον Σεπτέμβριο του 2000, που έφερε και πάλι νεκρούς, βομβαρδισμούς και επιθέσεις. Στο μεταξύ, ο Μπάρακ είχε καταφέρει να πείσει την κοινή γνώμη του Ισραήλ ότι δεν υπήρχε πλέον συνομιλητής για την ειρήνη και ότι είχε ξεσκεπάσει «το πραγματικό πρόσωπο του Αραφάτ». Εύλογα ο παλιός ισραηλινός αγωνιστής για την ειρήνη Ούρι Άβνερι τον χαρακτήρισε «εγκληματία ειρήνης».
Ακόμη κι εκείνοι που δεν καταλόγιζαν αποκλειστικά και μόνο στον Αραφάτ την αποτυχία της «ειρηνευτικής διαδικασίας» είχαν βρει έναν ιδανικό ένοχο: τους «εξτρεμιστές των δύο πλευρών». Κάτι τέτοιο, εντούτοις, αποκρύπτει τον καθοριστικό παράγοντα: την άρνηση του Ισραήλ –τόσο σε επίπεδο κυβέρνησης όσο και σε επίπεδο κοινής γνώμης– να αναγνωρίσει τον Άλλο, τον Παλαιστίνιο, ως ίσο. Το δικαίωμα των Παλαιστινίων στην αξιοπρέπεια, την ελευθερία, την ασφάλεια και την ανεξαρτησία υποτάχθηκε συστηματικά σε εκείνο των Ισραηλινών. Αυτή η αποικιακή νοοτροπία έχει τις καταβολές της στις απαρχές του σιωνιστικού κινήματος –κάτι που πολλοί Δυτικοί αρνούνται να παραδεχθούν, όπως μαρτυρούν οι έντονες αντιπαραθέσεις που δημιουργήθηκαν σχετικά με το θέμα της ύπαρξης απαρτχάιντ στο Ισραήλ.
Στις 19 Ιουλίου του 2018, το ισραηλινό Κοινοβούλιο ψηφίζει έναν νέο συνταγματικό νόμο, που τιτλοφορείται «Το Ισραήλ ως κράτος-έθνος του εβραϊκού λαού», με το πρώτο άρθρο να ορίζει ότι «η άσκηση του δικαιώματος στην εθνική αυτοδιάθεση εντός του κράτους του Ισραήλ προορίζεται για τον εβραϊκό λαό», δικαίωμα που συνεπώς στερείται από τους Παλαιστίνιους. Ένα άλλο άρθρο ορίζει ότι «το κράτος θεωρεί εθνικό στόχο την επέκταση του εβραϊκού εποικισμού και θα ενεργήσει με σκοπό την ενθάρρυνση και την προώθηση των σχετικών πρωτοβουλιών και της ενίσχυσής τους» –κάτι που σημαίνει το δικαίωμα να κατάσχει εδάφη που ανήκουν σε Παλαιστινίους, είτε προέρχονται από τη Δυτική Όχθη είτε από την Ιερουσαλήμ είτε είναι πολίτες του Ισραήλ. Το κείμενο αυτό επικυρώνει μια συνθήκη απαρτχάιντ, η οποία ορίζεται από Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο ως «ένα θεσμοθετημένο καθεστώς συστηματικής καταπίεσης και κυριαρχίας μίας φυλετικής ομάδας επί κάθε άλλης». Το 2021, η ισραηλινή οργάνωση Μπ’Τσελέμ διαπίστωνε ότι υπήρχε «ένα καθεστώς εβραϊκής φυλετικής υπεροχής μεταξύ του ποταμού Ιορδάνη και της Μεσογείου». Θα ακολουθήσουν δύο μεγάλες διεθνείς μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ), το Παρατηρητήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch) και η Διεθνής Αμνηστία (Amnesty International). Όταν καταγγέλλουν την Κίνα, τη Βενεζουέλα ή τη Ρωσία, οι συγκεκριμένες οργανώσεις εξυμνούνται στη Δύση, αλλά σε αυτή την περίπτωση λοιδορήθηκαν και κατηγορήθηκαν για αντισημιτισμό.
Πέρα από τις όποιες καταδίκες, οι οποίες στη Γαλλία αντικατοπτρίζουν τη μεταστροφή μιας μεγάλης μερίδας του πολιτικού κόσμου υπέρ του Ισραήλ από τη δεκαετία του 2000 και έπειτα, γιατί άραγε άνθρωποι καλοπροαίρετοι, ειλικρινείς, εχθρικοί ενίοτε στην κατοχή, δυσκολεύονται να αποδεχθούν εκείνο που, σε κάθε περίπτωση, επιβεβαιώθηκε και νομοθετικά στο Ισραήλ; Προβάλλοντας τις (πραγματικές) διαφορές μεταξύ της Νότιας Αφρικής και του Ισραήλ, προσπαθούν να βρουν τρόπους να «διασώσουν» μια συγκεκριμένη εικόνα του Ισραήλ, ένα είδος «θαύματος», που σύμφωνα με αυτή την αντίληψη επέτρεψε το «δικαίωμα στην επιστροφή» των Εβραίων, εξορισμένων μετά την καταστροφή του Ναού του Σολομώντα από τους Ρωμαίους.
Ωστόσο, η πραγματική, χειροπιαστή, καθημερινή ιστορία του πολιτικού σιωνιστικού κινήματος, από τη δημιουργία του στα τέλη του 19ου αιώνα, ακόμα και λαμβάνοντας υπόψη τις βαθιά διαφορετικές προσεγγίσεις που το χαρακτήριζαν, συμπλέκεται με το κίνημα της κατάκτησης του κόσμου από τη Δύση –και είναι στιγματισμένο από αυτό. Τη στιγμή ακριβώς που ξεσπούσε ο πόλεμος του 1967, ο Γάλλος μελετητής των κοινωνιών της Ανατολής Μαξίμ Ροντενσόν, Εβραίος στο θρήσκευμα ο ίδιος, έγραφε κλείνοντας ένα άρθρο με τίτλο «Ισραήλ: ένα αποικιακό φαινόμενο;», δημοσιευμένο στο περιοδικό «Les Temps modernes»: «Πιστεύω πως έχω αποδείξει ότι ο σχηματισμός του κράτους του Ισραήλ στην παλαιστινιακή γη είναι η κατάληξη μιας μακράς διαδικασίας που εντάσσεται πλήρως στο μεγάλο κίνημα της ευρωαμερικανικής επέκτασης του 19ου και του 20ού αιώνα, με σκοπό τον εποικισμό και την οικονομική και πολιτική κυριαρχία επί των άλλων λαών». Εκείνη την περίοδο άλλωστε, ο ιδρυτής του πολιτικού σιωνισμού Τέοντορ Χερτζλ ισχυριζόταν ανοικτά κάτι τέτοιο, για παράδειγμα σε μια επιστολή προς τον Σέσιλ Ρόουντς, έναν από τους Βρετανούς κατακτητές της Νότιας Αφρικής: «Το πρόγραμμά μου είναι ένα αποικιακό πρόγραμμα».
Αυτός ο αποικιακός χαρακτήρας του σιωνιστικού κινήματος σήμανε, ήδη από τις απαρχές του, μια πολιτική «διαχωρισμού», έναν πρόδρομο του απαρτχάιντ, μεταξύ των εποίκων και των αυτοχθόνων. Όπως στη Βόρεια Αμερική, στην Αυστραλία, στη Νότια Αφρική ή στην Αλγερία, η «αποικιοκρατία μέσω της εποίκισης» πάντοτε θεώρησε ότι οι αρχικοί κάτοικοι είναι παράνομοι και μπορούν να εκδιωχθούν, ακόμα και να σφαγούν με καθαρή συνείδηση, εν ονόματι του Θεού ή του «πολιτισμού».
Όσο για τον δεσμό μεταξύ του «εβραϊκού λαού» και των Αγίων Τόπων, που θεωρείται ότι κάνει «ξεχωριστή περίπτωση» τον σιωνιστικό αποικισμό, ο Ροντενσόν ειρωνευόταν: «Δεν θα μιλήσω, παρά μόνο πληροφοριακά, για τα ιστορικά δικαιώματα στη γη της Παλαιστίνης που υποτίθεται ότι μεταβιβάζονται σε όλους τους Εβραίους, γιατί δεν θέλω να προσβάλω τους αναγνώστες μου θεωρώντας πως έχουν παραπλανηθεί από αυτό το επιχείρημα». Όπως το θέτει γλαφυρά και ο Ισραηλινός ερευνητής Ιλάν Παπέ: «Οι περισσότεροι σιωνιστές δεν πιστεύουν στον Θεό (9) , πιστεύουν όμως ότι τους έδωσε την Παλαιστίνη». Κάτι που πιστεύουν πολλοί Δυτικοί, ακόμη κι αν τάσσονται εναντίον των θρησκειών. Ωστόσο, ποιο δικαστήριο θα μπορούσε να δεχθεί τη Βίβλο ως τίτλο ιδιοκτησίας;
Υπάρχουν περισσότερες συγγένειες παρά διαφορές μεταξύ των ποικίλων ειδών της «αποικιοκρατίας μέσω της εποίκισης». Όπως κατέδειξε η ερευνήτρια Έιμι Κάπλαν, ένα μέρος της συμπάθειας των Αμερικανών στο Ισραήλ οφείλεται στην ομοιότητα μεταξύ της κατάκτησης της Άγριας Δύσης και του εβραϊκού εποικισμού, μεταξύ του οπλισμένου σιωνιστή έποικου και του θαρραλέου καουμπόι (10). Ακόμα πιο σημαντική είναι η συμμαχία που διαμορφώθηκε μεταξύ Ισραήλ και Νότιας Αφρικής, η οποία μεταξύ 1948 και 1994 διοικούνταν από το Εθνικό Κόμμα, έναν σχηματισμό που φέρνει στο αποκορύφωμά του τον φυλετικό διαχωρισμό και εφαρμόζει την πολιτική της «χωριστής ανάπτυξης» (απαρτχάιντ). Οι ιθύνοντες του Εθνικού Κόμματος, γαλουχημένοι με αντισημιτισμό και αλληλεγγύη στη ναζιστική Γερμανία, θα συνεργαστούν επί δεκαετίες με το Ισραήλ, που θα τους βοηθήσει, μεταξύ άλλων, να αποκτήσουν στρατιωτική πυρηνική τεχνολογία. Το μυστικό αυτού του παρά φύση παντρέματος φανερώθηκε από τον Ισραηλινό πανεπιστημιακό Μπενιαμίν Μπέιτ-Χαλάχμι: «Μπορούμε να μισούμε τους Εβραίους και την ίδια στιγμή να αγαπάμε τους Ισραηλινούς, επειδή, σε κάποια σημεία, οι Ισραηλινοί δεν είναι Εβραίοι. Οι Ισραηλινοί είναι άποικοι και μαχητές, όπως οι Αφρικάνερ. Είναι σκληροί και ανθεκτικοί. Ξέρουν πώς να κυριαρχούν» (11). Μια εξήγηση που ισχύει εξίσου και για την υποστήριξη του Ισραήλ από την πλειονότητα των ακροδεξιών κινημάτων σε όλον τον κόσμο. Αν και παραμένουν αντισημιτικά, θεωρούν ότι οι Ισραηλινοί είναι πρωτίστως «λευκοί άποικοι» που χρειάζονται στήριξη απέναντι στην «ισλαμική απειλή». Ο Χερτζλ ήταν εκείνος που κήρυττε υπέρ ενός Ισραήλ προπυργίου του πολιτισμού εναντίον των βαρβάρων, ενός ρόλου που ανανεώθηκε στην εποχή του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας».
Ουσιαστική πολιτική εμπειρία και ακλόνητη εθνική συνείδηση
Η σελίδα που άνοιξε ο πόλεμος του 1967 έχει γυρίσει. Οι παλαιστινιακές κυβερνήσεις έχουν χάσει κάθε στρατηγικό όραμα και μεγάλο μέρος της νομιμότητάς τους. Οι αραβικές χώρες γυρίζουν την πλάτη στην Παλαιστίνη, αν και κάτι τέτοιο δεν ισχύει τόσο για την κοινή γνώμη εντός τους. Η Δύση, καθώς έχει κινητοποιηθεί ταυτόχρονα κατά της «ισλαμικής τρομοκρατίας» και κατά της Ρωσίας και της Κίνας, στο δράμα της Παλαιστίνης βλέπει στην καλύτερη περίπτωση έναν περισπασμό και στη χειρότερη ένα μέτωπο του πολέμου κατά της τρομοκρατίας που δικαιολογεί το «δικαίωμα του Ισραήλ να αμύνεται», ακόμη κι όταν το ίδιο ξεκινά τις εχθροπραξίες, όπως στη Γάζα τον Αύγουστο του 2022. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αφήνει –χωρίς να αντιδρά επιβάλλοντας έστω και την παραμικρή κύρωση– να συνεχίζεται ο εποικισμός, που ενταφιάζει τη λύση των δύο κρατών την οποία ισχυρίζεται πως υπερασπίζεται.
Θα ήταν ανώφελο να αμφισβητηθεί η σοβαρότητα των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι Παλαιστίνιοι. Διαθέτουν ωστόσο σημαντικά πλεονεκτήματα, πέρα από την υποστήριξη του μεγαλύτερου παγκόσμιου κινήματος αλληλεγγύης που έχει εκδηλωθεί μετά τους απελευθερωτικούς αγώνες του Βιετνάμ και της Νότιας Αφρικής. Παρόλες τις απόπειρες να εκδιωχθούν από την επικράτειά τους, αντιπροσωπεύουν τον μισό πληθυσμό της ιστορικής Παλαιστίνης και είναι προικισμένοι με μια πολιτική εμπειρία και μια αποφασιστικότητα που σφυρηλατήθηκαν στην εξορία ή στην κατοχή, με μια ακλόνητη εθνική συνείδηση, την οποία επιβεβαίωσε η εξέγερσή τους τον Μάιο του 2021, από την Ιερουσαλήμ ώς τη Γάζα, από τη Χάιφα ώς την Τζενίν, διαμέσου ολόκληρης της ιστορικής Παλαιστίνης. Ξεροκέφαλοι, ισχυρογνώμονες, ανθεκτικοί, αρνούνται να παραδοθούν. Αν ο στόχος του πολέμου είναι, όπως έγραφε ο Καρλ φον Κλάουζεβιτς (1780-1831), «να αναγκαστεί ο αντίπαλος να κάνει αυτό που θέλουμε», σε αυτό το επίπεδο τουλάχιστον, το Ισραήλ έχει αποτύχει.