Η αντίθεση μιας ευρείας πλειοψηφίας του λαού της Χιλής σε ένα σχέδιο Συντάγματος (1) που είχε αναγνωριστεί για τις πολλαπλές προωθημένες ρυθμίσεις του βύθισε τους προοδευτικούς διανοούμενους στη μελαγχολία. Για ακόμη μία φορά, ο λαός τούς διέψευσε. Και είναι ακόμη πιο αποσβολωμένοι καθώς, εδώ και μερικά χρόνια, το παλαιό εργαστήριο του νεοφιλελευθερισμού στη Λατινική Αμερική είχε μετατραπεί σε πηγή ελπίδας (2).
Έτσι, το σοκ ήταν μεγάλο όταν, το πρωί της 5ης Σεπτεμβρίου 2022, οι δυνάμεις της Αριστεράς ανακάλυπταν ότι το 62% των ψηφοφόρων έχει απορρίψει ένα κείμενο που κατοχύρωνε την αναγνώριση των αυτόχθονων πληθυσμών και ερχόταν σε ρήξη με το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, το οποίο βρισκόταν στην καρδιά του κληροδοτημένου Συντάγματος από τη δικτατορία του Αουγούστο Πινοτσέτ (1973-1990). Στο πλαίσιο μιας υποχρεωτικής ψηφοφορίας με ποσοστό συμμετοχής πάνω από 85%, είναι δύσκολο κάποιος να προτείνει τη βολική εξήγηση ότι τα λαϊκά στρώματα έχουν την τάση να αδιαφορούν για τις κάλπες. Στο δημοψήφισμα της 4ης Σεπτεμβρίου, όσο πιο φτωχοί ήταν οι ψηφοφόροι τόσο μεγαλύτερη ήταν η συμμετοχή. Και τόσο μεγαλύτερη η απόρριψη του κειμένου που τέθηκε σε ψηφοφορία. Μελέτη του Πανεπιστημίου Ανάπτυξης του Σαντιάγο δείχνει ότι το 20% του πληθυσμού με τα χαμηλότερα εισοδήματα ψήφισε «Rechazo» («Αντιτίθεμαι στο κείμενο») σε ποσοστό 75%, έναντι ποσοστού απόρριψης 60% για το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού (και με ποσοστό συμμετοχής 87%, έναντι 82% για τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα) (3).
Επομένως, εκεί που θεωρούσαμε ότι οι Χιλιανοί είχαν μπει για τα καλά στη λεωφόρο του κοινωνικού μετασχηματισμού, έκαναν μια απρόσμενη αναστροφή. Αντοχή της «νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας» (4) , αναλύει εκ των υστέρων ο φιλόσοφος Όσκαρ Αριέλ Καμπέσας. Επιβίωση ενός «δομικού ρατσισμού» (5) , υποστηρίζει η Ελίσα Λονκόν, γλωσσολόγος από την κοινότητα Μαπούτσε (τη σημαντικότερη κοινότητα αυτοχθόνων της χώρας) και πρώτη πρόεδρος της Συνταγματικής Συνέλευσης (6).
Ωστόσο, μια μελέτη του Feedback Research, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 6 και 7 Σεπτεμβρίου, ρίχνει διαφορετικό φως στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος (7). «Ανεξάρτητα από το τι ψηφίσατε στις 4 Σεπτεμβρίου, ποια είναι η γνώμη σας για τις παρακάτω προτάσεις που περιλαμβάνονταν στο σχέδιο του νέου Συντάγματος;», ρώτησαν οι ερευνητές. Το 83% των ερωτώμενων τάχθηκε υπέρ της πρότασης για «δωρεάν ανώτατη εκπαίδευση». Το 81% υπέρ της «κατοχύρωσης του νερού ως αναπαλλοτρίωτου αγαθού». Το 61% υπέρ «της δημιουργίας ενός δημόσιου συστήματος συνταξιοδότησης και δωρεάν υγειονομικής περίθαλψης». Έχουμε δει και πιο συμπαγείς «νεοφιλελεύθερες ηγεμονίες»…
Όσο για τον «δομικό ρατσισμό», η εξαγωγή ενός τέτοιου συμπεράσματος θα ισοδυναμούσε με μονόπλευρη ανάγνωση των ευρημάτων της έρευνας. Παρόλο που το 55% των ερωτώμενων απορρίπτει τη δημιουργία ενός «πολυεθνοτικού κράτους», το 67% δηλώνει υπέρ της «συνταγματικής αναγνώρισης των αυτόχθονων λαών». Επομένως, φαίνεται ότι η εχθρότητα εκδηλώνεται μάλλον προς το σχέδιο του «πολυεθνοτικού κράτους» παρά προς τους αυτόχθονες πληθυσμούς. Παρόλο που πολλοί περίμεναν ότι η διαφωνία με ένα άρθρο θα μπορούσε να προκαλέσει την απόρριψη ολόκληρου του κειμένου, δηλαδή και των 388 άρθρων του συνολικά, για τα μέσα ενημέρωσης (σχεδόν όλα ιδιωτικά) ήταν αρκετό να συγκεντρώσουν τα πυρά τους σε μία μόνο λέξη για να ακυρώσουν μήνες δουλειάς.
«Αυτοκίνητο χωρίς μηχανή»
Τι είναι όμως η «πολυεθνοτικότητα»; Επρόκειτο «πρώτα απ’ όλα για ένα πολιτικό σχέδιο», εξηγεί η #Constitutionalista, μια ομάδα πανεπιστημιακών υπέρ της συνταγματικής μεταρρύθμισης. «Πρόκειται για την αναγνώριση του γεγονότος ότι στο εσωτερικό ενός κράτους συνυπάρχουν διάφοροι αυτόχθονες λαοί και εθνότητες, που συμμετέχουν στην πολιτική ζωή ως συλλογικότητες, απολαμβάνοντας το δικαίωμα να καθορίσουν τις δικές τους αναπτυξιακές προτεραιότητες σύμφωνα με τον τρόπο που βλέπουν και αντιλαμβάνονται τον κόσμο» (8).
Στη Λατινική Αμερική, όπως και αλλού, η διαδικασία της αποικιοκρατίας σημαδεύτηκε από βιαιότητες σε βάρος των αυτόχθονων πληθυσμών. Κυνηγημένοι από τη γη τους, αποδεκατισμένοι, καταδικασμένοι στη δουλοπαροικία, οι πληθυσμοί αυτοί υπέστησαν για πολύ καιρό –και συχνά υφίστανται ακόμη– μια περιθωριοποίηση που τους εμποδίζει να συμμετάσχουν στην πολιτική, την κοινωνική ή την πολιτιστική ζωή. Εδώ και αρκετές δεκαετίες, και με ακόμα πιο ξεκάθαρο τρόπο μετά την άνοδο στην εξουσία αριστερών κυβερνήσεων στις αρχές της δεκαετίας του 2000, οι χώρες της Λατινικής Αμερικής ακολουθούν μια διεθνή τάση αναγνώρισης των πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων των αυτόχθονων λαών και εθνοτήτων.
Παρότι τα παραδείγματα ορισμένων από τις πιο προχωρημένες χώρες στον τομέα αυτόν (λ.χ. Νέα Ζηλανδία, Καναδάς ή Αυστραλία) δείχνουν ότι η σχετική διαδικασία δεν προϋποθέτει απαραίτητα τον μετασχηματισμό του χαρακτήρα του κράτους, τα μέλη της Συντακτικής Συνέλευσης στη Χιλή άντλησαν την έμπνευσή τους από τις εμπειρίες που έκριναν ως τις πιο φιλόδοξες: εκείνες του Ισημερινού και της Βολιβίας, των μόνων δύο χωρών που αυτοανακηρύχθηκαν πολυεθνοτικές, το 2008 και το 2009 αντίστοιχα. «Ο στόχος είναι να προχωρήσουμε πιο πέρα από την αναγνώριση και τη θετική αποτίμηση της διαφορετικότητας», αναφέρεται σε έγγραφο μίας από τις επιτροπές της Συντακτικής Συνέλευσης, «ώστε να καταπολεμήσουμε τις πολιτικές και οικονομικές αιτίες των ανισοτήτων που εμποδίζουν τη γόνιμη αλληλεπίδραση ανάμεσα στις διαφορετικές κουλτούρες» (9).
Παρά τις τόσο συναρπαστικές προοπτικές, το εγχείρημα παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες, οι οποίες δεν είναι εύκολο να παραμεριστούν ως «ρατσιστικές» ή «αποικιοκρατικής λογικής». Η πρώτη αφορά την κατάσταση της πολιτικής συζήτησης στη Χιλή τη στιγμή όπου εμφανίζεται η πρόταση. Ο Έκτορ Γιαϊτούλ, ιδρυτής και εκπρόσωπος του Συντονιστικού Αραούκο Μαγιέκο (Coordiandora Arauco Malleco – CAM), κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για το δημοψήφισμα εξήγησε ότι, μέσα σε τριάντα χρόνια αγώνων, δεν άκουσε ούτε έναν αυτόχθονα Μαπούτσε να μιλά για «πολυεθνοτικότητα» (10). «Οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν καν τη λέξη», παραδέχεται η Λονκόν, σε μια άσκηση αυτοκριτικής λίγες ημέρες μετά το δημοψήφισμα (11). Το κοινωνικό προφίλ των 155 μελών της Συντακτικής Συνέλευσης –από τα οποία τα 138 έχουν κάνει ανώτατες σπουδές και τα 50 δηλώνουν δικηγόροι– μάλλον δεν είναι άσχετο με την απόφασή τους να προτάξουν μια έννοια πιο συνηθισμένη στους διαδρόμους των βιβλιοθηκών παρά στις καθημερινές πολιτικές συζητήσεις. Η επιδίωξη να οξυνθεί το λαϊκό κριτήριο δεν απαγορεύει τη διατήρηση της επαφής με τους προβληματισμούς που το διαμορφώνουν.
Εξάλλου, η πολυεθνοτική φιλοδοξία «να καταπολεμήσουμε τις πολιτικές και οικονομικές αιτίες των ανισοτήτων που εμποδίζουν τη γόνιμη αλληλεπίδραση ανάμεσα στις διαφορετικές κουλτούρες» χαρακτηρίζεται από μια κάποια παραδοξότητα. Από τη μια πλευρά, υποστηρίζει ότι το πρόβλημα στην αλληλεπίδραση ανάμεσα στους διαφορετικούς πολιτισμούς –ο ρατσισμός ή η αποικιακή νοοτροπία– απορρέει από πολιτικά και οικονομικά αίτια. Από την άλλη, προτείνει να διορθωθούν αυτές οι δυσλειτουργίες με μέτρα εθνοτικού και πολιτιστικού χαρακτήρα. Σε συνέντευξη που παραχώρησε στους «New York Times», ένα ηγετικό στέλεχος της κοινότητας Μαπούτσε υπογραμμίζει την αντίφαση με τον δικό του τρόπο: «Μας πουλάνε ένα αυτοκίνητο χωρίς μηχανή. Σε τι θα μπορούσε να χρησιμεύσει η ύπαρξη ποσόστωσης [για τους αυτόχθονες] σε όλους τους θεσμούς εάν η πλειοψηφία των Μαπούτσε δεν έχει να φάει;» (12).
Τέλος, η «πολυεθνοτικότητα» παραπέμπει σε μια μορφή ιδιαίτερης αναγνώρισης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η κατάργηση της άνισης μεταχείρισης δεν συνδυάζεται με τη διακήρυξη της ισότητας όλων, ανεξάρτητα από εθνοτικές και πολιτιστικές ιδιαιτερότητες αλλά, αντίθετα, με την κατοχύρωση των διαφορών. Ενώ το Σύνταγμα της Βενεζουέλας του 1999 προβλέπει ότι «οι αυτόχθονες λαοί (…) αποτελούν μέρος του έθνους, του κράτους και του λαού της Βενεζουέλας με τρόπο μοναδικό, κυρίαρχο και αδιαίρετο», το πολυεθνοτικό εγχείρημα της Χιλής κατοχυρώνει συνταγματικά την ύπαρξη διακριτών κοινοτήτων («εθνοτήτων» και «λαών»), καθώς και την ιδιαίτερη σχέση της κάθε κοινότητας με το σώμα της εθνικής νομοθεσίας. Οι προβλεπόμενες ρυθμίσεις περί αυτονομίας, «ελεύθερου αυτοπροσδιορισμού» και άσκησης ειδικής δικαστικής εξουσίας δεν οδηγούν απαραίτητα στη «βαλκανοποίηση» που κατήγγειλαν οι συντηρητικοί για να προκαλέσουν φόβο κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Ορθώνουν ωστόσο αόρατα τείχη μεταξύ των πολιτών της ίδιας χώρας: το εγχείρημα της ενότητας δίνει τη θέση του στο εγχείρημα της συνύπαρξης. Διάσταση που υπογράμμιζαν οι δηλώσεις της Λονκόν όταν αναφερόταν στο έργο που πραγματοποίησαν στο πλαίσιο της Συνταγματικής Συνέλευσης από κοινού «Χιλιανοί και Μαπούτσε» (13).
Πέρα από τη συζήτηση που εξελίσσεται στη Χιλή, η ανάδυση της διεκδίκησης της «πολυεθνοτικότητας» αντανακλά τη βαθιά μεταβολή στις σχέσεις μεταξύ οργανώσεων αυτοχθόνων, έθνους και κράτους, καθώς και στα θεμέλια της αριστερής σκέψης σε παγκόσμια κλίμακα.
Οι νικηφόροι αγώνες της ανεξαρτησίας των αρχών του 19ου αιώνα σε διάφορες περιοχές της Λατινικής Αμερικής είχαν κηρύξει και την κατάργηση του ειδικού νομικού καθεστώτος των αυτόχθονων Ινδιάνων. Ωστόσο, διαιωνίζοντας τις κοινωνικές δομές της αποικιοκρατίας, τα νεαρά κράτη συντήρησαν τις εθνοτικές διαχωριστικές γραμμές, με αποτέλεσμα η εθνική ενότητα να παραμένει σε εκκρεμότητα. Το κίνημα των αυτοχθόνων αναδύεται μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Προσδιορίζει τον Ινδιάνο ως μία από τις αποφασιστικές συνιστώσες της υπό διαμόρφωση κοινότητας και ιδίως στο μέτρο που αποτελεί φορέα ιδιαιτεροτήτων οι οποίες έρχονται σε ρήξη με τον ιβηρικό πολιτισμό.
Ο «ιθαγενισμός» (14) , για καιρό περιορισμένος σε θύλακες λίγο-πολύ προοδευτικών διανοουμένων, γίνεται επίσημη ιδεολογία μεγάλου μέρους των κρατών της ηπείρου μετά τη Μεγάλη Ύφεση του 1929, όταν η Λατινική Αμερική αποκόπτεται από τις ροές του παγκόσμιου εμπορίου. Εκείνη την εποχή όμως, η υπεράσπιση των αυτόχθονων πληθυσμών αποσκοπεί κυρίως στην τροφοδοσία της νεογέννητης βιομηχανίας με το απαιτούμενο εργατικό δυναμικό: εάν το κράτος απελευθερώνει τους Ινδιάνους από τον ζυγό των γαιοκτημόνων, το κάνει για να τους εντάξει στις «σύγχρονες» σχέσεις παραγωγής.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, αυτή η θεώρηση, όχι ινδιάνικη αλλά «για τους Ινδιάνους», αμφισβητείται από ένα άλλο κίνημα: τον «ινδιανισμό» (15). Ο «ινδιανισμός», έκφραση διεκδικήσεων «αυθεντικά ινδιάνικων», αφού πηγάζουν κατευθείαν από τις κοινότητές τους, εμφανίζεται μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες: την εξάντληση του μοντέλου της αυτόνομης ανάπτυξης που βασιζόταν στην υποκατάσταση των εισαγωγών (16). Έτσι, η οικονομική κρίση βραχυκυκλώνει τους μηχανισμούς που είχαν επιτρέψει την ένταξη μέρους των αυτόχθονων πληθυσμών στην ταξική διάρθρωση. Όμως οι Ινδιάνοι συνεχίζουν να ξεριζώνονται από τις αγροτικές κοινότητές τους για να προσγειωθούν στις παραγκουπόλεις. «Με πρωτοβουλία άνεργων δικηγόρων, πτυχιούχων κοινωνικών επιστημών που κατέληξαν οδηγοί πειρατικών ταξί, με δυο λόγια επαγγελματιών με υπερβολικά προσόντα για τις ταπεινές και επισφαλείς δουλειές που κάνουν, [οι οργανώσεις αυτοχθόνων που εμφανίζονται τότε] αναβιώνουν μια κουλτούρα η οποία είναι σε θέση να προσφέρει ένα σύστημα αξιών, καθώς και μια ταυτότητα, σε όσους δεν έχουν πια πλαίσιο αναφοράς», αναλύει ο κοινωνιολόγος Ανρί Φαβρ (17).
Το έθνος-κράτος, ένοχο για την τύχη που έχει επιφυλαχθεί στους Ινδιάνους, γίνεται στα μάτια τους ο εχθρός: η χειραφέτηση από τη βία του προϋποθέτει την αποκοπή από το σώμα του έθνους, στο όνομα του οποίου το κράτος δρα. Όλα τότε λοιπόν έχουν ευθυγραμμιστεί ώστε να επαναδιατυπωθούν τα κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα που απασχολούν τους Ινδιάνους, παίρνοντας τη μορφή ταυτοτικών διεκδικήσεων. Το φαινόμενο αυτό συναντά ένα άλλο, με προέλευση τα πανεπιστημιακά εργαστήρια, όπου την ίδια περίοδο στρατιές ερευνητών καταγίνονται με την «αποδόμηση» της κληρονομιάς του Διαφωτισμού και του μαρξισμού. Οι έννοιες του κράτους, του έθνους και της οικουμενικότητας υποβιβάζονται στην κατηγορία του αρχαϊσμού, ακόμη και των καταλοίπων της αποικιοκρατίας. Οι μεταμοντέρνες θεωρίες τροφοδοτούν τον προβληματισμό των μαχητικών «ινδιανιστικών» οργανώσεων, των οποίων οι αγώνες επιβεβαιώνουν με τη σειρά τους τις υποθέσεις των ερευνητών. Κι έτσι, αυτή η εν χορώ μετατόπιση των διεκδικήσεων αποτελεί γλυκιά μουσική στα αυτιά του νεοφιλελεύθερου κράτους. Στο μέτρο που ιδιωτικοποιεί, αποσύρεται, ακρωτηριάζει τα δημόσια αγαθά, οι απαιτήσεις των οπαδών του «ινδιανισμού» δικαιολογούν τη σχεδόν ολοσχερή αποδιάρθρωση υπηρεσιών που το κράτος επιθυμεί να πάψει να προσφέρει. Είτε πρόκειται για την εκπαίδευση είτε για τη δικαιοσύνη είτε για την υγεία.
Ευλογία για τη Δεξιά
Η συγγραφή ενός νέου Συντάγματος, μια πρωτοβουλία που αποσκοπούσε στη ρήξη με τον νεοφιλελευθερισμό, ίσως αποτελούσε μια ευκαιρία προβληματισμού σχετικά με τα μέσα εκπλήρωσης του ιστορικού χρέους της Χιλής απέναντι στα αυτόχθονα έθνη, ενισχύοντας ταυτόχρονα την ενότητα στους κόλπους του λαού. Με δύο λόγια, της οικοδόμησης μιας κοινότητας προσώπων διαφορετικών από πολιτιστική άποψη, αλλά ίσων ως πολιτών: ένα πολιτικό έθνος. Έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το Κέντρο Δημοσίων Μελετών (CEP) μεταξύ Φεβρουαρίου και Ιουλίου 2022 δείχνει ότι αυτή ακριβώς ήταν και η προτίμηση της μεγάλης πλειοψηφίας των Μαπούτσε, το 48% των οποίων επιθυμούσε να δει τη Χιλή να ανακηρύσσεται «ένα έθνος-κράτος όπου ο καθένας ζει χωρίς πολιτιστικές ή εθνοτικές διακρίσεις». Μόνο το 12% υποστήριζε τη μετατροπή της Χιλής σε «πολυεθνοτικό κράτος» (18). Στις 4 Σεπτεμβρίου, η πλειοψηφία των Χιλιανών αρνήθηκε να υποστηρίξει μια πρόταση που τους φαινόταν ότι θα επιδείνωνε το πρόβλημα που προσπαθούσε να λύσει: την περιθωριοποίηση των αυτόχθονων πληθυσμών.
Η επεξεργασία πολιτικών σχεδίων σε μεγαλύτερη αρμονία με τις προσδοκίες του λαού –ιθαγενικής ή μη προέλευσης– θα είχε αναμφίβολα προστατεύσει την Αριστερά από τον κίνδυνο να απογοητευτεί από την ψήφο του. Επιπλέον, δεν θα είχε επιτρέψει να δοθεί στη Δεξιά και στα μέσα ενημέρωσης η λαβή για να αντιταχθούν στο σχέδιο του νέου Συντάγματος, χωρίς να χρειαστεί να εκδηλώσουν την –πολύ πιο δύσκολα υπερασπίσιμη– εχθρότητά τους απέναντι στις προοδευτικές τομές που προτείνονταν στο οικονομικό και το κοινωνικό πεδίο.