Καθένα από τα δύο μεγάλα αμερικανικά κόμματα ισχυρίζεται ότι η δημοκρατία θα καταστραφεί αν το ίδιο δεν κερδίσει τις ενδιάμεσες εκλογές της 8ης Νοεμβρίου. Διότι ο αντίπαλός του δεν υπερασπίζεται μόνο ανεφάρμοστες ή καταδικαστέες ιδέες: είναι ένας εχθρός, ένα σώμα ξένο, ανήθικο και ανατρεπτικό (1). Αυτός ο παρανοϊκός ψυχικός μηχανισμός που κάποτε προοριζόταν για τους Ινδιάνους, τους μαύρους και τους κομμουνιστές, τώρα έχει ως στόχο δεκάδες εκατομμύρια «αξιοθρήνητους», «ημιφασίστες», «ολοκληρωτιστές» –οι οποίοι είναι Ρεπουμπλικανοί σύμφωνα με τους Δημοκρατικούς και Δημοκρατικοί σύμφωνα με τους Ρεπουμπλικανούς. Στον πολιτικό διάλογο εισβάλλουν αναφορές στη δεκαετία του 1930, σε συγκρούσεις μεταξύ σιιτών και σουνιτών και στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο.
Κάθε πρωί, πάρα πολλοί Αμερικανοί λαμβάνουν δεκάδες ανεπιθύμητα μηνύματα στα ηλεκτρονικά γραμματοκιβώτιά τους, γεμάτα έντονα χρώματα και κεφαλαία γράμματα. Στις 18 Σεπτεμβρίου, μήνυμα των Δημοκρατικών: «Χρειαζόμαστε 20.000 υπογραφές έως τις 11:59 π.μ. Υπογράψτε για να συλληφθεί ο Ντόναλντ Τραμπ. Είμαστε ΕΤΟΙΜΟΙ να παραδώσουμε τον Τραμπ στη ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ. Αλλά χρειαζόμαστε ΤΕΡΑΣΤΙΑ δημόσια υποστήριξη για να το καταφέρουμε». Την επόμενη μέρα, η απάντηση του άμεσα ενδιαφερόμενου: «Οι Big Tech, οι ριζοσπαστικές μεγαλοεταιρείες της υψηλής τεχνολογίας, προσπαθούν να μας ΚΛΕΙΣΟΥΝ ΤΟ ΣΤΟΜΑ. Οι διεφθαρμένοι συνεργάτες τους, τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, λογοκρίνουν τους Ρεπουμπλικανούς. Για να απαλλαχθεί η χώρα μας από το ριζοσπαστικό σοσιαλιστικό πρόγραμμα της Αριστεράς, πρέπει να εκλέξουμε στη Γερουσία Ρεπουμπλικανούς που βάζουν Πρώτα την Αμερική [America First, δηλαδή υποστηριζόμενοι από τον Τραμπ]».
Τον περασμένο Αύγουστο, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν κάλεσε μια ομάδα ακαδημαϊκών και δοκιμιογράφων. Ένας από αυτούς ήταν ο ιστορικός Μάικλ Μπέσλος, που εμπνέει ορισμένες από τις ομιλίες του Λευκού Οίκου. Μετά την επίθεση στο Καπιτώλιο, με κάθε ευκαιρία εξηγεί: «Ζούμε όλοι με τον υπαρξιακό κίνδυνο να καταστραφεί η δημοκρατία μας, όπως και οι άλλες δημοκρατίες στον κόσμο» (2). Η ανάλυση θα χρησιμεύσει ως προεκλογικό μοτίβο για τους Δημοκρατικούς το 2024, επιτρέποντάς τους να συνδέσουν τον αγώνα κατά του Τραμπ με τον αγώνα κατά της Ρωσίας και της Κίνας.
Αμβλώσεις, εκπαίδευση, ποινική δικαιοσύνη, υποδοχή μεταναστών: καθώς οι διάφορες Πολιτείες της χώρας λαμβάνουν αντιθετικές αποφάσεις, ανάλογα με το αν είναι ρεπουμπλικανικές ή δημοκρατικές, ένα ερώτημα βασανίζει και τα δύο στρατόπεδα: πρέπει να επιμείνουμε στη συνύπαρξη τόσο διχασμένων Πολιτειών; Οι Ρεπουμπλικανοί κυβερνήτες του Τέξας και της Φλόριντα δεν διστάζουν πλέον να στέλνουν τους μετανάστες χωρίς χαρτιά στην πιο φιλόξενη Νέα Υόρκη ή τη Μασαχουσέτη. Και έγκυρα έντυπα κανονικοποιούν μια πιθανή διάσπαση της χώρας: «Η Αμερική ουσιαστικά είναι ήδη ένα κράτος με δύο έθνη, που συγκροτείται από δύο ριζικά εχθρικές εθνικές κοινότητες συγκρίσιμου μεγέθους και πολιτικής ισχύος» (3).
Ωστόσο, υπάρχει ένας τομέας όπου αυτή η γεμάτη μίσος αντίθεση είναι ελάχιστα αισθητή: η υπεράσπιση της αυτοκρατορίας. Η αντιμετώπιση της Ρωσίας, ο εξοπλισμός της Ουκρανίας, ο περιορισμός της Κίνας, η υποστήριξη του Ισραήλ και η υποταγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αντικείμενα συναίνεσης για τον αμερικανικό πολιτικό κόσμο. Η απόδειξη είναι ότι κανείς δεν μιλά γι’ αυτά…