Σε μια τηλεφωνική συνδιάλεξη με τον Γάλλο ομόλογό του στις 11 Σεπτεμβρίου 2022, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν επαναλάμβανε την προειδοποίησή του για την κατάσταση του πυρηνικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής της Ζαπορίζια, του μεγαλύτερου στην Ευρώπη, κοντά στην πόλη Ενεργκοντάρ στις όχθες του Δνείπερου, του ποταμού που σε εκείνο το σημείο χωρίζει στα δύο τη γραμμή του μετώπου. Την ίδια ημέρα, γίνεται γνωστή η είδηση ότι το σύνολο των έξι αντιδραστήρων των χιλίων μεγαβάτ έχει τεθεί εκτός λειτουργίας.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, Ρώσοι και Ουκρανοί έκαναν μπαλάκι τις ευθύνες για τους βομβαρδισμούς στον χώρο των πυρηνικών εγκαταστάσεων και στις γύρω περιοχές. Έτσι, λίγο μετά το τηλεφώνημα μεταξύ των δύο προέδρων, η Μόσχα καταγγέλλει δημοσίως έως και είκοσι έξι βομβαρδισμούς σε εκείνη τη ζώνη. Από την πλευρά του, το Κίεβο κατηγορεί τον αντίπαλό του ότι έχει τοποθετήσει βαρέα όπλα στο εσωτερικό του σταθμού και πραγματοποιεί βολές προς την απέναντι όχθη του Δνείπερου, που βρίσκεται υπό ουκρανικό έλεγχο. Ενώ στις αρχές του Αυγούστου ο πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι απειλούσε πως θα απαντήσει σε αυτές τις ρωσικές επιθέσεις, ορισμένοι από τους στρατιώτες του δεν τον περίμεναν. Στις 19 Ιουλίου επιτίθενται, με μικρά μη επανδρωμένα αεροσκάφη, στους Ρώσους στρατιώτες που βρίσκονται στο έδαφος του σταθμού: «Ο ουκρανικός στρατός παρενοχλεί τις δυνάμεις κατοχής έως το εσωτερικό του σταθμού», σχολιάζει η εφημερίδα «Le Monde» (1). Στις 19 Σεπτεμβρίου, ρωσικός βομβαρδισμός πλήττει κτίριο που βρίσκεται σε απόσταση τριακοσίων μέτρων από έναν από τους αντιδραστήρες ενός άλλου πυρηνικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής, της «Νότιας Ουκρανίας», στην περιφέρεια (ομπλάστ) του Μικολάιφ.
Εντούτοις, η Σύμβαση της Γενεύης (πρωτόκολλο ΙΙ), που επικυρώθηκε το 1977 από την Ουκρανία και τη Ρωσία (και οι δύο ανήκαν τότε στη Σοβιετική Ένωση), απαγορεύει τις επιθέσεις κατά πυρηνικών εγκαταστάσεων: «Έργα ή εγκαταστάσεις που περιέχουν επικίνδυνες δυνάμεις, όπως φράγματα, αναχώματα και πυρηνικοί σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, δεν θα γίνονται αντικείμενο επίθεσης».
Η κατάληψη του ηλεκτροπαραγωγικού σταθμού της Ζαπορίζια από τον ρωσικό στρατό συμβαίνει νωρίς στον πόλεμο που φέρνει αντιμέτωπες τη Ρωσία με την Ουκρανία: στις 4 Μαρτίου. Ήδη από την πρώτη ημέρα της εισβολής, την 24η Φεβρουαρίου, τα ρωσικά αερομεταφερόμενα στρατεύματα παίρνουν τον έλεγχο του πυρηνικού σταθμού του Τσερνόμπιλ, οι αντιδραστήρες του οποίου έχουν τεθεί εκτός λειτουργίας εδώ και πολλά χρόνια –η εγκατάσταση θα τελέσει υπό κατάληψη έως τις 31 Μαρτίου. Αυτός ο συμβολικός τόπος (λόγω της πυρηνικής καταστροφής του 1986) έχει υψηλή στρατηγική σημασία, καθώς περιέχει πολλά απόβλητα απαραίτητα για την κατασκευή ατομικών βομβών. Την ίδια περίοδο, οι ρωσικές δυνάμεις διεξάγουν μια σημαντική επίθεση στην περιοχή της Χερσώνας, σε μια προσπάθεια να πάρουν τον έλεγχο του σταθμού της «Νότιας Ουκρανίας». Η επιχείρηση αποτυγχάνει. Από την αρχή κιόλας του πολέμου λοιπόν, ο Πούτιν καθιστά τους ουκρανικούς πυρηνικούς ηλεκτροπαραγωγικούς σταθμούς (δεκαπέντε σοβιετικού σχεδιασμού αντιδραστήρες VVER πεπιεσμένου ύδατος) μείζονα στόχο της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησής» του.
Την περασμένη άνοιξη, η κατάληψη του σταθμού της Ζαπορίζια προκαλεί την ανησυχία της διεθνούς κοινότητας. Ο Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας (ΔΟΑΕ / IAEA) ζητά από πολύ νωρίς να δοθεί πρόσβαση στον χώρο των εγκαταστάσεων σε μια αποστολή επιθεώρησης. Σε πρώτη φάση, η Ουκρανία αντιτίθεται στο αίτημα, φοβούμενη, σύμφωνα με την επίσημη γραμμή, ότι θα δει τη ρωσική κατοχή των εγκαταστάσεων να νομιμοποιείται από έναν διεθνή οργανισμό. Στη διάρκεια του καλοκαιριού, επιτεύχθηκε μια συμφωνία. Η κυβέρνηση του Κιέβου καταφέρνει η αντιπροσωπεία του ΔΟΑΕ να διέλθει από τα εδάφη που ελέγχει προκειμένου να φτάσει στον σταθμό. Ενώ ο πρόεδρος Ζελένσκι καταγγέλλει επανειλημμένα τον «ρωσικό εκβιασμό» σχετικά με τον σταθμό της Ζαπορίζια, το Κρεμλίνο συγκαλεί επειγόντως το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ αποκλειστικά για το συγκεκριμένο ζήτημα.
Σύζευξη με το ευρωπαϊκό δίκτυο
Και οι μεν και οι δε παίζουν με τον φόβο ενός «νέου Τσερνόμπιλ», επομένως ο ΔΟΑΕ υπόκειται σε ισχυρότατες πιέσεις και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Το Κίεβο θέλει να επιβάλει «αποστρατιωτικοποίηση» του σταθμού, ενώ η Μόσχα επιθυμεί η Ουκρανία να καταγγελθεί ως κύριος αυτουργός για τους βομβαρδισμούς. Στην έκθεσή του, ο διεθνής οργανισμός ζητά την άμεση παύση των βομβαρδισμών (χωρίς να αναφέρεται στην προέλευση των βολών) και προτείνει την εγκαθίδρυση μιας «ζώνης προστασίας» γύρω από τον σταθμό της Ζαπορίζια (χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις). Εκτιμά πως η κατάσταση είναι «αφόρητη» και αποτελεί «μόνιμη απειλή για την πυρηνική ασφάλεια και προστασία, καθώς απαραίτητες λειτουργίες για την ασφάλεια της μονάδας, και ιδίως η ψύξη των εγκαταστάσεων (…), είναι πιθανό να έχουν πληγεί» (2). Οι επιθεωρητές του ΔΟΑΕ διαπίστωσαν πολλές ζημίες μετά από τους βομβαρδισμούς: για παράδειγμα, η στέγη ενός κτίσματος όπου αποθηκεύονται νέες ράβδοι καυσίμου και ραδιενεργά απόβλητα έχει καταστραφεί. Ανησυχούν επίσης για τις συνθήκες εργασίας των Ουκρανών τεχνικών κάτω από τις πιέσεις του ρωσικού στρατού.
Η Ζαπορίζια δεν αποτελεί μόνο ένα σημαντικό πρόβλημα για την πυρηνική ασφάλεια: ο σταθμός αντιπροσωπεύει έναν πολεμικό στόχο με γεωπολιτικό ενδιαφέρον. Πριν από τη ρωσική κατοχή, οι έξι αντιδραστήρες του παρείχαν το 20% του ηλεκτρισμού της Ουκρανίας. Συνεπώς η ενεργειακή ανεξαρτησία της Ουκρανίας διακυβεύεται στο παρασκήνιο της σύγκρουσης –και ιδίως γύρω από το ζήτημα της ηλεκτρικής διασύνδεσης του σταθμού. Κατά την επίσκεψή του στη μονάδα, ο ΔΟΑΕ διαπίστωσε ότι πολλοί βομβαρδισμοί είχαν στόχο τις γραμμές υψηλής τάσης που κατευθύνονται προς τα ανατολικά της Ουκρανίας, τα οποία βρίσκονται υπό μερική ρωσική κατοχή, καθώς και τους σταθμούς διασύνδεσης και τους μετασχηματιστές. Στις 25 Αυγούστου, ο σταθμός αποσυνδέεται για μερικές ώρες από το ουκρανικό δίκτυο και η Ουκρανία φοβάται ότι η Ρώσοι θα τον συνδέσουν στο δικό τους. Μια «απαράδεκτη» ενεργειακή υπεξαίρεση, όπως καταγγέλλει το αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών (3).
Οι ουκρανικοί σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής, κληροδότημα της Σοβιετικής Ένωσης, έως πρόσφατα ήταν συνδεδεμένοι με το ηλεκτρικό δίκτυο της Ρωσίας και της Λευκορωσίας. Η πληροφορία πέρασε κάτω από τα ραντάρ των μεγάλων μέσων ενημέρωσης αλλά, λίγες ώρες πριν από την εισβολή, η Ουκρανία προχώρησε στην απόζευξη του δικτύου της με τη Ρωσία, μια «δοκιμαστική» φάση που είχε αποφασιστεί νωρίτερα, αλλά που διατηρήθηκε λόγω του πολέμου. Η πράξη αυτή διευκόλυνε τη διασύνδεση του ουκρανικού ηλεκτρικού δικτύου με εκείνο της Ευρώπης, μέσω Πολωνίας, τον Μάρτιο του 2022. Η ιδέα μιας σύνδεσης με τη Δύση χρονολογείται από το 2015, μερικούς μήνες μετά από την προσάρτηση της Κριμαίας και την έναρξη της σύγκρουσης στο Ντονμπάς. Έλαβε τη στήριξη της Γαλλίας, που επιστράτευσε τον διαχειριστή του γαλλικού Δικτύου Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (RTE) για να βοηθήσει τους Ουκρανούς, όπως και τη γαλλική επιχείρηση εμπορίας ηλεκτρισμού, την Électricité de France (EDF) Trading, για να διασφαλίσει ένα μέρος της χρηματοδότησης (συνολικά 2,6 δισεκατομμύρια δολάρια (4) , σε συνεργασία με τον πολωνικό όμιλο Polenergia και τον αμερικανικό Westinghouse). Σε βάθος χρόνου, η Ουκρανία επιθυμεί να εξάγει φθηνό ηλεκτρικό ρεύμα στις ευρωπαϊκές χώρες.
Πράγματι, ένα από τα κίνητρα του Πούτιν για να εξαπολύσει την «ειδική στρατιωτική επιχείρησή» του ήταν να θέσει τέλος στη βούληση των Ουκρανών να απελευθερωθούν από τη ρωσική κηδεμονία στους πυρηνικούς σταθμούς τους, ένα ζήτημα ενέργειας και ασφάλειας ταυτόχρονα. Για πολύ καιρό μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, η συντήρηση και η ασφάλεια των αντιδραστήρων VVER στην Ουκρανία, ο εφοδιασμός σε πυρηνικό καύσιμο και η διαχείριση των αποβλήτων διασφαλίζονταν από τους Ρώσους (τα ανταλλακτικά για τους σταθμούς προέρχονται από τη Λευκορωσία), όπως συνέβαινε για όλους τους αντιδραστήρες αυτού του τύπου στην Ευρώπη. Μέχρι τότε, ο πυρηνικός κύκλος στην Ουκρανία αναλυόταν ως εξής: το Καζακστάν προμήθευε το ουράνιο, αυτό εμπλουτιζόταν στη Ρωσία, που το έστελνε στην Ουκρανία. Το 2010, η TVEL, θυγατρική της Rosatom, της κρατικής ρωσικής πυρηνικής εταιρείας, πούλησε στην Ουκρανία καύσιμο αξίας 608 εκατομμυρίων δολαρίων. Συνεπώς, η τελευταία είναι ο σημαντικότερος πελάτης της TVEL.
Ήδη από τη δεκαετία του 2000, η Ουκρανία αναζητά τρόπους να διαφοροποιήσει τις πηγές εφοδιασμού της σε πυρηνικό καύσιμο και να αναβαθμίσει τους παλιούς, σοβιετικού σχεδιασμού αντιδραστήρες της. Οι κυβερνήσεις που προέκυψαν από την «Πορτοκαλί Επανάσταση» του 2004 στράφηκαν προς στον αμερικανικό όμιλο Westinghouse. Για τον τελευταίο, η αρχή στην Ουκρανία ήταν δύσκολη. Ο όμιλος αντιμετώπισε πολλές αποτυχίες –μέχρι του σημείου το 2012 να συμβεί ένα σοβαρό περιστατικό σε έναν από τους αντιδραστήρες του σταθμού της «Νότιας Ουκρανίας» που ήταν εφοδιασμένος με αμερικανική συστοιχία καυσίμου. Ο πυρήνας υπέστη σοβαρές ζημίες. Η προσαρμογή των καυσίμων στους περιορισμούς της σοβιετικής τεχνολογίας είναι μια λεπτή επιχείρηση που απαιτεί χρόνο. Παρόλα αυτά, μετά από πολλές άκαρπες προσπάθειες, η Westinghouse καταφέρνει να τροφοδοτήσει έξι ουκρανικούς αντιδραστήρες. Στον σταθμό της Ζαπορίζια, τέσσερις από τους έξι αντιδραστήρες λειτουργούν με καύσιμα που προμηθεύει η Westinghouse.
Τα τελευταία χρόνια, οι ρωσικές πιέσεις για τη διατήρηση του πυρηνικού συστήματος ανάμεσα στις δύο χώρες έχουν πολλαπλασιαστεί. Ο προκάτοχος του Ζελένσκι, Πέτρο Ποροσένκο, είχε υποσχεθεί στην Westinghouse ένα πλειοψηφικό μερίδιο της αγοράς του καυσίμου, προτού αλλάξει γνώμη και της παραχωρήσει λιγότερες από τις αναμενόμενες συμβάσεις. Από το 2019, οι Ουκρανοί, για τα καλά αποφασισμένοι να απομακρύνουν τους Ρώσους από την πυρηνική βιομηχανία τους, αλλάζουν τόνο. Εκείνη τη χρονιά, μια νέα συμφωνία προβλέπει μείωση των παραγγελιών καυσίμου από τη Ρωσία. Η Energoatom, ο φορέας εκμετάλλευσης των πυρηνικών σταθμών παραγωγής ηλεκτρισμού στην Ουκρανία, αποφασίζει να εφοδιάζεται κυρίως από την Westinghouse.
Δύο χρόνια αργότερα, τα πάντα επιταχύνονται: τον Αύγουστο του 2021, μια συμφωνία αμερικανο-ουκρανικής συνεργασίας προβλέπει τη δημιουργία ενός εργοστασίου παραγωγής πυρηνικού καυσίμου από την Westinghouse. Έναν μήνα αργότερα, η αμερικανική εταιρεία και η Energoatom υπογράφουν ένα πρωτόκολλο συμφωνίας που αντιστοιχεί σε 30 δισεκατομμύρια δολάρια για την κατασκευή τεσσάρων αντιδραστήρων AP1000 στην Ουκρανία. Τον Ιούνιο του 2022, υπογράφεται μια νέα συμφωνία: η Westinghouse θα κατασκευάσει συνολικά εννέα αντιδραστήρες στη χώρα. Ο αμερικανικός όμιλος έχει προχωρήσει διακριτικά σε κρούσεις από το 2018 κιόλας, υπό την ώθηση της κυβέρνησης Τραμπ, που επιθυμεί οι ΗΠΑ να επιστρέψουν δυναμικά στην αγορά της πυρηνικής ενέργειας για ειρηνική χρήση, αντιμετωπίζοντας την Κίνα και τη Ρωσία (5).
Η προσέγγιση Ουκρανίας και ΗΠΑ προβληματίζει τον Πούτιν. Στα μάτια του, δεν πρόκειται μόνο για προσβολή, αλλά και για απειλή. Η πυρηνική ενέργεια είναι μια δυνητικά διττή τεχνολογία: μπορεί να χρησιμοποιηθεί ταυτόχρονα για μη στρατιωτικούς και για στρατιωτικούς σκοπούς.
Διατήρηση της επαφής με τους Ρώσους
Για να γίνει κατανοητή η αντίδραση της Μόσχας, είναι σκόπιμο να ανατρέξουμε στο Μνημόνιο της Βουδαπέστης του 1994, που υπογράφηκε από την Ουκρανία, τη Ρωσία, τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο (και αργότερα και από τις υπόλοιπες δηλωμένες πυρηνικές δυνάμεις, δηλαδή τη Γαλλία και την Κίνα). Το έγγραφο είχε οδηγήσει τους Ουκρανούς να δεχθούν να επιστραφεί στη Μόσχα το πυρηνικό οπλοστάσιο που βρισκόταν στο έδαφός τους και είχε κληρονομηθεί από την ΕΣΣΔ, έναντι αυστηρών εγγυήσεων εδαφικής ακεραιότητας και ασφάλειας. Μολονότι τότε είχε χαιρετιστεί ως πρότυπο πυρηνικού αφοπλισμού (καθώς η Ουκρανία υπέγραφε παράλληλα τη Συνθήκη περί Μη Διασποράς των Πυρηνικών Όπλων NPT), το μνημόνιο εμπεριέχει ένα σημαντικό ελάττωμα: οι εγγυήσεις ασφάλειας δεν συνοδεύονται από καμία πραγματική υποχρέωση υπεράσπισης της Ουκρανίας και δεν προβλέπεται καμία κύρωση ή περιοριστικό μέτρο σε περίπτωση της παραβίασής του από τη μία εκ των δύο χωρών. Έτσι, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, ένα μέρος της ελίτ της Ουκρανίας δεν παύει να μετανιώνει ανοικτά για τον αφοπλισμό που έλαβε χώρα περίπου δώδεκα χρόνια νωρίτερα (6).
Αυτό το επίμαχο ζήτημα υπερβαίνει τα σύνορα της Ουκρανίας. Τον περασμένο Ιούνιο, ο Ραντόσλαβ Σικόρσκι, ο Πολωνός πρώην υπουργός Άμυνας και Εξωτερικών, δήλωσε ότι η Ρωσία είχε παραβιάσει το Μνημόνιο της Βουδαπέστης και ότι, κατά συνέπεια, η Δύση μπορούσε να «προσφέρει» πυρηνικές κεφαλές στην Ουκρανία προκειμένου η τελευταία «να μπορέσει να υπερασπιστεί την ανεξαρτησία της». Πέντε ημέρες πριν από τη ρωσική εισβολή, στις 19 Φεβρουαρίου 2022, στο Συνέδριο Ασφαλείας του Μονάχου, ο Ζελένσκι αναφέρεται στο Μνημόνιο της Βουδαπέστης του 1994, εξηγώντας ότι εάν δεν ξεκινήσει σύντομα μια επαναδιαπραγμάτευση μεταξύ των δύο συμβαλλομένων μερών, η χώρα του θα θεωρήσει ότι δεν υποχρεούται πλέον να σεβαστεί τις ιστορικές δεσμεύσεις της: «Η Ουκρανία έλαβε εγγυήσεις ασφαλείας για να εγκαταλείψει το τρίτο μεγαλύτερο πυρηνικό δυναμικό στον κόσμο. Δεν έχουμε αυτό το όπλο. Δεν έχουμε ούτε και αυτή την ασφάλεια».
Στα τέλη Μαρτίου, κατά τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Ρώσων και Ουκρανών υπό την αιγίδα του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο Ζελένσκι δηλώνει έτοιμος να δεχθεί το καθεστώς της ουδετερότητας για τη χώρα του και υπόσχεται να μην αναπτύξει ατομικά όπλα, όπως γράφουν οι «Financial Times», εάν η Ρωσία αποσύρει τα στρατεύματά της και το Κίεβο λάβει σοβαρές εγγυήσεις ασφάλειας (7) : «Για το μη πυρηνικό καθεστώς του κράτους μας, είμαστε έτοιμοι… Αν θυμάμαι καλά, αυτός είναι ο λόγος που η Ρωσία ξεκίνησε τον πόλεμο [Σ.Σ.: καθώς η Ρωσία αρνείται να πυρηνικοποιηθεί στρατιωτικά στο μέλλον η Ουκρανία]», εξηγεί ο Ουκρανός πρόεδρος.
Ενώ βοηθούν τους Ουκρανούς στο θέμα της πυρηνικής ενέργειας για ειρηνική χρήση, οι Αμερικανοί έχουν επιδείξει τη θέλησή τους να διατηρήσουν επαφή με τους Ρώσους για αυτό το ζήτημα. Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είχε δώσει εντολή σε ένα υψηλόβαθμο στέλεχος, τον Τζον Ράικαρτ, πρώην προϊστάμενο του Κέντρου Μελέτης Όπλων Μαζικής Καταστροφής, να εκτιμήσει τη συνολική πυρηνική κατάσταση στην Ουκρανία, και εκείνος παρέδωσε διακριτικά την αναφορά του. Και σήμερα, παρά τον πόλεμο, υπάρχουν μυστικές διαπραγματεύσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, οι οποίες αφορούν τη μελλοντική μοιρασιά της ουκρανικής πυρηνικής ενέργειας για ειρηνική χρήση: «Γνωρίζουν ότι, πριν κατασκευαστούν οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής AP1000 στην Ουκρανία, ούτε οι ίδιοι ούτε οι Ουκρανοί θα μπορέσουν να τα καταφέρουν χωρίς τους Ρώσους», σχολιάζει ανεπίσημα ένας παράγοντας της παγκόσμιας πυρηνικής βιομηχανίας.