el | fr | en | +
Accéder au menu

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Ιταλία: Η διπλή γλώσσα της κυβέρνησης Μελόνι

Κατά την επίσκεψή της στις Βρυξέλλες στις αρχές Νοεμβρίου, η Τζόρτζια Μελόνι έδωσε τα διαπιστευτήριά της: η Ιταλίδα πρωθυπουργός σκοπεύει να σεβαστεί πλήρως τις ευρωπαϊκές συνθήκες, να υιοθετήσει το δόγμα της λιτότητας, να υποστηρίξει την Ουκρανία με οποιοδήποτε κόστος… Θέσεις που συνδυάζει με έναν αυταρχικό υπερσυντηρητισμό στα κοινωνικά ζητήματα. Αλλά αυτό ενδιαφέρει λιγότερο τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

«Παρ’ όλο που οι Ιταλοί ψήφισαν τη Τζόρτζια Μελόνι, δεν σημαίνει ότι επιθυμούν την επιστροφή στον φασισμό αλλά, αντίθετα, ότι τη θεωρούν απίθανη» (1). Ο ψυχαναλυτής Μάσιμο Ρεκαλκάτι, στον οποίο ανήκει η παραπάνω φράση, ερωτοτροπεί με το παράδοξο. Δεν μπορούμε όμως να αρνηθούμε ότι η δήλωσή του έχει κάποια δόση αλήθειας. Η επιτυχία των Fratelli d’Italia (Αδέλφια της Ιταλίας) στις βουλευτικές εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου προκάλεσε πολλαπλές (και θεμιτές) αγανακτισμένες αντιδράσεις και ηθικές καταδίκες, καθώς πολλοί ανησυχούν για την έλευση του «μεταφασισμού» στη χώρα. Ήδη το 1994, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι έβαζε στην κυβέρνησή του την Ακροδεξιά, με την Εθνική Συμμαχία του Τζανφράνκο Φίνι και την (τότε ακόμη τοπικιστική) Λέγκα του Βορρά του Ουμπέρτο Μπόσι. Εκείνη την εποχή όμως, ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν ευνοϊκός για την παραδοσιακή Δεξιά. Πλέον, η ηγεμονία έχει αλλάξει στρατόπεδο. Έχουν περάσει είκοσι χρόνια, με την πολιτική ζωή διαποτισμένη από έναν μπερλουσκονισμό που αποθέωνε τον ατομισμό και απαξίωνε οτιδήποτε συλλογικό (στο όνομα ενός αντικομμουνισμού χωρίς κομμουνιστές).

Παρόλο που, από ό,τι φαίνεται, το ταμπού της ψήφου υπέρ της Ακροδεξιάς έσπασε, κάτι τέτοιο δεν αρκεί ως ερμηνεία για την επιτυχία της Μελόνι. Διότι καταρχάς οι Fratelli d’Italia οφείλουν την επικράτησή τους στην αποχή-ρεκόρ (36,1%), στο γεγονός ότι ήταν η μόνη δύναμη αντιπολίτευσης στην απερχόμενη κυβέρνηση συνασπισμού του Μάριο Ντράγκι (μαζί με τα πολύ μικρά μορφώματα Sinistra Italiana [Ιταλική Αριστερά] και Verdi per l’Europa [Πράσινοι για την Ευρώπη]), καθώς και στη σταδιακή απορρόφηση των ψηφοφόρων της Forza Italia (Μπερλουσκόνι) και της Λέγκας. Το κόμμα του Ματέο Σαλβίνι, το οποίο πέρασε από το 37% των ψήφων (2) το 2018 στο 8,7% το 2022, πληρώνει ακριβά τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Ντράγκι. Τέλος, η Δεξιά και η Ακροδεξιά ως σύνολο δεν κερδίζουν παρά ελάχιστες ψήφους σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές, αλλά η Μελόνι ανέτρεψε τον συσχετισμό δυνάμεων στο εσωτερικό του δεξιού στρατοπέδου, λαμβάνοντας 7,3 εκατομμύρια ψήφους (και ποσοστό 26%, έναντι 4,3% το 2018).

Οι ψηφοφόροι της Δεξιάς αισθάνονται πλέον απελευθερωμένοι να ψηφίσουν τα Αδέλφια της Ιταλίας σαν να επρόκειτο για παραδοσιακό κόμμα. Κάτι τέτοιο όμως δεν σημαίνει προσχώρηση στον «μεταφασισμό». Η νέα πρωθυπουργός έχει επίγνωση του γεγονότος. Κατά την προεκλογική εκστρατεία, χρησιμοποίησε μέχρι τέλους το λεγόμενο doppio petto (κυριολεκτικά: διπλό κούμπωμα, μεταφορικά: διπλή γλώσσα): έκλεινε το μάτι στους ιστορικούς ψηφοφόρους της γύρω από τα εθνικά-κοινωνιακά ζητήματα, στα οποία υπερασπίζεται τις ιδεολογικές ρίζες της, ενώ ταυτόχρονα καθησύχαζε τους ψηφοφόρους της Δεξιάς, διακηρύσσοντας τον σεβασμό της στη Δημοκρατία, την υποστήριξή της στην Ουκρανία και την πλήρη υιοθέτηση του ατλαντικού δόγματος.

Υπουργείο Οικογένειας και… Γεννητικότητας

Από τη σύνθεση της κυβέρνησής της και τις προγραμματικές δηλώσεις της μέχρι την επίσκεψή της στις Βρυξέλλες, τα πρώτα βήματα της Μελόνι στην εξουσία επιβεβαιώνουν αυτόν τον διπλό στρατηγικό άξονα. Στο κοινωνικο-οικονομικό και στο διπλωματικό πεδίο, όλα δείχνουν ότι η Μελόνι θα είναι ξεκάθαρα φιλελεύθερη και ατλαντίστρια. Μάλιστα, η πρωθυπουργός μοιάζει να ακολουθεί τα βήματα του προκατόχου της Μάριο Ντράγκι, με τον οποίο πολλαπλασίασε τις επαφές, τόσο κατά την προεκλογική εκστρατεία όσο και μετά τη νίκη της, ώστε να καθησυχάσει τις Βρυξέλλες και να διασφαλίσει τα ευρωπαϊκά κονδύλια ανάκαμψης, ύψους 200 δισεκατομμυρίων ευρώ.

Όρισε υπουργό Οικονομικών τον Τζανκάρλο Τζορτζέτι, στέλεχος της Λέγκας, αλλά πεπεισμένο ευρωπαϊστή και πρώην υπουργό στην κυβέρνηση Ντράγκι. Η επιλογή του Αντόνιο Ταγιάνι στο υπουργείο Εξωτερικών έχει επίσης στόχο να καθησυχάσει τις Βρυξέλλες: πρώην δεξί χέρι του Μπερλουσκόνι, από τον οποίο τελικά «αυτονομήθηκε», ο νέος επικεφαλής της ιταλικής διπλωματίας είναι και αυτός σταθερά φιλοευρωπαίος και ατλαντιστής. Εξάλλου, στην πρώτη της συνάντηση με τους εκπροσώπους των ευρωπαϊκών θεσμών, στις 3 Νοεμβρίου, η Ιταλίδα πρωθυπουργός επαναβεβαίωσε την αμέριστη υποστήριξή της στην Ουκρανία, τη βούλησή της να σεβαστεί τις ευρωπαϊκές συνθήκες και να περιορίσει τα δημοσιονομικά ελλείμματα, χωρίς μάλιστα την παραμικρή νύξη περί αυξημένης εθνικής κυριαρχίας. Η ευθυγράμμιση αυτή με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το δόγμα της λιτότητας ενδέχεται να προκαλέσει δυσαρέσκεια σε σημαντική μερίδα των ψηφοφόρων της Μελόνι.

Όσον αφορά τα δικαιώματα των γυναικών, των μεταναστών, των ΛΟΑΤΚΙ+, αλλά και τη δικαιοσύνη, την εκπαίδευση, την ασφάλεια, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Στα ζητήματα αυτά, η Μελόνι επιδιώκει να εφαρμόσει πιστά το τρίπτυχό της «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια» και να βάλει τη σφραγίδα της στον κυβερνητικό συνασπισμό. Έτσι, ανέθεσε υπουργεία σε εμβληματικές προσωπικότητες της Ακροδεξιάς, όπως ο Γκαλεάτσο Μπινιάμι, που κάποτε είχε φωτογραφηθεί με μαύρο πουκάμισο και ναζιστικό περιβραχιόνιο και τώρα πια είναι υπουργός Υποδομών. Επίσης, η Μελόνι έδωσε νέες ονομασίες σε συμβολικά υπουργεία: το υπουργείο Παιδείας έγινε υπουργείο «Παιδείας και Αξιοκρατίας», ενώ η λέξη «γεννητικότητα» προστέθηκε δίπλα στο υπουργείο Οικογένειας και Ισότητας Ευκαιριών –και η θέση του υπουργού ανατέθηκε στην Εουτζένια Μαρία Ροτσέλα, η οποία, αφού είχε αγωνιστεί για το δικαίωμα στην άμβλωση, άλλαξε στρατόπεδο και σε τηλεοπτική εμφάνισή της (La7), στις 25 Αυγούστου 2022, δήλωνε: «Η άμβλωση δεν είναι δικαίωμα».

Και, μολονότι η Μελόνι αρνήθηκε στον Σαλβίνι το υπουργείο Εσωτερικών, το εμπιστεύθηκε στον Ματέο Πιαντεντόζι, πρώην διευθυντή του υπουργικού γραφείου του, εξίσου σκληρό πολέμιο της μετανάστευσης όσο και ο ηγέτης της Λέγκας. Μόλις τοποθετήθηκε στη θέση του, ο νέος υπουργός απαγόρευσε την προσέγγιση πολυάριθμων πλοιαρίων ανθρωπιστικών οργανώσεων γεμάτων με υποψήφιους για αίτηση ασύλου, περιγράφοντας ως «υπολείμματα φορτίου» τους ανθρώπους στους οποίους απαγορευόταν η αποβίβαση. Η υπόθεση, την ίδια στιγμή που αποκάλυπτε τον κυνισμό της ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής, προκαλούσε κρίση με τη Γαλλία, η οποία στις 10 Νοεμβρίου υποχρεώθηκε να υποδεχθεί τους 234 μετανάστες του πλοίου Ocean Viking για να καλύψει την άρνηση της Ιταλίας. Επιβάλλοντας όμως πρωτοφανή αντίποινα: εκτός από την ενίσχυση των συνοριακών ελέγχων, το Παρίσι αποφάσισε να αναστείλει την υποδοχή 3.500 προσφύγων που σήμερα βρίσκονται στην Ιταλία και αναμένονταν το καλοκαίρι του 2023.

Ωστόσο, τίποτε δεν αποτυπώνει καλύτερα τις αυταρχικές τάσεις της κυβέρνησης Μελόνι από την πρώτη νομοθετική πρωτοβουλία της. Με πρόσχημα την ανάγκη να τερματιστεί μια γιορτή μουσικής τέκνο, η κυβέρνηση παρουσίασε διάταγμα που εισάγει ένα νέο αδίκημα, τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης έως και έξι ετών (γεγονός που επιτρέπει την παρακολούθηση των τηλεφωνικών επικοινωνιών και την προσωρινή κράτηση των υπόπτων): «[την] εισβολή σε οικόπεδα ή κτίρια (δημόσια ή ιδιωτικά) με σκοπό την πραγματοποίηση συγκεντρώσεων επικίνδυνων για τη δημόσια τάξη, την ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία». Ένας ορισμός που μπορεί να εφαρμοστεί σε οποιαδήποτε κατάληψη εργοστασίου, σχολείου ή πανεπιστημίου. Απέναντι στη βροχή διαμαρτυριών, η Μελόνι υποχρεώθηκε να οπισθοχωρήσει, στηρίζοντας όμως την ουσία της πρωτοβουλίας. Επομένως, η ιδέα μπορεί να επανέλθει στο προσκήνιο.

Ως ιδεολογικός γάμος μεταξύ νεοφιλελευθερισμού και Ακροδεξιάς στο εσωτερικό του ίδιου κόμματος, η νίκη της Μελόνι είναι πρωτοφανής. Όμως, μπορεί να συγκριθεί και με την επικράτηση του Κινήματος Πέντε Αστέρων (M5S) και της Λέγκας το 2018: καρπός μιας ψήφου διαμαρτυρίας, φανερώνει την απόρριψη των παραδοσιακών κομμάτων, αποκομμένων από τα λαϊκά στρώματα και ανίκανων να δώσουν καινούργιο νόημα στην πολιτική εκπροσώπηση. Παρότι είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί, αυτός ο εκλογικός νομαδισμός, σε συνδυασμό με τα όλο και υψηλότερα ποσοστά αποχής, αποτυπώνει την απογοήτευση του ιταλικού λαού. Γιατί η εκλογική επιτυχία των Αδελφών της Ιταλίας πρέπει να αναλυθεί σε στενή συνάρτηση με την ήττα του Δημοκρατικού Κόμματος (PD), που δεν κατόρθωσε να επιβληθεί ως εναλλακτική στη Μελόνι.

Βέβαια, από ποσοτική άποψη, η ήττα ήταν περιορισμένη –από το 22,8% του 2018 στο 19,1% του 2022. Αλλά, σε συμβολικό και σε πολιτικό επίπεδο, η αποτυχία του Δημοκρατικού Κόμματος είναι παταγώδης. Στον Νότο, το PD δεν κερδίζει ούτε μία έδρα σε μονοεδρική περιφέρεια (ο ιταλικός εκλογικός νόμος δίνει το ένα τρίτο των εδρών σε μονοεδρικές περιφέρειες με πλειοψηφικό σύστημα και τα υπόλοιπα δύο τρίτα με απλή αναλογική). Στην κεντρική Ιταλία (Τοσκάνη, Ούμπρια, Εμίλια-Ρομάνια), το κάποτε απόρθητο οχυρό του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI), τα Αδέλφια της Ιταλίας εκθρονίζουν το PD, το οποίο αντιστέκεται μόνο στις μεγάλες πόλεις, δικαιώνοντας περισσότερο από ποτέ το προσωνύμιό του ως κόμμα «ήπιας κυκλοφορίας» –από τις «ζώνες ήπιας κυκλοφορίας», τις περιοχές όπου υπάρχουν περιορισμοί στην κυκλοφορία των αυτοκινήτων, στο κέντρο ορισμένων πόλεων με ευκατάστατους κατοίκους. Στον Βορρά, στο Σέστο Σαν Τζοβάνι, προάστιο του Μιλάνου που παλαιότερα είχε την ονομασία «το ιταλικό Στάλινγκραντ» και όπου οι κομμουνιστές ήταν οι απόλυτοι άρχοντες, επικράτησε η Ιζαμπέλα Ραούτι, πρώην μέλος της νεολαίας του Ιταλικού Εθνικού Κινήματος (MSI, νεοφασιστικό κόμμα, το οποίο εξαφανίστηκε το 1995) και στέλεχος πλέον στα Αδέλφια της Ιταλίας. Στη συνέχεια, η Ραούτι τοποθετήθηκε υφυπουργός Άμυνας.

Ο Ενρίκο Λέτα, γραμματέας του PD, πληρώνει την άρνησή του να συμμαχήσει με το M5S, το οποίο κατηγορούσε ότι συνέβαλε στην πτώση της κυβέρνησης Ντράγκι. Κλείνοντας την πόρτα στη μόνη συμμαχία που θα ήταν σε θέση να αντισταθεί (κατά το δυνατόν) στην Ακροδεξιά, ο Λέτα πρόσφερε στο M5S τη δυνατότητα να καταλάβει πολιτικό χώρο στα αριστερά του, με ένα πιο θαρραλέο κοινωνικό πρόγραμμα (εισόδημα του πολίτη, κατώτατος μισθός, εξίσωση μισθών), το οποίο είχε ως αποτέλεσμα μια ανέλπιστη εκλογική ανάκαμψη (με ποσοστό 15,4%, που παραμένει βέβαια 18 μονάδες χαμηλότερο σε σχέση με το 2018). Αλλά η κρίση της κεντροαριστεράς είναι παλαιότερη και βαθύτερη.

Το PD, το οποίο κυβέρνησε τα τελευταία έντεκα χρόνια (με εξαίρεση τα δύο χρόνια της κυβέρνησης Κόντε-Σαλβίνι), έχει μετατραπεί σε ένα είδος εγγυητή των θεσμών. Πρόκειται για το κόμμα που στηρίζει τις κυβερνήσεις εθνικής ενότητας και τις επονομαζόμενες κυβερνήσεις «τεχνοκρατών», οι οποίες ακολουθούν πολιτικές σκληρής λιτότητας –όπως η κυβέρνηση του Μάριο Μόντι το 2011, με το σχέδιό της για περικοπές δημοσίων δαπανών ύψους 20 δισεκατομμυρίων ευρώ. Μέτρα που παρουσιάζονται μονίμως ως αναπόφευκτα, χωρίς εναλλακτική, μη πολιτικά. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει ο πολιτικός επιστήμονας Άρθουρ Μποριέλο, «ο εξοβελισμός του πολιτικού στοιχείου δεν μπορεί παρά να είναι ένα πολιτικό εγχείρημα» (3). Από τον Ρομάνο Πρόντι, ο οποίος το 1996 επέβαλε λιτότητα προκειμένου η Ιταλία να ικανοποιήσει τα κριτήρια του Μάαστριχτ, τον Ματέο Ρέντσι και το «Jobs Act» του, που απορρύθμιζε την εργατική νομοθεσία σε ζητήματα προσλήψεων και απολύσεων (4) , μέχρι την πρόσφατη κυβέρνηση Ντράγκι, το PD, όπως και τα περισσότερα ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κόμματα, είναι βγαλμένο από το καλούπι του σοσιαλφιλελευθερισμού.

Μια περιθωριακή Αριστερά

Το PD, δείχνοντας μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τα κοινωνιακά-ταυτοτικά ζητήματα που απασχολούν τα πιο ευκατάστατα στρώματα των πόλεων παρά για τα διακυβεύματα της αναδιανομής, της απασχόλησης και της αλληλεγγύης, σταδιακά έχασε κάθε επαφή με τη μάζα των επισφαλώς (ή μη) εργαζομένων και των ανέργων, ενόσω οι ανισότητες συνεχώς διευρύνονται στην Ιταλία. Σύμφωνα με την ιταλική στατιστική υπηρεσία (ISTAT), το 2021 η χώρα αριθμούσε 2,9 εκατομμύρια νοικοκυριά σε κατάσταση σχετικής φτώχειας (με εισόδημα κάτω από το ήμισυ του μέσου εισοδήματος της εκάστοτε περιφέρειας), στα οποία προστίθενται 1,9 εκατομμύρια νοικοκυριά σε κατάσταση απόλυτης φτώχειας –χωρίς (ή με δυσχερή) πρόσβαση σε ασφαλή τρόφιμα, αξιοπρεπή στέγη, ηλεκτρικό ρεύμα, εκπαίδευση ή πόσιμο νερό.

Μετά τις εκλογές, με άρθρα ή δηλώσεις τους, πολλά μέλη, διανοούμενοι και ηγετικά στελέχη του PD άρχισαν μια μορφή αυτοκριτικής, στηλιτεύοντας την αποκλειστικά θεσμική λειτουργία του κόμματός τους. Έτσι, ο συγγραφέας Στέφανο Μασίνι (5) παρατηρούσε ότι το PD «μετατράπηκε σε αποκοιμισμένο φρουρό που ελέγχει και προστατεύει το Μέγαρο της Εξουσίας μέσα από το φυλάκιό του», παραπέμποντας στον Πιερ Πάολο Παζολίνι, ο οποίος χρησιμοποιούσε τη μεταφορά του palazzo («μέγαρο») για να διαχωρίσει τα κέντρα εξουσίας από τον λαϊκό κόσμο. Ο ίδιος ο γραμματέας του PD Ενρίκο Λέτα δήλωσε την επομένη των εκλογών: «Δεν μπορούμε πια να είμαστε η πολιτική προστασία του ιταλικού πολιτικού συστήματος». Αυτή η καθυστερημένη συνειδητοποίηση δείχνει πόσο μεγάλη και γεμάτη συγκρουσιακές αναθεωρήσεις είναι η απόσταση που θα πρέπει να διανυθεί. Το συνέδριο του PD τον Ιανουάριο, το οποίο κινδυνεύει να μετατραπεί σε πόλεμο διαδοχής, δεν θα σταθεί αρκετό.

Ενώ το PD παραμένει διχασμένο στο ζήτημα των συμμαχιών (με το M5S ή με τα φιλελεύθερα και κεντρώα κόμματα του Ματέο Ρέντσι και του Κάρλο Καλέντα), αλλά και ως προς τη στάση που πρέπει να υιοθετήσει απέναντι στο φιλειρηνικό κίνημα, το οποίο στις 5 Νοεμβρίου συγκέντρωσε 100.000 διαδηλωτές στη Ρώμη, καμία εναλλακτική λύση δεν διαγράφεται στην Αριστερά. Στις τελευταίες εκλογές, η Ιταλική Αριστερά, συνεργαζόμενη με τους Πράσινους για την Ευρώπη, και η λίστα Λαϊκή Ένωση (Unione Popolare), που συνένωνε περιθωριακά αριστερά μορφώματα –αλλά είχε την υποστήριξη του Ζαν-Λυκ Μελανσόν και του Τζέρεμι Κόρμπιν– περιορίστηκαν σε υποψηφιότητες καταγραφής (με ποσοστά 3,6% και 1,4%, αντίστοιχα). Και, παρόλα αυτά, έξω από τα τείχη της κομματικής πολιτικής, συλλογικότητες, ενώσεις, κοινωνικά κέντρα δραστηριοποιούνται γύρω από τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά ζητήματα, τα οποία απουσίασαν τελείως από την τελευταία προεκλογική εκστρατεία.

Η ιταλική Αριστερά δεν συνήλθε ποτέ από την αυτοδιάλυση του PCI το 1991 (6). Οι διαδοχικές μεταμορφώσεις της φάνηκαν ανήμπορες να ανασυγκροτήσουν ένα μαχητικό κίνημα. Το PD, το οποίο ιδρύθηκε το 2007 με την ελπίδα να πραγματοποιήσει τη σύνθεση μεταξύ πρώην κομμουνιστών και πρώην χριστιανοδημοκρατών, πολύ σύντομα έφερε τους δεύτερους να κυριαρχούν πάνω στους πρώτους –οι οποίοι είχαν από καιρό εγκαταλείψει την κληρονομιά τους. «Το PD βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση από τη γέννησή του, λίγους μήνες πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση των subprime του 2008, η οποία έμελλε να ανατρέψει τη φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων σε ολόκληρο τον κόσμο», αναλύει ο ιστορικός της πολιτικής σκέψης Κάρλο Γκάλι («Il Manifesto», 30 Οκτωβρίου 2022). «(…) Στην κρίση αυτή, η Ευρωπαϊκή Ένωση απάντησε με τη λιτότητα που στήριξε το PD, (…) ένα κόμμα βυθισμένο σε μια νεοφιλελεύθερη ομίχλη, με τυφλή εμπιστοσύνη στην παγκοσμιοποίηση. Όταν η παγκοσμιοποίηση έγινε θρύψαλα, το κόμμα παρέμεινε βουβό και δεν μπόρεσε να ακολουθήσει το ρεύμα επαναπολιτικοποίησης της κοινωνίας». Γυρίζοντας μια θεμελιώδη σελίδα της ιταλικής ιστορίας –τη σελίδα του αντιφασισμού ως συγκολλητικής ουσίας της κοινωνίας– η νίκη της Μελόνι φώτισε με σκληρό τρόπο την κατάσταση της ιταλικής Αριστεράς, η οποία αναζητά απεγνωσμένα μια καινούργια ταυτότητα.

Hugues Le Paige

Δημοσιογράφος.
μετάφραση: Χάρης Λογοθέτης

(1«La Repubblica», Ρώμη, 29 Σεπτεμβρίου 2022.

(2(Σ.τ.Μ.) Στην πραγματικότητα, το 37% ήταν το συνολικό ποσοστό του κεντροδεξιού συνασπισμού, στο εσωτερικό του οποίου βέβαια η Λέγκα ήταν η ισχυρότερη πολιτική δύναμη.

(3Arthur Borriello, Quand on n’a que l’austérité. Abolition et permanence du politique dans les discours de crise en Italie et en Espagne (2010-2013), Éditions de l’Université de Bruxelles, 2018.

(4Βλ. Andrea Fumagalli, «“Jobs Act”, le grandbluff de Matteo Renzi», «Le Monde diplomatique», Ιούλιος 2016.

(5«La Repubblica», 28 Σεπτεμβρίου 2022.

(6Βλ. Antoine Schwartz, «Η παράξενη εξαφάνιση του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος», «Le Monde diplomatique – ελληνική έκδοση», 20 Φεβρουαρίου 2022, monde-diplomatique.gr.

Μοιραστείτε το άρθρο