Μέσα στο σκοτάδι, διακρίνονται ασθενικά φώτα. Διαγράφουν τα πανομοιότυπα παράθυρα μιας μπετονένιας πολυκατοικίας της Βαρσοβίας. Οι φωνές έξι παιδιών αντηχούν στην τσιμεντένια αυλή. Πιτσιρίκια τρέχουν πάνω κάτω μέσα στο μοντέρνο λοφτ, ενώ ένα από αυτά χοροπηδάει πάνω στον ακριβό καναπέ. Ο Ντάρεκ Γκοτσλάφσκι, ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος, συνομιλεί στα ρωσικά με τις μητέρες τους, την Τατιάνα Λεβτσένκο, την Ιρίνα Κ. και την Άννα Μπ. (1). Είναι οι «προσκεκλημένες» του από την Ουκρανία, όπως μας εξηγεί ο Πολωνός αρχιτέκτονας.
Ήδη από τις 24 Φεβρουαρίου 2022, την ημέρα της ρωσικής εισβολής στη γειτονική χώρα, προσφέρθηκε να φιλοξενήσει εκτοπισμένους από τον πόλεμο στον ιδιαίτερα ευρύχωρο χώρο εργασίας του: «Γυναίκες και παιδιά κατέφθαναν κατά κύματα στον σταθμό, δεν μπορούσα να μείνω άπραγος. Ο πόλεμος απέχει 300 χιλιόμετρα από το σπίτι μου», λέει συγκινημένος. «Απηύθυνα μια έκκληση στο Facebook. Θεωρούσα ότι αυτή η φιλοξενία θα ήταν προσωρινή». Όμως, ο πόλεμος ακόμη συνεχίζεται. Και η έξοδος των προσφύγων επίσης. Έτσι, την άνοιξη, ο οικογενειάρχης αρχιτέκτονας ζήτησε από τους εικοσιένα συνεργάτες του που απασχολούνταν στον χώρο να περάσουν στην τηλεργασία. Επένδυσε 6.400 ευρώ για να δημιουργήσει τρία υπνοδωμάτια και μία κουζίνα μέσα στο λοφτ. Κρέμασε και μια κούνια από το ταβάνι. Τώρα, στους λευκούς τοίχους τα αρχιτεκτονικά σχέδια αναμειγνύονται με τις παιδικές ζωγραφιές.
Σπανίζουν οι ενοικιαζόμενες κατοικίες στις μεγάλες πόλεις
Ήδη από τις πρώτες ημέρες της ρωσικής επίθεσης, η Πολωνία και τα 38 εκατομμύρια κατοίκων της, δηλωμένοι υποστηρικτές της Ουκρανίας, κινητοποιήθηκαν για να την βοηθήσουν. Το Κοινοβούλιο ψήφισε έναν νόμο που διασφαλίζει στους Ουκρανούς πρόσφυγες πρόσβαση στην αγορά εργασίας, στην εκπαίδευση και στις κοινωνικές παροχές. Παράλληλα, η κυβέρνηση του εθνικιστικού-συντηρητικού κόμματος Δίκαιο και Δικαιοσύνη (PiS) δρομολόγησε ένα πρόγραμμα χορήγησης 8,50 ευρώ ημερησίως στους Πολωνούς για τη διαμονή και τη σίτιση ενός ατόμου από την Ουκρανία επί τρεις μήνες.
Από τον Φεβρουάριο, σχεδόν 7 εκατομμύρια Ουκρανοί εκτιμάται ότι έχουν περάσει από την Πολωνία, όπου ήδη εργάζονταν 1,5 εκατομμύριο συμπατριώτες τους πριν από την εισβολή. Από τις πρώτες ημέρες κιόλας, γυναίκες και παιδιά συνέρρεαν στα κοινά σύνορα της χώρας τους με την Πολωνία –μήκους 535 χιλιομέτρων, όλα σε ανοιχτές πεδιάδες– ενώ οι άντρες επέστρεφαν στην Ουκρανία ή δεν την εγκατέλειπαν, επιστρατευμένοι μετά την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου. Τον περασμένο Νοέμβριο, οι αρχές είχαν καταγράψει επισήμως περίπου 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες που είχαν καταφθάσει στη χώρα το τελευταίο εννεάμηνο, εκ των οποίων το 60% είχε βρει δουλειά. Όλοι αυτοί προστέθηκαν στους παλαιότερους μετανάστες. Επιπλέον, σημαντικός αριθμός Ουκρανών –μεταξύ 800.000 και 1.000.000- πηγαινοέρχονται ανάμεσα στις δύο χώρες και δεν έχουν καταγραφεί.
Αν και δεν υπάρχει επίσημος αριθμός, σύμφωνα με τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις που ρωτήθηκαν, η φιλοξενία των προσφύγων εξακολουθεί να στηρίζεται εν μέρει στην κοινωνία των πολιτών. Έτσι, από τον Φεβρουάριο, ο Ντάρεκ Γκοτσλάφσκι έχει φιλοξενήσει 22 Ουκρανούς, όπως έχουν κάνει και πολλά άλλα άτομα από τον περίγυρό του. Εννέα από αυτούς εξακολουθούν να μένουν στον χώρο του, αμφιταλαντευόμενοι μεταξύ της εγκατάστασης στην Πολωνία και της επιστροφής στην Ουκρανία. Οι τρεις μητέρες ζουν κάνοντας δουλειές του ποδαριού για την κάλυψη των βασικών αναγκών, διαφορετικές από εκείνες της «προηγούμενης ζωής» τους, ενώ ταυτόχρονα ασχολούνται με τα παιδιά. Η Τατιάνα Λεβτσένκο αγχώνεται από την έλλειψη χρόνου: «Πρέπει να προσέχω τον τρίχρονο γιο μου». Η Άννα Μπ. έγραψε τα παιδιά της (ηλικίας 6, 9 και 12 χρόνων) στο σχολείο «για να κοινωνικοποιηθούν». Πλέον μιλούν πολωνικά, μια σλαβική γλώσσα που μοιάζει αρκετά με τα ουκρανικά. «Εγώ δεν τα καταλαβαίνω, ξεκινάω από το μηδέν», μας λέει λυπημένη η πρώην τραπεζική υπάλληλος, της οποίας «το μυαλό και η ψυχή βρίσκονται ακόμα στη Ζαπορίζια», τη βομβαρδισμένη πόλη της. Η Ιρίνα Κ., μελισσοκόμος από ένα γειτονικό χωριό, είναι βέβαιη ότι «θα έχω γυρίσει σπίτι πριν από τα Χριστούγεννα» (σ.σ.: του 2022). Τα δύο παιδιά της επιχείρησαν να πάνε στο σχολείο. Όμως, γίνονταν τσακωμοί μεταξύ συμμαθητών, καθώς άλλοι μιλούσαν ουκρανικά και άλλοι ρώσικα. Πλέον, παρακολουθούν τα διαδικτυακά μαθήματα που οργανώνει η Ουκρανία σε συνεργασία με την Πολωνία, όπως κάνουν πάνω από τα μισά προσφυγόπουλα.
Με την κούραση χαραγμένη στο πρόσωπό του, ο Γκοτσλάφσκι ομολογεί ότι έχει αναλάβει έναν «δύσκολο ρόλο». «Μερικές φορές, πρέπει να επιλύω τις συγκρούσεις ανάμεσα σε γυναίκες που προέρχονται από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις… Επίσης, με καλούν για το παραμικρό. Τους επαναλαμβάνω ότι δεν είμαι ούτε ο σύζυγός τους ούτε ο αδελφός τους ούτε ο φίλος τους, αλλά κάποιος που τους βοηθάει όπως μπορεί.» Καταπονημένος πια, θα ήθελε να σταματήσει να φιλοξενεί πρόσφυγες. «Όλο και περισσότεροι Πολωνοί διακόπτουν. Τώρα, ανησυχούμε για τα εσωτερικά προβλήματα, κυρίως για τον πληθωρισμό». Οι τιμές καταναλωτή εκτινάχθηκαν κατά 17,4% μέσα σε ένα χρόνο, εξαιτίας της σύγκρουσης.
Παρόλα αυτά, ο Γκοτσλάφσκι νοιώθει ενοχές, καθώς η χώρα του ετοιμάζεται να δεχτεί νέο κύμα προσφύγων εξαιτίας των διακοπών στην ηλεκτροδότηση της γειτονικής χώρας. «Οι Ουκρανοί μάχονται για τη δική μας ασφάλεια», εξηγεί. «Εάν δεν πολεμήσουν εκείνοι, εμείς θα είμαστε οι επόμενοι που θα δεχτούν την επίθεση της Μόσχας.» Εκφράζει έτσι ένα συναίσθημα που συμμερίζονται αρκετοί από τους Πολωνούς συνομιλητές μας. Η κόπωση από αυτή την κατάσταση συγκρούεται με την αίσθηση καθήκοντος που υποκινείται από την εχθρότητα προς την Ρωσία, η οποία συμμετείχε στους διαμελισμούς της Πολωνίας τόσο στα τέλη του 18ου αιώνα όσο και το 1939. Η ανάμνηση της δεκαετίας του 1980, της κατάστασης πολιορκίας κάτω από τον σοβιετικό ζυγό, εξακολουθεί να παραμένει ζωντανή.
350.000 καταγραμμένοι ανήλικοι πρόσφυγες
Αυτήν την ημέρα του Νοεμβρίου, ελάχιστοι είναι οι πεζοί μέσα στην κρύα ομίχλη που τυλίγει τις γεμάτες διαφημίσεις λεωφόρους της Βαρσοβίας. Οι πρόσφυγες δεν έχουν μείνει στον δρόμο. Ενώ πριν από τη ρωσική εισβολή ο πληθυσμός της πολωνικής πρωτεύουσας ανερχόταν σε 1,8 εκατομμύρια κατοίκους, μερικούς μήνες αργότερα αυξήθηκε κατά 20%, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του τοπικού Τύπου. Οι ενοικιαζόμενες κατοικίες αρχίζουν να σπανίζουν. «Η πλειονότητα των Ουκρανίδων, στο μεγαλύτερο μέρος τους μορφωμένες, ακόμη επιλέγει τις μεγάλες πόλεις, όπως τη Βαρσοβία, την Κρακοβία ή το Πόζναν, γιατί προσφέρουν περισσότερες ευκαιρίες εργασίας», σημειώνει ο Άντρζεϊ Ποράφσκι, πρόεδρος της Ένωσης Πολωνικών Πόλεων, που θεωρεί δυσάρεστη αυτή τη διαφορά με την ύπαιθρο. «Εάν ήταν πιο αποκεντρωμένη η υποδοχή των Ουκρανών, θα μπορούσαν να ανακουφιστούν οι μητροπόλεις», εκτιμά. «Τα ενοίκια έχουν πάρει φωτιά και τα σχολεία δέχονται μεγάλη πίεση». Από τους περίπου 350.000 καταγεγραμμένους ανήλικους πρόσφυγες, σχεδόν 150.000 παιδιά από την Ουκρανία (2) που δεν μιλούν πολωνικά έχουν εγγραφεί στα σχολεία της Πολωνίας –τα υπόλοιπα παρακολουθούν διαδικτυακά μαθήματα. Οι καθηγητές καταγγέλλουν «έλλειψη μέσων και κατάρτισης», προειδοποιεί το ΖΝΡ, το σημαντικότερο συνδικάτο των Πολωνών εκπαιδευτικών. «Όμως, οι μεσαίες πόλεις και τα χωριά εξακολουθούν να δυσκολεύονται να προσελκύσουν οικογένειες. Οι Ουκρανοί φαντάζονται ότι πρόκειται για φτωχά και απομονωμένα μέρη, όμως η κατάσταση έχει αλλάξει!», συνεχίζει ο Ποράφσκι.
Ενώ εδώ και δεκαετίες γνώρισε έντονα ρεύματα αποδημίας, η Πολωνία μετατρέπεται πλέον σε χώρα υποδοχής μεταναστών. Από τη δεκαετία του 1990, βιώνει μια δημογραφική στασιμότητα εξαιτίας της μείωσης της γονιμότητας και του ξενιτεμού πολλών νέων: δύο εκατομμύρια Πολωνοί εκτιμάται ότι εργάζονται στη Δυτική Ευρώπη, κυρίως στη Γερμανία και στη Βρετανία. Ωστόσο, καθώς δεν επλήγη από την κρίση του ευρώ (3), η πολωνική οικονομία αναπτύχθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας, σε σημείο να παρατηρείται σημαντική έλλειψη εργατικού δυναμικού και έτσι να προσελκύει μαζικά Λευκορώσους και Ουκρανούς. Οι τελευταίοι, εγκαταλείποντας τη χώρα τους, αποκτούσαν εύκολα άδεια εργασίας.
Έτσι, για τον Ποράφσκι, η ανάμειξη της νέας διασποράς με τις τοπικές κοινότητες θα πρόσφερε ένα μεγάλο πλεονέκτημα. «Πολλοί Δήμοι [η πλειονότητα των οποίων διοικούνται από την αντιπολίτευση, όπως τονίζει εμφατικά] είναι πρόθυμοι να τους δεχθούν, κάνουν πολλά πράγματα βασιζόμενοι στον δικό τους προϋπολογισμό. Κι είναι εύκολο να βρεθούν δουλειές στην οικοδομή, στις υπηρεσίες, στις μεταφορές, στη γεωργία…» Υπογραμμίζει επίσης την «πολιτισμική εγγύτητα» των δύο λαών. Οι ήδη εγκατεστημένες ουκρανικές κοινότητες βοήθησαν σημαντικά τους πρόσφυγες στην εξεύρεση στέγης και εργασίας. Έτσι, με συστάσεις από στόμα σε στόμα, η οικογένεια της Ιουλίας Τ. βρέθηκε σε μία από τις κοινότητες των περιχώρων του Πόζναν, 300 χιλιόμετρα δυτικά της Βαρσοβίας.
Μετά τις 5 το απόγευμα, το σκοτάδι πλακώνει το Μπογκντάνοβο, ένα χωριό περιτριγυρισμένο από χαμηλή βλάστηση, κατά μήκος ενός οδικού άξονα όπου κυκλοφορούν πλήθος νταλίκες. Η Ιουλία Τ., ο άντρας της Βολοντίμιρ και τα δύο τους παιδιά, εκ των οποίων το ένα με αναπηρία, ζουν σε μία από τις σύγχρονες πολυκατοικίες της κοινότητας των 700 κατοίκων. Ο Βολοντίμιρ, που κατόρθωσε να εγκαταλείψει τη χώρα επειδή είχε την επιμέλεια ανάπηρου τέκνου, βρήκε γρήγορα δουλειά ως οδηγός. Η εταιρεία όπου εργάζεται τους νοικιάζει το διαμέρισμα σε φιλική τιμή. «Έμεινα άφωνη μπροστά στην υποδοχή των Πολωνών. Δεν ήταν υποχρεωμένοι να μας δεχθούν. Θα είχαμε άραγε κάνει κι εμείς το ίδιο;», αναρωτιέται η Ιουλία Τ. Ο γιος της, ο εικοσιεξάχρονος Ρόστυσλαβ, απαιτεί συνεχή φροντίδα: «Ήταν σε ένα κέντρο ατόμων με αναπηρία στην Ουκρανία. Όμως, εδώ είναι αδύνατον να βρεθεί κάποια θέση…», μας εξηγεί πικραμένη η πρώην σχολική γραμματέας. Μέσα στο διαμέρισμα με τους γυμνούς τοίχους, το ουκρανικό κανάλι ICTV αναμεταδίδει διαρκώς εικόνες από τη βομβαρδισμένη χώρα. Μια γάτα Περσίας είναι ξαπλωμένη νωχελικά, ενώ δίπλα της ένα μπουλντόγκ ρουθουνίζει. «Τα ζώα προσαρμόστηκαν καλύτερα από εμάς στην εξορία», ειρωνεύεται η Ιουλία Τ. «Περιμένω ένα σημάδι από τον Θεό για να επιστρέψω όσο το δυνατόν συντομότερα στην Ουκρανία.»
Καθώς οι πρόσφυγες παραμένουν για αδιευκρίνιστο διάστημα, «είναι αναγκαίο να μεταρρυθμιστούν οι δημόσιες υπηρεσίες στους τομείς της υγείας, της παιδείας και των κοινωνικών παροχών», δηλώνει η Μιροσλάβα Κέρυκ. Αυτή η χαρισματική Ουκρανίδα έφτασε στην Βαρσοβία το 2002 και επτά χρόνια αργότερα ίδρυσε το Ukrainian House («Ουκρανικό Σπίτι»), μια οργάνωση που έχει ως στόχο, όπως το θέτει η ίδια, «την ενσωμάτωση των προσφύγων στην Πολωνία, διατηρώντας ταυτόχρονα την ουκρανική τους ταυτότητα». Η Κέρυκ αναγνωρίζει ότι η πολωνική κυβέρνηση «έπραξε όλα όσα έπρεπε για τους πρόσφυγες τον Φεβρουάριο του 2022». Σύμφωνα με τις επίσημες δηλώσεις, έχουν δαπανηθεί 2,5 δισ. ευρώ, προερχόμενα από ένα ειδικό ταμείο που συγκροτήθηκε ειδικά για τη χρηματοδότηση της επείγουσας παροχής βοήθειας, στα οποία προστέθηκαν τα κονδύλια των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ακόμη ανοιχτά ορισμένα ζητήματα μνήμης
Από τον Φεβρουάριο, το Ukrainian House βρίσκεται στην πρώτη γραμμή, όπως και πολλές άλλες οργανώσεις. Χάρη σε «διεθνείς επιδοτήσεις και σε ιδιωτικές δωρεές», πέρασε από τους 25 στους 125 εργαζόμενους, που προσπαθούν να οργανώσουν μια τοπική ζωή για τους εξόριστους. Δεκάδες χιλιάδες Ουκρανοί διαγκωνίζονται προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση στα μαθήματα πολωνικών, στις συνεδρίες ψυχολογικής υποστήριξης, στην κατάρτιση σχεδιαστών ιστοσελίδων που προσφέρει η Google και σε πολλά άλλα. Εξάλλου, ο αμερικανικός κολοσσός στεγάζει δωρεάν τη διαρκώς ανερχόμενη οργάνωση στον γυάλινο πύργο του, στην καρδιά της πολωνικής πρωτεύουσας. Τα μέλη του Ukrainian House έχουν πανοραμική θέα στους ουρανοξύστες που περιβάλλουν το επιβλητικό Μέγαρο Πολιτισμού, το «δώρο» του Ιωσήφ Στάλιν προς τους Πολωνούς, σύμβολο μιας άλλης εποχής.
Από την πλευρά της, η Αγκνιέσκα Κοσόβιτς, διευθύντρια του πολωνικού Φόρουμ για τη Μετανάστευση, υπογραμμίζει την «αποστασιοποίηση» της πολωνικής κυβέρνησης: «Ναι μεν δημιούργησε τα νομικά εργαλεία για την προσαρμογή των Ουκρανών, αλλά στη συνέχεια άφησε την κοινωνία των πολιτών να κάνει όλη την υπόλοιπη δουλειά». Κι αυτό διότι η Πολωνία «ποτέ δεν επένδυσε σε πολιτικές ενσωμάτωσης», καταγγέλλει. Γνωστό για τις αντιμεταναστευτικές θέσεις του, το εθνικιστικό-συντηρητικό κόμμα PiS έκανε αισθητές τις απόψεις του το 2015, με την άρνησή του να δεχθεί Σύριους που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τον πόλεμο. Ενώ υποδέχεται τους Ουκρανούς πρόσφυγες, εξακολουθεί να αρνείται να δεχθεί μετανάστες προερχόμενους κυρίως από τη Μέση Ανατολή, που καταφθάνουν διασχίζοντας το παρθένο δάσος της Μπιαλοβιέζα, στα βορειοανατολικά της χώρας, στα σύνορα με τη Λευκορωσία.
«Η απόφαση των αρχών να ανοίξουν τα σύνορα για τους Ουκρανούς ήταν επιβεβλημένη», σημειώνει η Κοσόβιτς. Όμως, αυτό το άνοιγμα στηρίζεται εν μέρει σε ένα κατά τη γνώμη της «ανησυχητικό» αφήγημα: «Πολλοί νομιμοποιούν την υποδοχή των Ουκρανίδων επειδή είναι οι γυναίκες των μαχητών που αγωνίζονται και για εμάς. Τι θα συμβεί όμως με το τέλος του πολέμου; Θα τις υποχρεώσουν άραγε να γυρίσουν στην πατρίδα τους;»
Στις 10 Νοεμβρίου 2022, ο πρωθυπουργός Ματέους Μοραβιέτσκι σε ένα άρθρο του τόνιζε την «εντυπωσιακή ομοιότητα του πολωνικού αγώνα για την ανεξαρτησία με τον πόλεμο που διεξάγει η Ουκρανία εναντίον της Ρωσίας» (4). Ο κοινός αγώνας ενάντια στον «Ρώσο καταπιεστή» έχει για την ώρα παραμερίσει τις ουκρανοπολωνικές έριδες. Ωστόσο, εξακολουθούν να παραμένουν ζωντανές ορισμένες προστριβές σε ζητήματα μνήμης (5), όπως η σφαγή της πολωνικής μειονότητας της Βολυνίας από τον Ουκρανικό Επαναστατικό Στρατό κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: η Βαρσοβία την θεωρεί «γενοκτονία», όρο που αμφισβητεί το Κίεβο.
Στις 18 Νοεμβρίου, δεκάδες χιλιάδες Πολωνοί διαδήλωναν στη Βαρσοβία για την 104η επέτειο της ανεξαρτησίας της χώρας. Κάτω από τις κοκκινόλευκες πολωνικές σημαίες, κάποιοι μαχητικοί υπερασπιστές της διατήρησης της εθνικής ταυτότητας, ανάμεσα στα αντιμεταναστευτικά συνθήματά τους, κράδαιναν και ένα πανό ενάντια στην «ουκρανοποίηση» της Πολωνίας. Ωστόσο, αυτή η μικρή ομάδα εξτρεμιστών δεν αντιπροσωπεύει την σημερινή κατάσταση της κοινής γνώμης στη χώρα.