el | fr | en | +
Accéder au menu

ΨΗΦΙΑΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Αμπού Ντάμπι: Παγκόσμιος πόλος της κυβερνο-παρακολούθησης

Το θέμα των παρακολουθήσεων των ηλεκτρονικών επικοινωνιών όπως και η χρήση τεχνητής νοημοσύνης για την χειραγώγηση των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης είναι συνεχώς στην επικαιρότητα χάρη στις συνεχείς αποκαλύψεις. Όπως φαίνεται κανείς δεν αντιστέκεται στον πειρασμό. Παράδειγμα τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, όπου, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η πρωτεύουσα τους εφοδιάστηκε με σημαντικά ψηφιακά μέσα προκειμένου να εποπτεύει και να ελέγχει τον πληθυσμό του, συμπεριλαμβανομένων και των αλλοδαπών εργατών. Φθάνοντας σήμερα σε σημείο να εξάγoυν την τεχνολογία αυτή, ως μέλος του παγκόσμιου δικτύου προώθησης των ηλεκτρονικών παρακολουθήσεων και υποκλοπών.

Το τηλέφωνο του οδηγού του ταξί αρχίζει και πάλι να χτυπά. Κινούμαστε στον αυτοκινητόδρομο, με τέσσερις λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, μεταξύ του Αμπού Ντάμπι, της συντηρητικής και πάμπλουτης πρωτεύουσας της ομοσπονδίας των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ΗΑΕ), και του φιλελεύθερου Ντουμπάι, σημαντικότατου τουριστικού κέντρου και κόμβου του διεθνούς εμπορίου. Αμέσως μετά, αρχίζει να δονείται το δικό μας τηλέφωνο. Ένα μήνυμα ειδοποιεί ότι μόλις έχει συμβεί ατύχημα στον αυτοκινητόδρομο. Όπως και ο οδηγός, δεν έχουμε εγγραφεί σε καμία υπηρεσία για να ειδοποιούμαστε σε περίπτωση προβλήματος –και όμως λάβαμε την προειδοποίηση. Κοιτάμε προσεκτικά τον δρόμο: το ατύχημα έχει συμβεί στο αντίθετο ρεύμα.

Το μήνυμα που ήρθε αποτελεί παράδειγμα του μόνιμου ψηφιακού ελέγχου που συνοδεύει την καθημερινότητα στα Εμιράτα, καθώς υποτίθεται πως προσφέρει ευκολία και ηρεμία. Οι κάτοικοί τους είναι οι μεγαλύτεροι καταναλωτές δεδομένων κινητής τηλεφωνίας στον κόσμο, με κατά μέσο όρο 18 gigabytes (GB) ανά κάτοικο τον μήνα (1).

«Η ψηφιακή τεχνολογία είναι σε μεγάλο βαθμό ενσωματωμένη στη ζωή των Εμιρατιανών», εξηγεί ο Τζέιμς Σάιρς, ερευνητής κυβερνοασφάλειας στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν στην Ολλανδία. «Συνεπαρμένοι από τους νεωτερισμούς, παρουσιάζονται ως τεχνολογικοί ηγέτες και υπερηφανεύονται για τις συνδεδεμένες πόλεις τους (smart cities, έξυπνες πόλεις) και για τη διευκόλυνση της καθημερινής ζωής από την ψηφιακή τεχνολογία. Η άλλη όψη του νομίσματος όμως, είναι ότι τα πάντα ιχνηλατούνται και συλλέγονται.» Ο περιορισμός των ελευθεριών δεν διαφεύγει από την προσοχή των Εμιρατιανών, ωστόσο ορισμένοι κρίνουν πως είναι απαραίτητος σε μια χώρα εκτεθειμένη σε πολυάριθμες γεωπολιτικές απειλές.

«Η ψηφιοποίηση οδηγεί στην οικονομική ευημερία, βελτιώνοντας ταυτόχρονα την ασφάλεια», θεωρεί από την πλευρά του ο Εμιρατιανός ακαδημαϊκός Αμπντουλχαλέκ Αμπντούλα. «Ως εκ τούτου, πολλοί άνθρωποι φαίνεται πως είναι έτοιμοι να κάνουν έναν συμβιβασμό μεταξύ αυτής και του δικαιώματός τους στην ιδιωτικότητα.» Ο έλεγχος διευκολύνεται λόγω του περιορισμένου μεγέθους του πληθυσμού –δέκα εκατομμύρια κάτοικοι, εκ των οποίων το 10% είναι Εμιρατιανοί, το 30% Άραβες ή Ιρανοί, το 50% από τη Νοτιοανατολική Ασία και το 10% Δυτικοί. «Οι Εμιρατιανοί είναι μειονότητα στη χώρα τους. Η τεχνολογία παρακολούθησης τούς βοηθά, πέραν των άλλων, να δημιουργήσουν και μια αίσθηση ότι είναι πανταχού παρόντες», σχολιάζει ο Αντρέας Κριγκ, ερευνητής ασφαλείας στο King’s College του Λονδίνου.

Συμπράξεις με μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις

Οι περιορισμοί που προκαλεί η μαζική επιτήρηση στην ελευθερία της έκφρασης αναγνωρίζονται εύκολα από τους συνομιλητές μας. «Υποθέτουμε, ή γνωρίζουμε, ότι επιτηρούμαστε συνεχώς και ότι δεν πρέπει να στέλνουμε τίποτα που να είναι πολιτικά χρωματισμένο, ακόμη και μέσω της εφαρμογής ανταλλαγής μηνυμάτων WhatsApp», εξηγεί ένας Ευρωπαίος απόδημος που ζητά να παραμείνει ανώνυμος. Την ίδια απαίτηση διακριτικότητας έχουν και δύο ερευνητές που ζουν εκεί και τους οποίους συναντάμε ένα βράδυ στο Αμπού Ντάμπι για να θίξουμε το θέμα της επιτήρησης. Σαν να μας προειδοποιεί, ένα ελικόπτερο περιπολεί επάνω από τα κεφάλια μας ενώ καθόμαστε στον εξωτερικό χώρο ενός εστιατορίου με μεσογειακές σπεσιαλιτέ. «Οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 στις ΗΠΑ σηματοδότησαν μια στροφή σε αυτή τη χώρα», εξηγεί ο ένας εκ των δύο ερευνητών. «Ακολούθησε μια κατηγορηματική απόρριψη κάθε μορφής πολιτικού Ισλάμ και μια πολύ στενή επιτήρηση των τζαμιών.» Εξαρτώμενα από το αλλοδαπό εργατικό δυναμικό, τα Εμιράτα τροποποίησαν και τη μεταναστευτική πολιτική τους. «Μέχρι τότε, η χώρα υποδεχόταν πολλούς μετανάστες προερχόμενους από αραβικές χώρες», συνεχίζει ο δεύτερος ερευνητής. «Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ενίσχυσε τον έλεγχο του ιστορικού ορισμένων ανάμεσά τους, ιδίως για τα επαγγέλματα του εκπαιδευτικού και του θρησκευτικού τομέα. Αντίθετα, οι μετανάστες από τη Νοτιοανατολική Ασία, που θεωρούνται πιο πειθήνιοι, αποκτούσαν πολύ πιο εύκολα βίζα.»

Ωστόσο, η επίβλεψη του Ισλάμ και των μεταναστεύσεων δεν αρκεί. Μέσω του πλειοψηφικού ελέγχου των δύο εθνικών τηλεπικοινωνιακών φορέων, η κυβέρνηση ασκεί το δικαίωμά της για έλεγχο των επικοινωνιών, οι οποίες καθίστανται έτσι προσβάσιμες από τις υπηρεσίες ασφαλείας της. «Η Etisalat και η Du [πρώην Emirates Integrated Telecommunications Company] είναι υποχρεωμένες να φιλτράρουν το περιεχόμενο που κυκλοφορεί στα δίκτυά τους με γνώμονα τις προτεραιότητες του κράτους», σημειώνει επί του θέματος το δικηγορικό γραφείο Simmons & Simmons (2). Όσον αφορά το Διαδίκτυο, το φιλτράρισμα πραγματοποιείται μέσω λογισμικού ανίχνευσης και προγραμμάτων που επιθεωρούν την κίνηση: η σε βάθος εξέταση των πακέτων δεδομένων επιτρέπει την πρόσβαση στα μεταδεδομένα, δηλαδή ποιο άτομο συνδέεται με ποιο, με τι και πότε, αλλά και στο περιεχόμενο των μη κρυπτογραφημένων επικοινωνιών.

Τα Εμιράτα αγοράζουν τα απαραίτητα τεχνολογικά εργαλεία από τη Δύση, για παράδειγμα από την αμερικανική εταιρεία McAfee (3). «Όπως ισχύει και για τα συμβατικά όπλα, οι πωλήσεις εργαλείων παρακολούθησης δεν είναι απλές εμπορικές πράξεις. Είναι συμπράξεις στον τομέα των πληροφοριών που δεσμεύουν μακροπρόθεσμα τις εμπλεκόμενες χώρες», εξηγεί ο Τόνι Φόρτιν, από το Παρατηρητήριο των Εξοπλισμών, οργάνωση που αγωνίζεται για περισσότερη διαφάνεια σε θέματα στρατιωτικού εξοπλισμού. Και λόγω αυτών των συμπράξεων και του σημαντικού αριθμού των ψηφιακών καλωδίων που διέρχονται από το έδαφος των ΗΑΕ, ο Σάιρς εκτιμά πως είναι πιθανό «το Άμπου Ντάμπι να έχει κάνει παθητική συλλογή δεδομένων και να τα έχει παράσχει στην Ουάσινγκτον» στο πλαίσιο του πολέμου κατά της τρομοκρατίας.

Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, οι αραβικές λαϊκές εξεγέρσεις του 2011 ήταν εκείνες που ενίσχυσαν τη βούληση των αρχών για παρακολούθηση και καταπίεση οποιουδήποτε θεωρούν εσωτερικό εχθρό τους. Τον Μάρτιο του 2011, και ενώ ο Τυνήσιος και ο Αιγύπτιος πρόεδρος έχουν παραιτηθεί, υποβάλλεται μια έκκληση για δημοκρατική μεταρρύθμιση στα ΗΑΕ στον επικεφαλής της χώρας, τον Χαλίφα μπιν Ζαγιέντ αλ Ναχαγιάν. Λίγο αργότερα, ένας εκ των υπογραφόντων, ο Άχμεντ Μανσούρ, μηχανολόγος που αγωνίζεται για την υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, μαζί με τέσσερις ακόμη συντρόφους του συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν, αλλά στο τέλος τούς απονεμήθηκε χάρη. «Το 2011 συμβαίνει μια απότομη στροφή στα θέματα ασφάλειας», υπενθυμίζει ένας εκ των δύο ερευνητών. «Προκειμένου να καταπολεμήσει εκείνο που αντιλαμβάνεται ως κίνδυνο μετάδοσης των εξεγέρσεων στον αραβικό κόσμο, το Αμπού Ντάμπι επιστρατεύει το “σκιάχτρο” του θρησκευτικού εξτρεμισμού ώστε να σφίξει τη μέγγενη της ασφάλειας και να νομιμοποιήσει την καταστολή.» Ιδιαίτερα στοχοποιημένη είναι η Μουσουλμανική Αδελφότητα, που δραστηριοποιείται έντονα στην Αίγυπτο και διαθέτει πολλές επαφές για τη διάδοση των ιδεών της στην Αραβική Χερσόνησο. Έτσι, καθώς είναι δημοφιλείς, και έχοντας την πιθανότητα να κερδίσουν τις εκλογές σε πολλές αραβικές χώρες σε περίπτωση δημοκρατικής μετάβασης, οι «Αδελφοί» έχουν τη στήριξη του Κατάρ, με το οποίο τα Εμιράτα διατηρούν μια ισχυρή αντιπαλότητα.

Προκειμένου λοιπόν να ενισχυθεί η επιτήρηση και να καταπνιγεί εν τη γενέσει της οποιαδήποτε μορφή πολιτικής αμφισβήτησης, το 2012 δημιουργείται η Εθνική Αρχή Ηλεκτρονικής Ασφάλειας (NESA), με δυνατότητα πρόσβασης σε όλες τις επικοινωνίες της χώρας. Το όργανο αυτό έχει τεθεί υπό την εποπτεία του Ανώτατου Συμβουλίου για την Εθνική Ασφάλεια, του οποίου αναπληρωτής διευθυντής δεν είναι άλλος από τον Τανούν μπιν Ζαγιέντ αλ Ναχαγιάν («TBZ»), ετεροθαλή αδελφό του προέδρου της ομοσπονδίας και αδελφό του πρίγκηπα διαδόχου Μοχάμεντ μπιν Ζαγιέντ αλ Ναχαγιάν («MBZ»), που ήταν ήδη ο ισχυρός άνδρας των ΗΑΕ. Εκτός από τον έλεγχο των τηλεπικοινωνιών, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ερευνούνται εξονυχιστικά και αποτελούν αντικείμενο διαρκούς εποπτείας. «Κατά την περίοδο των “Αραβικών Ανοίξεων”, τα δίκτυα αυτά επέτρεψαν την ελεύθερη έκφραση των λαών και θεωρήθηκαν τεχνολογία που χειραφετεί», σχολιάζει ο Κριγκ. «Συνεπώς, στη συνέχεια υποβλήθηκαν σε αυστηρές ρυθμίσεις.» Αναπτύσσεται επίσης και η οπτική επιτήρηση, μέσα από ειδικά προγράμματα που περιλαμβάνουν χιλιάδες κάμερες στους δρόμους του Αμπού Ντάμπι, του Ντουμπάι και της Σάρτζα.

Προς τι η επιτήρηση; Η απανταχού παρουσία του ελέγχου επιτρέπει τη ρύθμιση της ατομικής συμπεριφοράς –αυτολογοκρίνεσαι εύκολα όταν γνωρίζεις ή πιστεύεις ότι παρακολουθείσαι. Σε περίπτωση «τρομοκρατικής» επίθεσης προσφέρει, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της, τη δυνατότητα της εκ των υστέρων εξέτασης των γεγονότων και της ταυτοποίησης των αυτουργών της. Η μαζική επιτήρηση έχει επίσης τη δυνατότητα να επιτρέπει τον εντοπισμό των προσώπων προς παρακολούθηση χάρη σε εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης, που κοσκινίζουν και διασταυρώνουν τη μάζα των συλλεγόμενων δεδομένων για τον εντοπισμό συμπεριφορών που κρίνονται ύποπτες. «Παρόλα αυτά, τα εργαλεία ανάλυσης που χρησιμοποιούνται για την εξόρυξη των λεγόμενων “εκμεταλλεύσιμων” πληροφοριών από μεγάλα σύνολα δεδομένων ακόμη δεν έχουν δώσει αποτελέσματα [κατά της τρομοκρατίας», προειδοποιεί ο Καναδός εγκληματολόγος Στεφάν Λεμάν-Λανγκλουά (4). Όμως, ακόμα και εάν η αποτελεσματικότητά τους είναι συζητήσιμη, τα εργαλεία αυτά χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης στα ΗΑΕ. Και, ανάμεσα στα λογισμικά που επιτρέπουν την επεξεργασία μεγάλων μαζών δεδομένων, βρίσκουμε το Gotham, που παράγεται από την αμερικανική εταιρεία Palantir (προμηθευτή των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών, καθώς και της γαλλικής Γενικής Διεύθυνσης Εσωτερικής Ασφάλειας DGSI), η οποία έχει εγκατασταθεί στο Αμπού Ντάμπι. «Το λογισμικό αυτό πουλήθηκε με πλήρη αδιαφάνεια σε πολλούς αγοραστές από όλον τον κόσμο –και στον Κόλπο υπάρχει ισχυρή αγορά», συνεχίζει ο Σάιρς. «Πρέπει να σημειώσουμε ότι το λογισμικό δεν αρκεί από μόνο του: πρέπει να το χειρίζονται ειδικοί.»

Ολοένα πιο εξεζητημένες τεχνικές

Οι εταιρείες που εξοπλίζουν τις εμιρατιανές υπηρεσίες πληροφοριών οφείλουν, εννοείται, να εκπαιδεύσουν τους πράκτορες σε αυτά τα πολύ σύνθετα τεχνολογικά εργαλεία. Στην περίπτωση των Εμιράτων, οι Δυτικοί ειδικοί πληροφοριών προχώρησαν ακόμα παραπέρα: έτσι, η Λόρι Στράουντ, πρώην πράκτορας της αμερικανικής Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας (NSA), αποκάλυψε στο Ρόιτερς ότι το τμήμα της εμιρατιανής NESA που είναι εξειδικευμένο στις «κυβερνοεπιθέσεις» –δηλαδή την εγκατάσταση κατασκοπευτικού λογισμικού στα τηλέφωνα ή στους υπολογιστές των στόχων– είχε βασικά αναθέσει υπεργολαβικά τις δραστηριότητές της στη CyberPoint, μια αμερικανική εταιρεία η οποία την είχε προσλάβει το 2014. Έτσι, κατά τη Στράουντ, δέκα έως είκοσι πρώην πράκτορες της NSA όφειλαν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους για μερικά χρόνια, έως ότου οι Εμιρατιανοί πράκτορες καταρτιστούν επαρκώς ώστε να πάρουν τη σκυτάλη (5).

Και, παρόλο που οι συγκεκριμένοι Αμερικανοί υπήκοοι ήταν όντως εντεταλμένοι για της καταπολέμηση της τρομοκρατίας, υπηρέτησαν επίσης και τους στόχους του Αμπού Ντάμπι κατά των φαινομένων «αραβικής άνοιξης», εξαπολύοντας ειδικότερα επαναλαμβανόμενες επιθέσεις κατά του Άχμεντ Μανσούρ. Εντούτοις, η CyberPoint δεν μπορούσε να υπερβεί κάποια όρια, όπως να προβεί σε πειρατεία υλικού από πολίτες ή από αμερικανικές επιχειρήσεις. Προκειμένου λοιπόν να ξεπεράσει τέτοιους περιορισμούς, το Αμπού Ντάμπι αποφασίζει, στα μέσα της δεκαετίας του 2010, να δημιουργήσει τη δική του δομή, την DarkMatter, που προσλαμβάνει με χρυσούς μισθούς ορισμένους από τους Αμερικανούς πράκτορες που έως τότε εργάζονταν για την CyberPoint. Τρεις εξ αυτών –οι Μαρκ Μπάιερ, Ράιαν Άνταμς και Ντάνιελ Γκέρικ– καταδικάστηκαν τον Σεπτέμβριο του 2021 από αμερικανικό ομοσπονδιακό δικαστήριο σε αποζημιώσεις πολλών εκατοντάδων χιλιάδων δολαρίων, που αντιστοιχούν στις αποδοχές τους από τα Εμιράτα για επιχειρήσεις αποσταθεροποίησης του Κατάρ, αλλά και για επιχειρήσεις παρακολούθησης κατά αμερικανικών στόχων. Έτσι, στην απόφαση του Σεπτεμβρίου του 2021, την οποία εξέδωσε το αμερικανικό δικαστήριο της Κολούμπια κατά των τριών πρώην πρακτόρων που είχαν εργαστεί για την DarkMatter, σημειώνεται ότι «οι κατηγορούμενοι δολίως απέκτησαν, χρησιμοποίησαν και κατείχαν συσκευές (…) για να αποκτήσουν πρόσβαση σε προστατευμένους υπολογιστές που βρίσκονταν στις ΗΠΑ».

Με το πέρασμα του χρόνου, οι παρακολουθήσεις ενισχύονται με τη χρήση ολοένα και πιο εξεζητημένων τεχνικών. Το λογισμικό Pegasus της ισραηλινής εταιρείας NSO Group, στο επίκεντρο πλέον της προσοχής λόγω του σκανδάλου της κατασκοπείας πολλών πολιτικών προσωπικοτήτων και δημοσιογράφων από τη Δύση, χρησιμοποιήθηκε κυρίως εναντίον του Μανσούρ, που καταδικάστηκε το 2017 σε δεκαετή φυλάκιση για «προσβολή της υπόληψης του κράτους» (6). Το ένοχο λογισμικό είχε κατά πάσα πιθανότητα πωληθεί από το Τελ-Αβίβ με πλήρη επίγνωση των σκοπών της χρήσης του. «Ό,τι κάνουμε, το κάνουμε με την άδεια της κυβέρνησης του Ισραήλ», εξομολογήθηκε στο «New Yorker» ο ένας εκ των ιδρυτών της NSO, ο Σαλέβ Χούλιο (7).

«Η επιτήρηση δεν χρησιμεύει μόνο για την άντληση πληροφοριών. Είναι επίσης και επάνω απ’ όλα μια τακτική εκφοβισμού και καταστολής. Η εισβολή στην ιδιωτική ζωή, η κατασκόπευση των επικοινωνιών με την οικογένεια και τους οικείους αποτελεί μια μορφή ψυχολογικής βίας που αποσκοπεί στην επιβολή της σιωπής», θεωρεί η Μάρουα Ματάφτα της Access Now, ένωσης για την υπεράσπιση των ψηφιακών πολιτικών δικαιωμάτων. «Τι είπα; Πώς οι προσωπικές πληροφορίες που έχουν στα χέρια τους θα μπορέσουν αργότερα να χρησιμοποιηθούν εναντίον μου; Από αυτή την άποψη, οι γυναίκες είναι ιδιαίτερα ευάλωτες», επιμένει η παλαιστινιακής καταγωγής ακτιβίστρια που σήμερα ζει στην Ευρώπη. Και έτσι, η δημοσιογράφος του Al-Jazeera Γάντα Ουέις ανακάλυψε κατάπληκτη στο Twitter φωτογραφίες της με μαγιό –φωτογραφίες που είχαν υποκλαπεί από το ίδιο της το τηλέφωνο. Υπέβαλε καταγγελία ενώπιον αμερικανικού δικαστηρίου κατά του Σαουδάραβα πρίγκηπα διαδόχου Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν («MBS»), αλλά και κατά του «MBZ», καθώς και της εταιρείας DarkMatter.

Ποιος μπορεί να αποτελέσει στόχο παρακολούθησης από τα ΗΑΕ; Σε τέτοιου είδους ερωτήματα, οι διαφορετικές απαντήσεις που συλλέξαμε καταδεικνύουν την αβεβαιότητα που καλλιεργείται επιδέξια από τις αρχές. Τα πάντα είναι ασαφή, κάτι που τροφοδοτεί μια αίσθηση ότι η παρακολούθηση είναι πανταχού παρούσα. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με έναν ακαδημαϊκό, «ερευνητές και δημοσιογράφοι εργάζονται με τον φόβο μην παραβιάσουν κόκκινες γραμμές που δεν είναι πάντα εμφανείς ή ξεκάθαρες. Είναι επίσης πιθανό, πέρα από το περιεχόμενο, να έχει σημασία και η χρησιμοποιούμενη γλώσσα, και ένα κείμενο δημοσιευμένο στα αραβικά και στα αγγλικά να θεωρείται πιο ευαίσθητο απ’ ό,τι ένα κείμενο στα γερμανικά ή στα γαλλικά».

Συναλλαγές χωρίς μυστικά για την κυβέρνηση

Μετά την έρευνα του Ρόιτερς, οι δραστηριότητες της DarkMatter είναι πιθανό να έχουν ανατεθεί σε καινούργιους οργανισμούς. «Πρόκειται για κλασική στρατηγική εταιρειών τέτοιου τύπου», εξηγεί η Φατάφτα της Access Now. «Διαλύεται… και κατόπιν επανεμφανίζεται με άλλο όνομα.» Έτσι, μια νέα εμιρατιανή εταιρεία, η Group 42 (G42), γρήγορα τραβά την προσοχή επάνω της. Με πρόεδρο τον «TBZ», ο οποίος στο μεταξύ έχει γίνει ανώτατος σύμβουλος εθνικής ασφάλειας, η G42 παρουσιάζεται ως εταιρεία εξειδικευμένη στην τεχνητή νοημοσύνη και στο υπολογιστικό νέφος (cloud computing). Την συναντούμε και πίσω από την εφαρμογή ανταλλαγής μηνυμάτων ToTok, που από το 2019 προσφέρει υπηρεσίες διαδικτυακής τηλεφωνίας (VoIP), καθώς οι κλασικές διεθνείς εφαρμογές, όπως το WhatsApp ή το Skype, είναι απαγορευμένες στα Εμιράτα. Το ToTok εγκαταστάθηκε σε εκατομμύρια συσκευές προτού μια έρευνα των «New York Times» αποκαλύψει ότι οι πληροφορίες που μοιράζονται οι χρήστες δεν κρύβουν μυστικά για την κυβέρνηση των Εμιράτων (8).

Οι «New York Times» σημειώνουν παρεμπιπτόντως ότι η εφαρμογή ανταλλαγής μηνυμάτων σχεδιάστηκε με βάση την κινεζική εφαρμογή YeeCall. Προς μεγάλη απογοήτευση των Αμερικανών, οι Εμιρατιανοί πράγματι στρέφονται όλο και περισσότερο προς τον ασιατικό γίγαντα προκειμένου να κορέσουν τη δίψα τους για ψηφιακή τεχνολογία. Και η επιλογή του Αμπού Ντάμπι να εμπιστευθεί το μελλοντικό 5G δίκτυό του στον κινεζικό πάροχο Huawei οξύνει ακόμα περισσότερο τις εντάσεις με την Ουάσινγκτον. Το 2020, με την ευκαιρία της Διάσκεψης Ασφαλείας του Μονάχου, ο Μάικλ Πομπέο, τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, προειδοποιούσε χωρίς υπαινιγμούς: «Η Huawei και άλλες επιχειρήσεις τεχνολογίας που στηρίζονται από την Κίνα αποτελούν Δούρειους Ίππους των κινεζικών υπηρεσιών πληροφοριών». Οπότε οι Αμερικανοί άσκησαν πίεση στο Αμπού Ντάμπι: τα ΗΑΕ θα μπορούσαν να αποκτήσουν τα τελευταίας τεχνολογίας πολεμικά αεροσκάφη τους, τα F-35, μόνο εάν αποσύρονταν από αυτή τη σύμπραξη με το Πεκίνο.Χαμένος κόπος. «Το διακύβευμα της ψηφιοποίησης ήταν πολύ σημαντικό για εμάς», εξηγεί ο Αμπντούλα. «Η επιλογή ήταν δύσκολη, ωστόσο προτιμήσαμε το κινεζικό 5G.» Αυτό το μπρα ντε φερ θα ωφελήσει τη Γαλλία, η οποία θα διαθέσει ογδόντα αεροσκάφη Rafale στη θέση των F-35.

Άραγε οι σχέσεις μεταξύ ΗΑΕ και Κίνας θα μπορούσαν να αναπτυχθούν ακόμη περισσότερο; «Τα Εμιράτα βλέπουν την Ουάσινγκτον ως φθίνουσα δύναμη και το Πεκίνο ως ανερχόμενη. Επιπλέον, η Κίνα δεν έχει δεσμεύσεις όσον αφορά τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και μπορεί να συλλέγει πολύ μεγάλες μάζες δεδομένων, στις οποίες στηρίζει την έρευνά της σε θέματα τεχνητής νοημοσύνης», εξηγεί ο Κριγκ. «Το Αμπού Ντάμπι θεωρεί ότι ο πόλεμος του μέλλοντος θα είναι πριν απ’ όλα ψηφιακός και έτσι ποντάρει στην ανάπτυξη αυτών των κινεζικών τεχνολογιών.» Και, προκειμένου να δηλώσει στον κόσμο τη θέλησή του να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή όσον αφορά την επιτήρηση, το Αμπού Ντάμπι σκοπεύει επίσης να διαδραματίσει ρόλο στην ανάπτυξη των γεωχωρικών πληροφοριών για στρατιωτικούς σκοπούς και για σκοπούς ασφάλειας.

Επίμετρο: Τι μας έμαθε το Pegasus

Αποκαλύπτοντας, το 2013, τη γενικευμένη συλλογή μεταδεδομένων από τις τηλεφωνικές κλήσεις στις ΗΠΑ, καθώς και την ύπαρξη πολλών προγραμμάτων παρακολούθησης συνομιλιών και μαζικού ελέγχου του Διαδικτύου από την αμερικανική και τη βρετανική κυβέρνηση, ο Έντουαρντ Σνόουντεν ήταν ο πρώτος που φανέρωσε την έκταση της μαζικής επιτήρησης. Το 2021, το σκάνδαλο Pegasus κατέδειξε με τη σειρά του τη γενικευμένη προσφυγή των χωρών –δημοκρατικών ή μη– στα λογισμικά στοχευμένης παρακολούθησης. Οι αγωγές πλήθυναν ενάντια στην κατηγορούμενη ισραηλινή επιχείρηση, την NSO Group, και στις χώρες που θεωρείται πως ήταν πίσω από αυτές τις υποκλοπές.

Όμως, πέρα από τις δικαστικές ενέργειες, το σκάνδαλο Pegasus αποκάλυψε προπάντων τα κενά των εθνικών και των διεθνών νομοθεσιών που ρυθμίζουν την αγορά και την πώληση εργαλείων παρακολούθησης. Σε γενικές γραμμές διαφοροποιημένα από τα συμβατικά όπλα, τέτοια λογισμικά και υλικά θεωρούνται μάλλον «αγαθά διπλής χρήσης» –δηλαδή προϊόντα ή τεχνολογίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ταυτόχρονα για στρατιωτικούς και μη στρατιωτικούς σκοπούς, όπως η πυρηνική ενέργεια ή τα χημικά προϊόντα. Παρά την ταξινόμηση αυτή, πρέπει να σημειωθεί ότι ο ρόλος των εργαλείων κυβερνο-παρακολούθησης ουσιαστικά συνίσταται στη λεπτομερή εξέταση της δραστηριότητας των χρηστών με σκοπό τον έλεγχό τους.

Προκειμένου να ρυθμιστούν οι διεθνείς εξαγωγές των αγαθών διπλής χρήσης, ο Διακανονισμός του Βάσενααρ (1996) προτείνει έναν κλιμακωτό κατάλογο προϊόντων και τεχνολογιών που τα σαράντα δύο υπογράφοντα κράτη υποχρεούνται να επιβλέπουν. Ωστόσο, αυτή η συμφωνία παραμένει μη δεσμευτική και πολλές χώρες δεν την έχουν υιοθετήσει, με την Κίνα και το Ισραήλ ανάμεσά τους. Στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της οποίας όλα τα μέλη έχουν υπογράψει, ο κατάλογος έχει μεταφερθεί σε έναν κανονισμό του 2009 σχετικό με τα αγαθά διπλής χρήσης, που αναθεωρήθηκε το 2021. Η αναθεώρηση αυτή επέτρεψε τη βελτίωση της διαφάνειας επί του θέματος: τα κράτη οφείλουν στο εξής να δημοσιοποιούν πληροφορίες για τις άδειες εξαγωγής, είτε έχουν εγκριθεί είτε έχουν απορριφθεί. Όμως, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) παραμένουν επιφυλακτικές. «Η ρύθμιση όφειλε να επιβάλει εγγυήσεις κατά των παραβιάσεων των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ανακλήσεις αδειών εξαγωγής για τις επιχειρήσεις που συμβάλλουν σε παραβάσεις, καθώς και μηχανισμούς που θα επιτρέπουν στα θύματα να έχουν δυνατότητα προσφυγής», θεωρεί η Λικίτα Μπάνερτζι, από το πρόγραμμα «Τεχνολογία και Ανθρώπινα Δικαιώματα» της Διεθνούς Αμνηστίας. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, το σκάνδαλο Pegasus οδήγησε το αμερικανικό υπουργείο Εμπορίου να προσθέσει την NSO Group, καθώς και πολλούς άλλους κατασκευαστές κατασκοπευτικού λογισμικού, σε έναν κατάλογο οντοτήτων των οποίων η δράση θεωρείται ότι παραβιάζει την εθνική ασφάλεια ή τα συμφέροντα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Ένας μηχανισμός αδειοδότησης θα ρυθμίζει στο εξής τις συναλλαγές μεταξύ των αμερικανικών επιχειρήσεων και της ισραηλινής εταιρείας. Ένα μέτρο πολύ λιγότερο ριζοσπαστικό από την αναστολή πώλησης κατασκοπευτικού λογισμικού που απαιτήθηκε από πολλές ΜΚΟ έως ότου θεσπιστεί ένα ρυθμιστικό πλαίσιο προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Εξάλλου, μέχρι σήμερα, μόνο η Κόστα Ρίκα έχει ταχθεί υπέρ ενός τέτοιου μέτρου.

Eva Thiébaud

Δημοσιογράφος
μετάφραση: Γιάννης Κυπαρισσιάδης

(1«Les pays du Golfe, laboratoires de la 5G», «Les Échos», Παρίσι, 21 Οκτωβρίου 2021.

(2Simmons & Simmons, «In brief: Telecoms regulation in United Arab Emirates», Lexology, 24 Ιουνίου 2021.

(3Helmi Noman και Jillian C. York, «West censoring East: The use of western technologies by Middle East censors, 2010-2011», OpenNet Initiative, Μάρτιος 2011.

(4Πρβλ. «Big data against terrorism», στο David Lyon και David Murakami Wood, Big Data Surveillance and Security Intelligence: The Canadian Case, Εκδόσεις του Πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολομβίας, Βανκούβερ, 2020.

(5Christopher Bing και Joël Schectman, «Inside the UAE’s secret hacking team of American mercenaries», Reuters, 30 Ιανουαρίου 2019.

(6Πρβλ. «The persecution of Ahmed Mansoor. How the United Arab Emirates silenced its most famous human rights activist», Human Rights Watch, 27 Ιανουαρίου 2021.

(7Ronan Farrow, «How democracies spy on their citizens», «The New Yorker», 18 Απριλίου 2022.

(8Mark Mazzetti, Nicole Perlroth και Ronen Bergman, «It seemed like a popular chat app. It’s secretly a spy tool», «The New York Times», 22 Δεκεμβρίου 2019.

Μοιραστείτε το άρθρο