«Έτσι είναι η γεωπολιτική!» Στα μέσα του Φεβρουαρίου, οι παγκόσμιες τιμές των δημητριακών εκτινάσσονται απότομα και οι τρέιντερ των αγορών εμπορευμάτων έχουν μονάχα μία εξήγηση: για την αλματώδη άνοδο ευθύνονται ο πόλεμος στην Ουκρανία και το μπρα ντε φερ μεταξύ των δυτικών χωρών και της Ρωσίας. Φυσικά, υπάρχει και το ισχυρό δολάριο που οδηγεί σε ανοδική πορεία όλες τις πρώτες ύλες. Υπάρχει επίσης και η ξηρασία στην Ευρώπη και η έλλειψη προστατευτικού χιονοτάπητα σε πολλά σταροχώραφα της Βόρειας Αμερικής, παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν σε απογοητευτικές σοδειές. Ωστόσο, τη μεγαλύτερη βαρύτητα θεωρείται ότι έχει ο γεωπολιτικός παράγοντας.
Εκείνη την περίοδο, στη χρηματιστηριακή αγορά Euronext, ο τόνος του σιταριού αγγίζει τα 300 ευρώ. Όσο κι αν τέτοιες τιμές απέχουν ακόμα από τα 400 ευρώ του Μαρτίου 2022, λίγες ημέρες μετά την εισβολή του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία (στη συνέχεια υποχώρησαν στα 250 ευρώ), αυτή η νέα ανοδική τάση ανησυχεί τους αγοραστές, στους οποίους συγκαταλέγονται οι μεγάλοι εισαγωγείς, κυρίως η Κίνα και οι χώρες της Βόρειας Αφρικής. Η προσοχή των παικτών της αγοράς επικεντρώνεται σε ένα σημείο: στο μέλλον του διαδρόμου των σιτηρών της Μαύρης Θάλασσας.
Τα πλοία παραμένουν δεμένα
Η συμφωνία που συνήφθη στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούλιο του 2022 μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και της Τουρκίας, κατέστησε εφικτή τη δημιουργία αυτού του ασφαλούς θαλάσσιου περάσματος, το οποίο διασφαλίζει την εξαγωγή των ουκρανικών γεωργικών προϊόντων μέσω των λιμανιών της περιφέρειας της Οδησσού. Η συμφωνία τέθηκε σε ισχύ την 1η Αυγούστου 2022 και επέτρεψε επί σχεδόν επτά μήνες την αποστολή 22 εκατομμυρίων τόνων εμπορευμάτων, κυρίως δημητριακών (σιτάρι, καλαμπόκι κ.λπ.). Έτσι, τα περίπου 1.300 δρομολόγια πλοίων φορτίου χύδην ή φορτηγών μεταφοράς σιτηρών, εποπτευόμενα από αξιωματούχους του ΟΗΕ ή της Τουρκίας, συνέβαλαν στη μείωση των επιπτώσεων της διατροφικής κρίσης που προκλήθηκε από τη σύρραξη. Το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα (WFP) απέκτησε το 8% των δημητριακών που διακινήθηκαν μέσω Μαύρης Θάλασσας προκειμένου να διεκπεραιώσει τις επείγουσες ανθρωπιστικές επιχειρήσεις του. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, η Κίνα είναι ο πρώτος προορισμός των ουκρανικών εξαγωγών, ακολουθούμενη από την Ισπανία και την Τουρκία, ενώ περίπου το 44% των ποσοτήτων σιταριού που διακινήθηκαν πωλήθηκαν σε χώρες με χαμηλό ή μεσαίο εθνικό εισόδημα (1). Αρκετοί ειδικοί εκτιμούν ότι, αν δεν υπήρχε αυτός ο διάδρομος, η τιμή του τόνου σιταριού θα μπορούσε εύκολα να ξεπεράσει τα 400 ευρώ, με αποτέλεσμα να είναι απλησίαστη για την Αίγυπτο ή την Τυνησία, χωρίς καν να υπολογίσουμε πολυάριθμες χώρες της υποσαχάριας Αφρικής.
Στα μέσα Φεβρουαρίου 2023, το ίδιο το μέλλον του θαλάσσιου περάσματος προκαλούσε την ανησυχία στις αγορές. Στην πραγματικότητα, η ισχύς της συμφωνίας έληγε στις 18 Μαρτίου, προβλεπόταν όμως μια σιωπηρή ανανέωση από τους δύο πρωταγωνιστές της σύρραξης. Αυτό ακριβώς συνέβη και τον περασμένο Νοέμβριο. Τότε, παρά το γεγονός ότι υπήρξαν ορισμένες ρωσικές επιφυλάξεις, τα ουκρανικά φορτία κατόρθωσαν να συνεχίσουν τις διαδρομές τους για 120 ημέρες. Αυτή τη φορά όμως, η κατάσταση είναι τεταμένη και η Ρωσία έθεσε υπό αμφισβήτηση την αυτόματη ανανέωση του μηχανισμού. Αναφερόμενος στην καταληκτική ημερομηνία της 18ης Μαρτίου, ο Μάρτιν Γκρίφιθς, επικεφαλής των ανθρωπιστικών υποθέσεων του ΟΗΕ, δεν είχε κρύψει την απαισιοδοξία του (2): «Θα ήθελα να πω ότι, πριν από την τελευταία ανανέωση [του Νοεμβρίου], είχα εκφράσει μια κάποια αισιοδοξία όσον αφορά το γεγονός ότι όντως θα πραγματοποιούνταν. Όμως, νομίζω ότι αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε μια ελαφρώς δυσκολότερη κατάσταση».
Οι δυσκολίες συνίστανται στο γεγονός ότι η συμφωνία για τον θαλάσσιο διάδρομο συνοδευόταν από εκείνη που συνήφθη ταυτόχρονα μεταξύ ΟΗΕ και Μόσχας για διατήρηση επί τριετία των ρωσικών εξαγωγών λιπασμάτων. Όμως, η Ρωσία διαμαρτύρεται επανειλημμένα ότι αδυνατεί να εξάγει τα λιπάσματά της, τα οποία είναι ωστόσο αναγκαία για την παγκόσμια γεωργία. «Η υλοποίηση αυτής της συμφωνίας είναι πολύ δυσκολότερη, από πολλές απόψεις, είναι όμως απαραίτητο να πραγματοποιηθεί. Είναι σημαντικό να κατορθώσουμε να εξάγουμε τα ρωσικά λιπάσματα», είχε εξηγήσει ο Γκρίφιθς. Η Ρωσία δεν παύει να υπενθυμίζει ότι οι κυρώσεις του ΟΗΕ δεν αφορούν τα λιπάσματά της. Όμως, ενώ τα ουκρανικά πλοία έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν το πέρασμα της Μαύρης Θάλασσας, τα ρωσικά πλοία εξακολουθούν να είναι δεμένα στα λιμάνια, ελλείψει άδειας απόπλου. Και τα αποθέματα που βρίσκονται σε ευρωπαϊκές αποθήκες είναι μπλοκαρισμένα από υπερβολικά σχολαστικές δημόσιες υπηρεσίες. Σύμφωνα με τη Μόσχα, το Βέλγιο, η Λετονία και η Εσθονία παρακρατούν κατ’ αυτόν τον τρόπο 300.000 τόνους ρωσικών λιπασμάτων, από τα οποία ένα μέρος προορίζεται να δωρηθεί σε φτωχές χώρες. «Οι Ρώσοι απειλούν με την εξής διατύπωση: “όχι ρωσικά λιπάσματα, όχι ουκρανικό σιτάρι”», ειρωνεύεται ένας τρέιντερ εγκατεστημένος στη Γενεύη.
«Στην αγορά, κανείς δεν πιστεύει πραγματικά ότι αυτός ο διάδρομος θα εξαφανιστεί», παρατηρεί ο Φιλίπ Ντυριαβά, ο οποίος εργάζεται στην Emeric, εταιρεία μεσιτείας στον τομέα των δημητριακών και των ελαίων, με έδρα την Τουλούζη. «Αν και, βεβαίως, τα πάντα είναι δυνατά μέσα σε αυτήν την ιδιαίτερα τεταμένη συγκυρία, δύσκολα μπορεί να φανταστεί κάποιος ότι η Ρωσία θα θυσιάσει τα οικονομικά συμφέροντά της, αλλά και τα γεωπολιτικά, προκαλώντας μια έκρηξη των τιμών με το κλείσιμο του διαδρόμου. Πολλές χώρες, την υποστήριξη των οποίων επιζητά να κερδίσει, θα δυσαρεστούνταν.» Από τη δική του πλευρά, ένας άλλος Γάλλος επαγγελματίας του κλάδου παρατηρεί ότι η αβεβαιότητα σχετικά με τη διαιώνιση της ρωσοουκρανικής συμφωνίας επιδεινώνει με έμμεσο τρόπο την κρίση της πείνας: «Οι πλούσιες χώρες στοκάρουν δημητριακά όταν οι υπόλοιπες είναι υποχρεωμένες να περιμένουν μια αβέβαιη υποχώρηση της αγοράς για να παραγγείλουν».
Το μπλοκάρισμα των ρωσικών λιπασμάτων, εκτός από τον άμεσο αντίκτυπό του στο μέλλον του διαδρόμου της Μαύρης Θάλασσας, αυξάνει και τον κίνδυνο να παρατηρηθεί έλλειψη γεωργικών προϊόντων. Το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα απηύθυνε έκκληση για «συντονισμένες προσπάθειες» τον περασμένο Δεκέμβριο: «Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε το ζήτημα πρόσβασης στα λιπάσματα ανά τον κόσμο να μετατραπεί σε παγκόσμια έλλειψη τροφίμων. Είναι αναγκαίο να υπάρξει ξανά διασύνδεση των αγορών λιπασμάτων». Πριν καν την ρωσοουκρανική σύγκρουση, η αγορά λιπασμάτων βρισκόταν σε ανοδική πορεία, όμως ο πόλεμος προκάλεσε έκρηξη τιμών οι οποίες, κατά μέσο όρο, αυξήθηκαν κατά 250% συγκριτικά με τα επίπεδα του 2019. Ωστόσο, το 50% του πληθυσμού του πλανήτη εξαρτάται από αυτά τα προϊόντα και η Ρωσία παραμένει ο πρώτος εξαγωγέας αζωτούχων λιπασμάτων παγκοσμίως και ο δεύτερος όσον αφορά τα καλιούχα και τα φωσφορικά λιπάσματα. Το κλείσιμο του διαδρόμου της Μαύρης Θάλασσας και η συνέχιση του μπλοκαρίσματος των φορτίων των ρωσικών λιπασμάτων σχεδόν βέβαια θα έχουν καταστροφικές συνέπειες για την παγκόσμια διατροφική ασφάλεια.
Τελικά, μετά τις διαπραγματεύσεις, κατά τις οποίες αποτράπηκε το ενδεχόμενο ακύρωσης της συμφωνίας, στις 18 Μαρτίου ο ΟΗΕ και Τουρκία ανακοίνωσαν την ανανέωσή της –αλλά όχι και τη διάρκειά της. Η Ουκρανία δήλωσε ότι θα παραταθεί για 120 ημέρες, ενώ η Ρωσία συμφώνησε μόνο για 60 ημέρες, συνδέοντας την παράτασή της μετά τον Μάιο με την έμπρακτη άρση των εμποδίων στις εξαγωγές των λιπασμάτων της. Και η παγκόσμια αβεβαιότητα σχετικά με τον ομαλό ανεφοδιασμό σε σιτηρά διαιωνίζεται...