«Μόλις γκρεμίσατε το άγαλμα του Μίλτον Φρίντμαν!», δήλωνε γεμάτος υπερηφάνεια ο Εμμανουέλ Φαμπέρ στις 26 Ιουνίου 2020. Στη γενική συνέλευση της Danone (1), οι μέτοχοι ψήφισαν με πλειοψηφία που υπερέβαινε το 99% την υιοθέτηση της ιδιότητας «επιχείρηση με αποστολή». Αυτό το νομικό καθεστώς ιδρύθηκε από τον νόμο Pacte (2) («Σχέδιο δράσης για την ανάπτυξη και τον μετασχηματισμό των επιχειρήσεων») του 2019. Μια πρωτιά για γαλλική εταιρεία εισηγμένη στο χρηματιστήριο και μια ειρωνική αναφορά στον Αμερικανό οικονομολόγο που αγαπούν οι Γάλλοι εργοδότες. Στο εξής, ο «προορισμός» του γίγαντα του κλάδου των τροφίμων θεωρητικά δεν είναι μόνο η επίτευξη κερδών: υπάρχει και ένας ευγενέστερος σκοπός, «η βελτίωση της υγείας», καθώς και «η προστασία του πλανήτη και η ανανέωση των φυσικών πόρων». Ο Φαμπέρ, «ανθρωπιστής και εντελώς ασυνήθιστος επιχειρηματίας», όπως αρέσκεται να τον περιγράφει ο οικονομικός Τύπος, δεν αρκείται να ατενίζει κάθε μέρα στο γραφείο του τη φωτογραφία ενός άστεγου τραβηγμένη από τον Λη Τζέφρις: παραιτήθηκε επίσης από την ειδική εταιρική σύνταξη («retraite chapeau») ύψους 1,2 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως.
Έτσι, σύμφωνα με τον Φαμπέρ, η Danone ετοιμαζόταν να «επανεφεύρει ένα μοντέλο ζωντανής επιχείρησης, μια οικονομία που υπηρετεί τον άνθρωπο» (3) όταν, ξαφνικά, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, ο όμιλος ανακοίνωσε την κατάργηση 2.000 θέσεων εργασίας, εκ των οποίων οι 500 στη Γαλλία –το μεγαλύτερο πρόγραμμα μαζικών απολύσεων στην ιστορία του. Κι όμως, η κερδοφορία του είναι σημαντική, ενώ η πανδημία ελάχιστα επηρέασε τον κύκλο εργασιών του. Ωστόσο, η χρηματιστηριακή τιμή τoυ κατρακύλησε. Και η Danone είναι λιγότερο κερδοφόρα από τους ανταγωνιστές της, τη Nestlé και την Unilever. «Είναι οδυνηρό», αλλά «η προστασία της οικονομικής αποδοτικότητας και των κερδών έχει θεμελιώδη ρόλο για μια επιχείρηση», δήλωνε ο Φαμπέρ στον ραδιοφωνικό σταθμό France Inter στις 24 Νοεμβρίου 2020. Τέσσερις μήνες αργότερα, είδε την πόρτα της εξόδου από την εταιρεία.
Αλλά και ο Λάρρυ Φινκ, το αφεντικό της BlackRock (4), στις επιστολές που απευθύνει κάθε χρόνο στις επιχειρήσεις στις οποίες είναι μέτοχος, τους ζητάει να αποκτήσουν έναν «προορισμό» και, γενικότερα, να «εργαστούν για το κοινό καλό». Το 2021, ο διευθυντής του μεγαλύτερου διαχειριστή κεφαλαίων παγκοσμίως επέμεινε κυρίως στον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστρωσης σχεδίων για να οδηγηθούμε στο «ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα». Κάτι που δεν τον εμπόδισε να διατηρήσει επενδύσεις ύψους 85 δισ. δολαρίων στον κλάδο του άνθρακα. Καμία σημασία δεν έχει το γεγονός ότι η BlackRock καταψήφισε το 90% των αποφάσεων των εταιρικών γενικών συνελεύσεων που απαιτούσαν την ανάληψη δράσης υπέρ του κλίματος: οι «New York Times» βλέπουν σε αυτά τα ευχολόγια του Φινκ «μια αποφασιστική στιγμή για την Γουόλ Στριτ, από εκείνες που εγείρουν ερωτήματα σχετικά με την ίδια την φύση του καπιταλισμού» (5).
Όσο για τις πολυσχολιασμένες «αρχές εταιρικής διακυβέρνησης» της ισχυρής Business Roundtable του 2019, δεν συνοδεύτηκαν από πρακτικά αποτελέσματα. Αυτό το λόμπι Αμερικανών μεγαλοεπιχειρηματιών, στο οποίο εκπροσωπούνται μεταξύ άλλων η Apple, η Boeing, η JP Morgan Chase και η Amazon, είχε εντυπωσιάσει δηλώνοντας για πρώτη φορά ότι οι επιχειρήσεις δεν οφείλουν να υπηρετούν μονάχα τους μετόχους τους, αλλά «όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη». Μια αλλαγή ύφους που δεν εμπόδισε τους υπογράφοντες να καταγράψουν ποσοστά παραβιάσεων της περιβαλλοντικής και της εργατικής/ασφαλιστικής νομοθεσίας υψηλότερα από εκείνα που κατέγραψαν ομόλογες επιχειρήσεις που δεν προσυπέγραψαν το κείμενο αρχών (6). Διότι, αντίθετα απ’ όσα υποστηρίζει το επίσημο ευρωπαϊκό δόγμα περί «ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος» που εξασφαλίζουν οι καλές «κοινωνικές επιδόσεις», η δεοντολογία και η κερδοφορία είναι συχνά ανταγωνιστικές. Πράγματι, μια έρευνα της Ecole des Hautes Etudes Commerciales (7) δείχνει ότι «οι κοινωνικά υπεύθυνες επιχειρήσεις έχουν διπλάσιες πιθανότητες να αποτελέσουν στόχο επιθετικής εξαγοράς από τα κερδοσκοπικά κεφάλαια» (8), καθώς πιστεύεται ότι τέτοιες εταιρείες δεν μεγιστοποιούν όσο θα μπορούσαν τα κέρδη των μετόχων.
«Δημιουργία ενός αποδεκτού φιλελευθερισμού»
«Η Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη (ΕΚΕ) απόκτησε επαγγελματικό χαρακτήρα και εργαλειοποιήθηκε από τον νεοφιλελευθερισμό», μας εξηγεί ο οικονομολόγος Τομά Λαμάρς. Ο στόχος: να γίνει αποδεκτή μια ολοένα και περισσότερο αμφισβητούμενη καπιταλιστική τάξη πραγμάτων, παριστάνοντας ότι αποκηρύσσει τις υπερβολές της χρηματιστηριοποίησης και της βραχυπρόθεσμης στόχευσης, χωρίς ωστόσο να ενδίδει σε συγκεκριμένα αιτήματα για νομοθετική ρύθμιση, για έλεγχο των κεφαλαίων ή για φορολόγηση. Ο Ζαν-Ντομινίκ Σενάρ, ένας από τους συντάκτες της έκθεσης που ενέπνευσε τον νόμο Pacte, το έλεγε ξεκάθαρα στην οικονομική εφημερίδα «Les Echos» (9): «Η “λαμπρή μεταπολεμική τριακονταετία ” έχει περάσει προ πολλού και το κράτος πρόνοιας εξαφανίζεται. Υπάρχει σήμερα μια πραγματική ανάγκη να δημιουργηθεί ένα φιλελευθερισμός αποδεκτός από όλους. (…) Διότι, εάν δεν ακολουθήσουμε τον δρόμο ενός μη επιθετικού και αλληλέγγυου καπιταλισμού, θα βρεθούμε μπροστά σε τεράστια προβλήματα». Αυτά δήλωνε ο τότε επικεφαλής της Michelin, μερικούς μήνες πριν ξεσπάσει το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων. Δύο χρόνια και μία πανδημία αργότερα, ο Σενάρ, που πλέον διευθύνει τη Renault, ανήγγειλε την κατάργηση 4.600 θέσεων εργασίας στη Γαλλία και περισσότερων από 10.000 στο εξωτερικό, παρότι η συγκεκριμένη αυτοκινητοβιομηχανία έλαβε δάνεια εγγυημένα από το κράτος, ύψους 5 δισ. ευρώ.
Έτσι, οι νέες διατάξεις για την ευθύνη των επιχειρήσεων προκύπτουν από έναν νόμο που προβλέπει την ιδιωτικοποίηση πολλών δημόσιων επιχειρήσεων. Τα Αεροδρόμια του Παρισιού είναι προορισμένα να περάσουν σε χέρια ιδιωτών; Είναι κάτι τέτοιο τόσο προβληματικό από τη στιγμή που ο όμιλος απέκτησε έναν νέο «προορισμό», δηλαδή «να υποδέχεται τους επιβάτες, να εκμεταλλεύεται και να σχεδιάζει τα αεροδρόμια κατά τρόπο υπεύθυνο, ανά τον κόσμο»; Η συνταγή είναι παλιά. Το 2006, ο Ντέιβιντ Κάμερον, εκείνη την εποχή ηγέτης του βρετανικού Συντηρητικού Κόμματος και μελλοντικός πρωθυπουργός, είχε προδώσει το μυστικό μιλώντας στους επιχειρηματίες. Όσοι «εξακολουθούν να θεωρούν την κοινωνική ευθύνη των επιχειρήσεων ένα είδος σοσιαλισμού διά της πλαγίας οδού» ας ηρεμήσουν: «Όσο περισσότερο οι επιχειρήσεις υιοθετούν εκούσια τις κοινωνικά υπεύθυνες πρακτικές (…) τόσο περισσότερο γίνεται αξιόπιστη η έκκληση για ελάφρυνση των ελέγχων και του ρυθμιστικού πλαισίου» (10).
Κατά τον ίδιο τρόπο, η τάση για απορρύθμιση που προωθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση συνοδεύεται από εκκλήσεις των Βρυξελλών για «να ξεπεραστούν οι νομικές υποχρεώσεις» των επιχειρήσεων μέσω «εκούσιων εγχειρημάτων κοινωνικής ευθύνης» (11). Κάπως δηλαδή σαν τον όμιλο των γαλλικών ταχυδρομείων La Poste, που άνοιξαν το κεφάλαιό τους σε ιδιώτες, σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές συστάσεις. Το 2020 βαθμολογήθηκαν με 75 στα 100 (την υψηλότερη βαθμολογία που έχει ποτέ απονείμει ο οίκος εξωοικονομικής αξιολόγησης Vigeo Eiris) ως αναγνώριση, μεταξύ άλλων, του μεγέθους του στόλου των ηλεκτρικών οχημάτων της και του υψηλού ποσοστού απασχόλησης ατόμων με ειδικές ανάγκες (7%). Οι πενήντα περίπου αυτοκτονίες εργαζόμενων που καταγράφηκαν μέσα σε δύο χρόνια, εξαιτίας της βίαιης αναδιοργάνωσης των εργασιακών πρακτικών, δεν φαίνεται να μέτρησαν…
Όσο ανώδυνες κι αν φαίνονται αυτές οι ανθρωπιστικές δηλώσεις για τον ρόλο των επιχειρήσεων μέσα στην κοινωνία, δεν θα μπορούσαμε να τις θεωρήσουμε απλές εκστρατείες μάρκετινγκ. Η ιστορία αποδεικνύει ότι δεν υπήρξαν ποτέ ομόφωνα αποδεκτές, ούτε μεταξύ των καπιταλιστών ούτε και μεταξύ των αντινεοφιλελεύθερων ακτιβιστών. Οι θεωρητικός και στρατηγικός διάλογος γύρω από τους σκοπούς της δραστηριότητας των επιχειρήσεων ξεκίνησε στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1950, τη στιγμή όπου πολλαπλασιάζονταν οι σύγχρονες μετοχικές εταιρείες, οι οποίες έχουν την ιδιαιτερότητα ότι δεν διευθύνονται πλέον από εργοδότες-ιδιοκτήτες Για μια ιστορία του διαλόγου γύρω από το «ηθικό μάνατζμεντ», βλ. (12). Καθώς οι μισθωτοί μάνατζερ που τους αντικατέστησαν δεν έχουν πλέον το κίνητρο να αυξάνουν την αξία της επιχείρησης ώστε να την κληρονομήσουν στους απογόνους τους, στο όνομα ποιου πράγματος ασκούν πλέον την εξουσία τους; Ο οικονομολόγος Χάουαρντ Μπόουεν πρόσφερε την απάντηση (13), εισάγοντας την έννοια της «κοινωνικής ευθύνης» των επικεφαλής των επιχειρήσεων, οι οποίοι θεωρητικά αντλούν την νομιμοποίησή τους από το γεγονός ότι, καθώς δεν είναι ιδιοκτήτες της επιχείρησης, είναι σε θέση να λάβουν υπόψη «τα συμφέροντα όλων των επηρεαζόμενων μερών», κάτι που οφείλει να εκφράζεται και με πράξεις φιλανθρωπίας.
Ενόσω η άνθηση των κινημάτων αμφισβήτησης τη δεκαετία 1960 υποχρέωνε ακόμα περισσότερο τις επιχειρήσεις να αναλαμβάνουν ευθύνες, οι νεοφιλελεύθεροι διανοητές ανησυχούσαν: μήπως ήταν επικίνδυνο να αναγνωριστεί με έμμεσο τρόπο ότι οι επιχειρήσεις αποτελούν χώρους εξουσίας χωρίς πλήρη νομιμοποίηση, αφού τους αποδίδουμε και άλλη αποστολή εκτός από την κερδοφορία; Για τον Φρίντμαν, «το δόγμα της “κοινωνικής ευθύνης” προϋποθέτει την αποδοχή της σοσιαλιστικής οπτικής, σύμφωνα με την οποία οι πολιτικοί μηχανισμοί, και όχι οι μηχανισμοί της αγοράς, είναι οι πλέον κατάλληλοι για τον καθορισμό της κατανομής των πόρων» (14). Εάν αποδεχθούμε ότι δικαιούμαστε «να απευθύνουμε σε αυτές τις μορφές ιδιωτικής διακυβέρνησης το ίδιο είδος ερωτημάτων με εκείνα που θέτουμε στα υπόλοιπα είδη διακυβέρνησης», προειδοποιούσε το 1960 μια έκθεση του Ιδρύματος Ροκφέλερ, θα προκύψει αναγκαστικά μια αντίφαση ανάμεσα «στη δημοκρατική παράδοση μιας διακυβέρνησης βασισμένης στην κοινωνική συναίνεση και στις αναπόφευκτα ιεραρχικές και αυταρχικές διαδικασίες του επιχειρηματικού κόσμου» (15). Κι ο Πίτερ Ντρούκερ, ο «πάπας του μάνατζμεντ», υπενθύμιζε μια ιστορική σταθερά: «Όλες οι φωτισμένες δεσποτείες κατέληξαν να πυροδοτήσουν μια επανάσταση» (16).
Προκειμένου να αντικρούσουν αυτές τις προσδοκίες, οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι επινόησαν την δεκαετία του 1970 τις «νέες θεωρίες για την επιχείρηση», που προωθούν ένα συμφιλιωτικό εταιρικό όραμα. Οι ιεραρχίες ανήκουν στο παρελθόν, όπως και οι ευθύνες που απέρρεαν από αυτές: πλέον, υπάρχει μονάχα ένα σύνολο συμβατικών σχέσεων μεταξύ ελεύθερων και ισότιμων παραγόντων. Αυτή η επίθεση επέτρεψε τη μόνιμη αποπολιτικοποίηση των θεωριών για την εταιρική κοινωνική ευθύνη, οι οποίες συνέχισαν να αναπτύσσονται κατά τη δεκαετία του 1980, καθώς και εκείνων που επιστρατεύουν την έννοια των «ενδιαφερόμενων μερών» (stakeholders) (17), τα οποία οφείλουν να λαμβάνονται υπόψη στον ίδιο βαθμό με τους μετόχους (shareholders).
Ο νόμος Pacte αποτελεί το τελευταίο επεισόδιο στην ιστορία της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης στην Γαλλία: για πρώτη φορά αναθεωρείται στον Αστικό Κώδικα ο ορισμός του κοινωνικού σκοπού της επιχείρησης, η οποία πλέον καλείται να λαμβάνει υπόψη «τα κοινωνικά και τα περιβαλλοντικά διακυβεύματα της δραστηριότητάς της». Πρόκειται για μια πολύ μέτρια πρόοδο: «Βασικό μέλημα της κυβέρνησης ήταν να αποφύγει να αλλάξει τον Ποινικό Κώδικα ώστε να καταστούν ποινικά υπόλογοι οι επικεφαλής των επιχειρήσεων», παρατηρεί ο Ζαν-Φιλίπ Ντενί, ερευνητής στη διοίκηση επιχειρήσεων. Πράγματι, μετά από κάποιες διαμαρτυρίες, η γαλλική εργοδοσία προσαρμόστηκε γρήγορα στον νόμο. Το Κίνημα Επιχειρήσεων της Γαλλίας (Medef, το αντίστοιχο του ελληνικού ΣΕΒ) υιοθέτησε μάλιστα έναν «προορισμό» τον Ιανουάριο του 2019: «Κοινή δράση για την προώθηση μιας υπεύθυνης οικονομικής ανάπτυξης».
Ωστόσο, εμμένοντας στην παράδοση του Φρίντμαν, ένα τμήμα του γαλλικού κεφαλαίου εξακολουθεί να διάκειται εχθρικά απέναντι στη ρητορική της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης. Ο Ζαν-Σαρλ Σιμόν, φιλελεύθερος επιχειρηματίας και ατυχήσας υποψήφιος για την προεδρία του Medef το 2018, μας εξηγεί ότι κατά τη γνώμη του ο κίνδυνος είναι λιγότερο νομικός και περισσότερο πολιτισμικός: «Το να υποστηρίζουμε ότι ο καπιταλισμός οφείλει να αναπτύξει την υπευθυνότητά του αποτελεί ένα επικίνδυνο παιχνίδι, γιατί συνιστά ομολογία αποτυχίας. Κατά κάποιον τρόπο, όποιος απολογείται, δηλώνει την ενοχή του. Οι επιχειρήσεις αρχίζουν να εμπλέκονται σε έναν φαύλο κύκλο, καθώς ποτέ δεν θα έχουν κάνει αρκετές παραχωρήσεις». Πράγματι, μόλις ο Φαμπέρ ανακοίνωσε τη μείωση της αμοιβής του στην Danone, η Oxfam (18) του ζήτησε επιτακτικά να κάνει ένα επιπλέον βήμα και «να αναλάβει την αταλάντευτη δέσμευση ότι θα εντάξει στους στόχους της επιχείρησής του τη θέσπιση πλαφόν στα κέρδη που διανέμονται στους μετόχους, με τα υπερβάλλοντα κέρδη να κατευθύνονται σε ένα ειδικό ταμείο αφιερωμένο στη μετάβαση της επιχείρησής του σε ένα κοινωνικό και οικολογικό μοντέλο» (19). Όσο κι αν ο Σιμόν συμμερίζεται την επιθυμία των οπαδών της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης «να αποφευχθεί η επανάσταση», θεωρεί ότι «είναι προτιμότερο να αποδεχθούμε ότι ο καπιταλισμός μπορεί να γίνει ένα βάναυσο σύστημα και να αναπτύξουμε παιδαγωγική δράση ώστε να εξηγήσουμε γιατί, παρ’ όλα αυτά, είναι το μοναδικό εφικτό σύστημα».
Πιο απρόσμενη είναι η καταγγελία του για την αντιδημοκρατική φύση της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης: «Ο ρόλος της γενικής συνέλευσης μιας επιχείρησης δεν είναι η λήψη αποφάσεων για τη σωτηρία του πλανήτη. Η εταιρική κοινωνική ευθύνη αποτελεί μια ιδιωτικοποίηση του συλλογικού συμφέροντος. Και, αν θεωρούμε ότι οι επιχειρήσεις ενεργούν με τρόπο νόμιμο πλην όμως ανεύθυνο, εναπόκειται στο κράτος να νομοθετήσει προκειμένου να φορολογήσει ή να απαγορεύσει μια δραστηριότητα που κρίνεται επικίνδυνη ή ρυπογόνα». Παραδόξως, η θέση του συναντά εν μέρει εκείνη του Ρόμπερτ Ράιχ, του Αμερικανού οικονομολόγου και υποστηρικτή του Μπέρνι Σάντερς, ο οποίος χαρακτηρίζει «απάτη» την εταιρική κοινωνική ευθύνη (20): «Ο μοναδικός τρόπος να καταστούν οι επιχειρήσεις κοινωνικά υπεύθυνες είναι η ψήφιση νόμων που, λόγου χάρη, θα τις υποχρεώνουν να δίνουν σημαντικότερο ρόλο στους εργαζομένους τους κατά τη λήψη των αποφάσεων ή να καταβάλλουν αποζημιώσεις στις κοινότητες που πλήττονται από το κλείσιμο των μονάδων τους, αλλά και θα αυξάνουν τη φορολογία επί των εταιρικών κερδών».